Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ

Μια φορά είδε στον ύπνο του ότι πέθαινε και βρισκόταν σ’ ένα λιβάδι με χορτάρια που ανέμιζαν λουσμένα στο φως κι ένας τύπος με μακριά μαλλιά γεμάτα κόμπους περνούσε πάνω σε μια καμήλα, ήταν ένα όνειρο πολύ περίεργο, όταν ξύπνησε αισθάνονταν μια ευδαιμονία εσωτερική. Μια άλλη φορά πάλι είχε δει ότι οδηγούσε σ’ ένα δρόμο περνώντας μέσα από κάποιο τούνελ τεράστιο και μπροστά στο παρμπρίζ έβλεπε κάτι φωτάκια κόκκινα, γαλάζια, πορτοκαλιά, κίτρινα σα μικρές μπάλες πολύ όμορφες που χόρευαν όλη την ώρα, αυτός τ’ ακολουθούσε για να βγει σε μια γέφυρα που υψώνονταν πάνω απ τη θάλασσα κι από κει κατέληγε σ’ ένα χώρο κενό, του φαινόταν ότι βρίσκονταν έξω απ το χρόνο εκεί όπου δεν αλλάζει τίποτα κι όλα μένουν ακίνητα . Τα όνειρα εκείνα ήταν πολύ χαλαρωτικά, πολύ ηρεμιστικά κι όταν ξυπνούσε είχε διάθεση πολύ ανεβασμένη, ένιωθε σα να είχε βγει απ το σώμα του κι είχε επανέλθει, κάπου είχε ακούσει ότι ο καλύτερος θάνατος γίνεται όταν κοιμάσαι, όλοι έτσι θέλουν να τελειώνουν την ύπαρξη τους χωρίς να πονέσουν χωρίς να υποφέρουν, περνάς από τη μια διάσταση στην άλλη που δεν έχει και μεγάλη διαφορά γι αυτό άλλωστε οι αρχαίοι τους θεωρούσαν αδέρφια.

Από τότε που είχε κάνει τις εξετάσεις στην κλινική άρχισε να βλέπει τέτοια όνειρα, μέχρι να τελειώσουν ήταν μες την αγωνία, ποτέ του δε χώνεψε τα νοσοκομεία και τους γιατρούς που σκαλίζουν το σώμα και ψάχνουν όλα τα όργανα, τη καρδιά, το μυαλό, το συκώτι, χώνοντας τη μύτη τους όπου να ναι, μα τι ηλίθιο ! Εκεί είχε γνωρίσει μια γυναίκα μ’ ένα κάρο προβλήματα κι αρρώστιες που φαινόταν ευδιάθετη, γελούσε κιόλας, την είχε ρωτήσει πως γίνεται να μη σε παίρνει από κάτω, δε μπορούσε να καταλάβει, αυτός φοβόταν τη σκέψη και μόνο ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά , μέχρι να πάρει τα αποτελέσματα τα πόδια του ήταν κομμένα, είναι κάποια ενδεχόμενα που δε θες να τα σκέφτεσαι καθόλου. Τέτοιες στιγμές θυμόταν τη μάνα του που ήταν της εκκλησίας και παλιά , τότε που είχε αντοχές, πήγαινε κι άλλαζε όποιον πέθαινε στο χωριό, το θεωρούσε κάποιας μορφής ευλογία να φροντίζεις τον πεθαμένο, να τον ευπρεπίζεις σα να τον ετοιμάζεις για κάποιο ταξίδι. Κάποτε τον είχε πάρει μαζί της να δουν ένα θείο του ετοιμοθάνατο, δεν τον πήγαινε με τίποτα εκείνον το θείο που ήταν όλο ειρωνείες αλλά αυτή τη φορά τον είχαν βρει πολύ ήσυχο, έμοιαζε να τόχει πάρει απόφαση, ξάπλωνε σ’ ένα κρεβάτι με άσπρα σεντόνια κι είχε διάφορα φαγητά και πιοτά μπροστά του ‘’Πάρε ότι θες ! του είχε πει κι εκείνος δοκίμασε ένα γλυκό για να μη του χαλάσει το χατίρι, του είχε κάνει εντύπωση που τον είχε βρει έτσι σα να είχε μαλακώσει σα να είχε γίνει ξαφνικά καλός . Η μάνα του μιλούσε όλη την ώρα κι ο θειος την κοίταζε με τα μάτια ανοιχτά, πάντα κατάφερνε να βρει κάτι παρήγορο σε τέτοιες περιπτώσεις, στις κηδείες όπου όλοι έκλαιγαν εκείνη φαινόταν ψύχραιμη, βέβαια όταν πέθανε ο πατέρας του εκείνη δεν άντεξε, έσπασε, φαίνεται ότι εκεί δε λειτούργησε το μεταφυσικό της, το είχε προσέξει αυτό.

