Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΦΥΛΑΧΤΑ


Αλέξανδρος δέ βάλλεται καί αυτός διά τού θώρακος ές τό στήθος τοξεύματι υπέρ τόν μαστόν,.....

καί πνεύμα ομού τώ αίματι έκ τού τραύματος εξεπνείτο...

ίλιγγός τε αυτόν καί λειποψυχία κατέσχε καί πίπτει αυτού επί τήν ασπίδα ξυννεύσας.


ΑΡΡΙΑΝΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ βιβλίο στ', 10.


Στη κυρία Βάσια.

Εκείνη η πόλη των Μαλλών του είχε σπάσει τα νεύρα, δεν άντεχε άλλο, πήρε μια σκάλα που βρήκε μπροστά του, ανέβηκε στις πολεμίστρες, έριξε κάτω όποιον βρήκε μπροστά του κι από κει πάνω πήδηξε μες την ακρόπολη.

Και τότε όλοι πέσανε απάνω του, τον ξεχώριζαν λέει από τη λαμπρή του πανοπλία κι απ την απίστευτη τόλμη του, έβαλε τη πλάτη στο τοίχο κι άρχισε να πολεμά λυσσασμένα, γύρω γινόταν κόλαση, χτυπήματα από σπαθιά και λόγχες αντηχούσαν, ασπίδες από ξύλα φλαμουριάς και σάρισες από ξύλα κρανιάς ένα κουβάρι γίνονταν, ξίφη και λεπίδες, πανοπλίες διαλυμένες, σώματα ματωμένα, ιδρωμένα, ανάσες λαχανιασμένες, κουρνιαχτός και ζέστη αφόρητη, λάμες γυάλιζαν στον ήλιο, σπίθες πετιούνταν καθώς τα σίδερα διασταυρώνονταν αδυσώπητα, ένας υπασπιστής του, ένα παλικάρι, ο Πευκέστας, έτρεξε να τον καλύψει με την ασπίδα την πελώρια που είχαν πάρει απ την Τροία, κι ένας διμοιρίτης, ο Αβρέας, έτρεξε δίπλα του να τον φυλάξει με το κορμί του,   κι ακόμα ένας, ο Λεοννάτος.

Από τους προμαχώνες ψηλά έπεφταν πέτρες και κουβάδες με νερά ζεματιστά., ο χώρος ήταν στενός οι στρατιώτες ποδοπατιούνταν, κατασφάζονταν, ρημάζονταν λιώνανε ζωντανοί, σε μια στιγμή ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο, πάει αυτός, κάποιος χτύπησε μ ένα ρόπαλο το βασιλιά στη κορυφή του κράνους και μια σαΐτα διαπερνώντας το θώρακα του τον χτύπησε στο στήθος, πάνω απ το μαστό, εκεί που θηλύκωναν οι κρίκοι της πανοπλίας .

Μαζί με το αίμα έφευγε απ την πληγή και η ανάσα του, πολεμούσε όσο το τραύμα ήταν ζεστό, δε καταλάβαινε τίποτα μόλο που πονούσε, ύστερα όμως άρχισε να ζαλίζεται, λιποθύμησε κι έπεσε πάνω στην ασπίδα του νιώθοντας μια ζάλη γλυκιά, ξαπλώθηκε στην άμμο με τα μάτια γλαρωμένα, ο χρόνος ήταν σα να σταμάτησε, μια βουβαμάρα απλώθηκε, όλα γύριζαν, κοράκια έφερναν βόλτες ψηλά, ένιωθε τη ζωή να φεύγει από μέσα του.

Ίσως έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός, όπως τότε που επιθεωρούσε από ένα ύψωμα το στρατό του Δαρείου υπολογίζοντας πιθανούς ελιγμούς και κινήσεις, σ εκείνο το απέραντο ασσυριακό αλώνι όπου είχαν παραταχτεί άρματα δρεπανηφόρα κι ελέφαντες και καμήλες κι άλλα πλάσματα αλλόκοτα, όπως τότε που περνούσε με τους Μακεδόνες μέσα από χωράφια με ψηλά στάχυα για να μη δίνουν στόχο, όπως τότε που έψαχνε για περάσματα πάνω σε βουνά με δρόμους τραχιούς και μονοπάτια δύσβατα, όπως τότε που διέσχιζε την έρημο της Λιβύης ψάχνοντας το δρόμο τον σκεπασμένο απ την άμμο που σήκωνε ο αέρας τ απογεύματα, τότε που είχαν βρει εκείνο το ορυχείο του αλατιού με τους τεράστιους κρύσταλλους που έμοιαζαν με κομμάτια γυαλιού, κοντά σ εκείνη τη πηγή με το νερό που σε πάγωνε μες το καταμεσήμερο σαν έβαζες το χέρι σου μέσα του.

