Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

ΠΑΤΗΡ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ

 Η βροχή έπεφτε με ορμή στις πλάκες του λιθόστρωτου,  η κακοκαιρία εξακολουθούσε μέρες τώρα, έριχνε δέντρα, σήκωνες στέγες, σκορπούσε ό, τι έβρισκε στο δρόμο της   και μες το χαλασμό ακούστηκαν τα πέταλα ενός αλόγου που κάλπαζε πάνω στους κυβόλιθους, οι κάτοικοι της πολιτείας  δεν τολμούσαν ν’ ανοίξουν τα παράθυρα από το φόβο τους,  οι γριές έλεγαν χαμηλόφωνα «Ο Άι Γιώργης περνά» αυτοί που ήξεραν όμως ήταν σίγουροι  ότι ήταν ο Καστροφύλακας !

Στην άκρη της πόλης,  μες τα χαλάσματα κάποιου  παλιού κάστρου, υπήρχε μια μόνη κάμαρα μεγάλη, στεγνή. Το ήξερε από παλιά το μέρος, είχε βρει καταφύγιο  πολλές φορές εκεί.  Βιάστηκε να βάλει το άλογο του μέσα, κι εκείνο μόλις ξέφυγε τη βροχή άρχισε να τινάζεται για να διώξει από πάνω του τις σταγόνες του νερού. Το κάστρο είχε εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια, κανείς δεν ήξερε γιατί, η μοναδική κάμαρα που είχε μείνει ανέπαφη στηρίζονταν σε κάτι κολώνες μεγάλες που έφταναν μέχρι ψηλά, πολλοί ταξιδιώτες έβρισκαν εκεί καταφύγιο και μπορούσες να δεις σε μια γωνιά ξύλα  καμένα κι αποκαΐδια. Ο χώρος  ήταν παγωμένος κι εκείνος είχε μουσκέψει, έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά γρήγορα για να μην αρρωστήσει. Ευτυχώς ο αέρας είχε παρασύρει μέχρι την είσοδο του κάστρου, εκεί που κάποτε θα ήταν οι στάβλοι, ένα σωρό μικρές μπάλες από χόρτα που άναβαν εύκολα με τη σπίθα της τσακμακόπετρας. Έριξε στη φλόγα  όσα ξυλαράκια βρήκε, ύστερα μερικά πιο μεγάλα και τέλος ένα τεράστιο μισοκαμμένο κούτσουρο που θα έκαιγε όλη νύχτα. Έβγαλε από το δισάκι του λίγο κριθάρι κι έδωσε στο ζώο  που ήταν νηστικό για ώρες, εκείνο αμέσως χλιμίντρισε  σα να τον ευχαριστούσε και το έφαγε πολύ γρήγορα, του έδωσε ακόμα λίγο κι ύστερα άρχισε να  βγάζει τα ρούχα του ώσπου έμεινε εντελώς γυμνός. Στάθηκε  μπροστά στη φωτιά κρατώντας τα ρούχα πάνω από τις φλόγες μέχρι να στεγνώσουν καλά, όλη αυτή την ώρα σκεφτόταν την αποστολή που του είχαν αναθέσει, έπρεπε  να βρει ένα προδότη, τον  Θολό,  που είχε φύγει από το παλάτι με όλα τα σχέδια των τειχών. Ο Θολός  ήταν ένας αυλικός φιλόδοξος, πολύ όμορφος, έμπιστος και ικανός,  που ήξερε όλα τα μυστικά,  τις πύλες, τα δυνατά σημεία της οχύρωσης κι κείνα που δεν ήταν σε καλή κατάσταση, τις μυστικές εισόδους και τα κανάλια υδροδότησης, την ποσότητα των τροφίμων στις αποθήκες, τον αριθμό των φρουρών και των υπερασπιστών.  Τα σχέδια εκείνα δεν έπρεπε να πέσουν σε λάθος χέρια αλλιώς η βασιλική οικογένεια, η αυλή, το παλάτι κι όλη η κεφαλή της αυτοκρατορίας ήταν σε κίνδυνο. Όλοι καταριούνταν τον Θολό που  είχε φερθεί με τόση αχαριστία στους ευεργέτες του   και σ’  εκείνους που τον είχαν αναδείξει, πιο πολύ είχε θυμώσει ο δομέστικος των σχολών επειδή φεύγοντας είχε σκοτώσει χωρίς  λόγο  το σκύλο του που όλοι μέσα στο παλάτι αγαπούσαν, το ζώο βρέθηκε κατακρεουργημένο κι ο δομέστικος ήταν να πεθάνει από τη θλίψη του  .  

Τα ψηλά σανδάλια του που τυλίγονταν γύρω από το πόδι, μέχρι το γόνατο, είχαν στεγνώσει ενώ οι κάλτσες που τον προστάτευαν ως τη μέση, άχνιζαν ακόμα.  Έριξε μερικά επιπλέον  ξύλα κι ύστερα συνέχισε να κρατά μπροστά στις φλόγες  τις κάλτσες και το χοντρό χιτώνα του που θα χρειαζόταν κι άλλο χρόνο  μέχρι να φύγει κάθε υγρασία  από πάνω του. Η ώρα πρέπει να είχε περάσει, ήταν  άυπνος εδώ και δύο εικοσιτετράωρα, τα μάτια του έκλειναν,  ύστερα από τόσα ξύλα που είχε κάψει η κάμαρα ήταν πιο φιλόξενη,  οι τοίχοι είχαν αρχίσει να αντανακλούν τη ζέστη, το άλογο του κοιμόταν από  ώρα και ροχάλιζε βαθιά ανεβοκατεβάζοντας τη μεγάλη άσπρη κοιλιά του. Όταν επιτέλους στέγνωσαν όλα τα ρούχα, τα φόρεσε, έριξε την κάπα του  πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα,  έβαλε το ασκί για προσκεφάλι και κοιμήθηκε τόσο βαριά σα να είχε πέσει πάνω του ο ουρανός ολόκληρος.

Όταν ξύπνησε προσπάθησε να καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει, ο αέρας είχε κόψει όμως η βροχή συνέχιζε να πέφτει, έβγαλε ακόμα λίγο κριθάρι,  έδωσε στο άλογο του,  κι ύστερα πήρε το μπρούτζινο κύπελλο που είχε στο ασκί,  μάζεψε νερό της βροχής κι έριξε μέσα του ένα κομμάτι κρέας που είχε φυλάξει. Ανακάτεψε τη φωτιά κι έβαλε το δοχείο μέσα στα κάρβουνα.  Το νερό άρχισε γρήγορα να κοχλάζει, το άφησε να βράσει καλά και  ήπιε όλο το ζωμό,  ήταν ότι έπρεπε για να πάρει λίγη δύναμη. Τώρα έπρεπε να βρει τον Ιλαρίωνα,  τον επίσκοπο της περιοχής,  έναν γίγαντα με  μάτια καρφωμένα ψηλά στο μέτωπο που τον έκαναν  να δείχνει σαν τον Πολύφημο. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, ο Ιλαρίων θα είχε πολλές δουλειές όμως πάντα έβρισκε λίγο χρόνο για το φίλο του.

Ο επίσκοπος ήξερε πολλά από τις εξομολογήσεις κυρίως των γυναικών που τον εμπιστεύονταν και του έλεγαν τα μυστικά και τις αμαρτίες τους για να συγχωρεθούν και να κοινωνήσουν. Κι άλλες φορές τον είχε βοηθήσει,  ήταν πιστός στο βασιλιά και  γνώριζε πότε ένα μυστικό μπορεί αποκαλυφθεί και πότε όχι αυτή,  ήταν μια αρετή σπάνια κι ο Ιλαρίων το ήξερε. Συναντήθηκαν στα λουτρά της πόλης, το αγαπημένο μέρος του Ιλαρίωνα που τον περίμενε καθισμένος σ’ ένα σκαμνί καθώς σκούπιζε το σώμα του. Αφού του εξήγησε γιατί ήρθε ο Ιλαρίων συνοφρυώθηκε, κι άρχισε να κοιτά γύρω καχύποπτα,  έπειτα του είπε χαμηλόφωνα,  «η γυναίκα του Σγουρού   μου είπε ότι η  κόρη  της, η Αλεξία,  αγαπά τον Θολό. Ο Σγουρός  έχει στην ιδιοκτησία του  όλα τα αμπέλια και τις ελιές που βλέπεις έξω, η κόρη του  είναι μια γυναίκα πανέμορφη,  την έχουν τάξει σ ‘ έναν σέρβο πρίγκιπα όμως εκείνη δεν θέλει κι η μάνα της φοβάται μη την κλέψει ο Θολός. Ξέρω  ότι ο Θολός  θα είναι στη λειτουργία των Χριστουγέννων, έτσι της είπε η κόρη της,  και θα προσπαθήσει να τις μιλήσει μέσα στο χαμό,  θα σε βάλω στο κελί όπου εξομολογώ, ψηλά στο γυναικωνίτη,  από κει μπορείς να κατοπτεύσεις κι άμα δεις τον Θολό  κάνε ό,τι είναι απαραίτητο.» Τον πήρε μαζί του στην εκκλησιά κι ανέβηκαν τις σκάλες πάνω από το γυναικωνίτη, «βλέπεις ;»   του είπε, « από δω μπορείς  να κοιτάς  τα πάντα, αν είναι να μιλήσει με την Αλεξία θα πρέπει να έρθει για να κοινωνήσει οπότε θα κοιτάς  από δω,  από  το σημείο που πλησιάζουν οι άνδρες ».

Η ακολουθία θα ξεκινούσε στις τέσσερις το πρωί,  έπρεπε να είναι ξεκούραστος και με το μυαλό καθαρό,  ο Ιλαρίων του έστρωσε να κοιμηθεί σ’ ένα  κελί, « εδώ θα είσαι άνετα,  κανείς δε θα σ’  ενοχλήσει» του είπε.  Τα ξημερώματα  τον ξύπνησαν οι καμπάνες,  η βροχή είχε σταματήσει επιτέλους, τ’ αστέρια γέμιζαν τον ουρανό,  οι χριστιανοί με τα φαναράκια τους  έρχονταν απ’  όλες τις μεριές  για τη λειτουργία της γέννησης, από τις χαραμάδες του  εξομολογητηρίου   παρακολουθούσε τον  Ιλαρίωνα που  στεκόταν μεγαλοπρεπής  φορώντας τη ροδόχρωμη μίτρα του κατακόσμητη από πέτρες πολύτιμες. Ένας διάκος κράτησε μπροστά του ένα βιβλίο κι ο Ιλαρίων διάβασε με βροντερή φωνή μια προφητεία: «και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός , Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης !» Καθόταν στον ψηλό θρόνο του κι κόσμος περνούσε να τον ασπαστεί και να πάρει την ευχή του, ήταν μια σκηνή βιβλική. Το χώρο γύρω φώτιζε μια  φωταψία λαμπρή  από  αμέτρητα κεριά και καντήλια, ο καστροφύλακας σκίρτησε μπροστά σε τόση λαμπρότητα, πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε  τέτοιο θέαμα.

Όταν άρχισαν να κοινωνούν είχε το νου του στους άνδρες που πλησίαζαν το δισκοπότηρο, ήξερε καλά το Θολό,  δεν υπήρχε περίπτωση να μη τον διακρίνει όμως η σειρά όλο και λιγόστευε και δε φαινόταν πουθενά,  γύρισε από την άλλη μεριά απ’ όπου   κοινωνούσαν οι γυναίκες και είδε την Αλέξια που ξεχώριζε .  Ήταν πιο ψηλή,  ένα κεφάλι τουλάχιστον  πάνω από τις άλλες γυναίκες,  τα μαλλιά της έβγαιναν πυκνά μέσα από το πρασινωπό κάλυμμα της κεφαλής που φορούσε, και τα δάχτυλα της που κρατούσαν την κουκούλα έδειχναν υπέροχα στο σχήμα τους,  «τι θαυμάσια γυναίκα!» έκανε τη σκέψη. Είχε εστιάσει  πάνω της όταν πήρε το αντίδωρο και κίνησε να φύγει, καθώς χανόταν μέσα στο πλήθος είδε κάποιον να την πλησιάζει.  Έτρεξε σαν αστραπή κατεβαίνοντας τις σκάλες για να τους  προλάβει στην πόρτα,  το πράσινο κάλυμμα της Αλεξίας ξεχώριζε μέσα στο ανθρωπομάνι  και τον οδηγούσε,  το πλήθος ήταν τόσο πυκνό που δεν μπορούσες να ανασάνεις,  έπρεπε να βάλει τεράστια δύναμη για να πάει κόντρα στη ροή και να πλησιάσει το ζευγάρι, Όταν τους  πλησίασε έβαλε το μαχαίρι στην κοιλιά του  Θολού  και του φώναξε στο αυτί, «έλα μαζί μου αλλιώς σε καρφώνω !»  Η Αλεξία κατάλαβε αμέσως  την απειλή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και χίμηξε  λυσσασμένη  κατά πάνω του με τόση ορμή που τον έριξε στα πόδια του πλήθους, η μάζα ερχόταν κατά πάνω,  του έβγαλε το σπαθί και το σήκωσε ψηλά,  όλοι σταμάτησαν,  με μιας σηκώθηκε κι έψαξε το Θολό, τον είδε να φεύγει πίσω από μια πύλη, έτρεξε σ’ ένα φράχτη ψηλό,  σκαρφάλωσε κι έπεσε  πάνω στη γυναίκα που κόντεψε να τον σκοτώσει,  είχε τέτοια μανία που   θα την έκανε κομμάτια όμως ο Θολός πετάχτηκε και του είπε «άφησέ την, έρχομαι εγώ μαζί σου» .  Έσυρε  έξω από τα τείχη  τον Θολό και του ζήτησε τα σχέδια,  «εντάξει!»  του είπε  ο προδότης,  «θα σου τα δώσω όλα,  έχουμε κανονίσει να φύγουμε με την Αλεξία το βράδυ,  την αγαπώ,  σε παρακαλώ,  άσε με να φύγω!».  Τον πήγε σε μια καλύβα και του έβγαλε έναν σάκο δερμάτινο όπου υπήρχαν όλες οι περγαμηνές με τα σχέδια των τειχών και των αποθηκών.

