Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΣΚΑΠΤΗ ΥΛΗ

Τον είχε πιάσει απ το γιακά όταν τον έφεραν στο γραφείο του, ήταν τότε διοικητής και τούχαν πει ότι ο αστυνομικός έπαιρνε λεφτά από παντού, μας έδειχνε πως τον είχε στριμώξει.

Ένας παππάς μας έλεγε άλλα, για κάποιον που είχε εξομολογηθεί κάτι βαρύ κι αυτός του είπε να το κόψει μαχαίρι, ο άλλος δε το άντεχε ώσπου έπαθε καρκίνο ''Πάτερ ότι θέλετε'', έλεγε τώρα, ο Θόδωρος συνέχιζε για τον άχρηστο αστυνομικό, απ έξω εξομολογούνταν, εμείς φωνάζαμε, έπρεπε να μας είχαν στείλει στον αγύριστο κανονικά, όμως εγώ έπρεπε να φύγω για τη Δράμα και δεν είχα κανονίσει που θα μείνω το βράδυ μα δεν γίνονταν αλλιώς, έπρεπε να φύγω κι ας κοιμόμουν πάνω σε μια στοίβα καλαμιές.

Ετοίμαζα τη τσάντα όταν σκίστηκε το φερμουάρ της, ανάθεμα στους Κινέζους, στο πρακτορείο χαμός, μια γριά με μουστάκι ήθελε να καθίσει στη θέση μου, το M p3 μου άδειο, δεν είχα προλάβει να το φορτίσω, όμως αυτή η διαδρομή με φτιάχνει πάντα όπως κοιτάζω τους αφρούς να ασπρίζουν την παραλία της Ασπροβάλτας καθώς ξεχύνονται στην άμμο ασυγκράτητοι.

Λάσπη και βούρκο κατέβαζαν τα ρέματα, οι λίμνες γεμάτες επιτέλους, πόση βροχή έπεσε φέτος, κορμούς και κλαδιά κατέβαζε ο Στρυμόνας, στα χωριά καντηλάκια έκαιγαν ανάμεσα στα μάρμαρα των νεκροταφείων, γάτες δοκίμαζαν σάλτο μορτάλε περνώντας μπροστά από ρόδες , χιόνια στις κορυφές του σκοτεινού όγκου του Παγγαίου, αργεί πολύ η άνοιξη εκεί πάνω, φώτα άναβαν κατά το χωριό μου κι εγώ ένιωθα να βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στη καρδιά το κάμπου όπως έπεφτε το σούρουπο.

Στη Δράμα κόσμος έπινε καφέ πίσω από γυάλινα χωρίσματα, κάτι κορίτσια μούλεγαν για διακοπές καλοκαιρινές κι ότι δεν άντεχαν τη ταλαιπωρία, η ξαδέρφη μου με συνάντησε σε μια ανηφόρα της πόλης, θα έμενα στο σπίτι της, είδα τη θεία μου, ένα μηχανάκι της είχε διαλύσει το πόδι, κάτι σίδερα τρομαχτικά της είχαν τοποθετήσει να το σταθεροποιήσουν, θεραπείες με βλαστοκύτταρα για ανάπλαση του δέρματος κι άλλα περίεργα, φωτογραφίες των παιδιών της ξαδέρφης μου στους τοίχους, κοιμήθηκα σ ένα κρεβάτι παιδικό τη νύχτα.

Το πρωί κρύο στη πόλη του κάμπου κι ένας ήλιος εξαίσιος, πήρα το λεωφορείο για Καβάλα, ίχνη χιονιού στο ύψωμα του άγιου Σύλλα πάνω στο λιθόστρωτο της αρχαίας Εγνατίας , η Καβάλα φάνηκε από ψηλά υπέροχη, καράβια αρμένιζαν κατά τη Θάσο, ψαράδικα έφευγαν προς το Άγιο Όρος, Βούλγαροι τουρίστες φωτογραφίζονταν με φόντο τη Σαμοθράκη, τούρκικα εκδρομικά παρκαρισμένα στους δρόμους, τι πόλη κι αυτή, πόσες Κυριακές έχω περάσει κατά δω, ένα δερμάτινο είχα σκίσει κάπου εκεί πάνω στα κάστρα πηδώντας έναν τοίχο για να κόψω δρόμο στα ελικοειδή στενά της πόλης χαμένος κάποτε.

