Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΑΝΕΜΟΠΥΡΩΜΑ

Ένα σωρό ιστορίες μας έλεγε εκείνος ο άνθρωπος, για δέντρα και σπίτια στοιχειωμένα, στέρνες απ' όπου έβγαιναν ήχοι κι άκουγες να φωνάζουν το όνομα σου μα δεν έπρεπε να αποκριθείς, για φώτα που αναβόσβηναν μοναχά τους, άροτρα που σκάλωσαν πάνω σε πέτρες κι από κάτω τους βρίσκονταν κασέλες με νομίσματα, λίμνες άπατες στις κορφές των βουνών, λαγκάδια όπου έγιναν φόνοι κι οι σκοτωμένοι αναστέναζαν τα βράδια, για καλόγερους που περνούσαν μέσα από τοίχους και πόρτες. 

Για γεφύρια που έτριζαν και για σταυροδρόμια καταραμένα, για καλαμιές που σείονταν κι ακούγονταν σα να τραγουδούσαν γλυκά, για καβαλάρηδες που κάλπαζαν σε ξέφωτα και σκόνταφταν σε τρύπες που είχαν σκάψει τυφλοπόντικες, για παιδιά που τα είχαν αρπάξει γυναίκες πρασινομαλλούσες με ζώνες χρυσές , ανεμοστρόβιλους που εμφανίζονταν απ το πουθενά, για σπηλιές που αντιλαλούσαν παράξενα και πηγάδια με νερό διάφανο που κατάπιναν όποιον έσκυβε να κοιτάξει μέσα τους, κι άλλες ιστορίες που εμείς δε χορταίναμε να ακούμε.

Όλο το καλοκαίρι γυρνούσαμε σαν αδέσποτα αμολημένα από δω κι από κει, πηγαίναμε σε κάτι σπίτια να δούμε τηλεόραση γιατί δεν είχε πολλές τότε , κάτι τύποι τρέχανε πίσω από μια μπάλα σε μια οθόνη ασπρόμαυρη , ένας σκύλος περνούσε ένα ποτάμι κι έπειτα πήγαινε να συναντήσει κάτι άλογα σ ένα λόφο.

Άλλοτε πηγαίναμε σε μια αγροικία με χόρτα φυτρωμένα στη στέγη της και ντομάτες κόκκινες λιωμένες, απλωμένες πάνω σε πλάκες πυρωμένες απ τη ζέστη. Εκεί ήταν κάτι γριές που δεν άνοιγαν το στόμα τους μα ήξεραν να στολίζουν κόλλυβα, έριχναν ζάχαρη λευκή σα χιόνι πάνω στο βρασμένο στάρι κι απάνω στο άσπρο φόντο ζωγράφιζαν με καρύδια, σταφίδες και μια σκούρα σκόνη σταυρούς κι αστεράκια κι άλλα σχέδια, ψιθυρίζοντας λόγια ακαταλαβίστικα και προσευχές περίεργες ''Αί χείρες σου εποίησαν με καί έπλασαν με...'', κάτι τέτοια λέγανε όπως έσερναν το σταθερό τους χέρι πάνω στη ζάχαρη κι εμείς κοιτάζαμε τα δαχτυλίδια που φορούσαν με κάτι σχήματα χαραγμένα απάνω τους αστέρια και πεντάλφες κι άλλα τέτοια.

Εμένα μ' έπαιρνε ο πατέρας μου να πάμε στο παζάρι, κάτι ποδηλάτες είχαμε δει στο δρόμο να τρέχουν ανάμεσα σε ηλιόσπορους κίτρινους. Εκεί είχα δει πρώτη φορά κόσμο πολύ να πηγαινοέρχεται κι αντικείμενα χρωματιστά κρεμασμένα κι ο ήλιος ήταν λαμπερός και καθαρός. Ή θα πηγαίναμε να ραντίσουμε ανακατεύοντας φυτοφάρμακα και κάποτε όπως έσκυβα πάνω από ένα δοχείο με μείγμα εκρηκτικό είχα ζαλιστεί κι έπεσα στο χώμα με το κεφάλι, μια ζάλη γλυκιά θυμάμαι κι έναν πόνο στο μέτωπο όταν σηκώθηκα. Κι ένα άλλο που μου άρεσε πολύ ήταν να τρέχω σ εκείνο το δροσερό υπόγειο που είχαν φτιάξει από πέτρα και τσιμέντο παλιά οι αντάρτες, σωστό οχυρό ήταν κι έβρισκες εκεί ξιφολόγχες σκουριασμένες και κράνη και υποκόπανους όπλων και στολές χακί διαλυμένες.

