Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

AΠΤΟ ΦΩΣ

Το φως εδώ είναι κατ’ εξοχήν ιδιόρρυθμο… Αποκαλύπτει το τοπικό χρώμα με την ίδια ένταση όχι μόνο σο φως αλλά και στη σκιά και στο κατακαλόκαιρο∙  το μεσημέρι, το φως γίνεται πυκνό, απτό,  παλμικό, σχεδόν μαγικό, δημιουργώντας στη λαϊκή φαντασία την πεποίθηση ότι σε αυτήν την μοιραία  ώρα  εμφανίζονται ημερήσια πνεύματα ανάλογα με τα μεσονύχτια φαντάσματα.

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας

 

Η πρώτη φορά που ερωτεύτηκε ήταν στο λύκειο όμως εκείνη ήταν μια περίπτωση φευγαλέα, δεν την είχε ζήσει κανονικά  ούτε είχε τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση για να τη διεκδικήσει, ήταν πολύ εντυπωσιακή για τα μέτρα του. Στο πανεπιστήμιο είχε γνωρίσει μια κοπέλα, μια σγουρομάλλα με προφίλ που θύμιζε τη Μέριλ Στριπ, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ερωτεύονταν πραγματικά, εκείνη  είχε σχέση αλλά ο δικός της έλειπε κι έπρεπε  ν’  αναπληρώσει το κενό.  Όταν λοιπόν της είχε πει μια φορά ότι έμοιαζε με τη μάνα του εκείνη τσίμπησε, ξύπνησε το μητρικό της  και τον πολιορκούσε οπότε κάποια στιγμή σκέφτηκε «ας πάω μαζί της»  όμως δεν είχε ιδέα  τι να κάνει, δεν είχε καμιά προηγούμενη εμπειρία,  εκείνη του έλεγε «τα χέρια σου είναι κουλά παιδάκι μου»,  εκεί είχε φιληθεί για πρώτη φορά, ήταν ωραίο, και φυσικά δάγκωσε τη λαμαρίνα. Η άλλη είχε κάνει τη δουλειά της κι εκείνος που δεν ήξερε την τύφλα του κόλλησε, φυσικά εκείνη τον κράτησε σε απόσταση, ήξερε το παιχνίδι κι αυτός έπειτα από λίγο το  πήρε απόφαση ότι δεν τον έπαιρνε, πάντως του είχε μείνει από κείνη την ιστορία μια ανάμνηση όμορφη τότε που την περίμενε στη στάση του λεωφορείου κι άκουγε μια μουσική από κάποιο μαγαζί, ένα ακορντεόν με φόντο τον παφλασμό των κυμάτων, αργότερα ανακάλυψε ότι ήταν το Biscaya, ένα παλιό γερμανικό κομμάτι.  Του είχε μείνει και μια σκηνή στο δωμάτιο της, στις φοιτητικές εστίες, εκείνη είχε κλειδώσει το σύρτη και τον φιλούσε αφού τον στρίμωξε  στον τοίχο, απέπνεε έναν ερωτισμό πολύ έντονο κι αυτός  ήταν ο τρόπος της να τον αποχαιρετήσει,  δεν  είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο με καμιά γυναίκα μέχρι τότε.

Η δεύτερη φορά ήταν τραυματική,  κατέληξε στην πρώτη του  σχέση που κράτησε μιάμιση δεκαετία. Ένιωθε μια έλξη αβίαστη για κείνη την κοπέλα όμως  δεν μπορούσε να κοιμηθεί μαζί της στο ίδιο κρεβάτι, όποτε ακουμπούσε το σώμα της αισθάνονταν να ηλεκτρίζεται,  ήταν η πρώτη του   σεξουαλική επαφή και δεν ήξερε τι του γίνονταν,  του πήρε χρόνια να μάθει πως λειτουργεί το σώμα της γυναίκας.  Από κείνη τη σχέση θυμόταν ένα  διαμέρισμα όπου έφτανε περνώντας ένα φανάρι,  δίπλα σ’ ένα πάρκο με κάτι θάμνους που είχαν επιζήσει για πολλά χρόνια και τους χάζευε έπειτα από χρόνια όποτε περνούσε από κει. Για να φτάσεις στο διαμέρισμα της έπρεπε ν’ ανέβεις κάτι σκαλιά μέχρι τον τέταρτο όροφο, εκεί την έβρισκε και  καθόταν μαζί  βλέποντας  τη βροχή του χειμώνα ενώ από το κασετόφωνο έπαιζε μια μουσική. Αυτή η δεύτερη είχε αποδειχθεί πολύ σκοτεινός τύπος, τον κρατούσε πάντα σε απόσταση,  έφευγε και τον άφηνε στο έλεος του θεού για μέρες  κι εκείνος χωρίς να το καταλάβει ερωτεύτηκε κάποια άλλη, πλατωνικά εννοείται, μια ξανθιά σοφοστικέ, πολύ όμορφη,  κι η δικιά του  φυσικά το πήρε πρέφα, άλλωστε όλη την ώρα μιλούσε για τον έρωτα,  τόσο βλάκας, είχε γίνει  και μια σκηνή ζηλοτυπίας λίγο αστεία, δεν του άρεσε όλο αυτό, ορκίστηκε να μην μπλέξει ποτέ ξανά με δυο γυναίκες, ήταν θέμα αξιοπρέπειας. Είχε πάρει το μάθημα του λοιπόν όμως από όλη την ιστορία είχε καταλάβει ότι μια πολύ όμορφη γυναίκα δεν είναι πάντα ψεύτικη, αξίζει να την ψάξεις.

