Δεν περίμεναν τόσο χιόνι, παλιότερα έριχνε περισσότερο, ο κάτοικοι ήταν συνηθισμένοι, σ’ εκείνα τα βουνά έκανε κρύο καταραμένο, ο θείος του είχε φύγει από κει πέρα μόνο γι αυτό το λόγο, δεν άντεχε τους αναθεματισμένους χειμώνες που κρατούσαν μήνες όμως τα τελευταία χρόνια το κλίμα είχε αλλάξει, οι χειμώνες δεν ήταν τόσο τρομεροί κι οι κάτοικοι αναζητούσαν εκείνα τα χιόνια τα παλιά με τα οποία είχαν συνηθίσει να ζουν, έτσι αυτό το χιόνι ήταν ευπρόσδεκτο.
«Απόψε δεν πάμε σπίτι!» είπε σηκώνοντας το κεφάλι κατά τον ουρανό, έπρεπε να μείνει στο πόστο του, είχε στην ευθύνη του ένα μεγάλο κομμάτι της Εθνικής Οδού που έφτανε μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου, κοντά στη θάλασσα, κι εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να φύγει. Το χειμώνα έπρεπε να βγαίνουν έξω με βροχές και αέρηδες, οι δρόμοι όλη την ώρα εμφάνιζαν φθορές που έπρεπε να διορθώσουν. Περνούσε ώρες στο πόστο του μέχρι αργά τη νύχτα, σ’ ένα φυλάκιο από λαμαρίνες που ήταν εγκατεστημένο στην άκρη του δρόμου, κοντά σ’ ένα χωριό. Ήξερε όλους τους ντόπιους εκεί πέρα , τα παιδιά από το καφενείο του έφερναν σάντουιτς και καφέδες κάθε φορά, κοντά στο φυλάκιο υπήρχε το φαρμακείο του χωριού, κι ο γερο- φαρμακοποιός που είχε και χωράφια, του έφερνε σακιά με ντόπιες πατάτες, πολύ νόστιμες . Οι προγνώσεις δεν είχαν πει για μεγάλη χιονοθύελλα όμως εκείνοι ήταν προετοιμασμένοι. Είχαν αλάτι μπόλικο στις αποθήκες κι όλα τα μηχανήματα ήταν σε καλή κατάσταση, έτοιμα να βγουν και να καθαρίσουν τα πιο δύσκολα σημεία όπου ήξεραν ότι ο αέρας βρίσκει περάσματα ανάμεσα στα βουνά, και μαζεύει όγκους χιονιού. Είχαν τοποθετήσει από καιρό κάτι πλαστικούς ανεμοφράκτες που συγκέντρωναν το χιόνι μακριά από το δρόμο, είχαν φροντίσει για αποθέματα ξηράς τροφής αν χρειαζόταν, είχαν αλυσίδες εφεδρικές, όμως δεν περίμεναν τέτοια κακοκαιρία. Όλη τη νύχτα ήταν έξω δίνοντας οδηγίες, φορούσε το σκούφο και τα γάντια του κι έτρεχε παντού με το ερπυστριοφόρο, το χιόνι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει που ήταν ο δρόμος, έπρεπε να φανταστεί την πιθανή πορεία και σε μια στιγμή βρέθηκε μαζί με τον οδηγό του σ’ ένα χαντάκι όμως το ερπυστριοφόρο δεν καταλάβαινε τίποτα. Αυτό που φοβόταν πιο πολύ ήταν οι σήραγγες, αν εγκλωβίζονταν εκεί μέσα κανένα αμάξι υπήρχε φόβος όσοι ήταν μέσα να μην μπορέσουν να βγάλουν το βράδυ, αν χαλούσε το όχημα μπορούσαν να παγώσουν εκεί μέσα μέχρι να μπουν και να τους βγάλουν. Κοντά στα μεσάνυχτα, έδωσε οδηγίες στα παιδιά, μοίρασε καφέδες και νερά, τηλεφώνησε στη γυναίκα του που ανησυχούσε, κι ύστερα γύρισε πίσω στη βάση του να κοιμηθεί μια στάλα προτού ξαναβγεί στο κρύο.