Τώρα έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει, ο δομέστικος των σχολών που του είχε αναθέσει την αποστολή,  του είχε εξηγήσει πόσα  ποια ακριβώς σχέδια χρειάζονταν. Κάθισε και τα μελέτησε ώρα πολύ ώσπου βεβαιώθηκε ότι ήταν, αν όχι όλα, το μεγαλύτερο κομμάτι των σχεδίων του παλατιού. Ο Θολός  ήταν νέο παλληκάρι,  αναξιόπιστος σίγουρα κι η πράξη του εγκληματική,  κανονικά δεν θα έπρεπε να το σκέφτεται όμως για κάποιο λόγο δίσταζε,  περισσότερο για κείνη την υπέροχη γυναίκα παρόλο που τον είχε αψηφήσει με τόσο μένος.  Δεν της άξιζε ένας τέτοιος άχρηστος αλλά και πάλι γιατί να παρέμβεις στις επιθυμίες των ανθρώπων ; Σίγουρα ο χαρακτήρας του  δεν προοιώνιζε έναν σύζυγο πιστό, αν μπορείς να προδώσεις μια φορά μπορείς πάντα, και σε ότι αφορούσε την πράξη του έπρεπε να τιμωρηθεί,  σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είσαι αμείλικτος, να τιμωρείς σκληρά  αλλιώς όλα διαλύονται, η τάξη διασαλεύεται.   Ήταν σε δίλλημα, έτσι έσυρε τον Θολό στα χαλάσματα όπου είχε κοιμηθεί το πρώτο βράδυ, εκεί θα αποφάσιζε  τι θα κάνει.

Έδεσε γερά τον προδότη κι αποκοιμήθηκε, κοντά στα μεσάνυχτα ένιωσε ένα θρόισμα κι άνοιξε τα μάτια χωρίς να κάνει κίνηση, είδε τη σκιά μιας γυναίκας ψηλής,  να πλησιάζει κατά πάνω του,  έσφιξε τη λαβή από το σπαθί του Μαύρου Όλαφ, ήταν αποφασισμένος να σφάξει  κι αυτή και τον εραστή της αν τον πλησίαζαν, ξαφνικά είχε θυμώσει τόσο πολύ με το θράσος τους που ήθελε να τους  σκοτώσει χωρίς  την παραμικρή τύψη.  Καθώς ανοιγόκλεινε τα δάχτυλά του στην τεράστια λαβή του σπαθιού, παρατηρούσε τη γυναίκα,  εκείνη γύρισε μια στιγμή κατά τη μεριά του και στάθηκε σα να ήξερε ότι τους κοιτούσε και περίμενε την αντίδραση του.  Έπειτα  έλυσε  τον άνδρα κι οι δύο τους  χάθηκαν  μέσα στη νύχτα σαν φαντάσματα. 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΔΙΑΣΕΛΟ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ

 Δεν περίμεναν τόσο χιόνι,  παλιότερα έριχνε περισσότερο, ο κάτοικοι ήταν συνηθισμένοι, σ’ εκείνα τα βουνά  έκανε κρύο καταραμένο, ο θείος του είχε φύγει από κει πέρα μόνο γι αυτό το λόγο, δεν άντεχε τους αναθεματισμένους    χειμώνες που κρατούσαν μήνες όμως τα τελευταία χρόνια το κλίμα είχε αλλάξει,  οι χειμώνες δεν ήταν τόσο τρομεροί κι οι κάτοικοι αναζητούσαν εκείνα τα χιόνια τα παλιά με τα οποία είχαν συνηθίσει να ζουν,  έτσι αυτό το χιόνι  ήταν ευπρόσδεκτο.

«Απόψε δεν πάμε σπίτι!» είπε σηκώνοντας το κεφάλι κατά τον ουρανό, έπρεπε να μείνει στο πόστο του, είχε στην ευθύνη του ένα μεγάλο  κομμάτι της Εθνικής Οδού που έφτανε μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου, κοντά στη θάλασσα, κι εκείνο το βράδυ δεν  μπορούσε να φύγει. Το  χειμώνα  έπρεπε να βγαίνουν έξω με βροχές και αέρηδες,  οι δρόμοι όλη την ώρα εμφάνιζαν φθορές που έπρεπε να διορθώσουν.  Περνούσε ώρες στο πόστο του μέχρι αργά τη νύχτα, σ’ ένα φυλάκιο από λαμαρίνες που ήταν εγκατεστημένο στην άκρη του δρόμου, κοντά σ’ ένα χωριό. Ήξερε όλους τους ντόπιους εκεί πέρα , τα παιδιά από το καφενείο του έφερναν σάντουιτς και καφέδες κάθε φορά, κοντά στο φυλάκιο υπήρχε το φαρμακείο του χωριού, κι ο γερο- φαρμακοποιός που είχε  και χωράφια, του  έφερνε  σακιά με ντόπιες   πατάτες, πολύ νόστιμες . Οι προγνώσεις δεν είχαν πει για μεγάλη  χιονοθύελλα όμως εκείνοι  ήταν προετοιμασμένοι. Είχαν αλάτι μπόλικο στις αποθήκες κι όλα τα μηχανήματα ήταν σε καλή κατάσταση, έτοιμα να βγουν και να καθαρίσουν  τα πιο δύσκολα σημεία όπου ήξεραν ότι ο αέρας βρίσκει περάσματα ανάμεσα στα βουνά,  και μαζεύει όγκους χιονιού.  Είχαν τοποθετήσει από καιρό κάτι πλαστικούς ανεμοφράκτες που συγκέντρωναν το χιόνι μακριά από το δρόμο, είχαν φροντίσει για αποθέματα ξηράς τροφής αν χρειαζόταν, είχαν αλυσίδες εφεδρικές, όμως δεν περίμεναν τέτοια κακοκαιρία. Όλη τη νύχτα ήταν έξω δίνοντας  οδηγίες, φορούσε το σκούφο και τα γάντια του κι  έτρεχε παντού με το ερπυστριοφόρο, το χιόνι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή  και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει που ήταν ο  δρόμος, έπρεπε να φανταστεί την πιθανή πορεία και σε μια στιγμή βρέθηκε μαζί  με τον οδηγό του   σ’ ένα χαντάκι όμως το ερπυστριοφόρο δεν καταλάβαινε τίποτα. Αυτό που φοβόταν πιο πολύ ήταν οι σήραγγες,  αν εγκλωβίζονταν εκεί μέσα  κανένα αμάξι υπήρχε φόβος όσοι ήταν μέσα  να μην μπορέσουν  να βγάλουν  το βράδυ,  αν  χαλούσε το όχημα μπορούσαν  να παγώσουν  εκεί μέσα μέχρι να μπουν  και να τους  βγάλουν. Κοντά στα μεσάνυχτα,   έδωσε  οδηγίες στα παιδιά, μοίρασε καφέδες και νερά, τηλεφώνησε στη γυναίκα του που ανησυχούσε, κι ύστερα γύρισε  πίσω στη βάση του να κοιμηθεί μια στάλα προτού ξαναβγεί στο κρύο.

Στο φυλάκιο είχε ζέστη καλή  και μπορούσε να ηρεμήσει για λίγο. Ξάπλωσε σ’ ένα ράντζο και σκεφτόταν πως θα τελείωνε όλο αυτό, δούλευε εκεί πέρα πάνω από είκοσι  χρόνια και δεν είχε ξαναδεί τέτοια κακοκαιρία. Άνοιξε την τηλεόραση κι άκουσε ότι ένα βαρομετρικό είχε κολλήσει ακριβώς από πάνω τους, η χιονοθύελλα μπορούσε να τραβήξει για μέρες όμως εκείνος ήξερε ότι  μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση, άλλωστε οι προδιαγραφές του οδικού άξονα  προέβλεπαν ένα τέτοιο σενάριο από τότε που είχε φτιαχτεί. Οι διανοίξεις είχαν ξεκινήσει  πριν από πολλά χρόνια, ήταν  ένα έργο τεράστιο, ίσως το μεγαλύτερο που είχε  γίνει στη χώρα. Έπρεπε να φτιαχτούν κάτι γέφυρες πελώριες που έχασκαν  πάνω από γκρεμούς τεράστιους,  ν’ ανοίξουν τούνελ χιλιομέτρων μέσα στο βουνό -μια δουλειά που πήρε χρόνια. Έπρεπε να απαλλοτριωθούν ένα σωρό εκτάσεις, πολλοί άσχετοι είχαν βγάλει ένα σωρό λεφτά από κείνες τις απαλλοτριώσεις, όμως στο τέλος  ο δρόμος είχε φέρει  στο προσκήνιο μια περιοχή αποκλεισμένη για αιώνες, μια περιοχή αφιλόξενη όπου οι λιγοστοί κάτοικοι είχαν μάθει να ζουν σε υψόμετρα ασυνήθιστα και για να ταξιδέψουν χρειάζονταν μήνες και χρόνια. Άμα έμπαινες σ’ κείνη την περιοχή σκιαζόσουν, παντού γύρω έβλεπες κορφές χιονισμένες και ρέματα χαοτικά,  δεν  υπήρχε ούτε ένα μέρος επίπεδο εκτός από μια κοιλάδα όπου είχαν χτίσει τη μεγάλη πόλη,  δίπλα σε μια λίμνη μονίμως χαμένη μέσα στην ομίχλη . Όλη η υπόλοιπη περιοχή ήταν γεμάτη βουνά απότομα  και κάτι καχεκτικά χωριουδάκια σφηνωμένα μέσα στις πέτρες. Ο δρόμος τους είχε σώσει, μπορούσαν να ταξιδέψουν γρήγορα και με ασφάλεια βγαίνοντας από την απομόνωση,  τουρίστες είχαν γεμίσει τον τόπο, φορτηγά κουβαλούσαν εμπορεύματα για την Ευρώπη και την Ασία,  η δίοδος  είχε γίνει ένα κόμβος εμπορικός που έπρεπε  να μένει ανοιχτός χειμώνα καλοκαίρι…

Τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνεχώς, δεν μπορούσε να ησυχάσει ούτε στιγμή, ο προϊστάμενος του έστελνε μηνύματα όλη την ώρα, από το υπουργείο είχαν ανησυχήσει,  τον καλούσαν τα εκχιονιστικά να τον ενημερώσουν για το χιόνι, του τηλεφωνούσαν από την αστυνομία, από την πυροσβεστική, από την περιφέρεια, όλοι ήθελαν να μάθουν τι γίνεται. Έπειτα από κάνα  δυο ώρες αποφάσισε να βγει πάλι έξω, ο δρόμος που είχε καθαριστεί είχε γεμίσει πάλι χιόνι, καθώς δεν είχε κοιμηθεί εδώ και 24 ώρες   έβλεπε μπροστά του ένα σωρό όνειρα σα να κοιμόταν ξύπνιος, σ’ ένα από αυτά  έβλεπε τη θάλασσα, πως του είχε έρθει στο μυαλό, έβλεπε  ένα ποτάμι να αδειάζει καφετιά νερά μέσα στα κύματα  μέχρι βαθιά, κούνησε το κεφάλι κι  έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του να ξυπνήσει. Αν και ήταν κουρασμένος όλη αυτή η αναταραχή τον είχε συνεπάρει.  Του άρεσε η δουλειά του , πολλές φορές  καθόταν εκεί πέρα  12 και 15 ώρες, κι ούτε που καταλάβαινε πότε έπεφτε το σκοτάδι,  είχε μαζί του  κάτι ντόπιους φίλους, είχαν φτιάξει  καλό συνεργείο κι η ατμόσφαιρα ήταν  πολύ καλή.  Στο σπίτι πήγαινε αργά το βράδυ μόνο για να κοιμηθεί, η γυναίκα του τον είχε συνηθίσει,  τα  σαββατοκύριακα πετάγονταν καμιά βόλτα να δει τι συμβαίνει στο δρόμο, κι ύστερα περνούσε την ώρα με   τα παιδιά που περίμεναν να δουν τον πατέρα τους και να μιλήσουν λίγο μαζί του,  πιο πολύ η μικρή του κόρη που της είχε αδυναμία μεγάλη.