Όταν τον άφησε η δικιά του μετά από πολλά χρόνια  είχε πάθει την πλάκα του, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν το περίμενε, ήταν εντελώς αιφνιδιαστικό, έπρεπε να  αναλύσει τι είχε συμβεί, να σκεφτεί, να ψάξει, να διαβάσει, να φυλαχτεί,  κατάλαβε ότι ήταν κάτι πολύ σοβαρό, πάντα έπαιρνε στα σοβαρά τα πράγματα, και μέσα στην παραζάλη του ερωτεύτηκε πάλι. Αυτή τη φορά ήταν μια μελαχρινή, πολύ παιχνιδιάρα που στολίζονταν όλη την ώρα,  το κατείχε το αντικείμενο,  είχε φυσικά σχέση κανονική η τύπισσα αλλά χρειάζονταν και κάποιο συμπλήρωμα εκ του ασφαλούς, «δεν το επεδίωξα εγώ αυτός ήρθε και μου κόλλησε» ξέρεις πως γίνεται.  Θα σκέφτηκε σίγουρα «ας παίξουμε με τον τύπο να σπάσουμε λίγο πλάκα» περίμενε ότι αυτός   θα έκανε κάποια κίνηση να τη φιλήσει ή να την αγκαλιάσει έξω από την πόρτα καθώς χαιρετιούνταν και τότε θα του έλεγε «όχι δεν είναι σωστό τι κάνεις !», όμως δεν υπήρχε περίπτωση να τον προδώσει το σώμα του, αυτό τουλάχιστον ήξερε να το ελέγχει. Και της είχε πει  «κοίταξε ότι και να νιώθω για σένα, αν πω να σε ξεχάσω θα έχεις σβήσει σε δυο μέρες, δυο μέρες», αυτό της είχε φανεί τρομακτικό, δεν της είχε συμβεί, ξανά,  δεν μπορούσε να το δεχτεί.

Κι από κείνη την ιστορία είχε μάθει ένα σωρό πράγματα,  κατ’ αρχάς κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν να βάζει προαπαιτούμενα στις γυναίκες που ήθελε να γνωρίσει,  δεν χρειάζονταν να είναι της κουλτούρας όπως νόμιζε παλιά, ούτε ξανθιές ή μελαχρινές,  όλο το θέμα ήταν να νιώθεις  κάποιου είδους άνεση και χημεία  μαζί τους, σωματική και πνευματική. Εκείνη η περίπτωση ήταν μεγάλη δοκιμασία,  κάθε φορά που ήταν να πάει στο σπίτι της ένιωθε ότι έμπαινε σε μα παγίδα,  έπρεπε να δείχνει άνετος ενώ από μέσα του αισθανόταν ότι μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, να γίνει κομμάτια εκεί μπροστά της. Αργότερα, όταν περνούσε από τη γειτονιά της, κοιτούσε  το  δρόμο σε μια κατηφόρα και κάτι αναρριχώμενα που σκέπαζαν την πολυκατοικία της και θυμόταν το καρδιοχτύπι του κάθε φορά που πήγαινε να τη συναντήσει. Ένα πρωί  την είχε δει στο λεωφορείο να τον χαζεύει από μακριά,  σίγουρα σκεφτόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν,  τα κόλπα της  δεν είχαν πιάσει,  κι όταν σταμάτησε να τη βλέπει του έστειλε ένα μήνυμα δακρύβρεχτο, ελεεινό, στενοχωρήθηκε πολύ σίγουρα,  δεν είχαν πιάσει τα μάγια της.  Όταν το διάβασε ένιωσε μεγάλη απογοήτευση για κείνη, τελικά ήταν πολύ λίγη. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι του άνοιξε την όρεξη,  με την προηγούμενη σχέση που είχε κρατήσει χρόνια, ξέχασε πως είναι να είσαι ερωτευμένος, να ακούς ένα σωρό μουσικές και τραγούδια καινούρια, να οξύνεις τις αισθήσεις σου, να νιώθεις μια ευφορία και μια εσωτερική αναγέννηση,  η ζωή σου να αποκτά νόημα κι όλα γύρω να έχουν σημασία,  να γεμίζει το είναι σου, ά αυτό ήταν το πιο  ωραίο!