Στο φυλάκιο είχε ζέστη καλή και μπορούσε να ηρεμήσει για λίγο. Ξάπλωσε σ’ ένα ράντζο και σκεφτόταν πως θα τελείωνε όλο αυτό, δούλευε εκεί πέρα πάνω από είκοσι χρόνια και δεν είχε ξαναδεί τέτοια κακοκαιρία. Άνοιξε την τηλεόραση κι άκουσε ότι ένα βαρομετρικό είχε κολλήσει ακριβώς από πάνω τους, η χιονοθύελλα μπορούσε να τραβήξει για μέρες όμως εκείνος ήξερε ότι μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση, άλλωστε οι προδιαγραφές του οδικού άξονα προέβλεπαν ένα τέτοιο σενάριο από τότε που είχε φτιαχτεί. Οι διανοίξεις είχαν ξεκινήσει πριν από πολλά χρόνια, ήταν ένα έργο τεράστιο, ίσως το μεγαλύτερο που είχε γίνει στη χώρα. Έπρεπε να φτιαχτούν κάτι γέφυρες πελώριες που έχασκαν πάνω από γκρεμούς τεράστιους, ν’ ανοίξουν τούνελ χιλιομέτρων μέσα στο βουνό -μια δουλειά που πήρε χρόνια. Έπρεπε να απαλλοτριωθούν ένα σωρό εκτάσεις, πολλοί άσχετοι είχαν βγάλει ένα σωρό λεφτά από κείνες τις απαλλοτριώσεις, όμως στο τέλος ο δρόμος είχε φέρει στο προσκήνιο μια περιοχή αποκλεισμένη για αιώνες, μια περιοχή αφιλόξενη όπου οι λιγοστοί κάτοικοι είχαν μάθει να ζουν σε υψόμετρα ασυνήθιστα και για να ταξιδέψουν χρειάζονταν μήνες και χρόνια. Άμα έμπαινες σ’ κείνη την περιοχή σκιαζόσουν, παντού γύρω έβλεπες κορφές χιονισμένες και ρέματα χαοτικά, δεν υπήρχε ούτε ένα μέρος επίπεδο εκτός από μια κοιλάδα όπου είχαν χτίσει τη μεγάλη πόλη, δίπλα σε μια λίμνη μονίμως χαμένη μέσα στην ομίχλη . Όλη η υπόλοιπη περιοχή ήταν γεμάτη βουνά απότομα και κάτι καχεκτικά χωριουδάκια σφηνωμένα μέσα στις πέτρες. Ο δρόμος τους είχε σώσει, μπορούσαν να ταξιδέψουν γρήγορα και με ασφάλεια βγαίνοντας από την απομόνωση, τουρίστες είχαν γεμίσει τον τόπο, φορτηγά κουβαλούσαν εμπορεύματα για την Ευρώπη και την Ασία, η δίοδος είχε γίνει ένα κόμβος εμπορικός που έπρεπε να μένει ανοιχτός χειμώνα καλοκαίρι…
Τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνεχώς, δεν μπορούσε να ησυχάσει ούτε στιγμή, ο προϊστάμενος του έστελνε μηνύματα όλη την ώρα, από το υπουργείο είχαν ανησυχήσει, τον καλούσαν τα εκχιονιστικά να τον ενημερώσουν για το χιόνι, του τηλεφωνούσαν από την αστυνομία, από την πυροσβεστική, από την περιφέρεια, όλοι ήθελαν να μάθουν τι γίνεται. Έπειτα από κάνα δυο ώρες αποφάσισε να βγει πάλι έξω, ο δρόμος που είχε καθαριστεί είχε γεμίσει πάλι χιόνι, καθώς δεν είχε κοιμηθεί εδώ και 24 ώρες έβλεπε μπροστά του ένα σωρό όνειρα σα να κοιμόταν ξύπνιος, σ’ ένα από αυτά έβλεπε τη θάλασσα, πως του είχε έρθει στο μυαλό, έβλεπε ένα ποτάμι να αδειάζει καφετιά νερά μέσα στα κύματα μέχρι βαθιά, κούνησε το κεφάλι κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του να ξυπνήσει. Αν και ήταν κουρασμένος όλη αυτή η αναταραχή τον είχε συνεπάρει. Του άρεσε η δουλειά του , πολλές φορές καθόταν εκεί πέρα 12 και 15 ώρες, κι ούτε που καταλάβαινε πότε έπεφτε το σκοτάδι, είχε μαζί του κάτι ντόπιους φίλους, είχαν φτιάξει καλό συνεργείο κι η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καλή. Στο σπίτι πήγαινε αργά το βράδυ μόνο για να κοιμηθεί, η γυναίκα του τον είχε συνηθίσει, τα σαββατοκύριακα πετάγονταν καμιά βόλτα να δει τι συμβαίνει στο δρόμο, κι ύστερα περνούσε την ώρα με τα παιδιά που περίμεναν να δουν τον πατέρα τους και να μιλήσουν λίγο μαζί του, πιο πολύ η μικρή του κόρη που της είχε αδυναμία μεγάλη.
