Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

ΕΚΣΤΑΣΗ



Καί επέβαλεν ο θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, καί ύπνωσε καί έλαβε μίαν των πλευρών αυτού καί ανεπλήρωσε σάρκα αντ' αυτής.

Καί ωκοδόμησεν ο θεός τήν πλευράν , ην έλαβεν από του Αδάμ είς γυναίκα και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ.

Καί είπεν Αδάμ: τούτο νύν οστούν έκ τών οστέων μου και σάρξ έκ της σαρκός μου ...

ΓΕΝΕΣΙΣ 2,   21,22,23




Τότε γίνονται όλα, στη φάση του ύπνου και της έκστασης

Αρχίζεις να την προσέχεις και ξαφνιάζεται όταν το συνειδητοποιεί, σου μιλά με το βλέμμα , αισθήματα όμορφα ξεχειλίζουν, σ ακουμπά στα δάχτυλα κι ανατριχιάζεις, θες να την προστατέψεις, την αισθάνεσαι ως κομμάτι σου, μέρος του σώματός σου, θες να κάνεις το καλύτερο γι αυτήν, είναι άνθρωπος δικός σου πια ,   προσέχεις τον εαυτό σου τώρα που ξέρεις ότι κάποιος σ αγαπά και νοιάζεται για σένα, βλέπεις τα νύχια και την επιδερμίδα της να γυαλίζουν όπως οι επιφάνειες των αγαλμάτων, σε κοιτάζει  και το βλέμμα της ς σε διαπερνά μέχρι μέσα βαθιά, γελά και φως σκορπίζει στη κάμαρα, ισιώνει  τα μαλλιά της, τα ρίχνει  στο πλάι, νιώθεις ζεστή τη καρδιά σου, όλα λιώνουν εκεί μέσα.

Ο κόσμος γύρω λιώνει κι αυτός, άνθρωποι περπατούν ανάμεσα σε δενδροστοιχίες, το Μέγαρο Μουσικής εισχωρεί σα βράχος καφετής, τεράστιος, στη θάλασσα, ποδηλάτες γέρνουν τα σώματα τους όπως στρίβουν, φορούν φόρμες κόκκινες και ρολογάκια πράσινα, φαράγγια από μπετόν υψώνονται, αραβουργήματα σχηματίζονται στα μωσαϊκά μπροστά στις εισόδους των πολυκατοικιών με τις σπασμένες τζαμαρίες,

Μια γριά μυστήρια σου ζητά το γλυκό που κρατάς και της το δίνεις, μια άλλη γυναίκα κρατά τον άρρωστο άντρα της μαλακά απ το μπράτσο , τον βοηθά τρυφερά να καθίσει , κορίτσια με μπλουζάκια αμάνικα σερβίρουν ποτά στα αναψυκτήρια, σαύρες απαστράπτουσες περπατούν στους γιακάδες των γυναικείων παλτών, συντριβάνια εκτοξεύουν νερό χρωματιστό στον αέρα.

 Ζητιάνοι έχουν σκορπίσει κέρματα γυαλιστερά στο πεζοδρόμιο και τα μετρούν, άλλοι πίνουν χυμούς φρούτων έξω από τα σούπερ μάρκετ, βουνά από ψωμιά στους φούρνους , μαχαίρια σκίζουν κόκκινα κρέατα πίσω από πάγκους, φλογοβόλα με γαλάζιες φλόγες καψαλίζουν κοτόπουλα, γλάροι στροβιλίζονται πάνω από κύματα, λωρίδες φιδωτές σα χείμαρροι σχηματίζονται πάνω στην επιφάνεια του νερού, δρόμοι λάμπουν μετά τη βροχή καθώς πέφτει το σούρουπο.

Το μυαλό συνέχεια τη σκέφτεται, ''Που νάναι τώρα, τι κάνει, τι σκέφτεται, πως περνά;'' έρχεται κοντά σου ξέροντας ότι δεν θα την πειράξεις όταν είναι ευάλωτη, δε μπορείς να το κάνεις αυτό, όλους τριγύρω τους αγαπάς τότε, τη νιώθεις να περνά από δίπλα σου κι αισθάνεσαι το άρωμα της να σε τυλίγει, θες να χαθείς μέσα του.

Ούτε που θες να υποθέσεις από τώρα μήπως κάτι πάει στραβά, δε θες να σκεφτείς γάμους και συμβιώσεις, μήπως δεν επιβιώσει αυτό το όμορφο πράγμα, μήπως η διαίσθηση σου έχει λαθέψει μήπως οι πρώτες εντυπώσεις ήταν απατηλές, μήπως ενσκήψουν ψέμματα και προδοσίες κι απάτες και διαζύγια, νύχτες μοναχικές σε στρώματα κρύα, ''Δε μπορεί'' σκέφτεσαι ''αφού λειτουργεί προγραμματισμένα, σα ρομπότ'', το ξέρεις πάντα ότι θάρθει στο τέλος εκεί που την περιμένεις.

Τα ψυχοσάββατα στις εκκλησιές γριές ανάβουν κεριά πάνω σε πρόσφορα για ανθρώπους που πέθαναν μονάχοι στα ξένα μακριά, λαμπάδες και πυρσοί και πομπές θριαμβευτικές στους τοίχους, περιστέρια βόσκουν σε κήπους πάνω στα ξύλινα τέμπλα, περιφορές εικόνων, θυσίες αιματηρές κι αναίμακτες, πρόσωπα αραδιασμένα όπως στις ζωοφόρους.

Νήματα και κλωστές αόρατες συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, σε πάνε όλο και πιο πίσω, ανάγλυφα από την πομπή των Παναθήναιων, ύμνοι και ψαλμωδίες, σκάλες και κλίμακες όπου ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι, ο Ιακώβ παλεύει με το θεό κοιτάζοντας τον κατάματα, η Αθηνά συντρίβει τους τιτάνες εν υψηλώ βραχίονι, όλα μπερδεύονται στο νου σου καθώς βλέπεις μωρά μέσα σε καλάθια σαν αυτό μέσα στο οποίο απόθεσαν τον Μωυσή στο Νείλο.

''Ας πάνε όλα καλά, ας μη κάνω κάνα λάθος μοιραίο και τα χαλάσω όλα, ας με σκέφτεται κι αυτή λίγο''' εύχεσαι καθώς μια θάλασσα από φώτα απλώνεται πάνω απ τη πόλη, χρώματα βιολετιά κατά τη δύση , στα ζαχαροπλαστεία μαχαίρια τεράστια κόβουν φέτες από τούρτες λευκές, εσύ για κάποιο λόγο δε θες να βάλεις τίποτα στο στόμα σου , κάποιος λιποθυμά και τρέχεις να τον βοηθήσεις μαζί με κάτι άλλους περαστικούς,''Παιδιά προσέχετε τα κόκαλα μου!'' προλαβαίνει να πει προτού κλείσει τα μάτια ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...