Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΚΡΑΣΙ ΠΙΚΡΑΛΙΔΑΣ

Με το που διέρρηξε την πόρτα άκουσε έναν ήχο που του έκοψε τα πόδια, μες το σπίτι υπήρχε κάποιος , είχε στηθεί πάνω από δέκα λεπτά έξω περιμένοντας, είχε χτυπήσει το κουδούνι όμως κανείς δεν απάντησε,  ήταν  σίγουρος ότι το διαμέρισμα ήταν άδειο όμως την είχε πατήσει, ήθελε  αμέσως να φύγει μετά όμως σκέφτηκε, ‘’Ας δω τι γίνεται’’, έτσι κι αλλιώς  επικρατούσε τέτοια νέκρα σ’  ολόκληρη την πολυκατοικία σα να βρισκόταν σ’ ένα κτίριο φάντασμα που το είχαν εγκαταλείψει όλοι. Έψαξε τον διακόπτη κι  άναψε το φως, στο δωμάτιο υπήρχε ένα κρεβάτι και δίπλα του το πεσμένο σώμα  μιας γυναίκας, πως είχε βρεθεί στο πάτωμα, τι έκανε μόνη  της;  Πρώτη φορά συναντούσε  κάτι τέτοιο, το πιο περίεργο που του είχε συμβεί ήταν τότε που είχε μπει σ’  ένα σπίτι και καθώς ετοιμάζονταν να φύγει ένιωσε δυο μάτια να τον κοιτάζουν στα σκοτεινά, η καρδιά του είχε αναπηδήσει δέκα φορές  αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν  μια γάτα ανεβασμένη σ’ ένα πάγκο, καθόταν πάνω στο μαξιλαράκι της και τον κοίταζε χωρίς  να βγάζει άχνα μόνο κουνούσε νευρικά την ουρά της, εκεί  είχε νιώσει πολύ περίεργα.

Το μέρος μύριζε φρούτα, ροδάκινα μάλλον, κάπου θα υπήρχε μια φρουτιέρα, η γυναίκα φαινόταν να αναπνέει κανονικά  αλλά  για κάποιο λόγο είχε ακινητοποιηθεί, πόση ώρα βρισκόταν πεσμένη, ποιος την πρόσεχε άραγε πάντως φαινόταν καθαρή και ταχτοποιημένη. Δε μπορούσε να την αφήσει έτσι, πλησίασε και την σήκωσε   μέχρι την άκρη του κρεβατιού και την έβαλε να ξαπλώσει, ήταν πολύ ελαφριά, αυτή τον κοιτούσε σα χαμένη,  ‘’ Με συγχωρείς που σε αναστάτωσα’’  της είπε ενώ όλη την ώρα είχε   το νου του  στη πόρτα μη μπει κανένας  και τον πιάσει στα πράσα, έπειτα  πήγε στην άλλη  μεριά του διαμερίσματος, βγήκε στο μπαλκόνι και είδε ότι δεν ήταν ψηλά, μπορούσε να πηδήξει από κει σ’ ένα στενάκι αν στριμώχνονταν, υπήρχε  οδός διαφυγής σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά . Έκλεισε  την εξώπορτα κι έριξε μια ματιά  στο χώρο όπου βρισκόταν, σε κάθε διάρρηξη του άρεσε  να παρατηρεί  τα άγνωστα σπίτια, πρόσεχε τη διακόσμηση, τα ακριβά αντικείμενα, το στόλισμα του σπιτιού, τις τηλεοράσεις, τους πίνακες,  έψαχνε τις πιο σκοτεινές γωνίες, τις πιο παράξενες κρυψώνες  και συνήθως έβρισκε τα μέρη όπου έβαζαν τα λεφτά οι ένοικοι,  σπάνια του ξέφευγαν, αν υπήρχε κάτι  που άξιζε έπρεπε  να το βρει. 