«Στο τούνελ κοντά στο διάσελο έχουμε εγκλωβισμένους!» του είπε ένας χειριστής που είχε φτάσει μέχρι εκεί, « δεν μπορούμε  να μπούμε μέσα,  έχει μαζέψει πολύ πράμα στην είσοδο και το εκχιονιστικό έχει βλάβη , έχουμε πρόβλημα!»- « Ωχ !»  σκέφτηκε, αυτό δεν ήταν καλό, « πόσοι είναι μέσα ξέρουμε;» -« δεν έχουν σήμα»  του είπε ο χειριστής, «βλέπω κάτι φώτα στο βάθος ». Οδηγώντας όσο πιο γρήγορα γινόταν  έφτασε στο σημείο που οι παλιοί ονόμαζαν ‘’Του κυνηγού το διάσελο’’, ήταν ένα μέρος ανάμεσα σε δυο κορφές απ’ όπου έβρισκε διέξοδο ο αέρας  στοιβάζοντας το χιόνι σ' όλη την έκταση γύρω. Στάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας τον ορίζοντα,  κάπου ψηλά κατά τον αυχένα των ορέων, φαινόταν ένα άστρο χαμένο μέσα στη  σκοτεινιά. Τρίβοντας τα  παγωμένα του δάχτυλα έβγαλε το τηλέφωνο και πήρε κάποιο νούμερο που του είχαν δώσει  τα παιδιά, ευτυχώς υπήρχε σύνδεση, « θα σας βγάλουμε, μη φοβάστε, είπε σε κάποιον άνδρα που απάντησε, «αν έχετε νερό και κάτι να φάτε χρησιμοποιήστε τα, προσέξτε την εξάτμιση του αυτοκινήτου να μην κλείσει από το χιόνι, μείνετε μέσα στο αμάξι, αν υπάρχει κάποιος  άλλος κοντά μαζευτείτε όλοι σε ένα όχημα».   Έδωσε εντολή στο κέντρο ελέγχου να ανοίξουν  τους ανεμιστήρες για να  φυσούν προς μια κατεύθυνση και πλησίασε στο στόμιο να δει τι μπορούσαν να κάνουν.  Το ανεμοσούρι είχε μαζέψει ένα βουνό χιόνι μπροστά στο τούνελ, δεν μπορούσαν να περάσουν μέχρι να φτιάξουν το εκχιονιστικό ή να φέρουν κάποιο άλλο,  έπρεπε  να περιμένουν. Γύρισε πίσω αναζητώντας κάποια έξοδο για την αντίθετη κατεύθυνση, κάμποσα χιλιόμετρα πιο κάτω βρήκε μία, γύρω δεν κυκλοφορούσε ψυχή οπότε δεν  υπήρχε κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσει μέχρι το τούνελ και να δει αν μπορούσε να περάσει απέναντι μέσα από κάποια έξοδο ασφαλείας. Όταν έφτασε στη σήραγγα είδε ότι από κείνη τη μεριά δεν υπήρχαν ανεμοσούρια και μπορούσε να τη διασχίσει πιο εύκολα.  Τσαλαβουτώντας στο χιόνι που έφτανε μέχρι τα γόνατα,  έφτασε μέχρι το σημείο όπου πίστευε ότι βρίσκονταν οι εγκλωβισμένοι, άνοιξε το πορτάκι, ανέβηκε κάτι σκάλες και μέσα από μια στενή στοά, τσιμεντένια, βρέθηκε στη άλλη μεριά. Κοίταξε δεξιά - αριστερά και κάπου στο βάθος είδε κάτι μικρά φώτα, εκεί βρίσκονταν λοιπόν οι εγκλωβισμένοι.

Τα φανάρια του αυτοκινήτου ήταν αναμμένα, πλησίασε με πολύ κόπο  όμως δεν μπορούσε να δει μέσα από τα τζάμια, δοκίμασε ν’ ανοίξει την πόρτα αλλά έμοιαζε μαγκωμένη, τραβώντας με δύναμη την άνοιξε τελικά και  είδε έναν άντρα μ’ ένα κοριτσάκι  μικρό που κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Ο άνδρας ξύπνησε και τον κοίταξε τρομαγμένος, «είμαι από το συνεργείο,  μη φοβάσαι!»  του είπε αυτός κρατώντας τον από το μπράτσο, ο άλλος τα είχε χαμένα  « χρειάζεται ινσουλίνη »  είπε ξέπνοα  «είναι διαβητικό, πρέπει να την πάρει γρήγορα, είχε μια κρίση, ξεκινήσαμε για το νοσοκομείο, εγώ δεν μπορώ να περπατήσω, έχω το πόδι μου, πάρτο εσύ και βρες ινσουλίνη γρήγορα». Στο αμάξι υπήρχε ζέστη, ο άνθρωπος  μπορούσε ν’  αντέξει εκεί μέσα όλη νύχτα, έλεγξε την εξάτμιση μήπως είχε βουλώσει και τον έπνιγε στις αναθυμιάσεις,  έβαλε στο παιδί ένα σκούφο που βρήκε στο κάθισμα  και το πήρε στην αγκαλιά του, «θα έρθουμε να σε βγάλουμε»  είπε στο άντρα κι άρχισε να περπατά πάλι σέρνοντας πόδια.  Κουβαλώντας το κοριτσάκι που δεν μιλούσε κι έμοιαζε σα ζαλισμένο, μπήκε ξανά μέσα στην τσιμεντένια  στοά,  όλη την ώρα σκεφτόταν την κόρη του που είχε ακριβώς την ίδια ηλικία, είχε την αίσθηση ότι κουβαλούσε το δικό του  κοριτσάκι  που κάθε πρωί ερχόταν και τον φιλούσε κατά τις 6 το πρωί, κι ύστερα πήγαινε πάλι στο δωμάτιο του και κοιμόταν. Βγήκε από τη στοά κι άρχισε να τσαλαβουτά πάλι μες το χιόνι που όλο και ψήλωνε, όταν βγήκε επιτέλους  από τη σήραγγα απέθεσε το παιδί  στο αμάξι του, τηλεφώνησε  για ασθενοφόρο, κι άρχισε να οδηγεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έφτασε στο φυλάκιο του, άνοιξε ένα μπουκάλι νερό κι έδωσε να πιει το παιδί, κι  ύστερα πήρε τηλέφωνο στον φαρμακοποιό του χωριού που δεν το σήκωνε, τον πήρε ξανά και ξανά πάνω από δέκα φορές και τελικά ακούστηκε οργισμένη  η φωνή του φαρμακοποιού, «τι θες τέτοια ώρα διάβολε!», του εξήγησε κι ο φαρμακοποιός  του είπε, «έλα αμέσως στο φαρμακείο». Κατάκοπος κι εξαντλημένος σήκωσε το παιδί που έδειχνε να έχει πέσει σε λήθαργο, ο φαρμακοποιός αν και γέρος ήταν  πολύ δυνατός  και τον περίμενε μπροστά στο μαγαζί φορώντας κάτι μπότες λαστιχένιες. Σήκωσε την μπλούζα του παιδιού και είδε τη συσκευή για τη μέτρηση  του διαβήτη που είχε καρφωμένη στο πλευρό του. Έκανε την ένεση όσο πιο μαλακά μπορούσε, κι έπειτα έβαλε το παιδί να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασε το όχημα των πρώτων βοηθειών με  δυο νοσοκόμους  που το πήραν για εξετάσεις.

Έμεινε μόνος στο φυλάκιο, ήθελε να βγει πάλι έξω, είχε ένα σωρό πράγματα να κάνει, έπρεπε  να απεγκλωβίσουν τον άνθρωπο που είχε μείνει μοναχός του μέσα στο τούνελ, να φτιάξουν το εκχιονιστικό, να φέρουν κι άλλο αλάτι,  το τηλέφωνο χτυπούσε  συνέχεια  όμως δεν άντεχε.  Ξάπλωσε στο ράντσο ξεχνώντας  να σφραγίσει την πόρτα  και τα μάτια του έκλεισαν αμέσως. Κοιμήθηκε βαθιά και το πρώτο πράγμα που γέμισε το μυαλό του ήταν ξανά  η θάλασσα  όπου έμπαιναν με ορμή τα καφετιά νερά ενός χειμάρρου,  η επιφάνεια της άλλαζε συνέχεια χρώματα μέχρι πέρα βαθιά, μπορούσε να ακούσει τον αχό των κυμάτων και το βουητό της τρικυμίας, απ' την μισόκλειστη πόρτα έμπαινε χιόνι κι αέρας  που πάγωνε το δωμάτιο, κάποια στιγμή σηκώθηκε και την έκλεισε.  

 

 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

ΗΡΙΔΑΝΟΣ

Μέσα στον ύπνο του είδε μια σκιά να περνά από πάνω του, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, είχε την αίσθηση ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο του και πήρε κάτι. Όταν ξύπνησε είδε ότι έλειπε το παιδί  κι αμέσως ταράχτηκε, η γυναίκα του το είχε πάρει,  τελευταία δε φέρονταν φυσιολογικά, είχε ξεφύγει, τον απειλούσε ότι θα χώριζαν, ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της κι ότι κάποια στιγμή θα έφευγε  αλλά αυτό δεν το περίμενε, δεν ήταν προετοιμασμένος, τον είχε αιφνιδιάσει.

Μια αδυναμία απλώθηκε στο σώμα του σα να λιποθυμούσε, όλα μπορούσε να τ’  αντέξει αλλά αυτό ήταν το πιο  δύσκολο,  το προηγούμενο βράδυ έπαιζε ώρα πολύ με τον μικρό που γελούσε ασταμάτητα σα να ήξερε ότι θα αποχαιρετούσε τον πατέρα του,  δεν ξεκολλούσε από πάνω του σαν να είχε πάθει κάτι ενώ  η γυναίκα του είχε ένα ύφος παράξενο όμως εκείνη τη στιγμή δεν το είχε καταλάβει. Το αγαπούσε πολύ το μικρό, ήταν η αδυναμία του, του θύμιζε τον εαυτό του τότε που ήταν παιδί και δεν είχε καμιά σκοτούρα στο μυαλό , το καλοκαίρι έπαιζαν όλη μέρα μαζί,  πήγαιναν για ψάρεμα με τη βάρκα τους, τον Ηριδανό, και τώρα  θα έχανε όλες εκείνες τις στιγμές που ανταμείβουν κάθε πατέρα για τα άγχη του. Κάθισε  στο γραφείο  του και κοιτούσε τις ζωγραφιές που είχε φτιάξει το παιδί,  ο μικρός ζωγράφιζε πολύ ωραία, έφτιαχνε κάτι φάτσες και κάτι τοπία με πολλά χρώματα, εκείνες τις ζωγραφιές τις είχε στο αμάξι  και στο γραφείο του, η αγαπημένη του ήταν  μια που έγραφε «εγώ και ο μπαμπάς»,  όποτε την κοιτούσε τον έπιαναν τα κλάματα, δεν μπορούσε να κρατηθεί.

Εκείνη την εποχή δεν πήγαινε καλά  και το μαγαζί που είχε ανοίξει, δεν μπορούσε με τίποτε να πιάσει πελατεία, ο κόσμος έμπαινε μέσα,  κοιτούσε, έκανε καμιά ερώτηση  και μετά  απλά έφευγε, εξαφανίζονταν κι αυτός έμενε μόνος να κοιτά το άδειο ταμείο. Ήταν μια δύσκολη περίοδος και στο καπάκι η γυναίκα του έπαιρνε και το παιδί,  όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για να τα αντέξει. Της τηλεφώνησε αλλά σιγά μη του απαντούσε, είχε κρυφτεί στο σπίτι της μητέρας της,  την ήξερε καλά, θα έπαιζε το παιχνίδι μέχρι τέλους διασκεδάζοντας  με την ταραχή του, μια   φορά που μίλησαν   την έβρισε άσχημα  κι αμέσως κατάλαβε  ότι δεν ήταν σωστό να φέρεται έτσι . Ρώτησε γνωστούς και φίλους κι έμαθε ότι ο μικρός ήταν καλά, το πρόβλημα ήταν  ότι δεν μπορούσε  να τον βλέπει πια, έπρεπε να πάει σε δικηγόρους και δικαστήρια,  θα έπαιρνε καιρό και την  ίδια ώρα είχε ένα σωρό υποχρεώσεις, το δάνειο έτρεχε, οι λογαριασμοί μαζεύονταν, οι καταθέσεις λιγόστευαν,  έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα κάρο προβλήματα, δεν είχε βρεθεί ξανά σε τόσο δύσκολη θέση.

«Έ πατέρα !»  μονολόγησε ένα  πρωί,  «Τι θα έκανες εσύ στη θέση μου για πες ;» Σε τέτοιες στιγμές πάντα σκεφτόταν τον πατέρα του που  είχε  έρθει χρεωκοπημένος στην πρωτεύουσα τότε που έκλεισαν το καπνομάγαζο. Ο πατέρας του ήταν τρένο κανονικό, από κείνους  τους  παλιούς, σκληρούς τύπους  που δε σταματούσαν  μπροστά σε τίποτα,  όταν είχε έρθει στη μεγάλη πόλη κοιμόταν για ένα χρόνο  σ’ ένα σπίτι μισογκρεμισμένο που έσταζε νερά όποτε έβρεχε, έκανε δυο δουλειές, γυρνούσε αργά το βράδυ και το πρωί πήγαινε πάλι στην οικοδομή, πότε κοιμόταν εκείνος ο άνθρωπος ;  Δούλεψε σαν  σκύλος για μια δεκαετία χωρίς  σταματημό  και είχε φτιάξει περιουσία μετά τα εξήντα αν έχεις το θεό σου, κι ύστερα τους έφερε όλους στη μεγαλούπολη κι άλλαξε η ζωή τους. Πάντα είχε την απορία πως θα ένιωθε κι αυτός όταν θα πλησίαζε τα εξήντα  και να που ερχόταν η ώρα  κι έπρεπε να  αντιμετωπίσει κι αυτός  δύσκολα προβλήματα αλλά διάβολε τώρα ήταν όλα τόσο διαφορετικά, τι στο δαίμονα έπρεπε να κάνει ;

 Όποτε πήγαινε να ηρεμήσει λίγο χτυπούσε  το τηλέφωνο, ήταν ο μικρός με τη  μαμά του που τον έβαζε να του μιλά επίτηδες για  λίγο,  το μαρτύριο της σταγόνας. Μετά  από μερικές κουβέντες  τους έκοβε, «πάμε τώρα, έχουμε δουλειά!»  έλεγε κι έκλεινε το τηλέφωνο, έτσι όμως εκείνος  έχανε όλη τη συγκέντρωση του, αποσυντονίζονταν, δεν μπορούσε να κοιτάξει  τη δουλειά του, ξεχνούσε να φάει, δεν ξυρίζονταν, είχε αδυνατίσει, οι φίλοι δεν τον αναγνώριζαν, «πως έγινες έτσι;» του έλεγαν, δεν ήξερε τι να κάνει.  «Ίσως πρέπει να μιλήσω  με τον πατέρα»  σκέφτηκε ένα βράδυ, κάποια συμβουλή θα είχε   να του δώσει ο γέρος.