«Στο τούνελ κοντά στο διάσελο έχουμε εγκλωβισμένους!» του είπε ένας χειριστής που είχε φτάσει μέχρι εκεί, « δεν μπορούμε να μπούμε μέσα, έχει μαζέψει πολύ πράμα στην είσοδο και το εκχιονιστικό έχει βλάβη , έχουμε πρόβλημα!»- « Ωχ !» σκέφτηκε, αυτό δεν ήταν καλό, « πόσοι είναι μέσα ξέρουμε;» -« δεν έχουν σήμα» του είπε ο χειριστής, «βλέπω κάτι φώτα στο βάθος ». Οδηγώντας όσο πιο γρήγορα γινόταν έφτασε στο σημείο που οι παλιοί ονόμαζαν ‘’Του κυνηγού το διάσελο’’, ήταν ένα μέρος ανάμεσα σε δυο κορφές απ’ όπου έβρισκε διέξοδο ο αέρας στοιβάζοντας το χιόνι σ' όλη την έκταση γύρω. Στάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας τον ορίζοντα, κάπου ψηλά κατά τον αυχένα των ορέων, φαινόταν ένα άστρο χαμένο μέσα στη σκοτεινιά. Τρίβοντας τα παγωμένα του δάχτυλα έβγαλε το τηλέφωνο και πήρε κάποιο νούμερο που του είχαν δώσει τα παιδιά, ευτυχώς υπήρχε σύνδεση, « θα σας βγάλουμε, μη φοβάστε, είπε σε κάποιον άνδρα που απάντησε, «αν έχετε νερό και κάτι να φάτε χρησιμοποιήστε τα, προσέξτε την εξάτμιση του αυτοκινήτου να μην κλείσει από το χιόνι, μείνετε μέσα στο αμάξι, αν υπάρχει κάποιος άλλος κοντά μαζευτείτε όλοι σε ένα όχημα». Έδωσε εντολή στο κέντρο ελέγχου να ανοίξουν τους ανεμιστήρες για να φυσούν προς μια κατεύθυνση και πλησίασε στο στόμιο να δει τι μπορούσαν να κάνουν. Το ανεμοσούρι είχε μαζέψει ένα βουνό χιόνι μπροστά στο τούνελ, δεν μπορούσαν να περάσουν μέχρι να φτιάξουν το εκχιονιστικό ή να φέρουν κάποιο άλλο, έπρεπε να περιμένουν. Γύρισε πίσω αναζητώντας κάποια έξοδο για την αντίθετη κατεύθυνση, κάμποσα χιλιόμετρα πιο κάτω βρήκε μία, γύρω δεν κυκλοφορούσε ψυχή οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσει μέχρι το τούνελ και να δει αν μπορούσε να περάσει απέναντι μέσα από κάποια έξοδο ασφαλείας. Όταν έφτασε στη σήραγγα είδε ότι από κείνη τη μεριά δεν υπήρχαν ανεμοσούρια και μπορούσε να τη διασχίσει πιο εύκολα. Τσαλαβουτώντας στο χιόνι που έφτανε μέχρι τα γόνατα, έφτασε μέχρι το σημείο όπου πίστευε ότι βρίσκονταν οι εγκλωβισμένοι, άνοιξε το πορτάκι, ανέβηκε κάτι σκάλες και μέσα από μια στενή στοά, τσιμεντένια, βρέθηκε στη άλλη μεριά. Κοίταξε δεξιά - αριστερά και κάπου στο βάθος είδε κάτι μικρά φώτα, εκεί βρίσκονταν λοιπόν οι εγκλωβισμένοι.