Άμα ζούσε η μάνα του θα του εξηγούσε τι σήμαιναν εκείνα τα όνειρα με τα λιβάδια, τις καμήλες και τα φωτάκια όμως τώρα έπρεπε να το βρει μόνος του την άκρη . Και δεν ήταν μονάχα τα όνειρα , τελευταία κάτι είχε πάθει και κατακλύζονταν από αναμνήσεις παλιές, τι στο διάβολο συνέβαινε, ήταν τόσο πολλές σα να έτρεχε ένας καταρράχτης ασταμάτητος, του την έδινε καμιά φορά όμως δε μπορούσε να το ελέγξει, συνέχιζαν να κατρακυλούν σα χιονοστιβάδα πλημμυρίζοντας τον μέρα και νύχτα. Αυτό που επανέρχονταν πιο συχνά στη μνήμη του ήταν ένας γάμος που τον είχε ξεχάσει και τώρα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια, ήταν πολύ πιτσιρικάς τότε αλλά θυμόταν ένα μπαλκόνι, κόσμο με παπούτσια γυαλιστερά, πουκάμισα, φώτα, κάτι μουσικές, γυναίκες με φουστάνια, ήταν σ’ ένα σπίτι κάπου στην άκρη του χωριού κοντά σ’ ένα οικόπεδο όπου φύτρωναν σπαθόχορτα με λουλούδια κίτρινα που γυάλιζαν στον ήλιο. Μια άλλη ανάμνηση που του ερχόταν συνέχεια ήταν το δωμάτιο στο παλιό τους σπίτι, στεκόταν εκεί με τις κουρτίνες τραβηγμένες μπροστά σε μια τηλεόραση ασπρόμαυρη που δεν έπαιζε τίποτα, μονάχα χιόνια έδειχνε κι έβγαζε έναν ήχο σα βούισμα όλη την ώρα, το δωμάτιο ήταν άδειο εντελώς, δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα, μονάχα αυτός κι η συσκευή.