 Ποτέ δεν πείραζε κανέναν, αυτή  ήταν αρχή του,  να μη χρησιμοποιεί βία, δεν υπήρχε λόγος, αυτόν τον ενδιέφερε να γεμίζει την τσάντα του με κάθε λογής  πολύτιμα πραγματάκια και μετά να χάνεται αθόρυβα,  να γίνεται αόρατος, όλο αυτό τον εξιτάριζε, στο σπίτι του άδειαζε τη τσάντα  να  χαζέψει ότι είχε φέρει μαζί του, καθόταν εκεί πολύ ώρα ήσυχος και τα κοίταζε,  μετά είχε τον άνθρωπο του στη πιάτσα που   τα προωθούσε,  δε τον ένοιαζε  από κει και κάτω, ήξερε ότι ο άλλος ήταν πολύ προσεχτικός στη δουλειά του. Είχε  κάνει καλό κομπόδεμα και σκεφτόταν να τα παρατήσει,  ήξερε ότι δεν θα τον συνόδευε πάντα η καλή του  τύχη κι ότι  έπρεπε  να προσέχει, κάποια στιγμή θα την πατούσε, όσο έξυπνος κι αν είσαι πάντα υπάρχει εξυπνότερος, στην πρώτη ευκαιρία είχε ορκιστεί να σταματήσει και να κόψει τις κακές συνήθειες.

 Άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια φορώντας τα γάντια του που δεν τα  έβγαζε ποτέ, δεν αισθάνονταν ότι κινδύνευε,  η γυναίκα  φαινόταν ανίκανη για οτιδήποτε, πρέπει να ήταν ανάπηρη ή κάτι τέτοιο οπότε δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Φαίνεται ότι την είχαν αφήσει  μόνη για κάποιο λόγο, κανονικά έναν τέτοιο άνθρωπο δεν τον  παρατάς  ποτέ όμως ποιος ξέρει τι συνέβαινε εκεί πέρα,  ποιος ξέρει πόσες ώρες έμενε εκεί  μόνη  μες το κατακαλόκαιρο υποφέροντας βουβά ωσότου έρθει κάποιος να  της ανοίξει την πόρτα και να δει τι κάνει και τι χρειάζεται, όπως και να είχε ήταν κάτι ασυνήθιστο. Πλησίασε ξανά τη γυναίκα που τον κοίταζε θολά, την έπιασε με προσοχή και την  έβαλε να καθίσει πιο άνετα, δεν ήταν  πολύ μεγάλη, γύρω στα εξήντα- εβδομήντα με κοντά μαλλιά κι εκφραστικά μάτια που τον κοιτούσαν γεμάτα  απορία, τα χείλη της κινούνταν όμως δε μπορούσαν ν’  αρθρώσουν λέξη,  περίμενε ότι θα του έλεγε κάτι, ‘’Ποιος είσαι, τι θέλεις, πως μπήκες  εδώ μέσα;’’  αλλά τελικά σταματούσε και κατέβαζε το κεφάλι.

 Έριξε μια ματιά γύρω του προσπαθώντας να καταλάβει τι σόι άνθρωποι μπορεί να ζούσαν εκεί πέρα, που να βρίσκονταν τώρα άραγε, με το που είχε μπει σ’ αυτό το σπίτι  κατάλαβε ότι το κατοικούσαν   πλούσιοι,  σίγουρα θα είχε εκεί μέσα πολύ καλά πραγματάκια , υπήρχαν  κάτι έπιπλα πολύ μοντέρνα κι αστραφτερά, κάτι συσκευές εντειχισμένες, το ψυγείο υψώνονταν   σχεδόν μέχρι το ταβάνι, ήταν τεράστιο, άνοιξε την τεράστια  πόρτα κι έβγαλε ένα μπουκάλι να πιει λίγο νερό,  το άδειασε μονορούφι, όλη η έξαψη τον είχε αφυδατώσει, γύρισε κατά τη γριά που τον κοιτούσε εξεταστικά σα να έλεγε ‘’Εσύ τώρα τι κάνεις εδώ πέρα ;’’,   της έγνεψε αν ήθελε να πιει κι εκείνη κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της,  πήρε ένα ποτήρι απ’  το ντουλάπι και το έφερε στο στόμα της γυναίκας που ήπιε  αχόρταγα, ποιος ξέρει πόσες ώρες είχε μείνει δίχως νερό.