Τα φανάρια του αυτοκινήτου ήταν αναμμένα, πλησίασε με πολύ κόπο όμως δεν μπορούσε να δει μέσα από τα τζάμια, δοκίμασε ν’ ανοίξει την πόρτα αλλά έμοιαζε μαγκωμένη, τραβώντας με δύναμη την άνοιξε τελικά και είδε έναν άντρα μ’ ένα κοριτσάκι μικρό που κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Ο άνδρας ξύπνησε και τον κοίταξε τρομαγμένος, «είμαι από το συνεργείο, μη φοβάσαι!» του είπε αυτός κρατώντας τον από το μπράτσο, ο άλλος τα είχε χαμένα « χρειάζεται ινσουλίνη » είπε ξέπνοα «είναι διαβητικό, πρέπει να την πάρει γρήγορα, είχε μια κρίση, ξεκινήσαμε για το νοσοκομείο, εγώ δεν μπορώ να περπατήσω, έχω το πόδι μου, πάρτο εσύ και βρες ινσουλίνη γρήγορα». Στο αμάξι υπήρχε ζέστη, ο άνθρωπος μπορούσε ν’ αντέξει εκεί μέσα όλη νύχτα, έλεγξε την εξάτμιση μήπως είχε βουλώσει και τον έπνιγε στις αναθυμιάσεις, έβαλε στο παιδί ένα σκούφο που βρήκε στο κάθισμα και το πήρε στην αγκαλιά του, «θα έρθουμε να σε βγάλουμε» είπε στο άντρα κι άρχισε να περπατά πάλι σέρνοντας πόδια. Κουβαλώντας το κοριτσάκι που δεν μιλούσε κι έμοιαζε σα ζαλισμένο, μπήκε ξανά μέσα στην τσιμεντένια στοά, όλη την ώρα σκεφτόταν την κόρη του που είχε ακριβώς την ίδια ηλικία, είχε την αίσθηση ότι κουβαλούσε το δικό του κοριτσάκι που κάθε πρωί ερχόταν και τον φιλούσε κατά τις 6 το πρωί, κι ύστερα πήγαινε πάλι στο δωμάτιο του και κοιμόταν. Βγήκε από τη στοά κι άρχισε να τσαλαβουτά πάλι μες το χιόνι που όλο και ψήλωνε, όταν βγήκε επιτέλους από τη σήραγγα απέθεσε το παιδί στο αμάξι του, τηλεφώνησε για ασθενοφόρο, κι άρχισε να οδηγεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έφτασε στο φυλάκιο του, άνοιξε ένα μπουκάλι νερό κι έδωσε να πιει το παιδί, κι ύστερα πήρε τηλέφωνο στον φαρμακοποιό του χωριού που δεν το σήκωνε, τον πήρε ξανά και ξανά πάνω από δέκα φορές και τελικά ακούστηκε οργισμένη η φωνή του φαρμακοποιού, «τι θες τέτοια ώρα διάβολε!», του εξήγησε κι ο φαρμακοποιός του είπε, «έλα αμέσως στο φαρμακείο». Κατάκοπος κι εξαντλημένος σήκωσε το παιδί που έδειχνε να έχει πέσει σε λήθαργο, ο φαρμακοποιός αν και γέρος ήταν πολύ δυνατός και τον περίμενε μπροστά στο μαγαζί φορώντας κάτι μπότες λαστιχένιες. Σήκωσε την μπλούζα του παιδιού και είδε τη συσκευή για τη μέτρηση του διαβήτη που είχε καρφωμένη στο πλευρό του. Έκανε την ένεση όσο πιο μαλακά μπορούσε, κι έπειτα έβαλε το παιδί να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασε το όχημα των πρώτων βοηθειών με δυο νοσοκόμους που το πήραν για εξετάσεις.
Έμεινε μόνος στο φυλάκιο, ήθελε να βγει πάλι έξω, είχε ένα σωρό πράγματα να κάνει, έπρεπε να απεγκλωβίσουν τον άνθρωπο που είχε μείνει μοναχός του μέσα στο τούνελ, να φτιάξουν το εκχιονιστικό, να φέρουν κι άλλο αλάτι, το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια όμως δεν άντεχε. Ξάπλωσε στο ράντσο ξεχνώντας να σφραγίσει την πόρτα και τα μάτια του έκλεισαν αμέσως. Κοιμήθηκε βαθιά και το πρώτο πράγμα που γέμισε το μυαλό του ήταν ξανά η θάλασσα όπου έμπαιναν με ορμή τα καφετιά νερά ενός χειμάρρου, η επιφάνεια της άλλαζε συνέχεια χρώματα μέχρι πέρα βαθιά, μπορούσε να ακούσει τον αχό των κυμάτων και το βουητό της τρικυμίας, απ' την μισόκλειστη πόρτα έμπαινε χιόνι κι αέρας που πάγωνε το δωμάτιο, κάποια στιγμή σηκώθηκε και την έκλεισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου