Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΑΧΝΗ

Όλο το θέμα είναι να βρω ρυθμό, όπως στις ταινίες, να κυλάει το πράγμα, να μην έχει χάσματα και κοιλιές, να ρολάρει.

Ύστερα όλα είναι εύκολα, τρέχουν απαλά, βλέπεις φως στο βάθος του τούνελ, μπορείς να κάνεις παιχνίδι, δε σ'  επηρεάζουν απεργίες στα αστικά, παίρνεις το ποδήλατο του Αντώνη  ''Tόχεις;'' σε ρωτά ''Φυσικά''  λες κι ας έχεις ν'  ανέβεις καμιά δεκαετία σε σέλα ποδηλάτου.

Μηχανάκια βγαίνουν μπροστά σου σα να μην υπάρχεις, σε αγνοούν προκλητικά, αυλάκια και λακούβες στην άσφαλτο μπορούν να σε καταπιούν ανα πάσα στιγμή, γέροι κάνουν εκτάσεις κι επικύψεις στα πάρκα, σκύλοι τρέχουν πίσω από μπάλες κίτρινες, παιδιά με χοντρά παπούτσια παίζουν μπάσκετ, άλλα ποδήλατα ρολάρουν κι αυτά στη παραλία, κόσμος κάθεται αντικρυστά στα τραπέζια, ποτήρια και τασάκια μπροστά τους, τοίχοι υψώνονται σε κάτι σημεία.

Στο κέντρο ζητιάνες κοιμούνται στη Τσιμισκή, τα μικρά τους αμέριμνα μασουλάνε και γελουν τριγύρω,   στο καπάνι τύποι με χοντρά χέρια φυσσούν ατμούς στις χούφτες τους καθώς καθαρίζουν ανανάδες, κάποιοι χτυπούν τα τζαμάκια των τραπεζών που δεν άνοιξαν ακόμα, σκύλοι μπροστά στα Pull and bear στέκονται σα να καρτερούν κι αυτοί ν'  ανοίξει το μαγαζί, γκαρσόνια νευρικά κινούνται πίσω απο πάγκους ετοιμάζοντας καφέδες, η κυρία Δήμητρα  τηλεφωνεί απ'  το Παρίσι -   χιονίζει λέει κατα κει -    μου αναβάλει ένα μάθημα αλλα εγώ δε χάνω ρυθμο με τίποτα, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, δε μου ξεφεύγει ότι και να γίνει .

 Στη Νέα Μοναστηρίου Κινέζοι ξεφορτώνουν κούτες πελώριες, γύφτοι  με δόντια χρυσά κατα το Κορδελιό λιάζονται στον ήλιο ανακούρκουδα,  χτυπούν ένα μικρό κοριτσάκι για πλάκα,  θα το διαλύσουν σίγουρα, πρεζόνια   έτοιμα να καταρεύσουν λικνίζονται μπρος πίσω σε παγκάκια, ένα νεκροταφείο δίπλα σε μια αερογέφυρα, περνώ  κάτι ράγιες που απλώνονται από κάτω  της κι έχω την αίσθηση ότι κάνα τρένο θάρθει απροειδοποίητα και θα με πάρει σβάρνα για κάνα χιλιόμετρο,  ένα σύρμα μπλέκεται στην αλυσίδα του ποδηλάτου, λάσπες πιτσιλούν το μπουφάν μου,  ο μάγος της Χαλάστρας έχει αφήσει κι εδώ το αποτύπωμά του '' Εγώ θα σώσω την Ελλάδα '', ντεπόζιτα θεόρατα στα διυλιστήρια της ΕΚΟ,  αετοί πετούν ανάμεσα σε κάτι λεύκες,  φλόγες υψώνονται κατα τον ουρανό, σμήνη απο μυριάδες πουλιά χαμηλώνουν σα να ετοιμάζοντται να ρίξουν μια απ τις εφτά πληγές του Φαραώ.

Στο σπίτι του Βύρωνα που θέλει να μπαρκάρει κάνουμε μάθημα, αυτός κι αν έχει ρυθμό τρελλό οδηγεί σα παλαβός  κι έχει διαλύσει ένα Πεζώ 407 κάπου στη Πρέβεζα όπου σπούδαζε, φορτώνει το ποδήλατο κατεβαίνουμε μαζί, τύποι με φωσφορούχα γιλέκα ζωγραφίζουν λωρίδες άσπρες στη άσφαλτο, αμάξια καμένα και μπάρες μαυρισμένες σε κάποια άκρη,  ο Βύρωνας βρίζει τους πάντες και τα πάντα, ένας μοτοσυκλετιστής δίχως πρόσωπο μόνο ένα τζάμι σκοτεινό στη μπροστινή μεριά του κράνους σταματά δίπλα μας,  ο Βύρωνας ετοιμάζεται να κατέβει, σκέφτομαι ότι θα φάμε ξύλο, τελικά ο άλλος καβαλά και φεύγει,
Φασαρία κατα τα δικαστήρια, μια γυναίκα έχει λιποθυμήσει,  της ρίχνουν νερά, της κάνουν αέρα ασθενοφόρα έρχονται ουρλιάζοντας, κάτι τύποι κατεβάζουν μια φιάλη οξυγόνου, σκουπίδια παντού  στα πάρκα, γλάροι χυμούν σκούζοντας ο ένας πάνω στον άλλο έχοντας βρει κάτι φαγώσιμο κι εγώ πρέπει να συνεχίσω σ αυτό το ρυθμό.

Στα σπίτια πιτσιρικάδες έχουν ξεσαλώσει, τάχουν πετάξει όλα, κουβαλούν πορνό στα κινητά, έχουν αρχεία τεράστια στον υπολογιστή μ΄ ότι ανωμαλία μπορείς να φανταστείς,  οι μαμάδες στο κόσμο τους,  τι να συμαζέψεις πρώτα πρώτα, ευτυχώς σ ένα σπίτι μπορώ να πάρω μια ανάσα.

Ένα κορίτσι μου φτιάχνει κρέπες σε μια κουζίνα, ένα κυκλάμινο ροζ σ ένα ράφι στο τοίχο,  μια φρουτιέρα με μανταρίνια και μήλα κίτρινα,  κόκκινα, πράσινα στο μπαλκόνι, ένα ψυγείο με πόρτα μεταλική, ένα γάλα στο φούρνο μικροκυμάτων να ηρεμήσω, μαρμελάδες βύσσινο, κεράσι, φράουλα, μερέντες με φουντουκια και μηλόπιτες με ζάχαρη άχνη, χέρια διάφανα από άχνη κι αυτά, επιδερμίδα μαλακή, νιώθεις ότι μπορείς να βυθιστείς μέσα της,  ένας σκύλος άσπρος,  λουσμένος μοιάζει με αλεπού της Αρκτικής, είναι όμορφα εδώ κι απο λάθος μπορεί να σωθώ, θα μπορούσα λίγο ακόμα να μείνω , να πάρω μια ανάσα, να κατεβάσω λίγο τις στροφές, ν'  αλλάξω ταχύτητα, να συμαζέψω το μυαλό μου, να ρίξω λίγο λάδι στα γρανάζια του,  θα το κάψω το μηχάνημα αν συνεχίσω έτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...