Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

JUST A DREAM

Στα Public μέσα κατέρρευσα, τάπαιξα, σωριάστηκα, διπλώθηκα σε κάτι μαξιλάρια που είχαν βάλει στο πάτωμα, ένα γυάλινο δάπεδο, νερά τρέχανε ανάμεσα σε πέτρες από κάτω, ένα κοριτσάκι φοβόταν να πατήσει το γυαλί, δεν ήθελα να φύγω από κει, ήμουνα κομμάτια ήθελα κόσμο γύρω μου μέχρι να συνέλθω, να πάρω τ' απάνω μου, είχε δροσιά, ήταν καλά, πήρα ένα βιβλίο και κάθισα.

Με είχε διαλύσει αυτή η επαφή, είχαμε έρθει πολύ κοντά και πρέπει να φοβήθηκε, είχα προχωρήσει πολύ και περίμενα την αναμενόμενη αντίδραση, έπρεπε να ήμουν σε επιφυλακή κι ετοιμότητα, ν΄ απορροφήσω κραδασμούς και παρενέργειές και παρεξηγήσεις, όλος ο μηχανισμός είχε σημάνει κόκκινο, νεύρα και ίνες, αντανακλαστικά κι αναρτήσεις, άξονες στροφαλοφόροι και κινητήρες ώθησης, αμορτισέρ σασμάν κι αισθητήρες του περιβάλλοντος έπρεπε να αντιληφθούν το τι γίνεται, οι στροφές του κινητήρα ν ανεβοκατεβούν εκατομμύρια φορές, να πάρουν χιλιάδες στροφές στο δευτερόλεπτο , το σύστημα μπήκε σε δοκιμασία, έτριζε, δοκιμάζονταν οι αντοχές μου.

Όλα έπρεπε να φανούν φυσικά άσχετα με το τι συνέβαινε μέσα μου, όλα έπρεπε να γίνουν σωστά κι απαλά κι όμορφα, μια ζωή αυτό ψάχνω, αυτό θα με φάει , χειρισμοί λεπτοί, κινήσεις και ρυθμίσεις προσεχτικές, να χρησιμοποιήσεις όλα τα αποθέματα , την εφευρετικότητα και τη φαντασία και τη τόλμη που σου απόμεινε, έκθετος ξανά και στον αέρα, στο τέλος όταν όλα πήραν τη πορεία που ήθελα κι έπρεπε, αυτή έλαμπε ξανά, τα μάτια της άστραφταν , δε το περίμενε να γίνει έτσι, ένιωσα να χαλαρώνω ασυναίσθητα.

Οι μύες δεν υπάκουαν, το μυαλό κατέρρεε βαθμιαία, ήθελε το μερίδιο του στην ανάπαυση, το είχα καταχραστεί, έπεσαν κι όλες οι υποθέσεις μαζί, αρχή καλοκαιριού, υπολογισμοί για διακοπές, λογαριασμοί κι υποθέσεις εκκρεμείς, είχα στραγγίξει πια, η ενέργεια έφευγε από μέσα μου σαν καπνός, στο τέλος σερνόμουν παρέλυσα, τα γόνατα μου κόβονταν, τα πόδια μου δε με υπάκουαν.

Εκεί μέσα στα πολυκαταστήματα συντριβάνια έστελναν ψηλά στήλες ύδατος, μωσαϊκά πολύχρωμα, οθόνες δείχνανε αμάξια να τρέχουν κι άλλες έδειχναν παραλίες με νερά γαλάζια και πράσινα κι ομπρέλες αραδιασμένες σε παραλίες εξωτικές και φρούτα που έμοιαζαν με αληθινά, πιτσιρικάδες έπαιζαν video games, κοπέλες με μαλλιά γαλάζια χάζευαν , κόσμος περίμενε μπροστά στα ταμεία να πληρώσει, στα φαγάδικα πατάτες και κρέατα, χαρτοπετσέτες και πιρούνια, ποτήρια και κουτάκια πλαστικά και τσίγκινα, κορίτσια με σορτσάκια κοντά, πόδια ξυρισμένα, στερεοφωνικά στη διαπασών στις καφετέριες.

