Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ

To βράδυ  σα γυρνώ σπίτι μετά τη δουλειά, μ αρέσει να πέφτω ξερός για ύπνο, άντε λίγο τηλεόραση ώσπου ν' αποκοιμηθώ, θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου κάπως έτσι.

Τα πρωινά όμως είναι μια άλλη υπόθεση, χρειάζομαι επειγόντως μια βόλτα στο κέντρο, αυτή είναι η έξοδος μου η καθημερινή, θέλω να νιώσω την ατμόσφαιρα της πόλης που ξεκινά το πρωί καθώς καπάκια φρεατίων χτυπούν με δύναμη σαν κάποιος να σπρώχνει από κάτω τους μες την ερημιά του πρωινού κι οι σκύλοι με τα τρία πόδια και τα περιστέρια με τα καμένα δάχτυλα από τους καυστήρες που πλησίαζαν για να ζεσταθούν το χειμώνα, γυρίζουν τα κεφάλια τους τρομαγμένα να δουν τι συμβαίνει.

Μια ματιά θέλω οπωσδήποτε να ρίξω στις εφημερίδες, αυτός είναι ο αγαπημένος μου τρόπος να μαθαίνω τι γίνεται εκεί έξω, στα φανάρια μπροστά αμάξια σταματημένα γυρνούν τις ρόδες τους δεξιά - αριστερά, στις στάσεις φωτογραφίες εξαφανισμένων μαζί με εικόνες του Στάλιν που κρέμασαν οι αριστεριστές, οι αόρατοι πρόποδες του Ολύμπου που μοιάζει να ίπταται ανατολικά, ο Κίσαβος χιονισμένος κατά το νοτιά, κατά τη Λάρισα.

Ελάφια τρέχουν ανάμεσα σε δέντρα, κυνηγημένα από αγριόσκυλα με κηλίδες στο σώματά τους στις οθόνες τηλεοράσεων στα φαστφουντάδικα , φτηνές τυρόπιτες και καφέδες στο πόδι, μουσική απαλή όπως ταιριάζει σ αυτήν την ώρα, γκαρσόνια ζωσμένα με ποδιές και πορτοφόλια, κοπέλες καθαρίζουν τζάμια κι άλλες σε γραφεία μέσα, σέρνουν τα δαχτυλάκια τους πάνω σε πληκτρολόγια.

Φορούν ζακετούλες γαλάζιες και σιέλ, βραχιολάκια χρυσά στο χέρι, θες να τις ρωτήσεις'' Μπορώ ένα φιλί να σας δώσω ;'', εκδρομικά λεωφορεία παρκαρισμένα, κοριτσάκια με γυαλάκια σφηνωμένα πάνω απ' τα χείλη τους ποζάρουν σοβαρά καθώς οι καθηγητές τους τα φωτογραφίζουν .

Αυτή είναι η ώρα που καθαρίζει το μυαλό όσο γίνεται, μπαίνουν προτεραιότητες, αποτυχίες θάβονται βαθιά στο βυθό του νου, στιγμές ωραίες και επιτυχίες της βδομάδας αναπολούνται γελάω μονάχος πολλές φορές ενθυμούμενος κάτι, ξεχνώ τη τσάντα μου όπου νάναι, τη μαζεύουν σ ένα μαγαζί με κινητά, τρακάρω σε δέντρα που με ραντίζουν με νερό της βροχής, θέλω λίγη ώρα  να ξελαμπικάρω, ένα κορίτσι κλαίει μιλώντας στο κινητό, θέλω να το ρωτήσω γιατί κλαίει το μανάρι μου, ποιος το πείραξε.