 Ήταν φθινόπωρο, η εποχή που αγαπούσε,  οι θερμοκρασίες έπεφταν και τα σταφύλια έχαναν  τη γεύση τους καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. Οι γωνιές των δρόμων γέμιζαν από σωρούς φύλλων και τα κοράκια πετούσαν ψηλά πάνω από τη συννεφιασμένη πόλη για να κουρνιάσουν στις κεραίες των πολυκατοικιών. Ο  πατέρας του   είχε γυρίσει στο πατρικό του σε κάποια μικρή πόλη και για να τον δει έπρεπε  να κάνει μια διαδρομή που κρατούσε πάνω από δυο ώρες . Όπως περνούσε τα διόδια χάζευε τα μπράτσα των γυναικών που ήταν ακόμα μαυρισμένα από το καλοκαίρι. Στην επαρχιακή πόλη όπου ζούσε πια ο πατέρας του γινόταν μια παρέλαση,  παντού έβλεπες σημαίες άντρες με κουστούμια,  γυναίκες με φορέματα   και νεαρούς  με στολή και βλέμμα χαμένο που προσπαθούσαν  να φλερτάρουν κορίτσια που γελούσαν όλη την ώρα.

Ο πατέρας του είχε γεράσει πια όμως ήταν ακόμα πολύ ζωντανός, το  περπάτημα του ήταν   σβέλτο όπως παλιά  και το μυαλό του δούλευε σα μηχανή. Όταν τον είδε το βλέμμα του σκοτείνιασε, «τι έπαθες;»   τον ρώτησε,  «πως έγινες έτσι, τι συμβαίνει;» - «Ησύχασε μπαμπά» έγνεψε αυτός και του εξήγησε για το μαγαζί, για το παιδί δεν είπε τίποτα. Ο γέρος έδειξε σα να κλονίστηκε, αν και είχε κόψει το τσιγάρο ζήτησε να καπνίσει, κάθισαν στο μπαλκόνι που έβλεπε κατά τη θάλασσα.  «Κοίτα» του είπε μισοκλείνοντας τα μάτια, αυτά συμβαίνουν  στο εμπόριο,  δεν επιτρέπεται να απογοητεύεσαι. Δυο φορές έκλεισε το καπνομάγαζο ο πατέρας μου, τη μια επειδή ο συνέταιρος του έπαιξε όλα τα λεφτά τους στα χαρτιά,  και την άλλη επειδή  οι γερμανοί έκαψαν το μαγαζί κι όμως στάθηκε στα πόδια του, ποτέ δεν έχασε  την ελπίδα του, πίστευε πολύ στο θεό ο παππούς σου , έβρισκε δύναμη, ερχόταν κάθε φορά χαρούμενος από την εκκλησία, δεν ξέρω πως το έκανε, εκεί που όλα έμοιαζαν χαμένα εκείνος το γύριζε. Κι ο πατέρας του, ο προπάππος σου, κι εκείνος το ίδιο. Ήρθε από την Κωνσταντινούπολη μ’  ένα πουγκί γεμάτο  λίρες που  τις έχασε όλες ένα βράδυ όταν κάηκε το σπίτι του από το φούρνο που είχανε. Η γυναίκα του πήγε να ψήσει ψωμί και ξέχασε να κλείσει το καπάκι του φούρνου, όταν το κατάλαβαν όλο το σπίτι είχε μπουμπουνίσει,  δεν πρόλαβαν να σώσουν τίποτα. Όταν έσβησε η φωτιά  έτρεξε μ’ έναν  κασμά κι  έσκαψε  την κάμαρα όπου είχε κρυμμένο το πουγκί,  έψαξε παντού στα χαλάσματα, έσκαψε  μέχρι και τα πατώματα, χάλασε τον τόπο όμως οι λίρες χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, εξαϋλώθηκαν. Τα μαλλιά του άσπρισαν από τη στενοχώρια, δε μας μιλούσε, το θυμάμαι σα να τον έχω μπροστά μου,   αλλά  τι έπρεπε να κάνει, ξεκίνησε από την αρχή πάλι, δούλεψε υπάλληλος, γύριζε στα χωριά κι έκανε τον μεσίτη για τα καπνά, του πήρε χρόνια να μαζέψει πάλι όσα είχε χάσει, έτσι είναι αυτά,  πρέπει να κάνεις υπομονή, να περιμένεις, τα μαγαζιά θέλουν καιρό για να στηθούν. 

Θα πρέπει να μιλούσαν εκεί πέρα  κάμποση ώρα κι ο πατέρας του είπε σε κάποια στιγμή σβήνοντας το μισό τσιγάρο που είχε καπνίσει, « Θα πάω να ξαπλώσω λίγο» . Απόμεινε μοναχός να κοιτάζει κατά τη θάλασσα. Αυτή  την ιστορία με τις λίρες του προπάππου του δεν την είχε  ακούσει ξανά, «πως άντεχαν  εκείνοι οι άνθρωποι;» αναρωτήθηκε φωναχτά αναζητώντας νοερά την απάντηση, άλλες εποχές θα μου πεις όμως το μυαλό και το σώμα πόσο μπορούν ν’  αντέξουν, πόσες φορές πρέπει να πέσεις και να σηκωθείς κι αυτό με το θεό πάλι πως το έκαναν, πως γίνεται να πιστέψεις σε κάτι που δύσκολα καταλαβαίνεις, βέβαια τότε ήταν πιο εύκολο, όλοι πίστευαν, δε χρειαζόταν αν ψάξουν το γιατί,  τώρα δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, κανείς δε νοιάζεται, όλο το πλαίσιο είναι φτιαγμένο στραβά, πάλι όμως κάποια λύση πρέπει να υπάρχει,  τέτοιες σκέψεις  στριφογύριζαν στο μυαλό του…

Αν και δεν το συνήθιζε εκείνο το βράδυ βγήκε με μια φίλη και ήπιε λίγο παραπάνω. Κοιμήθηκε βαριά  όμως το πρωί που ξύπνησε αισθάνονταν καλύτερα σα να είχε φύγει μια ομίχλη από το μυαλό του. Όπως έπινε τον καφέ του  άκουσε να χτυπά το κουδούνι, ήταν η γυναίκα του που περνούσε να τον τσεκάρει. «Δε σε βλέπω καλά» του είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει την ικανοποίηση  της.   «Ο μικρός σου έστειλε κάτι ζωγραφιές,  θα σου τον φέρω την Πέμπτη να τον δεις». «Κάθισε μια στιγμή» της είπε  και πήρε να δει τα σχέδια του παιδιού. Ο  μικρός  είχε σχεδιάσει  την παραλία, τη βάρκα τους, τον Ηριδανό, και τον ήλιο να ρίχνει τις κίτρινες ακτίνες του. Πολλές φορές καθόταν στην άμμο με το παιδί και κοιτούσαν τα καράβια να διαλύονται μέσα στο φως του ήλιου που έδυε . Ο μικρός είχε μεγάλη φαντασία τελικά, κοίταζε το σχέδιο κι ερχόταν στο νου του  τα ταξίδια τους με τη βάρκα, τα ψαρέματα που είχαν κάνει, τον αέρα που φυσούσε στο πρόσωπο τους, τη χρυσαφένια  θάλασσα. Εκείνη την εικόνα την είχε ζωγραφίσει λίγο αδέξια όμως είχε σώσει  την πολύτιμη  στιγμή. Κοίταξε μια άλλη ζωγραφιά με μια βρύση, «το νερό τρέχει μόνο του»  έγραφε ο μικρός, εκεί σταματούσαν το καλοκαίρι να πιουν και να πλυθούν από την άμμο, τώρα είχε απομείνει μοναχή,  τα μάτια του άρχισαν  να υγραίνονται,  «έχεις κάτι;»  τον ρώτησε η γυναίκα του,  «όχι όλα εντάξει» είπε αυτός.

 

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ

Έμενε στην φοιτητική εστία τότε και είχε μηδενικά έξοδα, ενοίκια και λογαριασμοί δεν υπήρχαν,  έξω δεν έβγαινε και πολύ, κανέναν καφέ κάπου -κάπου,  έτρωγε στη φοιτητική λέσχη, με το φαγητό δεν είχε πρόβλημα,  ίσα- ίσα του είχε κάνει εντύπωση τρομερή το εστιατόριο του πανεπιστημίου, του φαινόταν αδιανόητο που κάποιοι  πετούσαν τους δίσκους , έριχναν κάτω τα φαγητά, τα ποδοπατούσαν, δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν. Τα καλοκαίρια ήταν τα πιο δύσκολα, τότε που έκλεινε η λέσχη,  άδειαζαν οι φοιτητικές εστίες  και δεν είχε τι να κάνει μες την καταραμένη ζέστη. Το πρώτο καλοκαίρι γύρισε στο χωριό και ψυχοπλακώθηκε, είχε αλλάξει, δεν μπορούσε να πηγαίνει πάλι στα  χωράφια. Την επόμενη χρονιά  δούλεψε σ’ ένα νησί, μια εμπειρία εφιαλτική,  κοιμόταν σ’ ένα γιαπί,  το βράδυ έκανε μπάνιο στην κουζίνα κάποιου  εστιατόριου μ’ ένα λάστιχο, τον βοηθούσε   μια γυναίκα εκεί πέρα που έπλυνε τα πιάτα  κι έπινε  πορτοκαλάδες στα κρυφά, οι πιο πολλοί νησιώτες   ήταν πολύ σκληροί, εντελώς αφιλόξενοι. Το τρίτο καλοκαίρι ήταν τυχερός,  έμεινε στην πόλη παρακολουθώντας κάτι σεμινάρια,  είχε παρέα, δεν ήταν άσχημα και το επόμενο καλοκαίρι ήταν ακόμα καλύτερο καθώς  άρχισε  να δουλεύει σε κάτι κήπους, αυτό ξέρανε να κάνουν στο χωριό του, με τα ζώα, τα  χώματα και με τα φυτά ένιωθε άνετα. Την πρώτη φορά που δούλεψε στους κήπους με τον παππού του  του φάνηκε φοβερό, ένα φορτηγό είχε ξεφορτώσει  ένα βουνό από χώμα κι έπρεπε να το σκορπίσουν για να φτιάξουν μια αυλή, «εγώ  παππού φεύγω»  είπε κι ο παππούς του ήταν μες τα νεύρα. Σ’  εκείνη τη φάση δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα μέχρι να βρει τον προσανατολισμό του,  για ποιο πράγμα ήταν γεννημένος, τι ήθελε να κάνει.  Όταν  άρχισε να  βρίσκει το σκοπό του  ήταν εντάξει, δεν είχε πρόβλημα, έπεσε με τα μούτρα, δούλεψε σαν σκύλος σ’ ένα κτήμα τεράστιο κάπου έξω από την πόλη, ο παππούς του ήταν πολύ ευχαριστημένος, τον βοηθούσε και τον συμβούλευε όλη την ώρα… 

Δουλεύοντας είχε μαζέψει και τα πρώτα λεφτά που τα χρειάστηκε αργότερα στο στρατιωτικό του, ο υπάλληλος στην τράπεζα  δεν το πίστευε, « αποταμιεύεις έ, μπράβο φίλε»  όμως για κείνον  ήταν κάτι φυσικό, ένιωθε ότι έπρεπε να έχει κάτι για μια στιγμή δύσκολη, νόμιζε ότι όλοι γύρω έκαναν το ίδιο. Του άρεσε  η πόλη εκείνη την εποχή όποτε την έβλεπε από ψηλά, καθώς ερχόταν από την επαρχία, ένιωθε μια σιγουριά, ήταν ένας κόσμος ανεξερεύνητος. Μέσα της  είχε μάθει  ότι πρέπει να είσαι σκληρός κι έξυπνος, χωρίς να εφησυχάζεις ποτέ,  για να επιβιώσεις.  Να προσέχεις ποιους βάζεις  κοντά σου,  να βρίσκεις χρόνο για τον εαυτό  σου- αυτή ήταν πάντα μια αρχή βασική- να κάνεις πράγματα πέρα από τη δουλειά, να έχεις ισορροπία, μια γυναίκα, ένα σπίτι, τα βασικά δηλαδή. Σιγά- σιγά άρχιζε να βρίσκει το δρόμο του, άρχισε να χτίζει τα όνειρα του  ώσπου τον τσίμπησε ο στρατός. Μέχρι τότε την είχε σκαπουλάρει, είχε περάσει απαρατήρητος, ξέγνοιαστος σχετικά και μακριά από παγίδες   όμως το σύστημα έχει τα φίλτρα του, δεν αφήνει  κανέναν να περάσει στο ντούκου,  έχει τον τρόπο του και στην περίπτωση του ήταν ο στρατός όπου θα τον έψαχναν και θα τον ζύγιζαν  να δουν τι καπνό  φουμάρει.

