Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

ΑΣΤΡΑ ΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ ΠΑΝΩ ΑΠ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μια πρωτοχρονιά εκεί στη Γέφυρα των Στεναγμών, κοντά στην Παναγία Φανερωμένη είχαν σκοτώσει έναν άντρα, ο πατέρας του είχε πει την ιστορία, ήταν τον καιρό της κατοχής , τον είχε δει o πατέρας του να ξεψυχά μες το κρύο όπως πήγαινε ν’ αγοράσει μες την παγωνιά και τον αέρα κάρβουνα για να ζεσταθούν λιγάκι, είχε δει έναν ψηλό με μαύρο παλτό να πυροβολεί κάποιον και κατόπι να τρέχει, έμαθε πιο ύστερα ότι αυτός που σκοτώθηκε ήταν μαυραγορίτης, είχε πλουτίσει χοντρά πουλώντας τρόφιμα και λάστιχα που τα έκλεβαν από μια γερμανική αποθήκη, νύχτα γινόταν η δουλειά και τσουλώντας τα έκρυβαν σ’ ένα σπίτι εγκαταλειμμένο, ύστερα τα πουλούσαν στους φορτηγατζήδες που έψαχναν απεγνωσμένα για ελαστικά, ήταν περιζήτητα και τα ζητούσαν για λίρες πολλές , άλλοι πέθαιναν τότε κι ο μαυραγορίτης αγόραζε διαμερίσματα και κτήρια ολόκληρα απ’ τους Εβραίους που τους εξολόθρευαν οι ναζί , τον παρακολουθούσαν από καιρό και του την είχαν στημένη, στο κόλπο ήταν και μια γυναίκα που τον είχε παρασύρει στη παγίδα, κανένας δε βγήκε να τον βοηθήσει, όλοι φοβόταν αλλά ο πατέρας του είχε πάει να δει, τον είχε βρει μες τα αίματα, κάτι προσπαθούσε να πει όμως απ’ το στόμα του δεν έβγαιναν λέξεις , ύστερα από λίγο ξεψύχησε γέρνοντας στο πλάι, για μέρες τον έβλεπε στον ύπνο του .

Τα χρόνια της κατοχής έκανε κρύο διαβολεμένο, η ατμόσφαιρα είχε αγριέψει, δεν ήταν μόνο ο καιρός, κι οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει, κάθε μέρα δολοφονούσαν κι από κάποιον έτσι, δίχως λόγο, όποιο κάθαρμα βρίσκονταν με όπλο στο χέρι νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ότι θέλει. Πάνω απ’ την Αγίου Δημητρίου ήταν οι κομουνιστές, ήταν η ζώνη τους, δε μπορούσες να πλησιάσεις, είχαν τα μαγαζιά τους, τα καφενεία, στέκια τους, από κει και κάτω, προς το κέντρο και την παραλία, ήταν αυτοί που υποστηρίζονταν από το κράτος, από την κυβέρνηση, όπου πήγαινες έπρεπε να χεις το νου σου γιατί δεν ήξερες ποιος μπορεί να σ’ ακολουθεί, παντού κυκλοφορούσαν μούτρα ύποπτα κι άμα σε πιάνανε την είχες βαμμένη, σε τραβούσαν στην ασφάλεια κι άντε να βρεις άκρη, ούτε δικαστήρια ούτε νόμοι ίσχυαν, δε γλύτωνες με τίποτα. Οι καιροί ήταν ζόρικοι σα να είχε εγκαταλείψει ο θεός τους ανθρώπους, αέρας φυσούσε αλύπητα στα στενά , δεν υπήρχαν πολυκατοικίες ψηλές να τον κόβουν, έκανε κρύο πολύ, έριχνε χιόνι μέχρι κι ένα μέτρο μες τη πόλη, κόσμος πολύς πέθαινε από τις παγωνιές, τα σπίτια ήταν εκτεθειμένα, ακόμα και μερικές εκκλησίες δεν είχαν σκεπή κι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή στις άκρες των τοίχων, οι πιο αδύνατοι κι οι πιο άρρωστοι δε μπορούσαν ν’ αντέξουν.

