Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ

Στη Rena Rossi Zairi B

Λαμαρίνες και φώτα περνούν με ταχύτητα διαβολική μπροστά απ ' τα μάτια μου όπως βυθιζόμαστε στη κατηφόρα της Νεάπολης, σε μια στιγμή ο οδηγός φρενάρει,  όλοι γκρεμιζονται  μπροστά, ένα ατύχημα, γυαλιά σκόρπια στο δρόμο, λάδια και ροκανίδια, κάτι μοτοσυκλετιστές με μαύρα κράνη σα καβαλάρηδες πολεμιστές καταφθάνουν, ένας ψηλός με μπότες ρυθμίζει τη κίνηση, ξεκινάμε πάλι, νιώθω ότι έμεινα πίσω, πάντα πίσω θα μένω ότι και να κάνω , η ακινησία με σκοτώνει, μούρχεται να κόψω φλέβες, πρέπει να κινούμαι μπροστά, δε γίνεται, έχω αργήσει σ' ένα ραντεβού.

Κατεβαίνω στη Λαγγαδά, αφίσσες για νύχτες Ρώσικες κι Αρμένικες, τρεις γριές σ' ένα τραπέζι μπροστα σ' ένα σινεμά με ταινίες πορνό, γυμναστήρια κι Ακαδημίες πολεμικών τεχνών στα γυάλινα κτήρια, το φαράγγι της Εγνατίας ανοίγεται μπροστά μου,  μια κλούβα  με κάγκελα σιδερένια στα παράθυρα έχει κλείσει το δρόμο, νεράντζια πεσμένα, ρόδες περνούν απο πάνω τους , η άσφαλτος κιτρινίζει, κάδοι ξεχειλισμένοι από σκουπίδια, ένας παλαβός κάνει αναστροφή, τα φρένα τσιρίζουν, τα λάστιχα παίρνουν φωτιά, περνά το 39, τρέχω,  πέφτω σ' ένα αμάξι σταματημένο, ο συναγερμός στριγγλίζει, δεν υπάρχει περίπτωση να το χάσω, βγαίνουμε στη Δωδεκανήσσου, κάτι ναρκομανείς σε κατάσταση Νιρβάνα αμολιούνται να περάσουν απέναντι, ένα περίπτερο, ο Χάρης δουλεύει πάντα νυχτερινή βάρδια, μπάζα και σουβλατζίδικα στην αρχή της Τσιμισκή, μια φαρμακαποθήκη, απο δω με σουτάρανε κάποτε, πως τους ανέχτηκα, αλλά τότε είχα λέπια ακόμα, βγαίνουμε στο λιμάνι, ασθενοφόρα παραταγμένα μπροστά στον Ερυθρό Σταυρό, η θάλασσα γυαλίζει η Καλαμαριά αντίκρυ, εκεί πρέπει να πάω.

Άδεια η Μητροπόλεως, νέκρα στα Public, το μαγαζί ενός φίλου, όλο το Καλοκαίρι μούχει πει έρχονταν Ρωσίδες, άφηναν ανοιχτό το παραβάν, έβγαιναν με τα εσώρουχα, μια αθλητική σαρανταπεντάρα τα είχε πετάξει όλα έξω, έσκυβε από πάνω του ''Πόσο κάνει;''  ούτε που τις κοιταζε.

Στο αστικό μιλούν σε μικρόφωνα και σύρματα, λόγια διασταυρώνονται '' Μην είσαι ιλίθιος, άστα να ρημάξουν όλα, μη πας με το σταυρό στο χέρι'' - '' Δεν υπήρχε περίπτωση να μη πάρω όμορφο άντρα΄΄
 '' Που να ξέρω τι στο δαίμονα έχει στο μυαλό του ο αδερφός σου΄΄- '' Δε θυμάμαι τίποτα απ' το ατύχημα το μυαλό μπλοκάρισε''.
Κλείνω μια στιγμή τα μάτια, θυμάμαι κάτι όνειρα που είδα το προηγούμενο βράδυ, έπεφτα από ένα ύψος πελώριο σ' ένα μέρος γεμάτο σταυρούς, η Πόππη έβγαινε με κάτι εσώρουχα, πόδια μαυρισμένα, ''Που κολυμπούσες;''- '' Είναι πολύ εύκολη'' σκεφτόμουν''.

Δρομολόγια πάνε κι έρχονται αέναα στα ραντάρ στη στάση του Λευκού πύργου, σκουπίδια παντού και τοίχοι βρώμικοι,  τα φύλλα που έχουν πέσει κάτω κολάνε στο παπούτσι, το 6 βγαίνει από τη Διαγώνιο, ανεβαίνω, ένα κορίτσι μ ένα γυαλάκι σφηνωμένο στη μύτη  μου χαμογελά κοίταζα αλλού , τόχασα, γυναίκες  με κλειδιά χοντρά  απο πόρτες θωρακισμένες στο χέρι, πουκάμισα σιδερωμένα, νύχια ακονισμένα, πότε προλαβαίνουν, στη παραλία αυτοκίνητα ρολάρουν, γήπεδα τένις φωτισμένα, το μπαλάκι πάει κι έρχεται, στη Σοφούλη φρουτάδικα, στο μαγαζί του κυρίου Μηνά τηλεοράσεις, γήπεδα πράσινα σορτσάκια άσπρα, στη κουζίνα οι μαγείρισσες θα βάζουν στα πιάτα ντομάτες κόκκινες, λιαστές  και ρόκα πράσινη με δροσοσταλίδες να κυλούν στα χόρτα.

Φτάνω σ' ένα κτήριο, ένας τύπος μ' ένα σκύλο , μπαίνουμε μαζί στο ασανσέρ, ''Αυτή είναι η γωνιά του'' ο σκύλος με κοιτά λαχανιασμένος, ανοίγει η πόρτα, σκοτάδι ανάβω το φως, μια γυναίκα στέκεται με τη πλάτη στο τοίχο και κλαίει, ''Που  είμαι;'' λέω από μέσα μου  ''Είστε καλά;''-'' Ναι εντάξει κλειδώθηκα έξω, θα μ' ανοίξουν'' πολύ μ' αρέσουν οι γυναίκες όταν κλαίνε , θες να τις πεις'' ΄Έλα ρε μη κλαις, δε κάνει, σε παρακαλώ, τι θες να κάνω ;''.
 Κατεβαίνω τις σκάλες, έχω μπερδέψει τους ορόφους, η γυναίκα ακούγεται να λέει, ''Πως αντέχεις  να το κάνεις αυτό, πως γίνεται,  πως μπορείς;  Ένας σκύλος από κάπου  γρυλίζει υπόκωφα..............



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...