Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΦΡΑΓΙΔΟΦΥΛΑΚΑ

Κάποτε αυτή η πόλη έμοιαζε γεμάτη υποσχέσεις, μέσα της ένιωθε άνετος, ασφαλής, όταν είχε έρθει πρώτη φορά και την είδε από ψηλά όλα του φάνηκαν μαγικά, οι γερανοί, τα καράβια, τα αμάξια, τα λεωφορεία, τα αναψυκτήρια, τα κτίρια, τα φώτα, η θάλασσα. Τα κορίτσια εκεί είχαν έναν αέρα που τον ψάρωνε, του φαίνονταν όλα πολύ όμορφα σα να είχαν κάτι ιδιαίτερο, δεν είχε δει ποτέ του τόσα πολλά μαζεμένα, αργότερα βέβαια όταν τα πετύχαινε στο δρόμο έμοιαζαν πολύ σπασμένα, είχαν χάσει τον αέρα της σιγουριάς, εκείνα πάλι απορούσαν γιατί τα πρόσεχε τόσο πολύ κάποιος άγνωστος. Είχε προλάβει την πόλη στην ακμή της όταν κυκλοφορούσε ακόμα χρήμα κι οι άνθρωποι γελούσαν, όλα του φαίνονταν αλλιώτικα, τα φαγητά, τα φώτα, τα μαγαζιά, μέσα της ένιωθε σίγουρος, ότι κι αν συνέβαινε εκεί θα έβρισκε τρόπο να το αντιμετωπίσει, θα έβρισκε καταφύγιο, τροφή, μέθοδο να επιβιώσει σε κάθε κατάσταση , ήταν ο τόπος του, δε μπορούσε να ξεκολλήσει από κει πέρα, σπάνια έφευγε ακόμα και τα καλοκαίρια, σκεφτόταν ότι σ’ αυτήν τη πόλη θα περνούσε όλη τη ζωή του.

Πως άλλαξε ούτε που το κατάλαβε με τον καιρό όμως όλα αυτά φθάρηκαν κι από μέσα του βγήκε μια επιθυμία πολύ δυνατή να φύγει, νόμιζε ότι είχε γίνει αστός κι άνθρωπος της πόλης όμως επειδή είχε γεννηθεί κοντά στη φύση πάντα την έψαχνε και τώρα ξαφνικά η επιθυμία είχε γίνει ανάγκη επιτακτική. Πως είχε αδειάσει έτσι απότομα η πόλη του και πλέον δε μπορούσε να του δώσει ενέργεια, περνούσε απ’ τις παλιές του γειτονιές κι ούτε γυρνούσε να κοιτάξει, δεν του έλεγαν τίποτε τα μέρη όπου είχε ζήσει για δεκαετίες, το κέντρο ειδικά δεν το άντεχε, ούτε ήθελε να το βλέπει, προσπαθούσε να αλλάξει δρόμο για να μη δει τα ίδια και τα ίδια κι ούτε είχε όρεξη να τον χαιρετούν κάποιοι παλιοί γνωστοί και να τον ρωτούν ‘’Που είσαι; Τι κάνεις; Πως περνάς;’’ βαριόταν να δίνει απαντήσεις στον κάθε περίεργο, ήθελε την ησυχία του, να μη τον ενοχλεί κανένας, μόνο σε λίγους ανοίγονταν και μιλούσε, αυτούς που εκτιμούσε πραγματικά . Είχε βαρεθεί την πόλη, ότι είχε να δώσει του το έδωσε, έπρεπε ν’ αλλάξει τόπο, ούτε ήξερε που ήθελε να πάει το μόνο που αισθάνονταν ήταν μια βαθιά ανάγκη να φύγει από το τσιμέντο κι από κείνους τους αγχωτικούς ρυθμούς που έκαναν όλους να τρέχουν σαν ηλίθιοι. Χωρίς να το καταλάβει όλα γύρω είχαν αλλάξει, ο τόπος είχε γεμίσει πρεζόνια, ζητιάνους, ξένους από κάθε μεριά της γης, παντού υπήρχε παρακμή, ένιωθε σα να βρισκόταν σε μια φυλακή κι έπρεπε ν’ αποδράσει με κάποιον τρόπο, να φύγει οπωσδήποτε, ήταν θέμα χρόνου να το κάνει μόλις έβρισκε μια καλή ευκαιρία. Το πρόβλημα ήταν βέβαια η δουλειά, δεν είχε σκοπό να φύγει γιατί δεν είχε βρει κάτι καλύτερο κάπου αλλού, έπρεπε να το σκεφτεί, είχε ένα σωρό υποχρεώσεις, δε μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να κάτσει εκεί ακόμα λίγο, όσο χρειαζόταν, έπρεπε να κάνει υπομονή λίγο ακόμα, δε γινόταν αλλιώς.


Έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρει πάλι τη φρεσκάδα που είχε κάποτε, να ξεκινήσει από την αρχή, τούτη η σκέψη τριγύριζε συνέχεια στο μυαλό του. Η μόνη ώρα που ένιωθε καλά ήταν το πρωί, πάντα ήταν πρωινός τύπος, του άρεσε αυτή η ώρα όταν όλοι κοιμούνταν και μπορούσες να παρακολουθήσεις τα πράγματα γύρω με την ησυχία σου. Του άρεσε να ξυπνά πρωί κι όσο περνούσε ο καιρός σηκώνονταν όλο και νωρίτερα, το καλοκαίρι είναι καλά βέβαια γιατί έχει χαράξει αλλά το χειμώνα είναι μαύρα μεσάνυχτα, περιμένεις πόση ώρα μέχρι να φύγει το σκοτάδι όμως κι αυτό είναι ωραίο, έχεις διαύγεια όλα τα προβλήματα που σε βασανίζουν το βράδυ λύνονται σε ελάχιστο χρόνο. Κατεβαίνοντας για τη δουλειά προτιμούσε να περπατά μέσα από κάτι στενά με σπίτια ξεχαρβαλωμένα, εγκαταλειμμένα, ένα απ’ αυτά είχε πάρει φωτιά κι οι τοίχοι του έχασκαν γυμνοί, σ’ άλλα είχαν βρει καταφύγιο κάτι σκουρόχρωμοι, έβλεπες στην αυλή ένα σωρό παλιατζούρες που είχαν μαζέψει απ’ τα σκουπίδια. Καθώς περνούσε μπροστά από μια εκκλησία άκουγε την καμπάνα που χτυπούσε κι έκανε το σταυρό του, πιο κάτω σ’ ένα δρομάκι πάντα πετύχαινε τους εργάτες του δήμου να κουβαλούν τους κάδους επειδή το φορτηγό δεν χωρούσε να μπει εκεί μέσα , από κάποιο σπίτι καλοδιατηρημένο έβγαινε φως, ο κήπος του φαίνονταν βρεγμένος και σκουπισμένος, ένας γέρος έβλεπε τηλεόραση, οι ηλικιωμένοι ξυπνούν νωρίς πάντα, δεν τους πιάνει ύπνος. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του, οι αισθήσεις όλες βρίσκονταν σε εγρήγορση και πρόσεχε τα πάντα, τα πουλιά σ’ ένα δέντρο τεράστιο που είχε φυτρώσει σ’ ένα ρέμα χαλούσαν τον κόσμο με το χάραμα, , οι κοπέλες που άνοιγαν τα μαγαζιά χασμουριόταν αγουροξυπνημένες, ήταν μια ώρα που η πόλη εξακολουθούσε να είναι όμορφη.