Κάθισα με μια φίλη, κάτι κεράσια σε μια σακούλα με χρώμα υπέροχο απ το χωριό της μού φερε, κάτι μου έλεγε, δε μπορούσα να καταλάβω και καλά, για έναν δάσκαλο συνάδελφο της που γκρεμίστηκε από μια στέγη όπου είχε πάει να φτιάξει μια κεραία οι συνάδελφοι κάνουν έρανο για την εγχείρηση στο κεφάλι του ο τύπος ήταν λέει έξοχος, μπορούσε να κουμαντάρει άνετα πενήντα μικρά, είχε το χάρισμα, τον αγαπούσαν.

Η φίλη μου έδειξε κάτι ζωγραφιές των παιδιών ''Κύριε Νώντα περαστικά!'', κάτι ζωγραφιές αδέξιες, θαυμάσιες, της έλεγα για τους φίλους μου ''Μπα έχεις και φίλους ! Από πότε;'' ένας γνωστός μου έκανε πλάκα αδειάζοντας μια κανάτα δίπλα στο κεφάλι μου καθώς μιλούσα, αναρωτιόμουν τι στο καλό συνέβαινε, μουσικές περίεργες ακούγονταν που με παρέσερναν όπου νάναι είχα χάσει τον έλεγχο των αισθημάτων μου, είχα ξεφύγει.

Κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεχίσω τη μέρα, με τον Βύρωνα στο αμάξι ακούγαμε''... that was just a dream - just a dream....'' στη λεωφόρο του αεροδρομίου ξερά χόρτα δίπλα στο δρόμο, στάχυα κίτρινα κυματίζατε, πλανόδιοι πουλούσαν φρούτα της εποχής, δαμάσκηνα και μούσμουλα, σκουπίδια πεταμένα παντού, μπουκάλια πλαστικά και σακούλες φθαρμένες, ποδηλάτες με κολάν έτρεχαν μες τη ζέστη, άνθρωποι κάπνιζαν τσιγάρα ηλεκτρικά μες τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αφροί στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων που πλένονταν στα βενζινάδικα, νταλίκες παρκαρισμένες, οδηγοί ξενυχτισμένοι, μαγαζιά νυχτερινά εγκαταλειμμένα στραπατσαρισμένα, λαμαρίνες και πινακίδες τσαλακωμένες από τρακαρίσματα απανωτά κι εγώ προσπαθούσα να μαζέψω τα κομμάτια μου.

Στη Τούμπα είχα ένα μάθημα κατόπι, δεν είχα ξαναπάει, ένα κοριτσάκι με περίμενε κανείς άλλος δεν ήταν στο σπίτι, θε μου πως αφήνουν έτσι τα παιδιά τους , το κοριτσάκι μου έδειχνε κάτι ράματα στο ποδαράκι του από τότε που είχε κάνει γκελ στο τζάμι του μπαλκονιού και παραλίγο να γκρεμιστεί απ τον τρίτο όροφο καθώς κυνηγιόταν με την αδελφούλα του, η γιαγιά του ήρθε σε λίγο, σ ένα φούρνο δούλευε, ξάπλωσε σ ένα καναπέ, άναψε τσιγάρο, φαίνονταν ψόφια, τη ρώτησα για τη δουλειά της.

Και μετά χάθηκα ολοκληρωτικά, στο ασανσέρ μια γυναίκα μ ένα σκύλο ''Έχετε κι εσείς σκυλάκι; Κανονικά τους γαβγίζει όλους, εσάς σας συμπάθησε'' βγήκα σένα ρέμα, έχασα το προσανατολισμό μου, κάτι δέντρα τριγύρω, ρώτησα κάποιον να μου πει κάνα ορόσημο, να βρω άκρη, ο ήλιος έκαιγε δυνατά, έκατσα σε μια πέτρα....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...