Κι ύστερα είναι τα Σαββατοκύριακα κι οι αργίες, άλλη ιστορία κι αυτή, τότε που ανηφορίζω τα πρωινά κατά τον Άγιο Δημήτριο, ταβλάνια και πικροδάφνες στο προαύλιο που φύτεψε ο παππούς μου κάποτε,   εδώ είχε βρει καθώς έσκαβε ένα νόμισμα ασημένιο πού έλαμπε στον ήλιο κι εδώ καρτερούσε να πληρωθεί μια μέρα καλοκαιρινή κι εγώ είχα πάει να του κάνω παρέα.

Στην εκκλησία ο Θανάσης ο γίγαντας που δουλεύει στη ασφάλεια του αεροδρομίου και δεν του ξεφεύγει τίποτα προσέχει ότι πάω κατευθείαν στο αναλόγιο δίχως να προσκυνήσω και πολύ, απηχήματα κι αρμονίες κι αντηχήσεις και συγχορδίες φωνητικές, υπέροχες,  πιάνουμε με τον Άρη που αντιλαλούν ανάμεσα στις κολώνες και στα κλίτη και στους εξώστες τους αρχαίους, γυναίκες παντρεμένες όμορφες που ντρέπεσαι να τις κοιτάξεις κρατούν μωρά στην αγκαλιά τους, άντρες κρατούν παιδιά που έχουν αποκοιμηθεί και το κεφαλάκι τους κρέμεται, γυναίκες κλαίνε πνιχτά αφού έχουν μεταλάβει κι αναρωτιέσαι τι τους συμβαίνει, τι κρίματα τους βαραίνουν.

Κι είναι κι ο κυρ Γιάννης που φεύγουμε μαζί και με διορθώνει καθώς περπατάμε και ξέρει εκείνα τα πατήματα τα παλιά που πρέπει να καρφώσω στο μυαλό μου οπωσδήποτε με κάποιο τρόπο, μια γυναίκα μας ακούει '' Πολύ ωραίο!'' ο κυρ Γιάννης: ''Είναι μαθητής μου''.

Στο σπίτι του η γυναίκα του που δούλευε υφάντρια ανάμεσα σε αργαλειούς και μηχανήματα γεμάτα χνούδια. Ο κυρ Γιάννης μου δείχνει το χειρόγραφο βιβλίο που του άφησε ο Ζαχαρίας ο παλιός ψάλτης, με σχέδια καλλιγραφικά, βυζαντινά, πουλιά και λουλούδια γεμάτο, μου λέει για την Αγιά Σοφιά όπου πήγε την άλλη χρονιά, για τον πελώριο διάδρομο απ όπου ανέβαινε ο Ιουστινιανός με το άρμα του που το έσερναν εκείνα τα υπέροχα άλογα να παρακολουθήσει τη λειτουργία από τον εξώστη, μου λέει για την Πέργαμο με τα έξοχα αρχαία μάρμαρα και για τις κατακόμβες της Καππαδοκίας, για τα κλειδωμένα ελληνικά σπίτια στο Αϊβαλί και για τον πατέρα του που δούλευε στα μεταλλεία χρυσού του Μποδοσάκη,  εκεί όπου σκοτώνονται σήμερα.

Τον έχασε τον πατέρα του στη κατοχή και ρωτούσε στα διπλανά χωριά γι αυτόν, κανένας δεν του είπε μια κακιά κουβέντα για τον μακαρίτη.

Κι ύστερα η γυναίκα του λέει για την Αθήνα όπου πηγαίνει να φυλάξει τα εγγόνια της κι ακούει τους ανθρώπους που φωνάζουν ότι τους έκλεψαν κάπου στο κέντρο κι όταν γυρνά στη Σαλονίκη ανοίγει η καρδιά της στην Εγνατία βλέποντας τα μαγαζιά και τα φώτα και τα παιδιά που τριγυρνούν τη νύχτα και τα χαλασμένα φανάρια που αναβοσβήνουν σα παλαβά κι άλλα δείχνουν συνέχεια πράσινο καθώς το αστικό τα διασχίζει με φόρα κι ο οδηγός ακούει στα ραδιοφωνάκι ''Όλα δικά σου φως μου''....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...