Ο στρατός ήταν μια τομή, εκεί κατάλαβε ότι η ζωή δεν είναι παιχνίδι, πρέπει να είσαι σοβαρός αλλιώς θα σε φάνε, είχε στριμωχτεί τόσο πολύ που μόλις απολύθηκε ήταν σαν μανιασμένος. Εκείνη την περίοδο έκανε άπειρα λάθη, δεν  έκανε ποτέ ξανά τόσα μαζεμένα ήταν όμως πιεσμένος, τρελαμένος, ένιωθε πίεση τεράστια, είχε μείνει πίσω, είχε αλλάξει και δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε εκεί έξω, έπρεπε να κινηθεί  γρήγορα,  διαβολικά γρήγορα, ήθελε να δει πως είναι η ζωή σ’  ένα σωρό μέρη για να αποφασίσει που θα έμενε, στο χωριό, σε κάποιες πόλεις επαρχιακές, σ’ ένα νησί,  μέχρι και στο εξωτερικό είχε πάει να δει πως είναι, αυτό ήταν το πιο τρομερό,  δεν του άρεσε τίποτε εκεί μακριά, γύρισε πίσω κακήν κακώς. Μέσα σε έξι μήνες είχε δοκιμάσει τα πάντα και τελικά κατέληξε πάλι στον παππού του, αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή που είχε, βασικά η μόνη επιλογή. Ο παππούς του είχε ένα σωρό παιδιά,  κάποτε ήταν κραταιός και δυνατός όμως τώρα είχε μείνει χωρίς καμιά στήριξη, τον είχαν αφήσει όλοι και μάλιστα δεν ήταν  μόνος του,  πρόσεχε και την άρρωστη  θεία του που είχε παρατήσει τα δυο παιδιά της έτσι,  δίχως να δώσει καμιά εξήγηση,  κι έμενε μαζί του. Προσέχοντας αυτούς τους δύο πήρε μια ανάσα που τη χρειαζόταν επειγόντως για να καθαρίσει το μυαλό του. Έρεπε να σκεφτεί, να ψαχτεί, να δει τι υπήρχε γύρω, τι μπορούσε, τι ήθελε, αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα  σωστά, ήταν το πιο κρίσιμο διάστημα του βίου του. Όλοι έλεγαν ότι υπήρχαν πολλές δουλειές εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε να το καταλάβει,  εκείνος πάντα δυσκολεύονταν,  είχε πάει σε κάτι συνεντεύξεις,  είχε δουλέψει μια  βδομάδα σ’ ένα γραφείο και του είχε φανεί τερατώδες,  οι ώρες  δεν περνούσαν με τίποτα, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του, χρειάστηκε  χρόνια μέχρι να καταλάβει ότι ήθελε να κάνει κάτι δικό του,  να είναι αυτοαπασχολούμενος, δεν άντεχε το υπαλληλίκι, κανείς δεν του το  είχε πει ποτέ, έπρεπε να το βρει μόνος του.

Με τον παππού είχε μείνει περίπου πέντε χρόνια,  δεν ήταν εύκολα ιδίως με τη θεία του που άρχισε να τα χάνει, να παραλογίζεται και να παραμιλά. Πολλές φορές ο παππούς του καθόταν στην τηλεόραση κι έβλεπε κάτι ντοκιμαντέρ, «κοίτα τα ζώα φροντίζουν για τα μικρά τους» έλεγε αδυνατώντας να κατανοήσει πως η κόρη του είχε αφήσει στο έλεος του θεού τα δικά της,  του φαινόταν εντελώς  παλαβό. Μια φορά όπως ήταν και οι τρεις  τους,  ο παππούς του είχε απελπιστεί από την κατάσταση, είχε γεράσει πια,  δεν άντεχε  και είπε κάτι του τύπου «τι θα γίνουμε τώρα, τι θα κάνουμε;» ήταν μια στιγμή , οριακή  κι αισθάνθηκε ότι κάτι έπρεπε να πει, να δώσει μια διέξοδο, μια λύση «ας την  πάμε στο ίδρυμα παππού» είπε κι αμέσως  ο γέρος χαλάρωσε, είχε γλυτώσει το εγκεφαλικό όμως όλη εκείνη η ατμόσφαιρα ήταν βαριά . Τελικά η θεία μπήκε σε μια κλινική και ησύχασε όμως το  να ζεις μ’  έναν γέρο κοντά στα ενενήντα  ήταν μια συνύπαρξη  περίεργη, ασυνήθιστη.

Οι γείτονες απορούσαν  που πρόσεχε έναν γέρο,  μια ηλικιωμένη, ήσυχη γυναίκα που έμενε στο επάνω διαμέρισμα τον είχε προσέξει και του μιλούσε. Μια φορά του είχε δώσει και μια φυλλάδα μ’ ένα κείμενο αποστολικό πού έλεγε για κινδύνους μαζεμένους που απειλούσαν κάποιον, « κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία,  κινδύνοις εν θαλάσση…» ποιος ήταν αυτός ο  άνθρωπος που είχε περάσει τόσους κινδύνους; Εκείνη η γριά που είχε ένα πρόσωπο γλυκό, του είχε πει κάποτε,  «ο θεός  ευλογεί αυτούς που προσέχουν τους γέρους,  έχεις τη Χάρη του», τα λόγια της  του έκαναν  εντύπωση, ήταν ένα είδος επιβράβευσης ηθικής που τον ανέβασε ψυχολογικά, ένιωσε ότι έκανε το σωστό.   

Προτού  πεθάνει ο παππούς είχε φροντίσει -την τελευταία  στιγμή -  να βάλει μερικά χρήματα στην άκρη,  τον είχε πάει στην τράπεζα -τι στιγμή κι εκείνη- για να κάνουν τη μεταβίβαση, «όλα τα λεφτά;» ρώτησε  η υπάλληλος που κατάλαβε τι γινόταν, «όχι μόνο αυτά»,  δεν το σήκωνε να τον κλέψει, είχε κι άλλα  παιδιά που αργότερα βέβαια δεν ήταν καθόλου γενναιόδωρα, μερικά οργίασαν πραγματικά. Η δουλειά είχε γίνει όμως κι  όταν έμεινε μόνος του δεν ήταν  στον αέρα, είχε φροντίσει,  κι αργότερα,  όταν δεν βρήκαν τη διαθήκη τα κοράκια που πλάκωσαν κι έψαχναν στα δωμάτια του διαμερίσματος, έπρεπε να πάει στο υποθηκοφυλακείο, να  βρει  αγοραστή, συμβολαιογράφο και χαρτιά ένα σωρό για να κάνει την πώληση και να πάρει  το μερίδιο του που το χρειάζονταν απελπιστικά ενώ  ο πατέρας του -καλός μπαμπάς κι ο μακαρίτης-  που το είχε μάθει από τους καλοθελητές, ζήτησε εξηγήσεις,  «που είναι το μερίδιο της μάνας σου;» άκου ρε φίλε θράσος,  δεν είχε νοιαστεί στιγμή για τον πεθερό του, δεν είχε πατήσει εκεί πέρα ούτε μια φορά, αυτός τον είχε γηροκομήσει, τον πρόλοβε τότε που έπαθε το εγκεφαλικό και τον πήγε στο νοσοκομείο, είχε κάνει την πώληση μαζεύοντας όλο το σόι,  είχε αδειάσει το σπίτι μόνος του βγάζοντας απίστευτη σαβούρα κι ο άλλος ζητούσε τα ρέστα, ήταν  φοβερό,  δεν το περίμενε.

Μέσα απ’ όλη  αυτήν την περιπέτεια  είχε βάλει σε κάποια σειρά τα πράγματα, όλο αυτό του είχε πάρει καμιά δεκαπενταριά χρόνια, ευτυχώς ήταν εποχές σχετικά χαλαρές και η πίεση δεν ήταν τόσο ισχυρή. Σήμερα τα παιδιά δεν έχουν τέτοια πολυτέλεια, η κοινωνία έχει κλείσει τις στρόφιγγες, δύσκολα σ’ αφήνει να ανασάνεις και να ξεφύγεις, θα σε κυνηγήσει αδίστακτα, αυτός είχε γλυτώσει  ευτυχώς κι  εκείνη η μιάμιση δεκαετία  ήταν το πιο κρίσιμο διάστημα. Στη διάρκεια της  είχε μάθει να ζει με λίγα ή και σχεδόν καθόλου χρήματα  τη στιγμή που οι άλλοι  πανικοβάλλονταν μόλις άδειαζε το πορτοφόλι τους. Χρειαζόταν μόνο μερικά βιβλία που τα έβρισκε στη βιβλιοθήκη,  λίγο φαγητό, μια στέγη, ένα κρεβάτι, μια τηλεόραση, ένα ραδιόφωνο. Γύρω του ο κόσμος  έκανε σαν τρελός, πήγαινε ταξίδια, αγόραζε σπίτια, αυτοκίνητα, έβγαινε στις ταβέρνες και στα ξενυχτάδικα, έβγαζε κάρτες ξόδευε σα να μην υπήρχε αύριο,  όλα αυτά του φαίνονταν  εντελώς ανούσια κι άχρηστα, δεν έπεσε ποτέ σ’ εκείνες τις παγίδες ότι και να του έλεγαν, όσο και να τον πίεζαν, είχε δρόμο ακόμα μπροστά  όμως το νερό είχε μπει στο αυλάκι.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

AΠΤΟ ΦΩΣ

Το φως εδώ είναι κατ’ εξοχήν ιδιόρρυθμο… Αποκαλύπτει το τοπικό χρώμα με την ίδια ένταση όχι μόνο σο φως αλλά και στη σκιά και στο κατακαλόκαιρο∙  το μεσημέρι, το φως γίνεται πυκνό, απτό,  παλμικό, σχεδόν μαγικό, δημιουργώντας στη λαϊκή φαντασία την πεποίθηση ότι σε αυτήν την μοιραία  ώρα  εμφανίζονται ημερήσια πνεύματα ανάλογα με τα μεσονύχτια φαντάσματα.

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας

 

Η πρώτη φορά που ερωτεύτηκε ήταν στο λύκειο όμως εκείνη ήταν μια περίπτωση φευγαλέα, δεν την είχε ζήσει κανονικά  ούτε είχε τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση για να τη διεκδικήσει, ήταν πολύ εντυπωσιακή για τα μέτρα του. Στο πανεπιστήμιο είχε γνωρίσει μια κοπέλα, μια σγουρομάλλα με προφίλ που θύμιζε τη Μέριλ Στριπ, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ερωτεύονταν πραγματικά, εκείνη  είχε σχέση αλλά ο δικός της έλειπε κι έπρεπε  ν’  αναπληρώσει το κενό.  Όταν λοιπόν της είχε πει μια φορά ότι έμοιαζε με τη μάνα του εκείνη τσίμπησε, ξύπνησε το μητρικό της  και τον πολιορκούσε οπότε κάποια στιγμή σκέφτηκε «ας πάω μαζί της»  όμως δεν είχε ιδέα  τι να κάνει, δεν είχε καμιά προηγούμενη εμπειρία,  εκείνη του έλεγε «τα χέρια σου είναι κουλά παιδάκι μου»,  εκεί είχε φιληθεί για πρώτη φορά, ήταν ωραίο, και φυσικά δάγκωσε τη λαμαρίνα. Η άλλη είχε κάνει τη δουλειά της κι εκείνος που δεν ήξερε την τύφλα του κόλλησε, φυσικά εκείνη τον κράτησε σε απόσταση, ήξερε το παιχνίδι κι αυτός έπειτα από λίγο το  πήρε απόφαση ότι δεν τον έπαιρνε, πάντως του είχε μείνει από κείνη την ιστορία μια ανάμνηση όμορφη τότε που την περίμενε στη στάση του λεωφορείου κι άκουγε μια μουσική από κάποιο μαγαζί, ένα ακορντεόν με φόντο τον παφλασμό των κυμάτων, αργότερα ανακάλυψε ότι ήταν το Biscaya, ένα παλιό γερμανικό κομμάτι.  Του είχε μείνει και μια σκηνή στο δωμάτιο της, στις φοιτητικές εστίες, εκείνη είχε κλειδώσει το σύρτη και τον φιλούσε αφού τον στρίμωξε  στον τοίχο, απέπνεε έναν ερωτισμό πολύ έντονο κι αυτός  ήταν ο τρόπος της να τον αποχαιρετήσει,  δεν  είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο με καμιά γυναίκα μέχρι τότε.

Η δεύτερη φορά ήταν τραυματική,  κατέληξε στην πρώτη του  σχέση που κράτησε μιάμιση δεκαετία. Ένιωθε μια έλξη αβίαστη για κείνη την κοπέλα όμως  δεν μπορούσε να κοιμηθεί μαζί της στο ίδιο κρεβάτι, όποτε ακουμπούσε το σώμα της αισθάνονταν να ηλεκτρίζεται,  ήταν η πρώτη του   σεξουαλική επαφή και δεν ήξερε τι του γίνονταν,  του πήρε χρόνια να μάθει πως λειτουργεί το σώμα της γυναίκας.  Από κείνη τη σχέση θυμόταν ένα  διαμέρισμα όπου έφτανε περνώντας ένα φανάρι,  δίπλα σ’ ένα πάρκο με κάτι θάμνους που είχαν επιζήσει για πολλά χρόνια και τους χάζευε έπειτα από χρόνια όποτε περνούσε από κει. Για να φτάσεις στο διαμέρισμα της έπρεπε ν’ ανέβεις κάτι σκαλιά μέχρι τον τέταρτο όροφο, εκεί την έβρισκε και  καθόταν μαζί  βλέποντας  τη βροχή του χειμώνα ενώ από το κασετόφωνο έπαιζε μια μουσική. Αυτή η δεύτερη είχε αποδειχθεί πολύ σκοτεινός τύπος, τον κρατούσε πάντα σε απόσταση,  έφευγε και τον άφηνε στο έλεος του θεού για μέρες  κι εκείνος χωρίς να το καταλάβει ερωτεύτηκε κάποια άλλη, πλατωνικά εννοείται, μια ξανθιά σοφοστικέ, πολύ όμορφη,  κι η δικιά του  φυσικά το πήρε πρέφα, άλλωστε όλη την ώρα μιλούσε για τον έρωτα,  τόσο βλάκας, είχε γίνει  και μια σκηνή ζηλοτυπίας λίγο αστεία, δεν του άρεσε όλο αυτό, ορκίστηκε να μην μπλέξει ποτέ ξανά με δυο γυναίκες, ήταν θέμα αξιοπρέπειας. Είχε πάρει το μάθημα του λοιπόν όμως από όλη την ιστορία είχε καταλάβει ότι μια πολύ όμορφη γυναίκα δεν είναι πάντα ψεύτικη, αξίζει να την ψάξεις.

