Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΕΣΤΕΡΕΣ

Το φθινόπωρο είχε μπει πια για τα καλά κι η φύση γέμιζε με κείνα τα υπέροχα χρώματα, κίτρινο, κόκκινο, καφέ, πράσινο, ο καιρός ήταν γλυκός, πολλά πρωινά έβγαζε μια ομίχλη που τα σκέπαζε όλα κι η υγρασία ήταν ευχάριστη ύστερα απ’ τις κάψες του καλοκαιριού, πέρα μακριά μπορούσες να δεις τη θάλασσα κι υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που κολυμπούσαν, μάλιστα λέγανε ότι τέτοια εποχή τα νερά είχαν την καλύτερη θερμοκρασία, δεν υπήρχε πλήθος να σε ζαλίζει ούτε ζέστη που σου σπάει τα νεύρα, ήταν η καλύτερη σεζόν για μπάνιο. Πολλές φορές σταματούσαν στη διαδρομή και κατέβαιναν να μαζέψουν κούμαρα, αυτηνής της άρεσαν πολύ κι ήξερε πώς να τα διαλέγει, προτιμούσε εκείνα που είχαν χρώμα κατακόκκινο κι ήταν μαλακά, είχε ακούσει ότι αποτελούσαν την αγαπημένη τροφή των αγριογούρουνων και των πουλιών, λέγανε ότι οι ντόπιοι εκεί πέρα τα βάζανε και στο ούζο γιατί έδινε μια γεύση ιδιαίτερη.

Ο οδηγός δε βιαζόταν καθόλου να φτάσει στα αμπέλια όπου άφηνε τις γυναίκες να μαζέψουν σταφύλια, έκανε μια στάση κι αυτή με μια φίλη της έβγαιναν σε μια πλαγιά να γεμίσουν τα σακουλάκια τους με κούμαρα. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά σχεδόν τελείωνε, μερικά χωράφια μονάχα είχαν μείνει σε κάτι σημεία ημιορεινά κι έπειτα θα σταματούσαν, ήταν ευτύχημα που κάθε χρόνο δούλευε εκεί πέρα για να κολλήσει τα λίγα ένσημα που χρειαζόταν καθώς πλησίαζε την ηλικία της σύνταξης, είχε κι ένα θέμα με το χέρι της που πάθαινε τενοντίτιδα και δεν έπρεπε να το ζορίζει οπότε πρόσεχε τις κινήσεις της κι άλλες φορές το έδενε μ’ ένα μαντήλι, λίγο ακόμα υπομονή έπρεπε να κάνει, τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει κι είχαν αρχίσει να βγάζουν δικά τους λεφτά, μάλιστα ήταν περήφανα γι αυτό κι όσο κι αν καταλάβαινε ότι στο τέλος θα έμενε μόνη από την άλλη ανυπομονούσε περιμένοντας αυτή τη στιγμή μετά από μια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν η μάνα της που είχε εγχειριστεί και πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο, καθηλωμένη στο κρεβάτι ήθελε άνθρωπο δίπλα της όλο το εικοσιτετράωρο, δε μπορούσε να την αφήσει μόνη όπως παλιά, την εγκατέστησε στο σπίτι κι από τότε άρχισαν τα βάσανα της. Οι γέροι γίνονται εγωιστές σαν πλησιάσουν στο τέλος, σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και κανέναν άλλο, νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου, όλα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτούς, όσο καλοί κι αν υπήρξαν δείχνουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα καθώς η λογική υποχωρεί και λειτουργούν αυτόματα, σπάνια να δεις γέρο καλοσυνάτο. Καθόταν εκεί δίπλα της με τις ώρες να της βάζει μαξιλάρια και να της φέρνει ότι ζητούσε ενώ εκείνη γκρίνιαζε συνέχεια ζητώντας να την αλλάξει, να τη φροντίσει, να την ταΐσει, όλα της φταίγανε. Τις νύχτες η μάνα της μονολογούσε, είχε αρχίσει να τα χάνει κι αράδιαζε όλα τα σόγια, όλους τους συγγενείς κι όλους τους γείτονες που θυμόταν απ’ το χωριό όπου είχε γεννηθεί, ο τάδε ήταν παντρεμένος με την τάδε κι είχαν τόσα παιδιά ή μήπως όχι, κι ο δείνα ζούσε ή είχε πεθάνει; Η γριά θυμόταν ένα κάρο ανθρώπους ενώ ξεχνούσε αν είχε πάρει το χάπι της πριν από λίγο, παραμιλούσε αδιάκοπα καθώς όλα είχαν μπερδευτεί σαν ένα κουβάρι στο μυαλό της και τις νύχτες προσπαθούσε να το ξεμπερδέψει, αυτή καθόταν εκεί κι άκουγε τα ατελείωτα ονόματα χωρίς να βγάζει άκρη, πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερε γι’ άλλους δεν είχε ιδέα, έτσι την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ καθώς η γριά συνέχιζε τις ασυναρτησίες.

