Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

ΜΗ Μ ΑΓΓΙΖΕΙΣ

Μες το ταξί ήμουνα θολωμένος εντελώς, είχα αργήσει κι αγχώθηκα, δεν ήμουνα σίγουρος αν είχα χρήματα μαζί μου, ο τύπος δίχως πολλά μαλλιά με όψη λίγο άγρια, μιλούσε σ ένα σύρμα, κατέβηκα γρήγορα, άσε λέω να περπατήσω και λίγο, μπήκα σ ένα στενό και τότε διαπίστωσα ότι δεν είχα μαζί μου το κινητό, πάει κι αυτό σκέφτηκα, άντε ξανά τα ίδια.

Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ στο μάθημα , ο Δημήτρης το κατάλαβε, μου ΄λεγε τα δικά του, πως έχασε το δικό του κινητό σ ένα ταξίδι στην Ισπανία, κάπου στη Γρανάδα η στη Κόρδοβα σ ένα τρένο μέσα, εκεί σε θέλω, έπαιρνε τηλέφωνα στις εταιρείες, τελικά το βρήκε αυτός. 

Όπως προσπαθούσα να συμμαζέψω το μυαλό μου σκεφτόμουν ένα κορίτσι που μου έλεγε ότι είχε χάσει το δικό της τηλέφωνο στο magic park, κι είχε μέσα λέει πέντε χιλιάδες φωτογραφίες και δυο χιλιάδες επαφές, κάποιοι μου είπανε ότι δε γίνεται αυτό, έτσι κι αλλιώς ψέμματα πολλά έλεγε εκείνο το κορίτσι, γυναίκες τώρα ξέρεις, τελικά έλεγε ότι το βρήκε σε κάτι τουαλέτες, σ ένα κάδο όπως έσκυβε να πλυθεί σ ένα νιπτήρα κι άκουσε έναν ήχο που της θύμιζε κάτι- ναι καλά!

Πήγαμε με το Δημήτρη στο σταθμό των τραίνων απ όπου είχα πάρει το ταξί, κάτι τύποι ξενυχτισμένοι κατά κει μιλούσαν δυνατά, ένας κοιμόταν με το κεφάλι βουτηγμένο κάτω απ το παρμπρίζ, τα μανίκια σηκωμένα, ένα παιδί από ένα περίπτερο έβαζε πορτοκαλάδες και νερά στα ψυγεία που βούιζαν, μου είπαν ότι ο ταξιτζής είχε το ψευδώνυμο ''Καλαματιανός'' μούδωσαν κι ένα νούμερο, το πήρα κανείς δεν απαντούσε, κάτι γυναίκες σκούπιζαν τραπέζια και κατέβαζαν στόρια , τελικά αφήσαμε δυο τηλέφωνα να μας ειδοποιήσουν αν εμφανίζονταν ο ''Καλαματιανός'' και πήγαμε σ ένα μέρος κάπου στα Λαδάδικα.

Σ ένα πάγκο μπροστά καθίσαμε κοιτάζοντας μπουκάλια με ποτά σ όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, ποτήρια κι ασημένιες μηχανές του καφέ, μπολ με παγάκια και φέτες από λεμόνι και κανάτες με νερά.

Κάτι κουπόνια μου δώσανε στην είσοδο, έπρεπε κάπου να τα δώσω, ένας τύπος με κοτσίδα μου φάνηκε για γκαρσόνι, του τάδωσα και τα πήρε, ο Δημήτρης γελούσε, φώτα αναβοσβήνανε εκεί μέσα, κάτι σκάλες μεταλλικές ανέβαιναν προς τα πάνω, πλάτες γυναικών ηλιοκαμένες, αραδιασμένες στις καρέκλες, τυλιγμένες με στηθόδεσμους και τιράντες σ όλα τα χρώματα, μια τύπισσα με μαύρα μαλλιά στο χρώμα των φτερών του κόρακα με κοίταζε, ο Δημήτρης μου λεγε ξύπνα ρε μ.... αλλά εγώ στο κόσμο μου, ρε φίλε ήταν μια μέρα δύσκολη, είχα θολώσει με τόσο ήλιο και τόσα κύματα απανωτά ζέστης, πονούσε το κεφάλι μου .

Ο τύπος που πήρε το κουπόνι μου ανέβηκε σε μια στιγμή στη πίστα κι άρχισε να παίζει με μια ορχήστρα κάτι κομμάτι λυπητερά, μαυλιστικά, με ακόρντα περίεργα κι αρμονίες μυστήριες και κλίμακες παράξενες και σόλα που δεν είχα ξανακούσει, ένας μελαχροινός ύστερα σήκωσε μια τρομπέτα, την έβαλε στα χείλη του και κάτι ήχοι απόκοσμοι βγήκαν από κει μέσα, ο ντράμερ άρχισε να στριφογυρίζει τα ξυλαράκια στα τύμπανα σα δαίμονας αλλάζοντας το ρυθμό και ίδρωνε και ξεΐδρωνε και στάλες τρέχανε από το μέτωπο του, αυτός ήταν που μου είχε πάρει το κουπόνι ο μπαγάσας, ένα σαξόφωνο εμφανίστηκε από κάπου και ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο το όλο πράγμα και τότε ένα κορίτσι βγήκε κι άρχισε να τραγουδά με μια φωνή βαθιά που την ένιωθα να διαπερνά το δέρμα μου '' Μη μ' αγγίζεις μ εκείνα τα χέρια που καίνε !!!''