Για μπάλα πηγαίναμε τ απογεύματα στ αλώνια, τρέχαμε ακούραστα πάνω κάτω σε κάτι χωράφια με κλίση απίστευτη μα ούτε που μας ένοιαζε και σαν βαριόμαστε πηγαίναμε σ εκείνο τον τύπο που φύλαγε όλη μέρα τα πρόβατα όπως αυτά μαζεύονταν σα ζαβλακωμένα απ τη ζέστη κάτω από ένα πλατάνι κι όταν δρόσιζε τη νύχτα τα αμολούσε μες τα τριφύλλια κι έβοσκαν μέχρι αργά. Καμιά φορά τον βλέπαμε να βρέχει τα πόδια του σε μια γούρνα όπου το νερό αντανακλούσε σκιές που έτρεμαν. Το βράδυ κοιμόταν σ ένα κρεβάτι καρφωμένο ψηλά σε μια ακακία ακούγοντας τα χορτάτα ζώα να αναστενάζουν και να ξεφυσούν, κάτι τραγούδια άκουγε στο ράδιο, δυο τρεις φωτογραφίες υπήρχαν πάνω σ ένα έπιπλο που τον έδειχναν φαντάρο μέσα στα χιόνια.

Μια φορά μας είχε φιλέψει κιόλας, κάτι ψάρια έψηνε σε μια σχάρα, μια σαλάτα είχε ετοιμάσει ρίχνοντας λάδι από κάτι πιθάρια αρχαία, ένα καρπούζι είχε κόψει στη μέση, κάτι κεράσια μαύρα και κόκκινα, ένα βάζο με μέλι. Αυτός έπινε ούζο που έβγαζε από ένα αμπέλι φυτεμένο σ ένα οροπέδιο που λέγανε ότι εξαιτίας της ξέρας του έβγαζε τα πιο γλυκά σταφύλια.

Δεν έβλεπε και πολύ καλά, ζάχαρο πρέπει να είχε, δόντια σμπαραλιασμένα βλέπαμε σαν χαμογελούσε, αυτό που περιμέναμε πραγματικά όμως ήταν εκείνες οι ιστορίες για αγροφύλακες που φύλαγαν τα χωράφια κι άκουγαν ποδοβολητά πάνω σε δρόμους λιθόστρωτους δίχως να βλέπουν άλογα, για ξωτικά που έκλεβαν μέσα από μπαούλα σεντόνια μεταξωτά και μαξιλάρια, για γητευτές που γιάτρευαν το ανεμοπύρωμα, είχε κιαυτός ένα τέτοια πράγμα έναν καιρό και μια γριά του καθάρισε το πρόσωπο με κάτι βότανα και χόρτα.

 Για πανηγύρια καλοκαιρινά μας έλεγε,  για αλωνίσματα και θερισμούς και πέτρες που έμοιαζαν με ανθρώπους όρθιους  μες τη ζέστη, για σκαλοπάτια σκαμμένα σε πέτρες που οδηγούσανε βαθιά μέσα στη γη, για κάποιους που κοιμόντουσαν με τα μάτια ανοιχτά και για λιβάδια με καστανιές τριγύρω γεμάτες αχινούς, λιβάδια με νερά όπου κυλούσαν νερά άφθονα ανάμεσα σε φυλλωσιές όπου φύτρωναν λουλούδια παράξενα- αυτός είχε ένα τέτοιο, κατακόκκινο με πέταλα τεράστια σ ένα μπουκάλι μέσα.

Μια φορά είχαμε κοιμηθεί κιόλας σ ένα υπόστεγο από κάτω που υπήρχε κατά κει, βλέποντας πυγολαμπίδες να πετούν κι άστρα να γκρεμίζονται, καθώς οι υδρονομείς πήγαιναν να πιάσουν δουλειά διοχετεύοντας νερό ποτιστικό  σε αυλάκια και δεξαμενές, τα κοκόρια λαλούσαν όλη νύχτα ....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...