Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΚΡΕΜΕΣ

 Με πιάνει τέτοια εποχή καθώς πλησιάζει το τέλος του Χειμώνα.

Είναι σα μελαγχολία γλυκιά, όπως όταν είσαι ερωτευμένος αλλά όχι τόσο δυνατό, σα να κολυμπάς σε νερό ζεστό, μπορεί να κρατήσει για μέρες και βδομάδες, δε θέλω να μ αφήσει.

Παλιά το φοβόμουν τώρα μ'  αρέσει,  όλα γυρίζουν, στα μαγαζιά  κόσμος στέκεται στην ουρά, λάδια κοχλάζουν  σε φριτέζες,  κρέατα σφιχτοδεμένα γυρίζουν πάνω από στάχτες, φούρνοι βγάζουν ζέστη ψυγεία βγάζουν κρύο, χαρτονομίσματα περνούν από μηχανές, κέρματα πέφτουν σε συρτάρια, μικρά κουβαλούν φαγητό στο στόμα τους με πηρούνια και κουτάλια, ψάρια και σαλάτες και ντοματίνια χυμοί στοιβαγμένοι,  σοκολάτες αραδιασμένες, φως μπαίνει απ΄ τα τζάμια, νομίζω ότι κάποια  φωνάζει  το όνομά μου,  ζώα λούτρινα κείτονται στα καλάθια σα σκοτωμένα, κορίτσια κρατούν δίσκους κι άλλα βλέπουν εικόνες σε οθόνες ψηλαφώντας με τά δάχτυλα τους,   βουητό ανθρώπινο τριγύρω, άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν σε σκάλες σιδερένιες, περνούν πολύ κοντά ο ένας απ'  τον άλλον σα να θέλουν να αγγιχτούν, να μη νιώθουν μόνοι, συντριβάνια αμολούν στήλες νερού στον αέρα, παιδιά σκύβουν το κεφάλι στα κομωτήρια,  ψαλίδια περνούν από πάνω τους.

Στα αστικά κάποιοι γέρνουν το κεφάλι κι αποκοιμιούνται,  άλλοι σβήνουν τσιγάρα βιαστικά προτού επιβιβαστούν, αμάξια τρέχουν κι οι τροχοί σα να γυρνούν αντίστροφα, φανάρια τροχιοδεικτικά ανάβουν, διασταυρώνονται σα να μονομαχούν, γυναίκες βάζουν κρέμες στα χέρια, κρέμες στα κοραλένια απ το κρύο χείλια, μνήμες απο κρέμες άλλες μού 'ρχονται, αυτές πούφτιαχνε η μάνα μου τέτοιον καιρό, γεύσεις που δε φεύγουν ποτέ απ΄ το στόμα, η Άνοιξη πλησιάζει,  κάτι χαρταετούς πολύχρωμους θυμάμαι να πετούν πολύ ψηλά, πάνω από σταροχώραφα πράσινα που κυμάτιζαν στον άνεμο, ένα μηχάνημα είχε φέρει κάποιος σ' ένα καφενείο κι έδειχνε ταινίες στον τοίχο, πάνω από έναν μπουφέ με γλυκά, η μηχανή έτριζε, σωματίδια αιωρούνταν μέσα στη φωτεινή στήλη.

Κάτω στη παραλία  μαύροι απ το κέρας της Αφρικής και Πακιστανοί απ΄ τα υψίπεδα κοντά στις στέγες του κόσμου  έχουν πιάσει όλο το μέρος, σωροί από μάρμαρα και λόφοι χωμάτινοι μπροστά στο άσπρο  άγαλμα του Καραμανλή, αεροπλάνα χαμηλώνουν σα να θέλουν να προσθαλασσωθούν,  ψάρια μοναχικά με πτερύγια μεγάλα στη κορυφή της ράχης τους κι άλλα κοπαδιαστά γλυστρούν σαν ερπετά υδρόβια,  στο βυθό μπορείς να δεις κινητά που έχουν πέσει και ρολόγια μεταλικά, μαμάδες δένουν στα χέρια μικρών κορδόνια από μπαλόνια που υψώνονται, εκεί κοντά  ένα μέρος όπου την είχα γνωρίσει, πάει κι αυτή.

Κοπάδια περιστεριών πετούν κατα μήκος της Δωδεκανήσσου,  Κινέζοι τρώνε στα όρθια στις καντίνες της Γιαννιτσών, γάτες λιάζονται μπροστά στα ερείπια της Χρυσής πύλης εκεί στο Βαρδάρη, διημερεύοντα φρουτάδικα πουλούν κόκινες γλυκοπατάτες και βαζάκια βιδωτά με γλυκά του κουταλιού, σκύλοι με λαιμούς ματωμένους απο νυχτερινές αψιμαχίες κι άλλοι κλεισμένοι σε γυάλες στριφογυρνούν στα μαγαζιά με τα ζωάκια κι άλλοι με κεφάλια τετράγωνα ορμούν σ' όσους φοράνε μαύρα, κυκλώνουν αυτοκίνητα ουρλιάζοντας. Τύποι με προφίλ που θυμίζει πουλιά βαλσαμωμένα , ο μάγος της Χαλάστρας γράφει έξω απ το Θεαγένειο συνθήματα, νερά τρέχουν σε χειμάρους έξω απ τη πόλη, φυτά βαθυπράσινα πλαγιάζουν στην επιφάνεια τους  κι εγώ συνεχίζω βυθισμένος σ'  αυτό το πράγμα.
 Στα Starbucks   φοιτήτριες κοκκινομάλες διαβάζουν ''Ζωολογία ασπόνδυλων'' γύρω απο πάγγους τεράστιους, ξύλινους, προφίλ Αναγεννησιακά,  , τα μαλιά μιας κοπέλλας μπλέκονται σ' ένα χερούλι  όπως του Αβεσσαλώμ,  πάλι την είδα χτες κι ήταν ωραία, λες να ερωτευτώ ξανά, λες να κατάλαβε τίποτα, αλλά πάλι καλά είμαι έτσι κολυμπώντας σ'  αυτό το αίσθημα, έχοντας  αυτές τις γεύσεις στο στόμα, άστο  λίγο ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...