Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΙΝ

Πήρε τον πυροσβεστήρα και τον άδειασε στις φλόγες που εξαφανίστηκαν για μια στιγμή ,ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιήσει τέτοιο πράγμα μόνο στις ταινίες είχε δει πως γίνεται όμως τελικά ήταν εύκολο, αμέσως όμως βγήκαν καινούριες φλόγες δαιμονισμένες απ’ τον απορροφητήρα σαν κάτι που υπήρχε εκεί μέσα να τις τροφοδοτούσε, βγήκε έξω να ανασάνει, κάποιος του έδωσε ακόμα έναν πυροσβεστήρα, τράβηξε την περόνη και τον άδειασε κι αυτόν πάλι όμως έγινε το ίδιο, για λίγο το κακό έσβησε αλλά ξανά πάλι πετάχτηκε ανεβαίνοντας συνέχεια προς τα πάνω, έτσι λειτουργεί η φωτιά, δεν το ήξερε μέχρι που το είδε με τα μάτια του, ψάχνοντας οξυγόνο απεγνωσμένα οι φλόγες έσπασαν τα τζάμια που έγιναν θρύψαλα και σκόρπισαν στο δρόμο, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι συνέβαινε σ’ αυτόν, ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για όλη εκείνη τη φασαρία, κόσμος είχε μαζευτεί έξω και κοίταζε, είχε γίνει κανονικό θέαμα, με κάποιο τρόπο βρέθηκε στα χέρια του και τρίτος πυροσβεστήρας, τον άδειασε και κείνον ενώ τα ρουθούνια του έτσουζαν από μια μυρουδιά ξινή που έκαιγε τα πνευμόνια του, εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι πυροσβέστες, κάτι θηρία με τις μάνικες κι άρχισαν να σβήνουν την καταραμένη φλόγα μέσα στην εστία μέχρι ψηλά, αυτός ήταν μέσα όλη την ώρα όταν κάποιος του φώναξε ‘’ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ ΤΩΡΑ!!!!’’

Ήταν σαν να γινόταν εκεί πέρα μια μάχη κι έπρεπε να τσακιστεί να υπακούσει στις διαταγές που του έδινε αυτός που ήξερε και βέβαια είχε δίκιο, το μέρος πια είχε γεμίσει μονοξείδιο που μπορεί να σε δηλητηριάσει γι αυτό άλλωστε κι ο πυροσβέστης που του είχε βάλει τις φωνές φορούσε την προστατευτική μάσκα του, ύστερα από λίγο κι αφού είχαν αδειάσει κάμποσο νερό, η φωτιά έσβησε επιτέλους ενώ αυτός το μόνο που σκέφτονταν ήταν πότε θα έφευγαν όλοι εκείνοι οι ηλίθιοι που παρακολουθούσαν την καταστροφή σα να ήταν ένα θέαμα στη τηλεόραση. Ένας κρανοφόρος θηριώδης με βλέμμα άγριο και τόνο αποφασιστικό που μάλλον ήταν επικεφαλής εκεί πέρα, ζήτησε να τους πει πως είχε γίνει το πράγμα ενώ κάποιος άλλος έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι, έδωσε τα στοιχεία του, είπε και λεπτομέρειες που του ζητήσανε όταν είδε τον εαυτό του σε μια βιτρίνα, πως είχε γίνει έτσι, το πρόσωπο του είχε βαφτεί μαύρο και σταχτί απ’ τους καπνούς, έμοιαζε με πεθαμένο, η γυναίκα του όταν τον είδε αργότερα τρόμαξε, ‘’Ήταν σα να είχες γεράσει’’ του είπε. Η φωτιά εκείνη ήταν ότι πιο σοκαριστικό του είχε ποτέ συμβεί κι όπως είχε πέσει με τα μούτρα να τη σβήσει προτού πάρει διαστάσεις δεν κατάλαβε πόσο είχε κινδυνέψει όμως ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ το μυαλό του ότι δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ήταν μια στιγμή κρίσιμη και ήξερε ότι μπορούσε να περιορίσει τις συνέπειες όσο γινόταν, αν μη τι άλλο έπρεπε να το παλέψει όσο μπορούσε, να μη το αφήσει έτσι να εξελιχτεί έξω από κάθε έλεγχο χωρίς καμιά παρέμβαση.