Αφού αυτός μπορούσε να συγκρατηθεί όταν οι καβαλάρηδες οι Θεσσαλοί δεν αντέχανε μετά από ώρες δίψας κι έπιναν λαίμαργα από κάτι πηγές στα βάθη των φαραγγιών και πέθαιναν εκεί μπροστά του, αυτός δεν είχε πρόβλημα αν και είχε κορακιάσει ν αδειάσει μπροστά τους το νερό απ το κράνος που είχαν γεμίσει για να του το προσφέρουν, σ εκείνο το μέρος όπου πατούσαν τις ρίζες των νάρδων και ο τόπος ολόκληρος μοσχοβολούσε γλυκά, εκεί που είχαν δει κάτι λουλούδια σα μενεξέδες τεράστιους να γεμίζουν ευωδιές τον αέρα, εκεί που είχαν στρατοπεδεύσει και μια τρομαχτική καταιγίδα τους είχε πάρει παραμάζωμα σκηνές και στρώματα και υποζύγια κι είχαν μουλιάσει μες την αφιλόξενη ερημιά μέχρι να κοπάσει το κακό .

 Αυτός μπορούσε να συγκρατηθεί όταν του φέρανε τη γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου που δεν άγγιξε ούτε το δαχτυλάκι τους, ενώ ο Πέρσης βασιλιάς τόσκαγε πανικόβλητος, εγκαταλείποντας τα σπαθί και τ, άρματα του, πετώντας σ ένα χαντάκι τον λαμπρό βασιλικό του μανδύα.

Χίμηξαν να τον σώσουν όλοι τότε, έγινε ένας χαμός πηδούσαν από ψηλά όπως μπορούσαν, πατούσαν ο ένας απάνω στον άλλον, κρεμιούνταν, σέρνονταν, βουτούσαν μέσα σε τάφρους και κανάλια, κλωτσούσαν την τεράστια πύλη, έσπρωχναν με τους ώμους, προσπαθούσαν να σπάσουν τους μοχλούς που τη συγκρατούσαν, τελικά τη σπάσανε, όρμησαν μέσα αλαλάζοντας, ουρλιάζοντας, σκοτώνοντας, τον σηκώσανε πάνω σε μια ασπίδα, ένας γιατρός απ τη Κω του τράβηξε το φαρμακερό βέλος και τότε έπαθε τέτοια αιμορραγία έτρεξε τόσο αίμα που λιποθύμησε ξανά, ο γιατρός του άλειψε τη πληγή με κάτι βότανα, του βαλε κι ένα φυλαχτό ασημένιο του Ασκληπιού στο κόρφο του.

Μες τη θολούρα σκέφτονταν ότι τιμωρούνταν γιατί μες το μεθύσι του εκείνη τη βραδιά σ εκείνη τη περσική πόλη είχε αφηνιάσει κι άρπαξε το δόρυ από ένα σωματοφύλακα για να ξεκοιλιάσει το φίλο του τον Κλείτο που δε μασούσε και του τάριχνε χοντρά για όλες τις βλακείες του και τα γλειψίματα και τις κολακείες και τις αηδίες που ανέχονταν κι έκανε με τις παλλακίδες τις ασιάτισσες. Έίχε μετανιώσει βέβαια κι έκανε τρεις μέρες να φάει και να πιει άλλα τι τα θες ήταν αργά πια.

Τώρα όλα έμοιαζαν να τελειώνουν, κλαγγές αντηχούσαν στο μυαλό του, λεπίδες άστραφταν, εικόνες από πρόσωπα παραμορφωμένα, δόντια σπασμένα, κρανία ανοιγμένα, ο χρόνος έμοιαζε να σέρνεται βασανιστικά, λίγο ανάπαυση ήθελε πια, λίγο ησυχία.

Κατά το βράδυ έπεσε σε παραλήρημα, ο Περδίκας, ο σωματοφύλακας του βαλε ένα βρεμένο πανί στο μέτωπο, κουκουβάγιες και τσακάλια αλυχτούσαν λυπητερά από μακριά, η νύχτα προχωρούσε πνιγηρή κι αποπνικτική, άγγιξε το μαγικό ασημένιο φυλαχτό που τούχε κρεμάσει η μάνα του κάποτε στο λαιμό, πίσω στις Αιγές που έβλεπαν κατά τα χωράφια της Μακεδονίας, εκεί όπου κάλπαζε με το αγέρωχο άτι του το Βουκεφάλα με τ' άσπρο σημάδι στο μέτωπο, σα να ησύχασε κάπως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...