Μια μέρα καθώς περπατούσε όπως πάντα πολύ πρωί ένας μοτοσικλετιστής φώναξε το όνομά του, ήταν εκείνος ο τύπος με τα τεράστια μουστάκια, που τον συμπαθούσε , ‘’Ανέβα στο μηχανάκι!’’ του φώναξε ‘’Θα σε πάω εγώ!’’ καβάλησε τη σέλα ενώ ο άλλος που έμενε εκεί κοντά φώναζε μέσα στην πρωινή ησυχία,‘’Μια φιλική συμβουλή θα σου δώσω, άλλαξε δουλειά, φύγε από δω πέρα, δεν είναι για σένα αυτό το μέρος!’’ Κατάλαβε τι εννοούσε, τον είχε πετύχει κάποιες φορές όταν τον ταπείνωνε το αφεντικό του κι αυτός το ανέχονταν, ήταν σα να του έλεγε ‘’Τι άντρας είσαι που κάθεσαι εκεί πέρα να σε βρίζει ένα χαμένο κορμί ;’’ Τα είχε ξανακούσει αυτά όμως τώρα του έκαναν μεγάλη εντύπωση, ο άλλος δεν είχε κανένα λόγο να του μιλήσει έτσι, το έκανε επειδή τον εκτιμούσε. Πολύ καιρό τώρα ήθελε να φύγει όμως δεν το αποφάσιζε, πληρώνονταν καλά, είχε μάθει τα κόλπα στην πιάτσα, πολλές φορές εγκλωβίζεσαι κάπου κι είναι δύσκολο να ξεκολλήσεις όμως κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι τα λεφτά δεν είναι το πιο σημαντικό. Τον μουστάκια όλοι τον σέβονταν στην αγορά και δε μπορούσες να μη τον πάρεις σοβαρά, ήταν θηρίο, πολύ δυνατός με κάτι χέρια σα σίδερα, δούλευε σ’ ένα μαρμαράδικο και σήκωνε κάτι κομμάτια που ζύγιζαν διακόσια κιλά, όταν άλλαξε δουλειά τον έβαλαν να κουβαλά κάτι χαρτικά και ο προϊστάμενος του είπε : ‘’Είναι λίγο ζόρικα εδώ πέρα!’’ εκείνος γελούσε, σε σχέση με τα μάρμαρα που ζύγιζαν έναν τόνο τα χαρτικά του φαινόταν παιχνίδι, σιγά τώρα ρε φίλε το πράγμα !


Στ’ αυτιά του βούιζαν τα λόγια του μοτοσικλετιστή όταν άκουσε το αφεντικό του να ξεφωνίζει : ‘’Πάλι άργησες, μα τι βλάκας είσαι, τσακίσου στο υπόγειο !’’ ο τύπος ήταν ένα τομάρι της κακιάς ώρας κι άμα άνοιγε το στόμα δεν ήξερε τι έλεγε, αυτός δεν έδινε σημασία, ήταν χοντρόπετσος όμως εκείνη τη μέρα απάντησε ‘’Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι κατάλαβες !’’ ο άλλος γέλασε, ΄΄’Έλα κουνήσου ‘’ – ‘’Ακούς τι σου λέω!’’ του επανέλαβε ‘’Δε θα μου ξαναμιλήσεις έτσι !’’- ‘’Κοίτα να δεις’’ είπε το αφεντικό ‘’Σ’ εμένα δε θα πουλάς τρελίτσα, μια χαρά έχεις βολευτεί εδώ, αν δε σ’ αρέσει σήκω φύγε και μη μας ζαλίζεις!’’ – ‘’ Εντάξει!’’ είπε αυτός κι έκανε μεταβολή επί τόπου ‘’Που πας ;’’ φώναξε το αφεντικό όμως αυτός  ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει σα να είχε σπάσει κάτι μέσα του οριστικά, ένιωσε ξαφνικά μια ανακούφιση σα να είχε φύγει από πάνω του ένα βαρίδι οχτακοσίων κιλών . Γύρισε σπίτι και κάθισε στη τηλεόραση ώρες πολλές χωρίς να προσέχει, εικόνες αδιόρατες περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του, τι θα έκανε τώρα, είχε μάθει τόσο καιρό τη ρουτίνα, είχε συνηθίσει σ’ έναν τρόπο ζωής και δεν περνούσε άσχημα όμως τώρα ένιωθε τη γη να φεύγει κάτω απ τα πόδια του κι ούτε είχε προετοιμαστεί για μια τέτοια εξέλιξη, ξαφνικά΄ όλα είχαν γίνει πολύ ρευστά, έψαχνε μια λύση, μια βάση σταθερή απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει πάλι, ότι και να γινόταν δε θα γύριζε πίσω, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Το μεσημέρι του τηλεφώνησε το αφεντικό ‘’Τσακίσου κι έλα, έχουμε δουλειά μη σε πάρει ο διάβολος!’’- ‘’ Δε μπορώ , δε θα έρθω’’ είπε απλά ενώ το αφεντικό του έβριζε σα διάβολος , του έκλεισε το τηλέφωνο.


