Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ

Όλα ήταν έξω απ' το χρόνο σ' εκείνο το μέρος.

Ένα ρέμα υπήρχε κάπου σ ένα πλάτωμα, κάτι τρύπες τσακαλιών,σωροί από χώμα, συκιές φύτρωναν κάθετα σε γκρεμούς, ασβεστολιθικές κατακρημνίσεις, σαθρά πετρώματα, χάσματα τεράστια ανοίγονταν που θα μπορούσαν να σε καταπιούν, χώματα κόκκινα σαν εύπλαστος πηλός, ρίζες ξεφύτρωναν από παντού, ασβεστοκάμινα παλιά καπνισμένα με πέτρες λαξευμένες, στρογγυλές, νερά έτρεχαν, πουλιά πετούσαν κάτω από γέφυρες , στέρνες με σχήματα παράξενα που πάγωναν το χειμώνα κι εμείς ρίχναμε κοτρόνες να σπάσουμε τη διάφανη επιφάνεια τους, ρίγανη και μέντα φύτρωνε τα καλοκαίρια ανάμεσα στα βράχια , μια στοίβα κόμικς είχα βρει κατά κει, θυμάμαι ένα '' Η ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ'' , ένα πετράδι που άλλαζε χρώματα, είχα μαγευτεί καθόμουν σένα ξέφωτο χαμένος και διάβαζα, πλαγιές με στρώματα από φτέρες καφετιές και πράσινες, δέντρα άπλωναν τς ρίζες τους, καστανιές σκόρπιζαν χνουδωτούς καρπούς.

Αλλά και πιο πάνω όλα ήταν παράξενα μονοπάτια οδηγούσαν στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, κάτω ο κάμπος ένα χαλί απέραντο με πράσινα και καφετιά τετραγωνάκια απλώνονταν , μαύρα χώματα κατά τα τενάγη των Φιλίππων, τύρφη από δέντρα που καταπλακώθηκαν προτού εκατομμύρια χρόνια, βίδρες κολυμπούσαν εκεί κάποτε , πουλιά άφθονα πετούσαν, καλύβες από χόρτα και καλάμια επέπλεαν στο νερό, ένας Τούρκος φύλαγε κάποτε το πέρασμα ανάμεσα στη λίμνη και το βουνό , λέξεις αρχαίες ελληνικές ανακατεύονταν με τούρκικες , αγγεία και κοχλίες μαζί με ζαϊρέδες και γιαράδες, αλεπούδες κατέβαιναν τη νύχτα να πιουν νερό από κάτι πηγές.

Χωράφια έγιναν όλα αυτά αργότερα με την αποξήρανση, ώρες ατέλειωτες δουλεύαμε μες τη σκόνη εκτάσεις απέραντες, ο πατέρας μου άναβε φωτιά μες τη βροχή χρησιμοποιώντας φωλιές πουλιών όταν έβοσκε τα ζώα μας , λύκοι περιδιάβαιναν στις πεδιάδες, αγριογούρουνα πετάγονταν μέσα από λόχμες, όλα ήταν αρχέγονα, από άλλη εποχή βγαλμένα.

Σαν έβρεχε, στις απαρχές της άνοιξης, χόρτα μαζεύαμε, παπαρούνες και λάπατα στα οργωμένα χωράφια, πίτες έφτιαχνε η μάνα μου ετοιμάζοντας ζύμη σε μια σκάφη μεγάλη σα βάρκα, μυρουδιά ξινή από πυτιές, την έπλαθε μ εκείνα τα χέρια της τα γεμάτα σχισματιές και ρόζους και πληγές από τα πλυσίματα και τα φάρμακα και τ απορρυπαντικά, ταψιά μπακιρένια δέχονταν το μείγμα φωτιές άναβαν, καπάκια ξύλινα χρησιμοποιούνταν για να γυρίσει το στρογγυλό ζυμάρι, άλλες φωτιές άναβαν σε φούρνους, ψωμιά πλάθονταν και ρίχνονταν μέσα σε πυρωμένους θόλους με φτυάρια καπνισμένα, ένα ψωμί έβγαινε από εκεί που δεν έχω ξαναφάει παρόμοιο, αυτό που παίρναμε στο πανηγύρι, εκεί όπου καζάνια με κρέας έβραζαν κι είχαμε και σταφύλια μαζί μας.

Ο πατέρας μου μας έλεγε ιστορίες για τότε που έκαψαν οι Βούλγαροι την εκκλησιά και παντού υπήρχαν αποκαΐδια και μονάχα κοράκια πετούσαν τριγύρω, ανάμεσα σε βελανιδιές και οξιές, λιβάδια απέραντα πιο πάνω, δάση από μαύρα έλατα, γκρεμοί και τρύπες ασκητών κατά κει όπου είχαν καταξεσκίσει οι μαινάδες και τον Ορφέα κάποτε.

Καρναβάλια έρχονταν στο σπίτι μας, μάσκες και φιγούρες σκοτεινές, δεν μιλούσαν μονάχα έβγαζαν ήχους πνιχτούς, φοβόμασταν αλλά και γελούσαμε συγχρόνως, στη σοφίτα χρυσαφένια φύλλα καπνού κρέμονταν , καρύδια με πράσινα περικάρπιο ξεραίνονταν, στο στάβλο μυρουδιά από άχυρο και καλαμπόκι, ένα αμπάρι με σίκαλη κάπου υπήρχε, ένας ξάδερφος μου δε ξέρω γιατί ήθελε ν αγοράσει απ αυτήν, σκοτώνονταν με τη μάνα μου για τα θρησκευτικά, αυτός επέμενε ότι κάποιος μάγος είχε κλειστεί σε μια καταπακτή σφραγισμένη με ασβέστη κι αναστήθηκε σα τον Χριστό, ή μάνα μου είχε λυσσάξει, αργότερα έπαθε λευχαιμία αυτός ο ξάδερφος, ποτάμια αίματος χρειάστηκε για μεταγγίσεις, πάει κι αυτός πια.

Μύθοι και θρύλοι κυκλοφορούσαν, κάτω από μια καταπακτή λέγανε ότι αντηχούσαν αναστεναγμοί κάποιων που θάφτηκαν εκεί μέσα, σαλιγκάρια μαζεύαμε σηκώνοντας πέτρες κι απο κάτω τους πετάγονταν αλαφιασμένα πλάσματα αλλόκοτα, το καλοκαίρι, στα κυνικά καύματα, πέτρες πετάγονταν από κάπου, αλαφροΐσκιωτοι και βαρυϊσκιωτοι τύποι λέγανε διάφορα, ο ίσκιος της Αγίας Παρασκευής έσερνε τα τσόκαρα του στα ξωκλήσια σκορπώντας ανατριχίλες, δαίμονες του ύπνου κυνηγούσαν όσους ξάπλωνα κάτω από κυπαρίσσια, βρύσες με νερό καταραμένο απ' όπου δεν έπρεπε να πιεις, ένα λόφος όπου θάμνοι σκαρφάλωναν σα χνούδι, είχαμε ανεβεί μια φορά κι είδαμε μακριά κάτι να χρυσίζει ''Η θάλασσα!'' λιθότοποι άσπροι και γκριζωποί τριγύρω παντού, πέτρες γεννιόνταν αέναα από τα σπλάχνα αυτού του τόπου, έξω απ το χώρο, έξω απ το χρόνο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...