Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

SUPER GIRLS

Όχι δε με πείθουν ότι διασκεδάζουν,  δε πα να λένε ότι θέλουν, δε πα να χτυπιούνται, δε πα να κοπανιούνται, όλο αυτό το πράγμα μου φαίνεται ψεύτικο, ανεβαίνουν στα τραπέζια, ορμούν στους μπουφέδες, σμπρώχνονται, στριμώχνονται, τα γκρεμίζουν όλα, φαγιά άφθονα τριγύρω, ρολά από κρέατα, γαλοπούλες και βασιλόπιτες και κόλπα με γλυκόξινα, μήλα και κάστανα και δαμάσκηνα και κρέας ταράνδου και κροκοδείλου και μερίδες απ΄ του πουλιού το γάλα σε σπίτια με έπιπλα παλιά,  απ΄ τον παππού που γύρισε απ΄ την Αμερική,  αυτά   που έχουν απάνω στο ξύλο  τους σχέδια σκαλιστά, περίτεχνα, κρύσταλλα κι ασημικά πίσω απο τζαμάκια,  λεφτά ξοδεύονται αλύπητα, σαμπάνιες ανοίγουν, όλα δικά τους αλλά δε με πείθουν, πως να γίνει, δεν το τρώω το παραμύθι, δεν το σηκώνει ο οργανισμός μου .

Είναι όλοι αυτοί για τους οποίους ένιωθες δέος κάποτε, ζευγάρια αλαζονικά που κοίταζαν μέσα από αμάξια με τζάμια φιμέ, κάτι τύποι με τουπέ απίστευτο, τους συναντούσες στο δρόμο και ψάρωνες κι αυτοί το αποδέχονταν, το θεωρούσαν φυσικό, κάτι σούπερ γκερλς με αέρα τρομερό, όλος ο κόσμος στα πόδια τους, έφευγαν ταξίδια το Φθινόπωρο, την Άνοιξη, το χρόνο ολόκληρο,  γυναίκες παντρεύονταν γέρους κι  άλλες απατούσαν τους συζύγους  τους  κι ύστερα έκλαιγαν στη κουζίνα όπως ανακάτευαν αλέυρι με γάλα κι αυγά να φτιάξουν κρέπες,  κινητά τεράστια σα πλακέτες στα χέρια κι άλλες συσκευές περίεργες αόρατες όπου μιλούσαν και νόμιζες πως έχουν σαλέψει,  τρελαίνονταν να δίνουν διαταγές σε όλους, να το παίζουν αφεντικά,  φωτογραφίες και φλας άστραφταν σε σπίτια θεόρατα  .

 Και τώρα έχουν γίνει αγνώριστοι,   σα να μάζεψαν και συρικνώθηκαν,  κάτι πρέπει νάχουν πάθει,
 τα σούπερ γκερλς χάλασαν, βάρυναν,γέρασαν, γέμισαν ρυτίδες, τα βλέπεις και σου προκαλούν αποστροφή, οι αεράτοι τύποι καράφλιασαν, πάχυναν, τελειώσανε, ένα μάτσο χάλια έγιναν,  πήραν θέσεις και τάκαναν μαντάρα, αποδείχτηκαν άχρηστοι- μα άχρηστοι εντελώς μιλάμε-δεν αντέχουν το κρύο, τη ζέστη, το ζόρισμα,  τίποτα, δε μπορούν να προσαρμοστούν, έτσι έμαθαν, άδειασαν, όλο αυτό το κυνήγι ήταν ενεργοβόρο φοβερά, τους τα πήρε όλα, δεν υπάρχουν αποθέματα, φοβούνται να σταθούν απέναντι στις επιλογές  τους, κάπου πρέπει να τα φορτώσουν, σούρχεται να τους βαρέσεις, να τους κοπανήσεις,  λες ''Δεν είναι δυνατόν;'' ,   αλλά   τόσο μπορούσαν, αυτοί ήταν,  δε γελούν , δε λένε καλημέρα,  δε στολίζουν ούτε ένα δεντράκι  τα Χριστούγεννα, έχουν χάσει όλη  την αυταρέσκειά που είχαν,  τους κοιτάς και σε πιάνει απελπισία.

 Γιατί μας είχαν πρήξει, έπρεπε να βγάλεις από πάνω σου λέπι λέπι την ιδέα ότι εσύ δεν κάνεις, ότι αυτοί είναι για αυτά, ότι δεν τόχεις, δεν είσαι γαι τέτοια πράγματα, σου το  πέρασαν στο αίμα και στα κύταρα δίχως να πάρεις χαμπάρι κι έπρεπε να το ξεφορτωθείς, να απόβάλεις κόμπλεξ κι απωθημένα και συμπλέγματα και πλέγματα και συρματοπλέγματα, να φτιάξεις το οικοδόμημα σου,   να το σουλουπώσεις λιγάκι ώστε να μπορεί να σταθεί, να λειτουργήσει, να μη σκορπίσει στον άνεμο την ώρα που αυτοί γλεντούσαν  και παρίσταναν τους μικρούς θεούς .

Και τώρα σε κοιτούν με μισό μάτι, πας σε μια καφετέρια κοντά σ ένα κολυμβητήριο και σου  επιτίθενται λυσασμένα να σε σκίσουν  κι εσύ  αναρωτιέσαι ''Τι γίνεται εδώ ρε φίλε, υποτίθεται ότι αυτοί  είναι δικοί μου άνθρωποι ''.

Αλλά στο φινάλε αυτοί διάλεξαν το δρόμο τους, έτσι έστρωσαν,  οι   γυναίκες  που παντρεύτηκαν γέρους και τώρα δε ξέρουν τι να τους κάνουν κι  οι άντρες που  τις παράτησαν μόλις άρχισε να χαλάει το δέρμα στο σώμα και στο πρόσωπο κι αυτές τους εκδικήθηκαν παρατώντας τους τότε που βάλανε μπαλονάκι στη καρδιά κι άρχισαν να κατεβάζουν μπουκάλια για  να ξεχάσουν, έμειναν μόνοι τους, τους φταίνε όλα, δε ξέρουν που να ξεσπάσουν, σε κοιτάζουν με τη παλιά υπεροψία, ποιος είσαι εσύ ρε φίλε ο πεταμένος , ο άσχετος,ο ελεεινός,  ο ιλίθιος που θα μας τη βγει,  γιατί δε παραπονιέσαι, δε βρίζεις,  ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε μπάζο, γιατι  δε θυμώνεις  γιατί δεν υποφέρεις;

Συγνώμη παιδιά αλλά δε θα πάρω.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...