Αυτός που είχε φωνάξει να εξαφανιστεί, ένα νεαρό παιδί με μαλλιά ιδρωμένα από το κράνος και τη μάσκα, του είπε ότι έπρεπε να ελέγξουν τον πάνω όροφο μήπως είχε ξεμείνει καμιά εστία που σιγόκαιγε, του έφερε μια σκάλα γιατί αλλιώς θα τρυπούσε το ταβάνι μ’ ένα κοντάρι μεταλλικό, από το πατάρι στη πίσω μεριά σκαρφάλωσε και έλεγξε το μέρος ‘’Όλα εντάξει !’’είπε καθώς κατέβαινε, ευχαρίστησε το παιδί , ‘’Συγγνώμη για την ταλαιπωρία !’’ του είπε κι εκείνο χαμογέλασε, του έκανε εντύπωση η αποφασιστικότητα των πυροσβεστών που φαινόταν να ξέρουν τη δουλειά τους και δεν έμοιαζαν να φοβούνται, το αντίθετο μάλιστα, ήταν σα στρατιώτες στη μάχη και στους καπνούς μαχόμενοι κυριολεκτικά, εκεί δεν έχει αστεία, εκεί κινδυνεύει η ζωή σου κι άμα είσαι λιγόψυχος καλύτερα να φεύγεις μετάνιωσε για όλα όσα είχε πει κατά καιρούς για ταβλαδόρους κι αργόσχολους. ‘’Πόσο υπολογίζεις τη ζημιά;’’ ρώτησε ο επικεφαλής το παιδί με τα ιδρωμένα μαλλιά κι εκείνο είπε ένα ποσό που ακούστηκε καλά κι αυτός το συγκράτησε, ΄΄Δε φταις εσύ’’ του είπανε ‘’Έπρεπε να είχε καθαριστεί η καμινάδα από καιρό, θα σου τηλεφωνήσουμε να δώσεις κατάθεση’’’ του είπαν κι αυτό ήταν μια μεγάλη ανακούφιση. Οι κρανοφόροι φόρτωσαν τις μάνικες στο κόκκινο όχημα κι άρχισαν ν’ αποχωρούν, με το που έφυγαν πήραν ν αραιώνουν επιτέλους κι όλοι εκείνοι οι περίεργοι, τώρα πια μονάχα μερικοί έχωναν το κεφάλι στην είσοδο ρωτώντας τι είχε συμβεί, άλλοι από ενδιαφέρον κι άλλοι από περιέργεια νοσηρή. Έριξε μια ματιά γύρω του τώρα που είχε ηρεμήσει κάπως, ότι υπήρχε πάνω απ’ τα δυο μέτρα είχε καψαλιστεί, το κλιματιστικό στον τοίχο είχε γίνει λιώμα με τα πλαστικά του κομμάτια να κρέμονται σαν γλυπτό τρελό, η τσάντα του που την είχε στο πάνω ράφι της ντουλάπας είχε καεί, κάτι χάρτινες συσκευασίες έβγαζαν καπνούς και τις έσβησε γρήγορα βάζοντας τες κάτω απ το νεροχύτη μαζί με και άλλα χαρτιά κι αποδείξεις. Το θηρίο έμοιαζε να έχει πια ησυχάσει και τώρα θα ήθελε με κάποιο τρόπο να φέρει τα πράγματα εκεί που ήτανε, βάλθηκε να καθαρίζει και να πετά ότι κατεστραμμένο υπήρχε προσπαθώντας να βάλει μια τάξη εκεί μέσα γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει τίποτα, ήταν εξουθενωμένος ψυχολογικά και σωματικά κι εκτός αυτού απ’ το δεύτερο όροφο έτρεχαν νερά όλη την ώρα κι ήταν αδύνατο να κάνεις οτιδήποτε, έκλεισε τα γενικό του νερού, ντύθηκε κι έσπευσε να εξαφανιστεί από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

‘’Πρέπει να πας αμέσως στο νοσοκομείο !’’ του είπε επιτακτικά η γυναίκα του μόλις τον είδε, τα πνευμόνια του έτσουζαν ακόμα όμως αυτός πάντα μισούσε τα νοσοκομεία και δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ του, δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχει στους γιατρούς , έκανε ένα ντους κι ένιωσε λίγο καλύτερα. Το βράδυ που πλάγιασε ήταν αδύνατο να ηρεμήσει απ’ την υπερένταση, όλη την ώρα πετάγονταν λέγοντας ‘’Πως έγινε σ’ εμένα αυτό, πως το άφησα, που ήμουν;’’, όταν έκλεινε τα μάτια έβλεπε φλόγες και καπνούς ενώ εκείνη η μυρουδιά δεν έφευγε με τίποτα από τη μύτη του, σηκώθηκε και πήγε στο πατάρι, η τσάντα του είχε καεί και τα παπούτσια του έφταιγαν, τα είχε πετάξει εκεί το που μπήκε στο σπίτι κι η μυρουδιά τους δεν έφευγε με τίποτα, τα έβγαλε αμέσως στο μπαλκόνι . Ξάπλωσε πάλι και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι θα έκανε, όλα είχαν πάει στράφι, θα τον έδιωχναν φυσικά από κείνη τη δουλειά αλλά ήξερε καλά ότι η βασική ευθύνη δεν ήταν δική του, σιγά μη πλήρωνε κι από πάνω όπως του είχε πει το αφεντικό στο τηλέφωνο, εδώ είχε κινδυνέψει να καεί ζωντανός κι ο άλλος του ζητούσε τα ρέστα ! Βέβαια κανείς δεν γεννήθηκε αλάνθαστος, την είχε πατήσει όπως χιλιάδες άλλοι που άφησαν τη φωτιά και πήγαν μια βόλτα, πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει, η πολλή σιγουριά δεν είναι καλή πάντα, έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός, υπάρχουν στιγμές που πρέπει να καταπιείς τον εγωισμό σου αλλιώς είσαι ηλίθιος και δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται. Απ’ την άλλη φυσικά δεν είχε νόημα να το σκέφτεται, το κακό είχε γίνει κι έπρεπε να κοιτάξει μπροστά όσο πιο γρήγορα γίνονταν, στο κάτω- κάτω είχε βγει ζωντανός κι ούτε είχε τραυματιστεί πουθενά, έπειτα δεν είχε γίνει καμιά ζημιά σοβαρή που δεν διορθώνονταν, δε θα καθόταν λοιπόν εκεί πέρα να αυτομαστιγώνεται, ότι ήταν να γίνει είχε γίνει. Προς το ξημέρωμα ένιωσε έναν πόνο στο αυτί και πήγε στον καθρέφτη, είδε ότι το πτερύγιο είχε καεί και δεν είχε πάρει χαμπάρι μες τον πανικό, λένε βέβαια ότι στα πτερύγια δεν πονάς γι αυτό και τα τρυπούν περνώντας σκουλαρίκια και χαλκάδες διάφορους, όπως και αν ήταν δε φαινόταν κάτι σοβαρό…

