Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΡΟΖΕ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ

Παλιά λένε,  τότε που δεν υπήρχαν κτίρια ψηλά να κόψουν τον άνεμο οι ηλεκτρολόγοι  υπέφεραν και ξεπάγιαζαν όπως περνούσαν καλώδια σε οικοδομές κι άλλοι που έβαζαν δαχτυλίδια τσιμεντένια πελώρια τοποθετώντας τους αγωγούς νερού κάτω απ τη πόλη κι οι φουρνάρηδες που δούλευαν τη νύχτα  κι αυτοί που διόρθωναν διαροές μες τις λάσπες, γέροι αξύριστοι στις στοές της Ερμού κουκουλωμένοι πάλευαν να γαζώσουν παπούτσια διαλυμένα φορώντας κάτι γάντια που αφήνουν εκτεθειμένα τα δάχτυλα κι οι τεχνίτες του ΟΤΕ που έφτιαχναν τις συνδέσεις ανοίγοντας με λοστούς καπάκια μεταλικά στην Τσιμισκή κι ύστερα χώνονταν μέσα να αποκαταστήσουν συνομιλίες και συνδιαλέξεις,  εκεί όπου ανακατεύονταν φωνές και γέλια και καυγάδες κι αναστεναγμοί και χωρισμοί και συνδέσεις κι επανασυνδέσεις κι όλα γίνονταν ένα κουβάρι. Ξεπάγιαζαν όλοι αυτοί καθώς ο Βαρδάρης κατέβαζε κρύο, περνώντας πάνω απο χιονισμένς κορφές, τις Άλπεις ίσως ή τα Ουράλια ή από πιο ψηλα απ'  τη Σιβηρία κατεβαίνοντας,  περνώντας από κοιλάδες και γκρεμούς και φαράγγια και ποτάμια, ξεριζώνοντας δέντρα και θάμνους κι ότι έβρισκε  στο διάβα του,  δραπετεύοντας μέσα απ΄ τη κοιλάδα του Αξιού για να ξεσπάσει τη μανία του πάνω στη πόλη και στα αντικρυνά παράλια.

Ήταν ζόρικοι λέει τότε οι Χειμώνες, ζώα πολλά κι άνθωποι δεν κατάφερναν να ξημερώσουν, χιόνι έπεφτε πολύ δυο και τρία μέτρα,  στη πόλη ήταν ανοιχτή η σκεπή του Αγιόυ Δημητρίου από τότε που κάηκε κι ό άνεμος και τα χιόνια κι οι βροχές έμπαιναν ασυγκράτητες και μαστίγωναν τις αρχαίες κολώνες, μονάχα στη κατακόμβη έβρισκαν κάποιοι καταφύγιο  , στα χωριά δε μπορούσαν να ζεσταθούν, τσίχλες  και λαγοί  και πέρδικες και κοτσύφια  έρχονταν μέχρι τα σπίτια  παγιδευμένα στα άσπρο πέπλο,  οι χωρικοί  τάπιαναν και  τάψηναν σε σούβλες κι είχαν κι αχλάδια άγρια  που τάβαζαν στο άχυρο να μαλακώσουν και να γλυκάνουν.

Αλλά και τώρα ο άερας δεν δείχνει κανένα έλεος και χτυπά τις γυναίκες που τυλίγονται σαν αρμαδίλιο στις γούνες τους, χειριστές μηχανημάτων μπήγουν δόντια τεράστια στα πεζοδρόμια ξηλώνοντας πλακάκια, τρίβοντας τα χέρια να ζεσταθούν, σβήνοντας βιαστικά το τσιγάρο, χτυπά τα κορίτσια απ'  τα συνεργεία καθαρισμού που γυαλίζουν τζάμια των πολυκατοκιών καθώς ξημερώνει πίσω απ'  το Χορτιάτη,  τους ταξιτζήδες που καρτερούν έξω απο μια αρχαία πύλη εκεί ψηλά στα κάστρα κι άλλους ξενύχτηδες που τριγυρνούν  σε κάτι στενά σα φαντάσματα, εκεί  όπου πόρτες ξεχαρβαλωμέςνς κοπανούν με μανία κι οι μεντεσέδες τρίζουν ανατριχιαστικά, ρολά κατεβασμένα στα περίπτερα, μαγαζιά σφραγισμένα, λογαριασμοί στοίβες πίσω απο τζαμαρίες, κοράκια πετούν ψηλά κάτω από μια φέτα παγωμένου φεγγαριού κι είναι σα να θέλουν να κουρνιάσουν απάνω του .

Στη Κασσάνδρου όπως η άσφαλτος ανεβοκατεβαίνει σα να κυματίζει είχαμε μαζευτεί ένα βράδυ μια παρέα σ ένα μαγαζί να ζεσταθούμε απ΄ τα κάρβουνα μιας ψησταριάς, τριγύρω μπωλάκια με ρίγανη και καυτερό κι αλάτι και ποτήρια και γυάλινες νταμιτζάνες απο κρασί ροζέ, Αγιορείτικο και μπρούσκο βαθύ κόκκινο.  Ένας τύπος μ'  ένα κόψιμο στα χείλη μας έδειχνε τη φωτογραφία μιας κουκλάρας ξανθιάς,  μιλάμε φαινόταν υπέροχη εκείνη η γυναίκα.

Μας έλεγε ο τύπος πόσο την αγαπούσε κι όταν ακείνη του είπε ν αρχίσουν να βλέπουν κι άλλους είχε αποτρελλαθεί κι έπαιρνε τους δρόμους μες το κρύο,  την έβλεπε  παντού μπροστά του.
Στα γενέθλιά της του  τηλεφώνησε κι εκείνος αναθάρησε, θα τη συναντούσε το πρωί, ξυρίστηκε αποβραδίς μα κόπηκε άσχημα και δεν το πήρε χαμπάρι κι όταν τον πήρε ο ύπνος, την είδε νάρχεται κοντά του, να περνά τα δάχτυλα  απ'  τα χείλη της κι έπειτα απ'  τα δικά του,  ξύπνησε κι αισθάνθηκε να κολυμπά στο αίμα, το κόψιμο έτρεχε  ασταμάτητα, έτρεξε να πλυθεί και να το σταματήσει.

Το πρωί τον έστησε, μ΄ ένα φίλο του πήγαν  για κυνήγι στις εκβολές του Αξιού, να μη τη σκέφτεται, φυσσούσε μανιασμένα, οι πάπιες δε μπορούσαν να σηκωθούν κι αυτοί δε μπορούσαν να τις χτυπήσουν, σε μια στιγμή είδε ένα πουλί άσπρο, μεγάλο,  έναν γερανό,  χωρίς να σκεφτεί σήκωσε το τουφέκι και το χτύπησε, το ζώο έπεσε με μια κραυγή, έτρεξε να το βρει, το είδε,  ολόλευκο, πανέμορφο, τραυματισμένο στο φτερό, τον κοίταζε στα μάτια κατευθείαν, το λυπήθηκε, ένιωσε έναν κόμπο να του πνίγει το λαιμό,  ήρθε ο΄αλλος μ' ένα μαχαίρι και τόσφαξε επι τόπου, τριγύρω ο αέρας λυσσομανούσε, η θάλασσα άσπριζε, η φύση όλη είχε φρενιάσει ως πέρα μακριά. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...