Όταν τον άφησε η δικιά του μετά από πολλά χρόνια  είχε πάθει την πλάκα του, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν το περίμενε, ήταν εντελώς αιφνιδιαστικό, έπρεπε να  αναλύσει τι είχε συμβεί, να σκεφτεί, να ψάξει, να διαβάσει, να φυλαχτεί,  κατάλαβε ότι ήταν κάτι πολύ σοβαρό, πάντα έπαιρνε στα σοβαρά τα πράγματα, και μέσα στην παραζάλη του ερωτεύτηκε πάλι. Αυτή τη φορά ήταν μια μελαχρινή, πολύ παιχνιδιάρα που στολίζονταν όλη την ώρα,  το κατείχε το αντικείμενο,  είχε φυσικά σχέση κανονική η τύπισσα αλλά χρειάζονταν και κάποιο συμπλήρωμα εκ του ασφαλούς, «δεν το επεδίωξα εγώ αυτός ήρθε και μου κόλλησε» ξέρεις πως γίνεται.  Θα σκέφτηκε σίγουρα «ας παίξουμε με τον τύπο να σπάσουμε λίγο πλάκα» περίμενε ότι αυτός   θα έκανε κάποια κίνηση να τη φιλήσει ή να την αγκαλιάσει έξω από την πόρτα καθώς χαιρετιούνταν και τότε θα του έλεγε «όχι δεν είναι σωστό τι κάνεις !», όμως δεν υπήρχε περίπτωση να τον προδώσει το σώμα του, αυτό τουλάχιστον ήξερε να το ελέγχει. Και της είχε πει  «κοίταξε ότι και να νιώθω για σένα, αν πω να σε ξεχάσω θα έχεις σβήσει σε δυο μέρες, δυο μέρες», αυτό της είχε φανεί τρομακτικό, δεν της είχε συμβεί, ξανά,  δεν μπορούσε να το δεχτεί.

Κι από κείνη την ιστορία είχε μάθει ένα σωρό πράγματα,  κατ’ αρχάς κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν να βάζει προαπαιτούμενα στις γυναίκες που ήθελε να γνωρίσει,  δεν χρειάζονταν να είναι της κουλτούρας όπως νόμιζε παλιά, ούτε ξανθιές ή μελαχρινές,  όλο το θέμα ήταν να νιώθεις  κάποιου είδους άνεση και χημεία  μαζί τους, σωματική και πνευματική. Εκείνη η περίπτωση ήταν μεγάλη δοκιμασία,  κάθε φορά που ήταν να πάει στο σπίτι της ένιωθε ότι έμπαινε σε μα παγίδα,  έπρεπε να δείχνει άνετος ενώ από μέσα του αισθανόταν ότι μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, να γίνει κομμάτια εκεί μπροστά της. Αργότερα, όταν περνούσε από τη γειτονιά της, κοιτούσε  το  δρόμο σε μια κατηφόρα και κάτι αναρριχώμενα που σκέπαζαν την πολυκατοικία της και θυμόταν το καρδιοχτύπι του κάθε φορά που πήγαινε να τη συναντήσει. Ένα πρωί  την είχε δει στο λεωφορείο να τον χαζεύει από μακριά,  σίγουρα σκεφτόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν,  τα κόλπα της  δεν είχαν πιάσει,  κι όταν σταμάτησε να τη βλέπει του έστειλε ένα μήνυμα δακρύβρεχτο, ελεεινό, στενοχωρήθηκε πολύ σίγουρα,  δεν είχαν πιάσει τα μάγια της.  Όταν το διάβασε ένιωσε μεγάλη απογοήτευση για κείνη, τελικά ήταν πολύ λίγη. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι του άνοιξε την όρεξη,  με την προηγούμενη σχέση που είχε κρατήσει χρόνια, ξέχασε πως είναι να είσαι ερωτευμένος, να ακούς ένα σωρό μουσικές και τραγούδια καινούρια, να οξύνεις τις αισθήσεις σου, να νιώθεις μια ευφορία και μια εσωτερική αναγέννηση,  η ζωή σου να αποκτά νόημα κι όλα γύρω να έχουν σημασία,  να γεμίζει το είναι σου, ά αυτό ήταν το πιο  ωραίο!

Έτσι συνέχισε να ερωτεύεται και να το ψάχνει με τις γυναίκες είτε ήταν πιτσιρίκες, είτε πιο μεγάλες και ώριμες. Μερικές είχαν απλώς έναν ερωτισμό διάχυτο που έβγαινε από τα κύτταρα τους, άλλες σκεφτόταν περισσότερο, μπορούσες να μιλήσεις μαζί τους, να μάθεις δυο τρία πράγματα, όλες όμως είχαν κάτι που του έλειπε και τον συμπλήρωναν  με κάποιο τρόπο, αυτός λένε άλλωστε  ότι είναι ο προορισμός κάθε άντρα.  Κάποιες ήταν πονηρές,  δε σου έδιναν  τίποτε, σε άφηναν να τις αγγίξεις,  να τις χαϊδέψεις, να ψηλαφίσεις το μαλακό τους γόνατο αλλά  σου έδειχναν ότι δεν είχε παρακάτω.  Άλλες πάλι ήταν εντελώς παλαβές όμως αυτός τις ερωτεύονταν  πλατωνικά,  βέβαια ήταν μεγάλο  βάσανο να μη τις βλέπεις όποτε θέλεις, όταν είσαι στη φούρια σου,  σχεδόν ανυπόφορο αλλά όλα τα ωραία έχουν το αντίτιμο τους και ήταν διατεθειμένος να το πληρώσει. Όπως και να είχε  ήξερε ότι ο έρωτάς  του δεν κρατούσε πάνω από δύο μήνες,  καμιά φορά και λιγότερο, ένα μήνα, το είχε μετρήσει οπότε ό,τι κι αν συνέβαινε αυτό το διάστημα περνούσε με κάποιον τρόπο  και μετά μπορούσε να βρει κάτι άλλο…

Το επόμενο χτύπημα ήταν μ’  ένα βλαμμένο που είχε κάτι μικρούς χρυσούς χαλκάδες ψηλά στα πτερύγια του αυτιού,  από τότε φυλάγονταν όποτε έβλεπε τέτοιο σημάδι, κάποιο επιπλέον τρύπημα, κάποιο τατουάζ,  κανένα σιδεράκι σφηνωμένο στο φρύδι ή γύρω από το στόμα,  για κάποιο λόγο  φοβόταν τις γυναίκες που είχαν  τέτοια πράγματα. Αυτή η τελευταία είχε αποδειχτεί μεγάλο κάθαρμα, είχε ανακατέψει και   τη μάνα της,  τον είχαν απειλήσει, έλεγαν ψέματα ότι είχε μπει στο δωμάτιο της χωρίς να τη ρωτήσει. τον φοβέρισαν ότι θα τον πάνε στο δικαστήριο, αστεία  πράγματα.  Του την είχε δώσει, τις είχε στείλει στο διάβολο και κείνη και τη μάνα της,  έπειτα όμως οι δικές σου άλλαξαν τροπάρι, «ά εμείς θέλουμε να γνωρίσουμε το παιδί»  είχαν πει σε μια κοινή τους φίλη,  «να πάνε στο διάβολο !» τις είπε  αυτός. Είχε αποφασίσει να κόψει τους έρωτες αλλά και πάλι,  χωρίς να το αντιληφθεί, είχε ξαναερωτευτεί μια πιτσιρίκα, είχε βλέπεις  τα προβλήματα του, όλα πήγαιναν στραβά,  είχε φρακάρει και χρειαζόταν κάποια διέξοδο πάλι, ο έρωτας  ήταν μια λύση κι όταν το μικρό άρχισε να κάνει κόνξες το έστειλε στον αγύριστο, από τότε αποφάσισε να κοιτά  γυναίκες πιο κοντά στην ηλικία του κι έτσι γνώρισε τη γυναίκα του.

Η συνάντησή τους έγινε  σ’ ένα μέρος λίγο αλλόκοτο όπου αυτός  δούλευε εκείνη την περίοδο, του άρεσε το πρόσωπο τα δάχτυλά της, μια σκιά κάπου βαθιά στα μάτια της.   Ήταν μια από τις λίγες γυναίκες που ερχόταν εκεί πέρα κι όταν την είδε σκέφτηκε «πρέπει να της μιλήσω οπωσδήποτε». Στην αρχή νόμιζε ότι δεν τον ήθελε όμως εκείνη είχε το σκοπό της, το αφεντικό του που τους είχε συστήσει είχε τρελαθεί, «δεν γίνεται να τα έφτιαξες με την Α, δεν μπορεί!», είχε σκάσει από τη ζήλια του όμως αυτός έψαχνε κάτι καινούριο, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αγνοήσει την πρόκληση.  Σ’ εκείνη τη φάση έχασε πάλι τον ύπνο του, ήταν ένα διάστημα πολύ δύσκολο, ζορίστηκε πολύ όμως ήξερε ότι έπρεπε να επιμείνει, το σώμα του δεν μπορούσε να τη συνηθίσει. Όταν πήγαν διακοπές σ’ ένα νησί καθόταν ξαπλωμένος και τη χάζευε που χτένιζε τα μαλλιά της απέναντι στον ήλιο, το φως του μεσημεριού ήταν τόσο έντονο, σχεδόν ανυπόφορο, κι όπως έμπαινε  με ορμή από το παράθυρο ένιωθες ότι μπορούσες να το αγγίξεις, να το ψηλαφίσεις, να το πλάσεις με τα χέρια σου.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ΦΑΕΘΩΝ

 Τον καιρό  του κορωνοϊού είχε ανακαλύψει το κελάρι  στο χωριό, το δροσερό υπόγειο τον  είχε σώσει τότε που  χρειαζόταν ένα μέρος για να απομονωθεί δουλεύοντας για την εταιρεία του ώρες πολλές. Το κελάρι δεν βρισκόταν βαθειά στη γη,  μισό μέτρο κάτω από το έδαφος ήτανε κι έπρεπε να κατεβείς δυο σκαλιά όμως αυτή η διαφορά επιπέδου  εξασφάλιζε μια θερμοκρασία χαμηλότερη τουλάχιστον τρεις με τέσσερις βαθμούς. Το κελάρι ήταν ιδανικό μέρος για το καλοκαίρι, σε τέτοια υπόγεια καταφύγια έψαχναν οι παλιοί  για δροσιά όταν ο ήλιος έκαιγε, εκεί έβαζαν τις προμήθειες τους, εκεί πέρα σύναζαν το βιος τους, ο πατέρας του είχε πει κάποτε ότι ο παππούς του πολλές φορές, όταν ο τόπος έβραζε, κατέβαινε στο κελάρι για να κοιμηθεί, εκεί πέρα έβρισκε μόνο ησυχία.   

Ήταν το ιδανικό μέρος αλλά χρειαζόταν  δουλειά  μέχρι να φτιαχτεί,  έπρεπε  πρώτα να βγάλει από κει μέσα όλη τη σαβούρα,  να το καθαρίσει, να πετάξει όλες τις παλιατσαρίες και τα σκουπίδια  που είχαν μαζευτεί  τόσα χρόνια,  από τότε που έφυγαν οι γονείς του.  Ύστερα έπρεπε  να το βάψει, να το στεγανοποιήσει  καλά επειδή μάζευε υγρασία,  ξόδεψε ένα κάρο λεφτά εκεί πέρα. Έπειτα  έπρεπε  να κουβαλήσει και να εγκαταστήσει ό,τι χρειαζόταν,  ένα γραφείο, έναν καινούριο νιπτήρα, κάτι  ράφια, ένα ψυγείο με νερά, χυμούς και τρόφιμα, ένα κλιματιστικό για το καλοκαίρι που το σύνδεσε με τα φωτοβολταϊκά που είχε βάλει στη σκεπή. Αργότερα πρόσθεσε και μερικά όργανα γυμναστικής κι ένα κρεβάτι για να κοιμάται όποτε έβρισκε ώρα. Για το ίντερνετ δεν ανησυχούσε,  ακριβώς από πάνω του, στο βουνό, υπήρχε μια τεράστια κεραία κινητής τηλεφωνίας καρφωμένη  σε κάτι βράχια οπότε είχε σήμα καμπάνα.  Κλεινόταν εκεί μέσα με τις ώρες, τότε που δεν επιτρέπονταν οι μετακινήσεις, και δούλευε χωρίς άγχος, είχε βρει τη χαρά του.

Το σπίτι  βρισκόταν δίπλα  σ’ ένα βουνό   που δέσποζε στο τοπίο γύρω. Είχε μια αυλή τεράστια  όπου ο πατέρας είχε χτίσει κάποτε  αποθήκες και  στάβλους, όλα αυτά   τα είχαν παρατήσει  από τότε που η μάνα τους είχε κλειστεί στο γηροκομείο, κανείς δεν ασχολούνταν με τα κτίσματα, τα είχαν αφήσει να ρημάξουν. Ο πατέρας του είχε φυτέψει κι ένα σωρό δέντρα που ήθελαν φροντίδα, κλάδεμα, πότισμα, οι πέτρινοι  φράχτες  είχαν αρχίσει να καταρρέουν κι ήθελαν διόρθωμα, οι πόρτες  από τους στάβλους χρειάζονταν βάψιμο, ο παλιός φούρνος ήθελε ασβέστωμα. Την άνοιξη με τις βροχές ο τόπος όλος γέμιζε χόρτο που ψήλωνε πολύ γρήγορα και γέμιζε δεκαοχτούρες και μαυροπούλια. Αγόρασε ένα χορτοκοπτικό και βάλθηκε να το καθαρίζει, σε κάποιες γωνιές είχαν φυτρώσει θάμνοι κι από μέσα τους πετάγονταν μικρά χελωνάκια, τα άφηνε να  φύγουν και μετά συνέχιζε το θέρισμα του χόρτου. Το πιο σοβαρό θέμα βέβαια ήταν το νερό, το καλοκαίρι έβραζε ο τόπος και χωρίς νερό δεν μπορούσε να ζήσει τίποτα,  διαπίστωσε ότι δεν είχε καθόλου πίεση και φώναξε τον υδραυλικό που του είπε  ότι έφταιγε ο ηλιακός θερμοσίφωνας, έπρεπε να φτιάξει και να ρυθμίσει τις σωληνώσεις για να αποκατασταθεί η ροή, όταν τελείωσε ο τεχνίτης  το νερό έτρεχε άφθονο όπως το θυμόταν  παλιά, τώρα ένιωθε πιο ήσυχος.