Μια άλλη φορά πάλι η γριά μιλούσε σα να είχε κάποιον απέναντι της, έλεγε μια ιστορία για τότε που είχε πάει να μαζέψει φλαμούρι από ένα δέντρο μέσα σε μια λαγκαδιά, είχε γεμίσει λέει ένα τσουβάλι με άνθη που μοσχοβολούσαν κι ετοιμάζονταν να φύγει όμως στο μεταξύ είχε περάσει η ώρα κι έπεσε το βράδυ, μέχρι να βγει από τη λαγκαδιά είδε κι έπαθε, με το που είχε πέσει ο ήλιος άκουγε από ψηλά απ’ το βουνό ουρλιαχτά σκύλων ή λύκων .περπατώντας στα τυφλά κατ κει που υπολόγιζε ότι βρίσκονταν μονοπάτι βρέθηκε σε κάτι πηγές με ζεστό νερό που άχνιζαν κι όλο το μέρος γύρω ήταν τυλιγμένο στους ατμούς, ‘’Θέ μου που βρέθηκα;’’ είπε η γριά και σταυροκοπήθηκε καθώς θυμόταν ξανά το μέρος . Τέτοιες ιστορίες θυμόταν όλη την ώρα η μάνα της κι αυτή καθόταν μόνη κι άκουγε θέλοντας και μη, έτσι περνούσε τα βράδια της, άκουγε παραμιλητά, κοιτούσε τις φωτογραφίες στους τοίχους και σκεφτόταν πως είχε περάσει ο καιρός, πως είχαν αλλάξει όλα, τα παιδιά είχαν φύγει για τις σχολές και τις δουλειές τους κι όσο για τον σύζυγο, όσο μακρύτερα βρίσκονταν τόσο το καλύτερο, είχαν χωρίσει πια από χρόνια και δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναβρούν.

Το περίμενε βέβαια ότι κάποτε θα ερχόταν η στιγμή να κοιτάξει τους γονείς της κι είχε αγοράσει ένα σπίτι με χώρο στον κάτω όροφο όπου θα τους έβαζε να έχουν την άνεση τους, είχε διαλέξει μια μονοκατοικία έξω απ την πόλη, κοντά σε μια ρεματιά απ’ όπου φυσούσε όλο το καλοκαίρι και δρόσιζε, όλα έδειχναν να πηγαίνουν όπως τα είχε προγραμματίσει όμως ύστερα έχασε τη μπάλα, πρώτα πέθανε ο πατέρας της έτσι ξαφνικά, ύστερα χώρισε, μετά η κόρης της έφυγε έξω, κατόπι ήρθε η μάνα της σαν κερασάκι στην τούρτα. Κάποιοι της πρότειναν να τη βάλει σε ίδρυμα, αυτή λέγανε θα ήταν η καλύτερη λύση όμως η γριά όποτε άκουγε κάτι τέτοιο έβαζε τις φωνές, ‘’Καλύτερα να με ρίξτε στη θάλασσα !’’ και τότε την πλάκωναν οι τύψεις, δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει, να την πετάξει στον καιάδα, ένιωθε ότι ήταν ο μόνος δεσμός που είχε με το παρελθόν, ήθελε να την κρατήσει ακόμα λίγο. Έψαξε για γυναίκα που θα μπορούσε να τη φροντίζει στο σπίτι όμως καμιά δεν αναλάμβανε να έρθει εκεί πέρα έξω απ’ την πόλη, όλες θέλανε να είναι κοντά στους δικούς τους και δεν το κουνούσαν από το κέντρο, δεν στάθηκε δυνατό να βρει ούτε μία πρόθυμη κι έτσι αναγκάζονταν να τη φροντίζει η ίδια για να μη νιώθει ενοχές. Το πάλεψε για ένα διάστημα όμως ύστερα τάπαιξε, δεν άντεχε, πνίγονταν, έπρεπε να ξεκολλήσει, να πάει μπροστά τη ζωή της, ήταν ακόμα νέα και δεν ήθελε να θαφτεί στο σπίτι παρέα με τη μάνα της, αν είχε κοντά τη μεγάλη της κόρη δε θα φοβόταν τίποτα αλλά εκείνη είχε φύγει μακριά πολύ στο εξωτερικό να βρει την τύχη της, αν είχε εκείνη όλα θα ήταν διαφορετικά, μπορούσε να την εμπιστευτεί, πως στο δαίμονα είχαν έρθει έτσι όλα;