Τις επόμενες μέρες τον σταματούσαν στο δρόμο και τον ρωτούσαν για τη φωτιά, έπρεπε να εξηγεί στον καθένα τα γεγονότα κι αυτό ήταν ένα σημείο δύσκολο γιατί κάθε φορά τα θυμόταν πάλι. Για καμιά βδομάδα τα χαρτιά του μύριζαν καπνό θυμίζοντας του το σκηνικό, εκείνο το πράγμα δεν έφευγε με τίποτα, δεν μπορούσε να συνέλθει και τα βράδια πετάγονταν τρομαγμένος καθώς έφερνε στη μνήμη του το συμβάν όπου ήταν σα ζώο φυλακισμένο κι ο κόσμος τον κοίταζε σα να ήταν κλεισμένος σε κάποιο κλουβί. Ένιωσε ότι δεν άντεχε τη πόλη με τα τσιμέντα, το σαββατοκύριακο έφυγε για το εξοχικό ενός φίλου του να ησυχάσει λίγο, η γυναίκα του τον ξεπροβόδισε γνωρίζοντας ότι άμα αποφάσιζε κάτι δεν άλλαζε γνώμη. Κι εκεί βέβαια σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί, τι θα έκανε από δω και πέρα, βρισκόταν όμως μακριά κι αυτό τον ηρεμούσε, όσο κι αν αντιπαθούσε κάποτε την επαρχία αυτή τον χαλάρωνε πάντα κι ένιωθε ότι βαθιά μέσα του την είχε ανάγκη όλο και περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια. Το εξοχικό του φίλου του έμοιαζε να βρίσκεται έξω απ’ το χρόνο, μακριά από το καταραμένο κυνήγι της καθημερινότητες που σε τρώει λίγο λίγο κάθε μέρα, πολλές φορές ξεχνάς από που ξεκίνησες και τι ήθελες πραγματικά, τα γεγονότα σε παρασύρουν όπου θέλουν αυτά και στο τέλος βγαίνεις εντελώς από την πορεία σου. Καθώς ο καιρός είχε αρχίσει ν’ αλλάζει ο ουρανός γέμισε σύννεφα κι άρχισε να βρέχει , επιτέλους είχε φύγει το καλοκαίρι κι είχε γυρίσει κατά το φθινόπωρο . Στο άδειο σπίτι ένα γραφείο και πάνω στο τραπέζι ένα βιβλίο χοντρό και κάτι σημειώσεις με τον τίτλο ‘’Η ανεμόσκαλα του Βιτγκενστάιν’’ , άνοιξε το βιβλίο και δεν κατάλαβε ούτε μια γραμμή καλά ο φίλος του είχε θέμα !

Μπορεί να μην καταλάβαινε το βιβλίο όμως είχε αρχίσει να φιλοσοφεί όλο και βαθύτερα, έκανε κάτι σκέψεις περίεργες και σιγά σιγά ένιωσε σα να του ήρθε μια επιφοίτηση, αισθάνονταν ότι όλο αυτό μπορεί να ήταν ένα είδος καλέσματος, καταλάβαινε ότι βρισκόταν σ’ ένα σταυροδρόμι, στο ξεκίνημα μιας κατάστασης καινούριας που δεν ήξερε που θα τον βγάλει, το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι έπρεπε ν’ αλλάξει, είχε βαλτώσει για χρόνια στις ίδιες καταστάσεις και τώρα υπήρχε μια αφορμή να ξεκολλήσει, λένε ότι κάθε πέντε δέκα χρόνια ο άνθρωπος πρέπει να κάνει ένα ξεκίνημα καινούριο, ίσως ήταν η ώρα να το κάνει κι αυτός….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...