Όποτε φυσούσε θυμόταν εκείνη την ιστορία, το κλίμα είχε αλλάξει πλέον, τα χιόνια και τα κρύα λιγόστεψαν η πόλη όμως εξακολουθούσε να είναι αφιλόξενη το χειμώνα, φυσούσε ακόμα εκείνος ο καταραμένος αέρας κι άμα βρισκόσουν σε κανένα μέρος που τα κτίρια δεν τον έκοβαν ένιωθες ότι θα σ’ έπαιρνε σβάρνα, θα σε σήκωνε να σε πετάξει όπου να ναι. Μαθημένος ο κόσμος στις τεχνητές συνθήκες , στα καλοριφέρ, στα ηλεκτρικά σώματα και στα κλιματιστικά είχε ξεχάσει πως είναι να είσαι εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, είχε συνηθίσει στην ασφάλεια του διαμερίσματος και του αυτοκινήτου όμως η φύση κι ο κακός καιρός βρίσκονται πάντα εκεί έξω έτοιμοι να κάνουν τη ζημιά κι αυτό το καταλάβαιναν κακομοίρηδες σαν τους ζητιάνους που έπρεπε να βγάλουν τη νύχτα ξαπλωμένοι στο τσιμέντο πάνω σε τίποτα χαρτόκουτα, προσπαθώντας να σκεπαστούν με ότι έβρισκαν για να βγάλουν τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει και να ζεστάνει λίγο.

Η πόλη παρέμενε ζόρικος τόπος για πολλούς το χειμώνα και κει στη Γέφυρα των Στεναγμών όπου είχε γεννηθεί κι αυτός μάζευε πολύ κρύο σα να υπήρχε ένα τούνελ απ’ όπου περνούσε το ρεύμα κι έσκαγε με μανία πάνω στις πολυκατοικίες. Κάθε πρωί έστηνε αυτί στον εξαερισμό του μπάνιου και καταλάβαινε ότι δεν είχε κοπάσει ακόμα, συνήθως κρατούσε δυο μέρες η μανία του, ντυνόταν καλά και μόλις έβγαινε το πρωί απ’ τη πόρτα έβλεπε ένα γατάκι κουλουριασμένο να κοιμάται στην είσοδο ακριβώς μπροστά στο τζάμι, εκεί έβγαινε λίγη ζέστη απ’ το εσωτερικό, προσπαθούσε να μη το ενοχλήσει κι άνοιγε προσεχτικά όμως εκείνο πετάγονταν αμέσως τρομαγμένο και πήγαινε κάτω από τ’ αμάξια, τον περίμενε να φύγει για να γυρίσει στο σημείο που είχε κάνει κρεβάτι του. Περπατώντας περνούσε από τη Γέφυρα των Στεναγμών και θυμόταν πάντα την ιστορία του πατέρα του μ’ εκείνον τον μαυραγορίτη που είχαν φάει ανήμερα της πρωτοχρονιάς, το μέρος είχε αλλάξει εντελώς βέβαια, στο σημείο είχε φτιαχτεί ένα πάρκο όπου έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους διάφοροι περίεργοι κι όποτε φυσούσε δυνατά μαζεύονταν εκεί βουνά από φύλλα ξερά, όταν ήταν μικρός του άρεσε να κλωτσάει τους σωρούς και να τους σκορπίζει, ήταν το αγαπημένο του άθλημα.

