Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ

Το κορίτσι ήταν υπέροχο, συνεννοούνταν έξοχα με τη μάνα του όπως ετοίμαζαν το τραπέζι, μου έδειχνε φωτογραφίες απ τα καρναβάλια ντυμένη μπαλαρίνα, ένα τούλι ροζ, σταράκια κόκκινα πρόσωπο εφηβικό, στη παραλία πόζες με τη πλάτη γυρισμένη, ήθελε να τις ανεβάσει στο facebook.

Ένας σκύλος καθόταν μαζί μας και με κοίταζε, τρελαίνονταν για χάδια στο σβέρκο, μου μιλούσε σχεδόν, αίμα είχε τρέξει από το αυτί του και είχε βάψει κόκκινα το άσπρο τρίχωμα του, κάτι φρούτα σε μια φρουτιέρα στο μπαλκόνι, το κορίτσι σέρβιρε σαλάτες και τυριά και κρέατα με τη σιγουριά που έχουν οι γυναίκες στη κουζίνα, ένα κρασί, πετσέτες διπλωμένες όμορφα στα συρτάρια, καθίσαμε να φάμε.

Η γυναίκα μου είπε την ιστορία της, πως τον γνώρισε εκεί πάνω τότε που ήταν ωραίος πολύ, πως βγήκαν μαζί τότε που δεν είχε παπούτσια να πάει σ έναν γάμο, πως τον είδε ένα πρωί με το γιο του και σοκαρίστηκε γιατί δεν πίστευε όσους της έλεγαν πως ήταν παντρεμένος.

Κι έπειτα έπρεπε να φύγει από κείνη τη χώρα γιατί τα Ρώσικα ελικόπτερα έμπαιναν μέχρι βαθιά στο έδαφός της, και τα παιδιά τα κοιτούσαν απ' τα μπαλκόνια σε κάτι εξοχικά σπίτια, κι ήρθε στην Ελλάδα με το καράβι στριμωγμένη, και πέρασαν κι απ το Βόσπορο κι ένας γέρος έπαιζε στη λύρα το ''Η Ρωμανία πάρθεν'' κι όλοι είχαν ανατριχιάσει κοιτάζοντας τους τρούλους και τις σκεπές των εκκλησιών της πόλης.

Στην Ελλάδα δεν ήξερε λέξη ελληνικά, κάτι ποντιακά αρχαία και κάτι τούρκικα, μια γυναίκα της έδειξε τα πράγματα και τα ονόματα τους σε μια κουζίνα όπου δούλευε, ''Αυτό είναι πατάτα, αυτό μελιτζάνα'', ύστερα από καιρό ξαναγύρισε στον Καύκασο να βρει τον αστυνομικό, ώρες ατέλειωτες το ταξίδι με το λεωφορείο μέσα από τα υψίπεδα της Τουρκίας, μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, εκεί που στοιχειώνει τα νερά το φάντασμα του Ιάσονα του μονοσάνδαλου και της μάγισσας εκείνης της τρομαχτικής της Μήδειας και μορφές αγριωπές Πόντιων καπετάνιων που τραγουδούσαν'' Βλέπεις εκείνο το βουνό το παραχιονισμένο εκεί βάλτε τον τάφο μου χουγιαμάν!''.

Όλα της φάνηκαν άσχημα εκεί πάνω, ο αστυνομικός έκλαιγε γιατί μια μέρα τους είχαν πει να παραδώσουν τα όπλα τους και να ξεκουμπιστούν απ την υπηρεσία, έτσι απλά, δεν ήξερε τι να κάνει αυτή τον παρηγορούσε, τελικά γύρισε στην Ελλάδα αλλά είχε μείνει έγκυος στο μεταξύ.

Το κορίτσι αυτό που έβλεπα μπροστά μου δεν ήξερε για τον πατέρα του, μια μέρα ήρθαν επίσκεψη τα αδέρφια της, την είδαν στο μπαλκόνι, δεν πίστευαν στα μάτια τους ένας άρχισε να κλαίει, ''Γιατί δεν μου το είπατε;'', τον παρηγόρησαν κι αυτόν ώσπου ησύχασε.