Το καλοκαίρι ήταν η αιτία για όλ’ αυτά βέβαια, το καλοκαίρι με τις ατέλειωτες μέρες του και το φως που διαλύει το σύμπαν ολόκληρο. Ευτυχώς τελείωνε, το φθινόπωρο βρισκόταν προ των πυλών, κανονικά θάπρεπε να πέσει η θερμοκρασία, όμως σα να είχε κεκτημένη ταχύτητα εκείνο συνέχιζε ακάθεκτο σαρώνοντας τα πάντα η πιο ζόρικη εποχή του χρόνου τερμάτιζε αφήνοντας πίσω της τα πάντα διαλυμένα. Καθισμένος στο μπαλκόνι περίμενες ένα θρόισμα να κουνήσει κάνα φυλλαράκι όμως τίποτα, οι νύχτες πάλι βουβές παρέα με τον ρόγχο του κλιματιστικού, όλοι είχαν εξαντληθεί, πρεζόνια κι ελεεινοί άστεγοι είχαν λιώσει στα παγκάκια, τα σκυλιά που ξενυχτούσαν κάθε βράδυ από τις φασαρίες των σειρήνων και των αυτοκινήτων κυλιόντουσαν στα τσιμέντα ψάχνοντας κάποιον ίσκιο, τα κοράκια έσερναν τις κοιλιές τους στο χορτάρι να δροσιστούν, κορίτσια επέστρεφαν από παραλίες με μαυρισμένα σώματα και γραμμούλες άσπρες στη πλάτη, η γη ήθελε λίγο νερό να ξεδιψάσει, μια βροχή χρειαζόταν να ξεπλύνει την άσφαλτο. Από τα γκαράζ των πολυκατοικιών, ψηλά πάνω απ’ την πόλη, έβλεπες κάτω τη γκρίζα θάλασσα, οι ειδήσεις μιλούσαν για φονικά και φωτιές παντού στο κόσμο, τα λεωφορεία κατέβαιναν στις κατηφόρες όλη την ώρα και δε σ’ άφηναν να κοιμηθείς, τα λεφτά τελείωναν, τα ταμεία άδειαζαν, οι διακοπές δε μπορούσαν να πάρουν άλλη παράταση, τα κεφάλια έπρεπε να σκύψουν πάλι πίσω στις δουλειές κι όποιος αντέξει μέχρι το χειμώνα, μη σου πω ότι υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν πάει πουθενά όλο το διάστημα κι αναρωτιόσουν πως θα την έβγαζαν, καλά αυτοί ήτανε καμένοι.

Ένα βράδυ που καθόταν με τη μικρή κόρη του κι έβλεπαν τηλεόραση τον ρώτησε έτσι στο αδιάφορο σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, ‘’Μπαμπά πως είναι όταν πεθαίνεις;’’ παραλίγο να τιναχτεί απ’ τον καναπέ αλλά συγκρατήθηκε, είχε μείνει κάγκελο και δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι η μικρή διάβαζε το μυαλό του, δεν ήξερε τι να της απαντήσει, είπε εκεί πέρα κάτι κοινοτοπίες αμήχανες κι ύστερα την έστειλε για ύπνο. Το μικρό ώρες – ώρες μιλούσε σα να ήταν εκατό χρονών άνθρωπος, και σ’ έκανε να ψάχνεις από πού σου ήρθε όμως ήταν το αγαπημένο τους. Όλη την ώρα έτρεχε πίσω απ’ τη μάνα του, δεν την άφηνε να κάνει τίποτα, μόλις ερχόταν απ’ το σχολείο έπλενε όλα τα πιάτα σκαρφαλωμένο σε μια καρέκλα , και τα ντάνιαζε εκεί πέρα με τάξη, τα πιρούνια, τα πιάτα, τα ποτήρια, τις πετσέτες φτιάχνοντας έναν πύργο που καθόσουν και τον χάζευες, τόσο όμορφα τα έβαζε ! Άλλοτε πάλι έπιανε ν’ απλώσει τη μπουγάδα, ‘’Όχι μαμά, εγώ θα το κάνω!’’ φώναζε κι έπιανε εκεί μια ώρα τις κάλτσες μια- μια, τα φανελάκια, τα εσώρουχα, όλα στη σειρά γραμμένα, σα σχέδιο