Άνοιξε τις ντουλάπες κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους τόμους  της βιβλιοθήκης, αυτή ήταν πάντα μια καλή κρυψώνα, πολλές φορές του είχε τύχει να βρει λεφτά σκορπισμένα σε πολλά βιβλία, πως τα έβαζαν  εκεί και δεν μπερδεύονταν είχε πάντα την απορία,  μια άλλη κρυψώνα ήταν το πατάρι που είχε εντοπίσει πάνω απ’ το μπάνιο, έπρεπε να ρίξει κι εκεί μια ματιά, εν τω μεταξύ ήξερε πως  έπρεπε να τελειώνει γρήγορα ότι ήταν να κάνει,  δεν ήταν συνετό να κάθεται εκεί πέρα με τις ώρες. Σε μια στιγμή άκουσε έναν θόρυβο από το στενό κι έστησε αυτί,  το δρομάκι  ήταν  εντελώς σκοτεινό,  θα είχε καεί καμιά λάμπα  και κανείς δε νοιάζονταν  να την αλλάξει, έξω  δε κυκλοφορούσε ψυχή, η πόλη είχε αδειάσει,  ήταν η καλύτερη εποχή για ανθρώπους σαν κι αυτόν.

Πραγματικά η πόλη το καλοκαίρι ήταν ο ιδανικός τόπος , όλοι πάθαιναν κάτι κι ήθελαν  να φύγουν, να εξαφανιστούν, μόνο κάτι ζητιάνοι ελεεινοί και  κάτι πρεζόνια που ψήνονταν στη ζέστη έμεναν πίσω σαν  καταδικασμένοι γιατί δεν είχαν τρόπο διαφυγής. Τα πρωινά του καλοκαιριού  ήταν  το καλύτερο του, κείνη την ώρα κορίτσια με φορέματα άσπρα και γαλάζια  έβγαιναν από τα νυχτερινά μαγαζιά ψάχνοντας ταξί να πάνε  σπίτι τους,  οι εργάτες του δήμου  καθάριζαν τα πάρκα, οι σκύλοι  τεντώνονταν μετά απ’  τον ύπνο της δροσερής νύχτας, τα τυροπιτάδικα  έβγαζαν μπουγάτσες στις βιτρίνες τους,  η πόλη φορούσε τα πιο  καλά της. Πολλές φορές κατέβαινε στη παραλία κι  εκεί συνήθως πετύχαινε ένα πρεζόνι που είχε ένα χρυσό κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι σε κάθε χέρι,  του έδινε κάτι, κανένα ψιλό, κανένα τσιγάρο, το πρεζόνι πάντα τον  ευχαριστούσε,  ήταν  πολύ ευγενικό, κι αυτός ένιωθε την ικανοποίηση ότι έκανε μια καλή πράξη. Στο κάτω- κάτω δεν έκλεβε  φτωχούς αλλά πλούσιους,  αυτή ήταν μια άλλη αρχή του,  είχε τύχει ν’  ανοίξει σπίτι που δεν του γέμισε το μάτι και το είχε αφήσει άθικτο, πάντα χτυπούσε ακριβές συνοικίες,  καταλάβαινε τι παίζει  από τις πόρτες, απέφευγε όσα είχαν συναγερμό, ήξερε από  τέτοια κόλπα,  είχε δουλέψει   σεκιουριτάς ένα φεγγάρι,  το κάτεχε το αντικείμενο, όποτε έβλεπε  τέτοια συστήματα  έφευγε, περισσότερο έψαχνε κανένα παράθυρο, καμιά πόρτα ανοιχτή, καμιά χαραμάδα, πάντα υπήρχε ένας τρόπος να τρυπώσεις, οι άνθρωποι  είναι γεννημένοι για να ξεχνούν και να κάνουν λάθη, έτσι είναι η φύση τους, εσύ απλά πρέπει να είσαι σ’ επιφυλακή για ν’ αρπάξεις την ευκαιρία. 