Στο πρακτορείο της Καβάλας βλαμμένα μικρά χαλούσαν το κόσμο όπως επιβιβάζονταν για τη Ξάνθη να πάνε στο καρναβάλι κατά κει, εγώ έπαιρνα την αντίθετη κατεύθυνση για το πατρικό μου δεν υπήρχαν αμάξια να με πάνε, σ ένα αγροτικό ανέβηκα, ένας χασάπης με κοντομάνικο μούλεγε για το πως σφάζει τα μοσχάρια του στα σφαγεία της Προσοτσάνης, τι δουλειά κι αυτή αλλά αυτός έτσι βλοσυρός και τεράστιος που ήταν φαίνονταν κατάλληλος για κάτι τέτοιο.

Στο χωριό η μάνα μου ετοιμάζονταν να πάει στα νεκροταφεία κι ύστερα στον εσπερινό της συγχώρησης όπου λέει πρέπει να δώσεις άφεση αμαρτιών σ όποιον σου χει κάνει κακό και σ όποιον μισείς και σ όποιον σου χει καρφώσει καμιά εκατοστή μαχαίρια στη πλάτη, δεν είχα ποτέ πρόβλημα να το κάνω αυτό.

Ο αδερφός μου με κοιτούσε όπως έπαιζα στο ακορντεόν του πατέρα μου το ''Φέρτε μια κούπα με κρασί '' μερικά τραγούδια είναι δεμένα ψυχή τε και σώματι με κάποια όργανα και κάποιους ήχους, μετά πήγαμε στο μπαξέ να σκάψουμε και να βγάλουμε λίγες πέτρες ανάμεσα στα κρεμμυδάκια, λιθάρια θα φυτρώνουν σ εκείνο τον τόπο  στους αιώνες των αιώνων.

Θα έφευγα από τις Σέρρες, μονάχα για εκεί είχε λεωφορείο, ή μέρα ήταν υπέροχη, ροζ ανεμώνες φύτρωναν δίπλα σε σωρούς από πέτρες, καλαμιές σείονταν στο ελαφρύ αεράκι, τοπία κουφά τριγύρω, βγαλμένα από τον κόσμο των αδελφών Γκριμ, εκκλησάκια πάνω σε υψώματα περιτριγυρισμένα από πεύκα, κάτι χωριά τουρκόφωνα κάποτε, μπροστά μας, εδώ σκοτώνονταν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες τότε με τις ανταλλαγές, όπως περνούσαμε κάποιο απ' αυτά κάτι παρδαλοί τύποι μας έκοψαν το δρόμο, δε γίνονταν να περάσουμε ώσπου να τελείωναν τα πανηγύρια τους.

Ο οδηγός έβριζε θεούς και δαίμονες όπως έσερνε το αμάξι του ανάμεσα στα στενά, σε μια στιγμή το έσβησε αφρισμένος απ το κακό του, ''Δε πάω πουθενά'' τον κοιτούσαμε απελπισμένοι, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι δεν θα ήταν και τόσο άσχημα να σταθούμε σ εκείνο το μέρος.

Ο ορίζοντας πίσω έκλεινε κάποτε το κόσμο των παιδικών μου χρόνων, ο Ρήσος κουβαλούσε από δω τα έξοχα άλογα του να συνδράμει τον Έκτορα στο πόλεμο κατά των Αχαιών, ο Θουκυδίδης αποσυρμένος στη σκαπτή ύλη κάπου κατά δω έγραφε τον πελοποννησιακό πόλεμο, ο Κάσσιος με τον Βρούτο έλυναν τις διαφορές τους καθώς οι ασπίδες των ρωμαϊκών λεγεώνων άστραφταν σ αυτόν τον ήλιο, ο Βουλγαροκτόνος σφάζονταν με τους αιμοχαρείς Βούλγαρους στα στενά που ανοίγει ακόμα ο Στρυμώνας λίγο πιο πάνω, γερμανικές μεραρχίες έμπαιναν σε ελληνικά εδάφη ακράτητες από κει αργότερα, χωρικοί έσκαβαν ορύγματα να αποκρούσουν τους αντάρτες στον εμφύλιο, δε θα με χαλούσε να μείνω εδώ ακόμα λίγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...