Αέρας δυνατός φυσούσε κι αυτή την πρωτοχρονιά. Σκέφτηκε ότι μια βόλτα θα ήταν ότι καλύτερο για να χωνέψει τα κρέατα των γιορτών,η πόλη ήταν άδεια, στις εισόδους ρόδια σπασμένα για τύχη καλή, ούτε ψυχή δε κυκλοφορούσε μονάχα κάτι ζητιάνοι ξενυχτισμένοι έσερναν τα πόδια τους στην άσφαλτο βαστώντας πλαστικά κύπελλα καφέ, ακόμα και τα προποτζίδικα είχαν κατεβάσει τα στόρια, όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, μόνο κάνα δυο καφενεία ήτανε ανοιχτά κι έβλεπες μερικούς αστυνομικούς με στολές δερμάτινες που καθόταν και συζητούσαν ή κανέναν άσχετο που είχε βρεθεί εκεί πέρα γιατί δεν είχε κανένα και πουθενά για να πάει. Τάχυνε το βήμα του να ζεσταθεί λιγάκι, αν ήταν εκεί ο πατέρας θα του λεγε να φορά ζεστά παπούτσια, παλιά έβαζαν εφημερίδες για μα μη κρυώνουν τα πόδια, ένα σωρό κόλπα ήξερε ο γέρος του που είχε περάσει πια τα ενενήντα κι είχε φάει τους χειμώνες με το κουτάλι, όλο του έλεγε να ρθει να μείνει μαζί του, ήθελε να τον ρωτήσει ένα εκατομμύριο πράγματα για τα παλιά τώρα που οι γιατροί δεν του δίνανε και πολύ ζωή αλλά ο γέρος αρνούνταν, ήτανε κεφάλι αγύριστο.

Το μόνο μαγαζί που δεν ήταν κλειστό στο κέντρο ήταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο, μπήκε να ψωνίσει κανένα γλυκό για τους φίλους, παρόλο που έξω επικρατούσε ησυχία απόλυτη εκεί μέσα γινόταν καυγάς, ένας τύπος με άσπρα μαλλιά και κοτσίδα σκοτώνονταν με τον ιδιοκτήτη, φώναζε κι απειλούσε βρίζοντας άσχημα, έδειχνε γύρω τις βιτρίνες και τους πάγκους σα να του ανήκαν τα πάντα, ύστερα άρπαξε με το έτσι θέλω ένα πακέτο τεράστιο τυλιγμένο με χρυσαφί χαρτί και βγήκε έξω σα να μην έτρεχε τίποτα, οι πωλήτριες κοιτούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Τον ήξερε τον κοτσιδάκια, ήταν ένας τύπος βίος και πολιτεία που είχε φάει άπειρα λεφτά στο εξωτερικό σπουδάζοντας υποτίθεται αλλά στην πραγματικότητα ζώντας σούπερ με ταξίδια, αυτοκίνητα, γυναίκες, είχε ξεκοκαλίσει όλη την πατρική περιουσία του ζαχαροπλαστείου συμπεριλαμβανόμενου, μιλάμε δεν είχε αφήσει τίποτα και είχε καταλήξει στο δρόμο γι αυτό τώρα τσακώνονταν με τον καινούριο ιδιοκτήτη που είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά με λεφτά πολλά, κανένας δεν ήξερε από πού προέρχονταν, καθώς όλοι παρακαλούσαν για αγοραστές κι οι τιμές ήταν σκοτωμένες έβαζε χέρι στα καλύτερα φιλέτα, ο άλλος που είχε μάθει στα γούστα δεν το άντεχε…

Ο καυγάς του είχε κάνει εντύπωση, εκείνος με την κοτσίδα ήταν σίγουρα πολύ θρασύς, έτσι είναι όμως αυτοί που τα βρήκαν όλα έτοιμα, κάπου είχε ακούσει ότι ο παππούς του κοτσίδα είχε αρπάξει μετά τον πόλεμο το ζαχαροπλαστείο με βρώμικο τρόπο, είχε την εντύπωση ότι ο πρώτος ιδιοκτήτης ήταν ο μαυραγορίτης που φάγανε εκεί στη Γέφυρα των Στεναγμών, ξαφνικά τον έπιασε μια μανία να ψάξει την υπόθεση, τι είχε συμβεί με τις περιουσίες που άλλαξαν χέρια ύστερα απ’ την κατοχή, τι έγινε με τον δολοφόνο, ποια ήταν εκείνη η μυστήρια γυναίκα που τον είχε παρασύρει στην παγίδα; Τα τζάκια που κυβερνούσαν την πόλη είχαν φτιαχτεί εκείνη την εποχή κι έλεγχαν τα πάντα, είχαν κληρονομήσει στα παιδιά και στα εγγόνια τις περιουσίες τους αλλά τώρα οι εποχές είχαν γυρίσει ξανά, οι απόγονοι είχαν γίνει μαμμόθρεφτοι κακομαθημένοι, δεν άντεχαν την πολλή δουλειά, το είχαν ρίξει στα γούστα, τα υπάρχοντα τους εξαφανίζονταν κι άλλαζαν για μια ακόμα φορά χέρια περνώντας σε κάτι άλλους τύπους παράξενους, κι αν γι αυτά που συνέβαιναν τώρα μπορούσες να βρεις άκρη με κάποιον τρόπο τα παλιά ήταν πολύ μπερδεμένα, πως δεν είχε ρωτήσει τον πατέρα του για όλα τούτα τόσον καιρό ;

