Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Σ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗ

Σ αγαπώ όταν μου σφραγίζεις τα χείλη με τα δικά σου κι η γεύση τους μένει πάνω μου για ώρες κι όταν ακουμπάς το δέρμα μου κι όταν λύνεις τα μαλλιά στους ώμους κι όταν με χαϊδεύεις, σ αγαπώ τότε και σε χρειάζομαι και σ έχω ανάγκη.

Σε χρειάζομαι όταν γυρνώ κομμάτια στο σπίτι και θέλω να κλείσω τη πόρτα και να τα ξεχάσω όλα, να τα αφήσω απέξω, να μη σκέφτομαι προδοσίες κι απογοητεύσεις και κατακρημνίσεις σε βάραθρα βαθιά. Δε θέλω πολλά, ένα ποτήρι νερό, λίγο να βρέξω το πρόσωπο μου, να πλυθώ μια στάλα, να βγάλω τη σκόνη από πάνω μου, μια ανάσα να πάρω, σαν άνθρωπος να νιώσω για λίγο, δε νομίζω ρε ότι ζητάω πολλά, δεν είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις.

Μπορώ όλη μέρα να τριγυρνώ ζαλισμένος στους λαβύρινθους της πόλης που ξετυλίγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, να πέφτω και να σηκώνομαι, να ρίχνομαι μέσα σε λάκκους λεόντων και μέσα σε λίμνες με κροκόδειλους αναδυόμενους, να βγαίνω από μέσα τους μ ένα κομμάτι κρέας λιγότερο, να σφίγγω τα δόντια σαν τον πληγωμένο Πάτροκλο που του δένει την πληγή ο Αχιλλέας και να προχωράω, περνώντας τοίχους που υψώνονται τριγύρω, νιώθοντας την κακία και τον κυνισμό του κόσμου που είναι άσχημος κι αδίσταχτος και χυδαίος και βρώμικος.

Ο Φόβος και Δείμος παραμονεύουν τριγύρω, πέτρες συμπληγάδες ανοιγοκλείνουν βίαια έτοιμες να σε λιανίσουν και να σε κάνουν κιμά, κεφαλές της μέδουσας που πρέπει ν αποφύγεις να κοιτάξεις κατάματα προτού σ απολιθώσουν και σε μεταβάλουν σε στήλη πέτρινη, γοργόνες και τέρατα παντού, τοξότες σε σημαδεύουν κλείνοντας το αριστερό τους μάτι, ο ύπνος και ο θάνατος ετοιμάζονται να σε κουβαλήσουν, ο ένας κρατώντας τις ωμοπλάτες, ο άλλος τα πόδια, σκύλοι και λυκόσκυλα και λύκοι λυμαίνονται τη νύχτα τους δρόμους , αμάξια αμολιούνται στις μπάρες των στροφών σαν τ αρχαία άρματα που στρίβουν στο στάδιο.

Χτυπήματα δέχεσαι στο σώμα και στο κεφάλι, στο κεφάλι προπαντός, υποθέσεις χειροβομβίδες που πρέπει να ξεφορτωθείς, να φύγουν απ τα χέρια σου, το παλεύεις το γυρίζεις, δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν όλοι πόσο έχεις προσπαθήσει, δε χρειάζεται να ξέρουν πόση υπομονή έκανες, σε χρειάζομαι.

Δεν είναι ανάγκη να με ζορίζεις κι εσύ ρε, αφού σούχω δείξει ότι είμαι εντάξει, εσύ ξέρω ότι θα μου πεις να καθίσω,   να μη φύγω εγώ,    ειδικά εγώ,    έτσι δεν είναι,   αφού καταλαβαινόμαστε ρε, σε παρακαλώ, μπορώ και μόνος μου αλλά είναι πιο δύσκολο, λίγη θετική ενέργεια ανατροφοδοτική  χρειάζομαι,     να ξέρω τι θες πες μου,   δε μπορώ να μπαίνω πάντα στο μυαλό σου και να σε διαβάζω, πρέπει να με βοηθάς λίγο, πως θα γίνει.

Άνθρωποι εξαφανίζονται και κανένας δε ρωτά για αυτούς ποτέ, άμα θες μπορείς να με παίρνεις κάνα τηλέφωνο που και που, δεν είμαι πάντα καλά, λίγο ενθάρρυνση δε θα με χαλούσε άμα θες να ξέρεις, μπορώ και μόνος μου αλλά είναι πιο δύσκολα είπαμε, ανέβασε με λίγο τώρα το καλοκαίρι που η αντηλιά της ασφάλτου με τυφλώνει και κλείνω τα μάτια να μη βλέπω, καθώς κάθομαι στην Αριστοτέλους, σ ένα παγκάκι, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, προσπαθώντας να σκεφτώ που πάω, τι θέλω, ποιος είμαι, τι κάνω εκεί πέρα.

Κι όταν τη νύχτα τρομάζω από όνειρα άσχημα, μπορείς να μου λες καμιά καλή κουβέντα κι ας κοιμάμαι, κάτι θα περάσει μέσα μου καθώς το μυαλό αδυνατεί να σταματήσει την επεξεργασία δεδομένων και πληροφοριών, εσύ να μου μιλάς γλυκά,   το χρειάζομαι, τόχω ανάγκη.

Μαθαίνεις να ζεις βέβαια μ αυτόν τον τρόπο, όπως όλα τριγύρω αλλάζουνε και τίποτα δε μένει σταθερό, σε τίποτα δε μπορείς να βασιστείς, συνεχίζεις παρά τα χτυπήματα τα απανωτά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος μαθαίνεις να ξεκολλάς, προχωράς, περνάς εμπόδια ακόμα κι αν χρειαστεί να εκτοξευτείς από πάνω τους, αλλά εσύ μην είσαι ρε τόσο καχύποπτη, δε χρειάζεται, μη το παρακάνεις,   άσε και σε μένα κάτι,   θα τα βρούμε, θα δεις,    δως μου μια ευκαιρία,    θύμιζε μου εκείνα που σου είχα πει και σε σημάδεψαν ενώ εγώ τάχω ξεχάσει πια,   αφού ξέρεις ότι θα είμαι καλός μαζί σου.

Κι ύστερα αφού ξέρεις ότι κάτω απ την τραχιά κρούστα της επιφάνειας μου είμαι μαλακός,   μπορείς να μ ακουμπήσεις με το δάχτυλο και να πονέσω, μη το κάνεις αυτό ρε, δε πρέπει, δεν είναι σωστό, σε παρακαλώ, σε χρειάζομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...