Το παιδί ήταν χάρμα όποτε ήταν στις μαύρες του το κοιτούσε κι έπαιρνε απάνω του, συχνά σημείωνε στο τετράδιο της ιστορίες που τις διάβαζαν κι έπειτα τις κολλούσαν στο ψυγείο, σε κάποια απ’ αυτές μιλούσε για τη γιαγιά της που τη θυμόταν να φορά μια νυχτικιά ωραία με τριαντάφυλλα, έγραφε εκεί πόσο την αγαπούσε και για ένα μαξιλάρι που της είχε χαρίσει, ένα γεμάτο ρίγες γαλάζιες και κόκκινες, ήταν το αγαπημένο της, μόνο μ’ εκείνο κοιμότανε! Το κοριτσάκι είχε ένα δέσιμο ιδιαίτερο με τη γιαγιά του όσο εκείνη ζούσε, είχε κι εκείνο μια έφεση προς τα θρησκευτικά και τα πνευματικά κι όλη την ώρα μιλούσαν για τέτοια. Στα μάτια του έβλεπε τη μάνα του, εκείνη πίστευε κι αυτό την είχε βοηθήσει σ’ όλη τη ζωή της, πάντα είχε έναν προσανατολισμό, έναν ηθικό κώδικα, οι θρησκείες ήταν ανέκαθεν χρήσιμες γι αυτό κι άντεξαν χιλιάδες χρόνια, έδιναν μια ελπίδα, μια διέξοδο, αν δεν τα καταφέρεις εδώ φίλε υπάρχει άλλη μια ευκαιρία εκεί ψηλά , οι μουσουλμάνοι για παράδειγμα πήγαιναν λέει χαρούμενοι στον άλλο κόσμο κι οι Βίκινγκς, οι πολεμιστές, θα απολάμβαναν όλα τα καλά αν σκοτώνονταν στον πόλεμο. Καθένας έχει μια δική του πίστη για την άλλη ζωή, βέβαια υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα σε τούτη τη ζωή άμα όμως έλυνες αυτό και δε φοβόσουν να πεθάνεις υποτίθεται ότι όλα τ’ άλλα λύνονταν με κάποιο τρόπο, αποκλείεται να ήταν δυσκολότερα, έτσι δεν είναι ;

Άμα ζούσε η μάνα του θα έβρισκε μια καλή απάντηση στο μικρό όποτε ρωτούσε τέτοια περίεργα αλλά αυτός δεν ήξερε, ένιωθε εντελώς βλάκας μ’ αυτά, δε μπορούσε να βρει κάτι καλό να πει, ακόμα κι αν το ήξερε δεν του έβγαινε, δε μπορούσε να το εκφράσει με λόγια. Για ανθρώπους σα τη μάνα του τα πράγματα ήταν άπλα, δε χρειαζόταν να σκεφτούν, είχαν θαρρείς έτοιμη τη λύση, πήραν ένα δρόμο και τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος τώρα όμως ο κόσμος είχε γίνει πολύ μπερδεμένος.

Όπως σκεφτόταν ένα σωρό πράγματα τον είχε πιάσει μια αγωνία και μια ανησυχία, ένα άγχος έτσι στα καλά καθούμενα που έμοιαζε ότι θα τραβούσε για καιρό ώσπου ένα βράδυ είδε το πιο περίεργο όνειρο κι ήταν σα να λύθηκαν τα μάγια ξαφνικά και το μυαλό του καθάρισε. Είδε ότι βρισκόταν σε μια έρημο τεράστια στρωμένη από αλάτι τόσο λευκό που έμοιαζε με καθρέφτη απέραντο, μπορούσες να δεις το είδωλο σου εκεί μέσα ολοκάθαρα. Στη μέση της ερήμου που ήταν σαν λίμνη, υπήρχε ένα ύψωμα σα νησί κι εκεί φύτρωναν κάκτοι πολύ ψηλοί, μέχρι τρία τέσσερα μέτρα. Περπατούσε ανάμεσα τους αγγίζοντας κάτι βράχια που κάποτε ήταν κοράλλια στον βυθό μιας θάλασσας που λες κι είχε τραβηχτεί ακολουθώντας μια πελώρια παλίρροια . Καθισμένος σ’ ένα βράχο κοραλλένιο εκεί στο ύψωμα έβλεπε μακριά ένα φως πορτοκαλί σε ριπές όπως όταν βγαίνει από χαραμάδες και πίσω του είδε να έρχονται σα σκιές η μάνα κι η κόρη του, κάτι του λέγανε όμως δεν το καταλάβαινε αλλά του έκανε καλό, τον καθησύχαζε, από τότε του έφυγε το άγχος, ησύχασε για καιρό …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...