Την άλλη μέρα πέρασε απ’ τη δουλειά να πάρει την απόλυση, είχε κλείσει εκεί πέρα δέκα χρόνια, το αφεντικό χαμογέλασε με τα πονηρά μάτια του που γυάλιζαν όποτε έβλεπε λεφτά, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι τον έχανε ‘’Ρε είσαι καλά ; ‘’του είπε ‘’Δε θα βρεις πουθενά τα χρήματα που σου δίνω, άσε τις βλακείες !’’τον καλόπιασε, ήταν σίγουρος ότι θα γύριζε, δεν μπορούσε να το δεχτεί όμως είχε λάθος, δεν τον ήξερε καλά, μπορούσε να ταλαντεύεται για καιρό όμως άμα έπαιρνε μια απόφαση δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει, ο κύβος είχε ριφθεί, είχε ήδη γυρίσει σελίδα, ‘’Δε γίνεται !’’του είπε ξερά και πήγε στο λογιστή να συμπληρώσει τα χαρτιά του.


Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί όπως είχε συνηθίσει και βγήκε να περπατήσει στα στενά, έξω απ’ τη πόρτα του κάποιο συνεργείο σφουγγάριζε τα μάρμαρα της εισόδου, περνώντας δίπλα από ένα αυτοκίνητο άκουσε θόρυβο, κάποιος είχε ξεχάσει ανοιχτό το ραδιόφωνο κι έπαιζε μια μουσική πολύ περίεργη ενώ τα λαμπάκια στο ταμπλό του αμαξιού αναβόσβηναν σα να έτρεχαν πάνω στην πλαστική επιφάνεια. Τα φανάρια κι αυτά έφεγγαν, κάποιος μεθυσμένος θα ήταν που έφυγε όπως- όπως για να κοιμηθεί, άλλωστε το αμάξι ήταν στραβά παρκαρισμένο, αν έμενε έτσι θα άδειαζε η μπαταρία του κάποια στιγμή. Δοκίμασε το πόμολο κι είδε ότι άνοιγε, έβαλε μέσα το κεφάλι κι έβγαλε ένα cd από το ταμπλό δίπλα στο τιμόνι, το έβαλε σε μια χάρτινη θήκη που υπήρχε πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού διαβάζοντας τον τίτλο ‘’Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΦΡΑΓΙΔΟΦΥΛΑΚΑ ’’ – ‘’Ποιος στον κόρακα είναι αυτός ο επόπτης !’’ σκέφτηκε φωναχτά όταν μια χερούκλα τον άρπαξε και τον έσφιξε σα μέγγενη, μόνο ένας μπορούσε να έχει τόσο δυνατό κράτημα ‘’Τι κάνεις ρε !’’του φώναξε ο μουστάκας ‘’Ρε χαζέ τα έχεις αφήσει όλα ανοιχτά!’’-- ‘’ Άστο το ρημάδι λίγο να κοιμηθώ, μετά δεν έχω πρόβλημα, τι κάνεις εσύ ;’’---’’Έφυγα απ το βλάκα!’’--’’ Επιτέλους!’’ φώναξε ο μουστάκας αφήνοντας το χέρι του που είχε αρχίσει να μελανιάζει. Έτριψε τον καρπό στο σημείο που τον είχε γραπώσει ο παλαβός και πήρε μια βαθιά ανάσα , στο απέναντι γυράδικο μια γυναίκα πίσω απ το τζάμι καθάριζε λίπη από τις σχάρες, ένα αστικό φρενάρισε στριγκλίζοντας τα φρένα του για ν’ αποφύγει μια γάτα με μάτια που γυάλιζαν και ταυτόχρονα οι λάμπες στις κολώνες ψηλά έσβησαν όλες μαζί, ξημέρωνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...