Τώρα έπρεπε να πάω μια βόλτα το σκύλο, τα λυπάμαι πολύ τα ζωάκια, κατρακυλήσαμε τις σκάλες, τον άφησα να με πάει όπου ήθελε, κάτι στενά σκοτεινά, φώτα άναβαν μοναχά τους όπως πλησιάζαμε κάτι τοίχους, πλακάκια ρημαδιασμένα πετούσαν λάσπες κατά πάνω μας, ανταύγειες και βαφές στα κομμωτήρια, άνθρωποι έτρεχαν σε λιβάδια κίτρινα και πράσινα στις αφίσες των γυμναστηρίων, γέροι παρακολουθούσαν σήριαλ στα καφενεία, ψησταριές και καφετέριες τριγύρω, κάποιοι έπαιζαν χαρτιά, τηλεοράσεις δείχνανε αθλητικά Κι άλλες ζώα ν αλληλοσπαράσσονται και τότε κι όπως ο σκύλος τραβούσε σα μανιασμένος πάνω σε ποια λες ότι έπεσα;

Πάνω στην Ελένη ρε φίλε έπεσα αυτό το κορίτσι απ τον Καύκασο το μελαχρινό με το λυγερό σώμα και τα λοξά μάτια, από κείνα τα μέρη τα χιονισμένα όλο το χρόνο, όπου βρίσκεις τις πύλες της Ασίας, εκεί απ όπου περνούσαν οι δρόμοι του μεταξιού κάποτε, με τα τούνελ τα ατελείωτα που κάνεις λέει ώρες να βγεις από μέσα τους, μπαίνεις από την Ευρώπη και βγαίνεις στην ανατολή, εκεί όπου λέει κάποιοι εγκλωβίστηκαν κάποτε κι ώσπου να φτάσουν στα έγκατα του βουνού τα συνεργεία είχαν πεθάνει πια.

Πάνω στην Ελένη έπεσα ρε φίλε, αυτή που μου είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη έναν καιρό, κοντά δυο χρόνια είχα να τη δω και μ έκοψε αμέσως και γελούσε όπως με είδε με το σκύλο κι ήταν όμορφη όπως παλιά η άτιμη κι εγώ ήθελα να της πω για τότε που ερχόμουν στο σπίτι της κι άλλαζε η ατμόσφαιρα όπως διάβαινα το κατώφλι κι αυτή μου έλεγε ότι την ησύχαζα κι ύστερα κατάλαβα ότι ήταν παγίδα όλο αυτό κι έπρεπε να βγω κάπως από κει μέσα που ήταν ωραία, αλλά όταν αρχίζεις κάτι στραβά πρέπει να το τελειώσεις κάπως, δε γίνεται αλλιώς.

Γιατί αυτή τότε τα είχε μ εκείνο το ψηλό παιδί κι έπαιζε μαζί μου, αλλά ρε φίλε έπρεπε να δεις το βλέμμα της , όπως το κοίταζα τώρα ξανά, δε μπορούσες να μη το πιστέψεις, τόκανε υπέροχα, δεν έχω ξαναδεί τέτοια αίσθηση και τέτοια διαίσθηση, δε ξέρω πως το έκανε.

Κι ήθελα να της πω ότι ήμουν ερωτευμένος τότε μαζί της βέβαια πως θα μπορούσα να μην ήμουνα, κι ότι το βιβλιαράκι που έβγαλα το οφείλω σ αυτήν κι ας έπαιζε μαζί μου κι ήθελα να της πω κι άλλα όπως μου έσφιγγε το χέρι αλλά την έβλεπα να φεύγει και δεν ήξερα τι να κάνω κι ο σκύλος με κοίταζε λυπημένος κι οι γέροι έβλεπαν σήριαλ στα καφενεία και στα κομμωτήρια έφτιαχναν ανταύγειες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...