Αυτό που την έσωσε ήταν μια φίλη της, συμφώνησε να προσέχει τη γιαγιά για το διάστημα που θα είχε δουλειά στα χωράφια, αμέσως πήρε πάνω της, με το που έβγαινε στην ύπαιθρο και πατούσε χώμα της έκανε καλό, από τη ρεματιά του σπιτιού της δε μπορούσες να δεις και πολλά πράγματα εδώ όμως το μάτι άνοιγε, η φύση απλώνονταν μπροστά σου, ψηλά τα αεροπλάνα πετούσαν διαγράφοντας πορείες σταυρωτές στον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα, ήταν ένα διάλειμμα που ξεκούραζε το μυαλό. Εκεί που τελείωναν τα χωράφια με τα κλήματα είχε τις εγκαταστάσεις του ένα οινοποιείο τεράστιο που είχε ανοίξει πρόσφατα, μια μέρα τους πήγαν να το δουν, είχαν πάθει πλάκα με όλα εκείνα τα βαρέλια, τα καζάνια και τα πελώρια μεταλλικά δοχεία για την αλκοολική ζύμωση, οι τύποι όποιοι κι αν ήταν, είχαν κάνει φοβερή δουλειά ,το είχαν φτιάξει πολύ όμορφο σαν αυτά που βλέπεις στην τηλεόραση.

Στο οινοποιείο τους είχαν κάνει και μια ξενάγηση όπου εξηγούσαν την ιστορία του κρασιού σ’ εκείνα τα μέρη, στην περιοχή υπήρχαν λέει κάτι χώματα περίεργα κι ένα μικροκλίμα που επηρεάζονταν από υπόγεια θερμά νερά, εκεί κοντά άλλωστε βρισκόταν και κάτι λουτρά όπου ο κόσμος έκανε τα θεραπευτικά μπάνια του, εκεί κάπου πρέπει να είχε βρεθεί κι η μάνα της τότε που χάθηκε στο λαγκάδι με τις φλαμουριές κι αργότερα έπαιρνε τον συγχωρεμένο τον πατέρα της και πήγαιναν για υδροθεραπείες. Η ξενάγηση ήταν πολύ ωραία, μια γυναίκα που ήξερε ένα κάρο πράγματα έλεγε ότι στα κρασιά μπορείς να βρεις μέχρι και τετρακόσια διαφορετικά αρώματα ανάλογα με τις ζύμες που χρησιμοποιούνται, τις αρωματικές εστέρες , το ξύλο του βαρελιού, το μπουκάλι της φιάλης . Πολλά από κείνα που άκουγε δεν τα τα καταλάβαινε όμως ακούγονταν πολύ όμορφα, τι ωραία θα ήταν να είχε σπουδάσει κάτι σχετικό, πάντα της άρεσε λίγο κρασί στο τραπέζι και μπορούσε να διακρίνει τα καλά από τα εντελώς άχρηστα, είχε σχεδόν ξεχαστεί εκεί πέρα και το βράδυ που γύρισε στο σπίτι ήταν σχεδόν χαρούμενη.

Ένιωθε πιο ανάλαφρη παρόλο που ήταν κουρασμένη, τις μέρες που είχε ρεπό η φίλη της ξεκουράζονταν κι εκείνη πρόσεχε τη μάνα της . Την είδε να ροχαλίζει ήρεμα κι έπεσε στο κρεβάτι ξερή. Κοντά στα μεσάνυχτα ξύπνησε από έναν θόρυβο σα γδούπο, έτρεξε στο δωμάτιο της μάνας της ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, τη βρήκε στο πάτωμα ν’ αγκομαχά, φαίνεται ότι προσπαθώντας να σηκωθεί είχε πέσει με το πρόσωπο, η όψη της ολόκληρη είχε μελανιάσει. Τρόμαξε όταν την είδε έτσι παραμορφωμένη, σκιάχτηκε, της ήρθε να βάλει τα κλάματα, πήρε τηλέφωνο για ασθενοφόρο και προσπάθησε να τη σηκώσει όμως ήταν αδύνατο, η γιαγιά ήταν πολύ βαριά και μπορούσε να σακατέψει τη μέση της, την τράβηξε στον τοίχο, της έπλυνε το πρόσωπο και την έβαλε να πιει λίγο νερό, η γριά ανάσαινε βαριά, ύστερα άρχισε να παραμιλά όπως έκανε τα βράδια που δεν είχε ησυχία ‘’Αχ! πότε θα πάω στα λουτρά για τη μέση μου, το ζεστό νερό θα πάρει τους πόνους μου!’’ ύστερα φώναζε τον άντρα της ‘’Γιώργο μη μπαίνεις στη δεξαμενή τη βαθιά, θυμάσαι τότε που πνίγηκε ένα παιδί, κράτα το χέρι μου, εγώ ξέρω καλό κολύμπι!’’ Οι νοσοκόμοι κατάλαβαν τι συνέβαινε κι ούτε που τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε, η γιαγιά συνέχιζε να παραμιλά μέχρι που την έβαλαν στο όχημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...