Το παλιό κτίσμα  ήταν  κάτι ζωντανό, ήταν  ένα μέρος που τον συνέδεε με το παρελθόν, ξυπνούσε  το πρωί βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει από το ίδιο σημείο που τον έβλεπε μικρός κι αυτό ήταν κάτι μαγικό που τον ενθουσίαζε .όποτε βρίσκονταν εκεί  το μυαλό του κατακλύζονταν από αναμνήσεις  της παιδικής του ηλικίας που τις είχε ξεχάσει κι έμοιαζαν να εμφανίζονται από παντού. Επιπλέον,  ένιωθε ότι εκεί ξαναέβρισκε τη γεύση του, τα σταφύλια από τα κλήματα ήταν πιο γλυκά,  τα σάντουιτς που του έστελνε η γυναίκα του είχαν άλλη γεύση εδώ ιδίως αν τα έτρωγε  μετά από τη δουλειά στο χωράφι, δεν ήθελε να πάει ούτε διακοπές, ούτε ταξίδια, ούτε εκδρομές στη θάλασσα μόνο να περνά εκεί πέρα το χρόνο του, ήταν ό,τι καλύτερο ! Καμιά φορά ερχόταν να τον δει η γυναίκα του μαζί με τη μικρή του κόρη  που ενθουσιάζονταν με τα αντικείμενα που είχαν μαζευτεί εκεί πέρα κι ήθελε να τα εξερευνήσει, έπαιρνε κανένα χυμό από το ψυγείο, άνοιγε τα ντουλάπια κι ύστερα καθόταν να χαζέψει  τον πατέρα της  που δούλευε στον υπολογιστή.

Όταν δοκίμασε να εγκατασταθεί την πρώτη φορά  είχε σοκαριστεί, είχε συνηθίσει να  βλέπει εκεί πέρα τους γονείς του, πάντα υπήρχε κάποιος άνθρωπος να τον περιμένει και την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκε μοναχός του  είχε τρομάξει, νόμιζε  ότι από καμιά μεριά θα εμφανίζονταν το φάντασμα του πατέρα του να του πει «Τι κάνεις εδώ ;». Το χειμώνα κοιμόταν  αφήνοντας το  πορτάκι της  σόμπας  ανοιχτό για να βλέπει τη φλόγα από τα ξύλα που καίγονταν. Το πρωί που ξυπνούσε έκανε κρύο κι άναβε το κλιματιστικό, βαριόταν να κουβαλά ξύλα όλη την ώρα. Το πιο δύσκολο  ήταν το καλοκαίρι, είχε ξεσυνηθίσει να κοιμάται με τα παράθυρα ανοιχτά, όλα τα χρόνια  υπήρχε κάποιος  άλλος  στο σπίτι και δε φοβόταν τώρα όμως δεν ένιωθε καλά. Ζώντας τόσα χρόνια στην πόλη είχε ξεχάσει πως είναι  να κοιμάσαι μέσα στην απόλυτη ησυχία, δίχως τους ήχους από τα αμάξια και τις φωνές των ανθρώπων που  ξενυχτούσαν. Το  σπίτι του ήταν χτισμένο δίπλα σ’ ένα δρόμο επαρχιακό κι από κει περνούσαν μερικά αυτοκίνητα ή κανένα ξέμπαρκο  τρακτέρ που έσπαζε την ησυχία της νύχτας με τη θορυβώδη εξάτμισή του…

 Ένα βράδυ του Αυγούστου ξύπνησε ακούγοντας  τα καταραμένα τα κοκόρια που δεν σταματούσαν να λαλούν σα να τα είχε πιάσει κάτι, εκείνες οι μέρες ήταν οι πιο ζεστές του καλοκαιριού και στις ειδήσεις προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της φωτιάς που μπορούσε να κάψει το σύμπαν, πολλές φορές άναβε το κλιματιστικό αλλιώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί.  Όπως έψαχνε το σεντόνι του ένιωσε  έναν ήχο  σαν κάποιος να περπατούσε στα χόρτα της αυλής, η καρδιά του σκίρτησε,  «άμα έρθει  απ’  αυτό το παράθυρο θα τρέξω στο άλλο!» σκέφτηκε.  Ύστερα από λίγο  σταμάτησαν οι ήχοι στα χόρτα «καμιά γάτα θα ήταν» είπε μέσα του αλλά την επόμενη στιγμή αισθάνθηκε  μια σκιά να κινείται  σαν κάποιος να βρίσκονταν πίσω από την πόρτα. Σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε κατά την είσοδο κρατώντας το μπαστούνι του πατέρα του.  Άνοιξε απότομα την παλιά σιδερένια πόρτα και πάγωσε,  ένα αγοράκι μικρό  στέκονταν μπροστά του και τον κοιτούσε χωρίς  να ανοίγει το στόμα του, είχε κάτι μεγάλα, σκούρα  μάτια κι ένα κεφαλάκι με κοντά μαλλιά,  δεν πρέπει να ήταν πάνω από πέντε έξι χρονών, που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα, από που είχε φύγει,  τι ήθελε; «Πως βρέθηκες εδώ, πώς σε λένε;» το ρώτησε. Ο μικρός δε μιλούσε μόνο τον κοίταζε,  «πεινάς, θες κάτι να φας;» τον ρώτησε, το παιδί έγνεψε «ναι». 

Το έβαλε στο τραπέζι και του έδωσε ένα σάντουιτς που είχε στο ψυγείο,  ο μικρός το έφαγε ήσυχα, ύστερα ήπιε αργά ένα χυμό από μια χάρτινη συσκευασία είπε «ευχαριστώ»  και στάθηκε στην καρέκλα του σιωπηλός. Όπως σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει και ποιον να ειδοποιήσει τον είδε να τον πλησιάζει με κείνο το βλέμμα το απλανές, να παίρνει το χέρι του και να τον τραβά μαλακά προς την πόρτα, δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε όμως για κάποιο λόγο ακολούθησε το παιδί. Εκείνο βγήκε στο δρόμο και στάθηκε μπροστά στο βουνό που ορθώνονταν σκοτεινό ακόμα,  έπειτα σήκωσε το χεράκι του και του έδειξε προς μια κατεύθυνση όπου κάτι συνέβαινε «εκεί»  είπε χαμηλόφωνα. Γύρισε να δει τι του έδειχνε το παιδί και πρόσεξε μια κίνηση αδιόρατη στους θάμνους  ενώ σε δευτερόλεπτα είδε φλόγες να βγαίνουν από τους πρόποδες,  κάποιος πήγαινε να κάψει τον τόπο, αν οι φλόγες σκαρφάλωναν ψηλά  τίποτα δεν θα μπορούσε να τις σβήσει.   Έτρεξε αμέσως στη βρύση κι έβαλε το λάστιχο ενώ ταυτόχρονα καλούσε την πυροσβεστική,  έπρεπε να κάνει γρήγορα. Ευτυχώς  εκείνες τις μέρες είχε βγάλει μια προέκταση στο λάστιχο κι έτσι μπορούσε να το τραβήξει μέχρι μακριά,  η πίεση του νερού ήταν πολύ μεγάλη επειδή ήταν πρωί και κανένας δεν πότιζε τέτοια ώρα,  έριξε νερό άφθονο στα πουρνάρια και στους άλλους θάμνους που σκέπαζαν τους πρόποδες, τον είχε πιάσει μια μανία να σβήσει κείνο το καταραμένο πράγμα που μπορούσε να κάνει μεγάλη ζημιά, έτρεξε και πήρε ένα πριόνι έκοψε  ένα φουντωτό κλαδί και με κείνο άρχισε να σβήνει τις καταραμένες φλόγες, θα πρέπει να πάλευε εκεί μοναχός του κανένα εικοσάλεπτο όταν πήρε να χαράζει και ακούστηκαν  οι στριγκλιές  ενός πυροσβεστικού οχήματος. Η φωτιά προχωρούσε αργά προς τα πάνω, ευτυχώς δεν φυσούσε καθόλου, είχε σβήσει την αριστερή μεριά ενός μικρού μετώπου όμως η δεξιά που ήταν η πιο επικίνδυνη, εξακολούθησε να καίει «μα τι βλάκας που είμαι !» φώναξε,  «από τα δεξιά έπρεπε να  πάω πρώτα!» Η φωτιά έδειχνε να ξεφεύγει  και θα έκαιγε όλη το μέτωπο του βουνού, αν ανέβαινε ψηλά μπορούσε να κάνει στάχτη όλη την οροσειρά,  τον έπιασε πανικός «θεέ μου βοήθα!» φώναξε.  Εκείνη τη στιγμή  ο ήλιος έβγαινε πίσω από το φρύδι ενός λόφου κι  απ’ την απέναντι πλευρά είδε ένα κίτρινο αεροπλανάκι να εμφανίζεται από το πουθενά,  ο πιλότος χαμήλωσε κι όπως έφευγε άνοιξε την κοιλιά του σκάφους αφήνοντας έναν καταρράκτη που σκορπίστηκε παντού σκεπάζοντας τα πάντα, αυτό  ήταν.

«Τι έγινε εδώ πέρα;» τον ρώτησε ένας ψηλός πυροσβέστης μ’ ένα χοντρό, ασημένιο βραχιόλι   στο  μαυρισμένο χέρι του.  Άρχισε να του εξηγεί τι είχε συμβεί  ενώ σκεφτόταν αν έπρεπε να πει για τον μικρό που τον είχε ξυπνήσει. Όπως μιλούσε σήκωσε το κεφάλι και είδε το παιδί καθισμένο  δίπλα στο τιμόνι του πυροσβεστικού τι γύρευε εκεί πέρα ;  «Ά αυτός είναι ο γιος μου ο Φαέθωνας » είπε ο πυροσβέστης,  « Η γυναίκα μου έχει μανία με τα αρχαία ονόματα γι αυτό τον βαφτίσαμε έτσι, κάθε πρωί τον πηγαίνω στο σχολείο για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, δεν έχει μιλήσει ποτέ  κι οι ψυχολόγοι  ψάχνουν να βρουν την αιτία». Ο μικρός είχε πάλι εκείνη την ανέκφραστη όψη και τους  κοιτούσε ενώ  ο ήλιος είχε σηκωθεί πια κι άρχιζε να σκαρφαλώνει για το καθημερινό επίπονο  ταξίδι του στον ουρανό. Γύρισε στο κελάρι, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε ένα μπουκάλι νερό κι άρχισε να πίνει σα να πέθαινε από δίψα, «τι ήταν κι αυτό πάλι!» μονολόγησε, «έχει νερό και για μένα; » ακούστηκε μια παιδική φωνή πίσω του  και κόντεψε να τιναχτεί μέχρι το ταβάνι από την τρομάρα του.    

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ο ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ

 Έπιασε τον ώμο του και είδε ότι το κόκαλο είχε βγει από τη θέση,  από ένα δοχείο που κουβαλούσε μαζί του πήρε λίγο λίπος κι έτριψε το σημείο πολλή  ώρα μέχρι που το ζέστανε όσο ήθελε, ψηλάφισε την περιοχή σα να έψαχνε κάτι που υπήρχε κάτω  από το δέρμα και ξαφνικά έκανε μια απότομη κίνηση.  Ένας ήχος σαν κρακ δυνατό ακούστηκε κι ο Καστροφύλακας   σχεδόν τινάχτηκε από τον πόνο ευθύς αμέσως όμως άρχισε να χαμογελά καθώς ένιωσε ότι  τι μπορούσε να κουνήσει ξανά το χέρι του. Ο θεραπευτής δεν είπε τίποτα μοναχά κάθισε σε μια πέτρα ανασαίνοντας βαριά, είχε γιατρέψει ένα σωρό κόσμο εκείνη τη μέρα,  φαινόταν ιδρωμένος και κουρασμένος.  Εκτός από τον ώμο του Καστροφύλακα  είχε βάλει στη θέση τους και τα πλευρά,  τα δάχτυλα και τον αστράγαλο του καθώς είχε πέσει άσχημα από το άλογο του και είχε τραυματιστεί σε όλο του το σώμα. Όλοι γύρω έσπευσαν να  τον συγχαρούν  που τους είχε περιποιηθεί ενώ του έδιναν  ότι είχαν στα σακίδια τους, φρούτα, τρόφιμα και μερικά νομίσματα. Ο θεραπευτής τα πήρε αμίλητος και τα έβαλε σ’ ένα πουγκί που είχε  ραμμένο στο ζωστήρα του. Ύστερα σηκώθηκε αργά καβάλησε το  άλογο του  και κινησε να φύγει κτα τα τη δύση, «  Έ  θεραπευτή!» του φώναξε ο Καστροφύλακας,  «  κι εγώ  κατά τη λίμνη πηγαίνω,  περίμενε !»