Στις ντουλάπες δεν βρήκε τίποτα, ούτε στη βιβλιοθήκη,  σ’ ένα  συρτάρι  μόνο είδε κάτι  κοσμήματα ψεύτικα που δεν άξιζαν τίποτα κι άρχισε να εκνευρίζεται, βλέπεις και σ’ αυτή τη περίπτωση  αποκτάς τη νοοτροπία ότι πρέπει να βγάζεις κάποιο μεροκάματο αλλιώς  ο κόπος κι η αγωνία σου πάνε στο βρόντο.  Σήκωσε τα μάτια  και είδε ένα εικονοστάσι ψηλά σε μια γωνιά, αυτή ήταν πάντα  μια καλή κρυψώνα, για μια στιγμή  δίστασε  όμως αμέσως άλλαξε γνώμη, ανέβηκε σε μια καρέκλα και το πρόσωπο του ήρθε στο ύψος των εικόνων,  δίπλα  υπήρχε  μια φωτογραφία  παλιά που δέσποζε σ’ ολόκληρο τον  τοίχο, ήταν μια  σχολική φωτογραφία απ αυτές που έβγαιναν κάποτε στις αυλές  με τα παιδιά κουρεμένα και τα κορίτσια να φορούν ποδιές, ασυναίσθητα  σκανάρισε τις φάτσες των παιδιών που του φάνηκαν οικείες , η δασκάλα που στέκονταν στη μέση έμοιαζε πολύ σοβαρή, παρατήρησε τις φάτσες   κι εκεί καρφώθηκε σε μια απ’ αυτές  που ξεχώριζε σα τη μύγα μες το γάλα,  ήταν το  πρόσωπο  ενός  παιδιού  αδύνατου που δεν χαμογελούσε όπως τ’ άλλα κι επιπλέον, αν έχεις το θεό σου, φορούσε μαύρα γυαλιά που το έκαναν  να φαίνεται κάπως αλλόκοτο μες στο συνονθύλευμα των ανέμελων προσώπων.  Αυτό τον σοκάρισε, θυμήθηκε ότι  κι αυτός είχε βγει μια τέτοια φωτογραφία τότε που είχε κάποιο  πρόβλημα στα μάτια του κι οι γιατροί φοβούνταν ότι ίσως  έχανε την όραση του, η μάνα   του έκλαιγε  όλη  νύχτα,  αυτή  ήταν μια τραυματική  εμπειρία που την είχε  ξεχάσει εντελώς, έμεινε εκεί αποσβολωμένος  ξεχνώντας γιατί είχε μπει και τι γύρευε  εκεί πέρα.

Η σαστιμάρα του κράτησε δυο τρία λεπτά, ξύπνησε από  ένα ρεύμα αέρα που κούνησε   κάτι  λεπτά μεταλλικά φύλλα σα καμπανούλες κρεμασμένες  στο ταβάνι ,στράφηκε κατά τη γιαγιά που τον κοιτούσε όλη αυτή την ώρα μ’ ένα βλέμμα παράξενο  σα να καταλάβαινε τι έκανε, ‘’ Γιατί  δεν κοιτάς από πίσω;’’ του είπε αινιγματικά,  εκείνος έμεινε κόκαλο, υποτίθεται ότι η γριά δε μιλούσε, σήκωσε μηχανικά το μικρό εικονοστάσι, στον τοίχο  υπήρχε  κρυμμένο ένα μικρό καπάκι   σαν αυτά που είχαν  παλιά για τις σόμπες, το άνοιξε και είδε μέσα του ένα κουτί σα θήκη κοσμημάτων γυάλινο σα μάρμαρο κατάστικτο από κηλίδες μαύρες, εδώ ήταν λοιπόν η κρυψώνα, το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε προσεχτικά,  μέσα  υπήρχαν ένα σωρό παρδαλά αντικείμενα σε κάθε  χρώμα,  ένα απ αυτά,  ένα στιλπνό κιτρινωπό,  γυάλιζε  τρελά  στο ελάχιστο φως που υπήρχε, το ήξερε αυτό το πετράδι, στη πιάτσα το λέγανε ‘’Κρασί πικραλίδας’’ κι ήταν σπάνιο, η αδρεναλίνη έτρεχε στο αίμα του γοργά  όταν άκουσε την πόρτα  να τρίζει,  κάποιος ετοιμάζονταν να μπει , έβρισε τον εαυτό του που τα είχε καταφέρει έτσι, είχε καθυστερήσει πολλή ώρα εκεί μέσα και τώρα θα έμπλεκε σε καμιά ιστορία, έτρεξε  προς το μπαλκόνι κρατώντας την κοσμηματοθήκη σφιχτά, περνώντας μπροστά  από τη γριά την είδε  να χαμογελά περίεργα  κι αυτό του φάνηκε αλλόκοτο, κρεμάστηκε στα κάγκελα και προσγειώθηκε στο  στενό, σύντομα τον κατάπιε το σκοτάδι.   
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...