Εγώ σκεφτόμουν από που στο διάβολο είχαν προκύψει όλοι αυτοί, κι ο κεφαλόπονος μου άρχισε να φεύγει, κι η σκέψη να ξελαμπικάρει, και τα νήματα του μυαλού να ξεδιαλύνονται, κι η διάθεση να ανεβαίνει καθώς εκείνοι οι τύποι έπιαναν τα ακόρντα και τα τραβούσαν μέχρι τα άκρα, ως το θεό, η μελαχρινή κοπέλα κουνιότανε, πρόσεχα το λευκό ρολόι στο μαυρισμένο απ τον ήλιο και τη θάλασσα χέρι της, και μια λωρίδα σάρκας κάτω απ την τραβηγμένη εφαρμοστή της μπλούζα .

Ένα χυμό ζεστό ζήτησα γιατί τα λαιμά μου έχουν γίνει σμπαράλια απ τα παγωμένα, ο Δημήτρης γελούσε πάλι, κάτι κουβέντες απόμακρες έπιανα από γύρω κάποιος έλεγε για κόντρες παράνομες που γίνονται τη νύχτα έξω απ το εμπορικό κέντρο το COSMOS, ή κάπου τη Σίνδο σ ένα δρόμο εγκαταλειμμένο κι οι πιτσιρικάδες τρέχουν σα βλαμμένοι τσακίζοντας χέρια και ποδάρια, κάποιος άλλος έλεγε για έναν υδραυλικό που τον έπιασε η γυναίκα του σ' ένα μαγαζί στη Χαλκιδική να πίνει ουίσκι με κάτι χήρες, ένας τρίτος έλεγε ότι είχε πάει σ ένα λούνα παρκ κι όπως ετοιμάζονταν να γκρεμιστούν από μια νεροτσουλήθρα κολλήσανε στο χείλος της κατηφόρας και τα κοριτσάκια ούρλιαζαν για κάνα τέταρτο.


Φύγαμε απο κει, στην παραλιακή αμάξια γλιστρούσαν απαλά στο δρόμο, το φεγγάρι έβγαινε πάνω απ το μουσείο πελώριο, ''Πως να είναι τα αγάλματα τη νύχτα εκεί μέσα ;'' σκεφτόμουν, ένας σκύλος ξάπλωνε στο βρεγμένο γρασίδι του πάρκου, ένας κόρακας τσαλαβουτούσε στα νερά ενός σωλήνα σπασμένου, σ ένα pet shop κάτι παπαγαλάκια άσπρα και γαλάζια έστεκαν ακίνητα, μια πεταλούδα μπήκε στο αμάξι από ένα παράθυρο, που βρέθηκε τέτοια ώρα, στα μαγαζιά με τα οπτικά, γυαλιά χρωματιστά, αραδιασμένα, γυναίκες κάθονταν σε τραπέζια πίσω από τζαμαρίες, τα καφενεία όλα κλειστά, έβαλα το χέρι στη τσέπη, ένα χαρτάκι σκισμένο έπιασα μ ένα νούμερο απάνω του , ήξερα ποια το είχε αφήσει , κάτι μπουλντόζες δούλευαν μες τα σκοτεινά υπό το φως των προβολέων.

Στη πολυκατοικία δροσιά είχε στην είσοδο όπως έμπαινα , κάτι ρύζια σκόρπια από κάνα γάμο πάνω στο μωσαϊκό, πλακέτες με ονόματα χαραγμένα, κλειδαριές στις πόρτες, ασανσέρ προϊστορικά έτριζαν επικίνδυνα, είχες την αίσθηση ότι κάποιος σ' ακολουθούσε, στις πόρτες πάνω λουκέτα και σύρτες και μπάρες και συστήματα ασφαλείας και συναγερμοί κι εμπόδια κι επάλξεις και τάφροι με αλιγάτορες και πιράνχας για να μείνουν οι εχθροί απ έξω, διάδρομοι σκοτεινοί, μπήκα στο σπίτι έπεσα να πλαγιάσω χώνοντας το κεφάλι ανάμεσα στα μαξιλάρια, τι μέρα κι αυτή έλεγα από μέσα μου όταν το σταθερό χτύπησε, μια φωνή τραχιά:
 ''Έλα! Είμαι ο Καλαματιανός! Έχω το κινητό σου! ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...