Ήταν μια μέρα εκεί κοντά στις αρχές του καλοκαιριού τότε που ο καιρός είναι ακόμα δροσερός τα πρωινά και τ’  απογεύματα.  Στο δάσος  οι φλαμουριές  μοσχομύριζαν κι ένα κοράκι έμοιαζε  να τους ακολουθεί από δέντρο σε δέντρο κράζοντας σα να τους φώναζε «που πάτε , που πάτε ;»  Ο θεραπευτής δε μιλούσε κατά πως το συνήθιζε ενώ   η τεράστια φιγούρα του ανεβοκατέβαινε στη ράχη του αλόγου. Είχε μεγάλη  φήμη σ’  όλη την περιοχή κι έλεγαν ότι δεν θεράπευε μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα τους.  Μια φορά μάλιστα είχε γιατρέψει  και την αρκούδα κάποιου πλανόδιου διασκεδαστή που γυρνούσε  στα χωριά με το κακόμοιρο το ζώο, από τότε η φήμη του χειροπράκτη είχε απλωθεί κι όλοι μιλούσαν για κείνον . Ήταν τεράστιος, πάνω από δυο μέτρα,  μ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό  και κάτι χέρια πελώρια.  Όποτε έμπαινε σε κάποια πόλη αμέσως μαζεύονταν γύρω του όλοι οι σακάτηδες του τόπου παρακαλώντας τον  να τους διορθώσει κάποιο  τραυματισμένο μέλος του σώματος τους. Εκείνος τους χάζευε λίγο  κι  έπειτα διάλεγε όσους  πίστευε ότι είχαν ελπίδες.  Έφτιαχνε  τις πληγές, τα κόκαλα και τις αρθρώσεις τους κι εκείνοι από ευγνωμοσύνη του έδιναν ότι είχαν,   μ’ αυτόν τον τρόπο ζούσε και περιπλανιούνταν σ’  όλη τη χώρα…

Βράδιαζε όταν έφτασαν στη λίμνη. Ξεπέζεψαν  κοντά σε μια καλύβα ενός ψαρά και τον χάζευαν να ρίχνει τα δίχτυα του.  Ύστερα από λίγο τα μάζεψε και είδαν ότι ήταν γεμάτα ψάρια. Πεινούσαν κι οι δυο τους και του ζήτησαν να τους δώσει μερικά για να φάνε. Ο ψαράς τους  κοίταξε για λίγο  κι αμέσως γνώρισε τον θεραπευτή,  «η γυναίκα μου έχει  σπάσει το πόδι της πέφτοντας από τη βάρκα, μπορείς να κάνεις κάτι ;»   τον ρώτησε,  «πάμε να τη δούμε» είπε ο θεραπευτής συνοφρυωμένος  . Μπήκαν όλοι μαζί στην καλύβα που φωτίζονταν από ένα κερί,   και είδαν μια  νεαρή γυναίκα να κλαίει από τον πόνο ξαπλωμένη σ’ ένα λεπτό  στρώμα από άχυρα . Μόλις είδε τον θεραπευτή τα μάτια της φωτίστηκαν  « πονάω  πολύ!»  του είπε  « κάτσε  να σε δω»  απάντησε  ο θεραπευτής προσπαθώντας να την ηρεμήσει ενώ τη ζύγιζε με το βλέμμα του. Το τραύμα της  πρέπει να ήταν τρομερό γιατί αμέσως  η όψη του σκοτείνιασε , το κόκαλο από τον αστράγαλο της είχε βγει έξω από το δέρμα κι έχασκε άσχημα, ήταν μια περίπτωση πολύ δύσκολη. Ο θεραπευτής αναστέναξε και ζήτησε να του φέρουν λίγη λάσπη από τις όχθες του ποταμού,  έπειτα έπιασε το πόδι της γυναίκας πολύ προσεκτικά,  έβγαλε   από τη ζώνη του ένα μαχαίρι κι έκοψε ένα κομματάκι  από το κόκαλο που προεξείχε,  ο ψαράς μόλις είδε τη σκηνή λιποθύμησε. Ο  Καστροφύλακας  έφερε λίγο νερό στον ψαρά και προσπάθησε να τον ησυχάσει,  είχε δει τόσους τραυματισμούς και τόσους   σκοτωμούς ,  στην ένταση της μάχης δεν πρόσεχε τέτοια πράγματα όμως  στη θέα του τραύματος της νέας  γυναίκας  δεν άντεξε και απόστρεψε το βλέμμα του. Ο  θεραπευτής  δεν πρόσεχε τίποτα σκεφτόταν μόνο  τι έπρεπε  να κάνει σ’ αυτή τη δύσκολη περίπτωση,  «θέλω λίγο να ξεκουραστώ»  τους είπε «νυχτώνει και θέλω  να έχω καθαρό το μυαλό μου όταν δουλεύω, το πρωί με το φως τη μέρας θα το πιάσω ξανά να δω τι μπορώ να κάνω».

Έβαλαν τη γυναίκα να ξαπλώσει όσο πιο αναπαυτικά γινόταν  και  πήγαν να βοηθήσουν τον ψαρά που καθάριζε στο φως ενός μεγάλου λυχναριού κάτι μεγάλα γριβάδια. Ύστερα τα έβαλε σ ένα καλάθι πλεχτό ,  άναψε  έναν φούρνο  πήλινο που είχε έξω από την καλύβα του  και τα έριξε μέσα να ψηθούν.  Έβγαλε από την καλύβα  ένα δοχείο με κρασί κι ύστερα από λίγο όταν ετοιμάστηκαν τα ψάρια,   άρχισαν να τρώνε και να πίνουν σιγανά χαζεύοντας τη λίμνη που ζωντάνευε το βράδυ. Ο θεραπευτής με τον ψαρά πλάγιασαν στο πάτωμα της καλύβας ενώ  ο Καστροφύλακας  έβγαλε το σπαθί το Μαύρου Όλαφ και δοκίμασε μερικές κινήσεις  για να δει πως ήταν το χέρι και το σώμα του. Φαινόταν μια χαρά μόνο τα πλευρά του πονούσαν λίγο,  ήθελε χρόνο κι  εξάσκηση πολύ μέχρι να βρει την παλιά του δύναμη όμως ο θεραπευτής είχε κάνει το θαύμα του . Κοντά στα μεσάνυχτα  ξύπνησε  νιώθοντας  κάποια κίνηση έξω από την καλύβα,  πήγε σ’ ένα μικρό παραθυράκι  και είδε τον θεραπευτή να κάθεται σταυροπόδι στο χώμα με  τα μάτια κλειστά ενώ με τα δάχτυλα έκανε  κάτι κινήσεις στον αέρα σα να ψηλαφούσε  το πόδι  της γυναίκας. Κατάλαβε ότι ο χειροπράκτης προσπαθούσε να φανταστεί νοερά  το πρόβλημα  και ποια  μέθοδο θα ακολουθούσε, ήταν σα να έκανε μια πρόβα πριν την επέμβαση, όλη η σκηνή του έκανε μεγάλη εντύπωση  .

Με το που ξημέρωσε ο θεραπευτής ήπιε λίγο κρασί κι ύστερα έσκυψε πάνω από τη γυναίκα που φαίνονταν πολύ χλωμή, στο φως της μέρας έβλεπες ότι δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών. «Θα  πονέσεις»  της είπε μαλακά « αλλά ύστερα όλα θα περάσουν» - «εντάξει μη φοβάσαι»  του είπε αυτή που έδειχνε πολύ θαρραλέα « κάνε τη δουλειά σου, εγώ αντέχω!» Ο  θεραπευτής χαμογέλασε, ύστερα έπιασε το κορίτσι με τα τεράστια χέρια του και το έβαλε  να καθίσει σε μια στάση άνετη. Έπιασε γερά το πόδι της με το δεξί του χέρι ενώ με τα δάχτυλα του αριστερού πίεζε τα κόκαλα σα να προσπαθούσε να τα βάλει στη σωστή τους θέση « ένα λάθος να κάνω τώρα θα μείνει  ανάπηρη για όλη της τη ζωή»  είπε ψιθυριστά στον Καστροφύλακα που κοιτούσε από πάνω του γεμάτος περιέργεια.  «Φέρτε μου λάσπη…»  τους φώναξε « και δυο βέργες όσο γίνεται πιο ίσιες!»  Ο  ψαράς  είχε κάποια ξύλα, διάλεξε  τα πιο κατάλληλα κι ύστερα πήγε στην όχθη της λίμνης. Γέμισε ένα πιάτο ξύλινο με λάσπη πηχτή και το άφησε δίπλα στον χειροπράκτη .  Ο Θεραπευτής τοποθέτησε τη λάσπη γύρω από το πόδι, το τύλιξε με μερικά πανιά που είχε μαζί του και μετά έφτιαξε έναν  νάρθηκα αυτοσχέδιο με τα σανίδια  που  τα έδεσε πολύ σφιχτά με τις τζίβες που χρησιμοποιούσε ο ψαράς για να πλέξει τα καλάθια του ,  « δεν θα κουνήσει το πόδι της για ένα μήνα  ούτε θα σηκωθεί όρθια μέχρι που να θρέψει.  Σε τριάντα μέρες  θα περάσω πάλι να δω πως πάει»  είπε .  Ο  ψαράς τον ευχαρίστησε,  γέμισε ένα φλασκί με κρασί και τους το έδωσε μαζί με μερικά ψάρια και δυο μεταλίκια,  ό,τι είχε ο φτωχός άνθρωπος.

Κοιτάζοντας τη σκηνή ο Καστροφύλακας σκεφτόταν το μεγαλείο εκείνου του απλού ανθρώπου που γύριζε στα χωριά και γιάτρευε τον κόσμο.  Αυτός και το σινάφι του πολεμούσαν και σκοτώνονταν σπέρνοντας την καταστροφή ενώ  τούτος εδώ έφερνε μόνο καλό στους ανθρώπους προσπαθώντας να τους απαλλάξει από τα  βάσανα τους. «  Βέβαια κι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό»  είπε μέσα του « δεν μπορείς να παραδοθείς σε όποιον έρθει να σε σκοτώσει»  όμως πόσο καλύτερα θα ήταν να είχε περάσει τη ζωή του βοηθώντας τους ανθρώπους αντί να σκοτώνει.  Από την άλλη μεριά όμως αυτή ήταν η δουλειά του και την έκανε πολύ καλά,  κάποιος έπρεπε να το κάνει κι αυτό κι εκείνος ήταν  από τους καλύτερους του είδους,  σε τέτοιες υποθέσεις δεν μπορείς να είσαι μαλακός και λιγόψυχος οπότε δεν υπήρχε χώρος για περισσότερη σκέψη πάνω στο ζήτημα…

Κοντά στο  μεσημέρι είχαν φτάσει πια σ’ ένα δάσος πολύ σκοτεινό,  πλησίαζαν στο σημείο  όπου έπρεπε να χωριστούν όμως πρώτα έπρεπε να περάσουν μέσα από ένα φαράγγι με κάτι δέντρα πανύψηλα που έκρυβαν τον ήλιο.  Είχε  ακουστά για κείνο το δάσος,  λέγανε ότι ήταν κατοικία ληστών οπότε είχε  το νου του κι όλες του οι αισθήσεις ήταν σε επιφυλακή . Ξαφνικά μέσα στην ησυχία ακούστηκε ένα κοράκι να κρώζει,  πάντα πρόσεχε τα πουλιά, οι φωνές τους  ήταν  ένα είδος προειδοποίησης κι εκείνο το δάσος ήταν το καλύτερο μέρος για να τους στήσουν ενέδρα.  Σταμάτησε μια στιγμή το άλογο του ν’  αφουγκραστεί κι έκανε νεύμα στον θεραπευτή να σταματήσει κι εκείνος.  Με την άκρη του μάτι του  διέκρινε μια κίνηση μέσα στα  κλαδιά κι αμέσως σπιρούνισε το άλογο του ενώ  την ίδια στιγμή πετάχτηκαν από μια πλαγιά   πέντε καβαλάρηδες με φωνές και κραυγές που αντιλαλούσαν στο φαράγγι.  Ο Καστροφύλακας χωρίς να διστάσει  έβγαλε το σπαθί  του και χτύπησε τον πρώτο καβαλάρη κατευθείαν στο πρόσωπο τόσο δυνατά  που του έκοψε ένα μέρος από το κεφάλι.  Ύστερα στράφηκε στους άλλους που είχαν λυσσάξει βλέποντας το σύντροφο τους να γκρεμίζεται κάτω στο χώμα,  δεν ένιωθε ακόμα καλά το δεξί του χέρι οπότε έφερε το σπαθί στο αριστερό κι όπως ο δεύτερος καβαλάρης ερχόταν κατά  πάνω του κραδαίνοντας  ένα ακόντιο,  προτού ακόμα τον πλησιάσει, του πέταξε το σπαθί σαν να ήταν   στιλέτο τεράστιο και τον κάρφωσε στην κοιλιά . Ο  ληστής γκρεμίστηκε καταγής κι ο Καστροφύλακας έτρεξε να πάρει το όπλο του και να  σταθεί πάλι σε θέση μάχης όμως οι άλλοι ληστές είδαν ότι είχαν να κάνουν με σκληρό αντίπαλο και σπιρούνισαν τα λόγια τους για να χαθούν μέσα στο πυκνό μαύρο δάσος.

«Αυτό το άλογο θα το πάρω μαζί μου!»  φώναξε ο θεραπευτής  κρατώντας το χαλινάρι από το ζώο ενός  ληστή, « το δικό μου γέρασε πια, δεν ήξερα ότι πολεμάς τόσο καλά,  ελπίζω ν’  ανταμώσουμε κάποια άλλη φορά».   «Πρόσεχε μέχρι να βγεις από το  φαράγγι»  απάντησε  ο Καστροφύλακας και τον πλησίασε πεζός, « πάρε κι αυτό εδώ!»  του είπε βγάζοντας από το ταγάρι του ένα κύπελλο ασημένιο,  « Το νερό  γίνεται πιο δροσερό όταν πίνεις μ’  αυτό»  « ευχαριστώ !»  είπε ο θεραπευτής και συνέχισε την πορεία του δίχως να κοιτάξει πίσω.  

 

  

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΡΥΑΚΟΣ

Η ομίχλη έμοιαζε να κατεβαίνει από το λόφο, τράβηξε τις κουρτίνες να δει καλύτερα, τα σπίτια απέναντι είχαν καλυφθεί από το άσπρο στρώμα των...