Το απόγευμα πήγε στο χωριό κι έφερε στο σπίτι τον γέρο του, τον πότισε ούζο κι εκείνος άνοιξε το στόμα του και τα κελάηδησε όλα σα να καταλάβαινε ότι το τέλος πλησίαζε, ‘’Εγώ τον είδα τον άλλον που τον σκότωσε !’’ είπε ‘’Τον γνώρισα γιατί από κείνον αγοράζαμε κάρβουνα, έριξε μια πιστολιά και μετά έφυγε τρέχοντας, την άλλη μέρα με βρήκε και μου είπε να μη τον καρφώσω και κείνος θα με πλήρωνε καλά, με πήρε και πήγαμε στα νεκροταφεία τα εβραϊκά, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, ήταν νύχτα, ‘’Κάτσε δω και φύλαγε !’’ με διέταξε, ερχόταν εκεί πέρα κάθε βράδυ μια γριά Εβραία κι έκλαιγε δίπλα σένα μνήμα, δεν ήθελε να τον δει, καθόμουν εγώ εκεί πέρα μες το κρύο και περίμενα, τον έβλεπα από μακριά να μετρά κάτι και προσπαθούσα να υπολογίσω που θα σταματήσει, σημείωσα στο μυαλό μου δέκα βήματα κατά τη θάλασσα και μετά άλλα δέκα προς τα δεξιά, μου έδωσε δυο λίρες και μου είπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, δυο λίρες μόνο, με είχε κοροϊδέψει ! Το επόμενο βράδυ πήγα μοναχός μου κι έφαγα όλη τη νύχτα, σήκωσα καμιά εκατοστή πλάκες και τελικά τα βρήκα, ένα πουγκί πάνινο πρέπει να είχε καμιά πεντακοσαριά νομίσματα, πήρα μια χούφτα όχι όλα, ήταν επικίνδυνο, ύστερα έπιασαν να χαλούν εκείνα τα μνήματα, σήκωσαν όλε τις πλάκες και τις έκαναν πεζοδρόμια, ποιος ξέρει τι απέγιναν οι λίρες , εγώ με κείνα που είχα πάρει αγόρασα ένα φορτηγό κι έκανα μεταφορές μια μέρα πάω στο ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και τον βλέπω να με καρφώνει σα να του είχα σκοτώσει τη μάνα, φοβήθηκα όμως δεν έκανε τίποτα, φοβόταν κι εκείνος επειδή τον είχα δει …’’

Ώστε έτσι λοιπόν είχαν τα γίνει τα πράγματα, άκουγε το γέρο του και δεν το πίστευε, μια ζωή ολόκληρη δεν του είχε πει τίποτα και τώρα του τα ξεφούρνιζε όλα, ευτυχώς είχε προλάβει, αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη ιστορία,  έξω είχε σκοτεινιάσει πια,  βγήκε στο μπαλκόνι που έβλεπε κατά  τη θάλασσα και δοκίμασε ν'  ανάψει  τσιγάρο αλλά ο αέρας που χαλούσε τον τόπο  δεν τον άφηνε, συνέχιζε να φυσά κοκκινίζοντας τη δύση και σκορπίζοντας τα  άστρα πάνω στην επιφάνεια του νερού  , ήταν ο πιο παλιός επισκέπτης της πόλης που ερχότανε κάθε χειμώνα για αιώνες,  χιλιετίες , ‘’Αυτός είναι ο μόνος που δεν αλλάζει ποτέ !’’ μουρμούρισε σιγανά .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...