Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ

 ''Δε με γνώρισες;'' μου είπε,  δε θέλω νάμαι κακός αλλά έμοιαζε με όρθιο μπόγο και να φανταστείς ότι κάποτε αυτή η γυναίκα με σνομπάριζε, άμα θυμάμαι πως ήμουνα έναν καιρό μούρχεται να κοπανήσω το κεφάλι στο τοίχο.

Όχι δε  τη γνώρισα κι ούτε θέλω να γυρνάω πίσω, δε μ' αρέσει να γυρίζω στα παλιά κι ούτε θέλω να πάω σ' εκείνη τη φωλιά του κούκου όπου μου λένε ότι μαζεύονται όλοι οι γνωστοί απ' το πανεπιστήμιο.

Δε θέλω να δω εκείνον το τρελλό που πλακώνονταν με τους αναρχικούς  για κάτι αφίσσες ιλίθιες στην αρχιτεκτονική κι έπινε ρετσίνες και ξύριζε το κεφάλι του με τέτοιο τρόπο που πεθαίναμε στα γέλια όποτε τον βλέπαμε να μας λοξοκοιτά με το παλάβό του βλέμμα, δε θελω να δω τον ψηλό που συγκατοικούσαμε στις εστίες και φοβόμασταν να περάσουμε απ την ιατρική και το νεκροτομείο που λέγανε ότι το φύλαγε ένας διεστραμένος,   '' κυνηγό κεφαλών'' τον φώναζαν, γιατί έκανε λέει  συλλογή απο κεφάλια γατιών που τα σκότωνε κι άλλοι λέγανε ότι είχε βιάσει  ένα κορίτσι κάποτε   όπως προσπαθούσε να βγάλει απ' το ψυγείο τα πτώμα  κάποιου κακομοίρη που πέθανε ποιος ξέρει που και με ποιον τρόπο.

Με τον ψηλό μέναμε σ εκείνα τα δωμάτια σαν κελιά κι ούτε που μας ένοιαζε  που τρώγαμε όλο το καλοκαίρι τα ίδια σάντουιτς με τυροκαυτερή κι η κοπέλλα στο κυλικείο είχε απηυδήσει με την αναισθησία μας, άστα να πάνε.

Δε θέλω να συναντήσω εκείνη που με είχε στήσει στο τοίχο και με φιλούσε -  δε ξέρω γιατί πάντα καταλήγω έτσι απ'  το αδύνατο φύλλο - εκείνη που μου δάγκωνε τα χείλη κι είχε  τραβηγμένο το σύρτη, εκείνη που την είχα δει γυμνή στο ιμίφως, δεν είχα ξαναδεί γυμνή γυναίκα  και στο μυαλό μου έρχονταν κάτι πίνακες  του Γιαν Βαν Άικ, εκείνη που έκανε ότι δε με γνώρισε όταν τη πέτυχα κάποτε με τον άντρα της και κάλα έκανε βέβαια γιατί θα ' πρεπε να του εξηγήσει κάποια πραγματάκια κι άντε ύστερα να βρεις άκρη   μ'  εκείνο το γορίλα.  

Δε πάω στη φωλιά του κούκου να συναντήσω όλους εκέινους με τους οποίους τρέχαμε στις πορείες εκείνο τον θεοπάλαβο που είχε πέσει μπροστά στις ρόδες ενός φορτηγού σε μια απεργία κι ο οδηγός είχε φρίξει,  ή τον Κώστα που δουλέυει στη εφορία τώρα και μαζί χτυπιόμασταν όταν ενας Ρηγάς είχε πει μια βλακεία για '''...το προτσές που εξελίσεται εις το διηνεκές'',  ένα τέτοιο πράγμα.

Είχαμε φάει με τον Κώστα και κάτι   δακρυγόνα ξεγυρισμένα  και κοντέψαμε να πεθάνουμε από ασφυξία έτσι όπως έμπαινε στο λαιμό  το καταραμένο αέριο που έριχναν κάτι τύποι θεόρατοι σαν πολεμιστές αρχαίοι, με περηκνιμίδες και θώρακες, μάσκες κι ασπίδες πλαστικές που άστραφταν στον ήλιο, με μηχανήματα εκτόξευσης και μάσκες και βέλη και φαρέτρες κρεμασμένες στον ώμο τους.

 Ένα άλλλο κορίτσι  ίσως θάθελα να δω που αγαπούσα κάποτε κι έμαθα ότι ένας αχαίρευτος την άφησε με δυο παιδιά κι έφυγε στη Γερμανία κι ένα άλλο που έμαθα ότι παντρεύτηκε έναν αστυνόμο κι έκανε τέσσερα παιδιά, αυτές για να πω την αλήθεια θάθελα να τις συναντούσα.


Θάθελα να δω κι  εκείνο το παιδί που οδηγούσε το μηχανάκι στη στροφή της Ανδριανουπόλεως ένα βράδυ, εκεί όπου λένε ότι το οδόστωμα έχει κλίση ανάποδη κι είχαμε στουκάρει στις μπάρες κι αυτός το πρώτο που ρώτησε όπως ήταν ματωμένος και σοκαρισμένος ήταν ''Χτύπησες ρε!''

Και φυσικά ρε φίλε  βλέπω ευχαρίστως  το Σίμο,  όποτε έρχεται στη Σαλονίκη,   το Σίμο που είχαμε πάει μαζί σε μια συναυλία σ'  ένα αμφιθέατρο  κι ένας καραφλός φοβερός τύπος έπαιζε κιθάρα ηλεκτρική ανεβοκατεβαίνοντας τα τάστα με μανία και κοπανώντας τις συγχορδίες ανελέητα.
Το Σίμο που κατέβηκε μια φορά σ εκείνο το  σκοτεινό υπόγειο κι έκατσε στο πιάνο να πάιξει Vim Mertens  κι όλοι έψαχναν να βρούν από που βγήκαν εκείνοι οι ήχοι.

Το Σίμο τον βλέπω ευχαρίστως στο θέατρο του,  σ'  εκείνο το καμαράκι με τους προβολείς όπου  με κοιτάζει πάντα μήπως του κάνω καμιά παρατήρηση για το έργο που ανεβάζει,  μα τι να του πεις αυτού του παιδιού άλλο από  ότι τον αγαπάς, ότι τον έχεις στη καρδιά σου κι αν ήταν να πεθάνεις για κάποιον ας ήτανε ο Σίμος αυτός.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...