Έτσι συνέχισε να ερωτεύεται και να το ψάχνει με τις γυναίκες είτε ήταν πιτσιρίκες, είτε πιο μεγάλες και ώριμες. Μερικές είχαν απλώς έναν ερωτισμό διάχυτο που έβγαινε από τα κύτταρα τους, άλλες σκεφτόταν περισσότερο, μπορούσες να μιλήσεις μαζί τους, να μάθεις δυο τρία πράγματα, όλες όμως είχαν κάτι που του έλειπε και τον συμπλήρωναν  με κάποιο τρόπο, αυτός λένε άλλωστε  ότι είναι ο προορισμός κάθε άντρα.  Κάποιες ήταν πονηρές,  δε σου έδιναν  τίποτε, σε άφηναν να τις αγγίξεις,  να τις χαϊδέψεις, να ψηλαφίσεις το μαλακό τους γόνατο αλλά  σου έδειχναν ότι δεν είχε παρακάτω.  Άλλες πάλι ήταν εντελώς παλαβές όμως αυτός τις ερωτεύονταν  πλατωνικά,  βέβαια ήταν μεγάλο  βάσανο να μη τις βλέπεις όποτε θέλεις, όταν είσαι στη φούρια σου,  σχεδόν ανυπόφορο αλλά όλα τα ωραία έχουν το αντίτιμο τους και ήταν διατεθειμένος να το πληρώσει. Όπως και να είχε  ήξερε ότι ο έρωτάς  του δεν κρατούσε πάνω από δύο μήνες,  καμιά φορά και λιγότερο, ένα μήνα, το είχε μετρήσει οπότε ό,τι κι αν συνέβαινε αυτό το διάστημα περνούσε με κάποιον τρόπο  και μετά μπορούσε να βρει κάτι άλλο…

Το επόμενο χτύπημα ήταν μ’  ένα βλαμμένο που είχε κάτι μικρούς χρυσούς χαλκάδες ψηλά στα πτερύγια του αυτιού,  από τότε φυλάγονταν όποτε έβλεπε τέτοιο σημάδι, κάποιο επιπλέον τρύπημα, κάποιο τατουάζ,  κανένα σιδεράκι σφηνωμένο στο φρύδι ή γύρω από το στόμα,  για κάποιο λόγο  φοβόταν τις γυναίκες που είχαν  τέτοια πράγματα. Αυτή η τελευταία είχε αποδειχτεί μεγάλο κάθαρμα, είχε ανακατέψει και   τη μάνα της,  τον είχαν απειλήσει, έλεγαν ψέματα ότι είχε μπει στο δωμάτιο της χωρίς να τη ρωτήσει. τον φοβέρισαν ότι θα τον πάνε στο δικαστήριο, αστεία  πράγματα.  Του την είχε δώσει, τις είχε στείλει στο διάβολο και κείνη και τη μάνα της,  έπειτα όμως οι δικές σου άλλαξαν τροπάρι, «ά εμείς θέλουμε να γνωρίσουμε το παιδί»  είχαν πει σε μια κοινή τους φίλη,  «να πάνε στο διάβολο !» τις είπε  αυτός. Είχε αποφασίσει να κόψει τους έρωτες αλλά και πάλι,  χωρίς να το αντιληφθεί, είχε ξαναερωτευτεί μια πιτσιρίκα, είχε βλέπεις  τα προβλήματα του, όλα πήγαιναν στραβά,  είχε φρακάρει και χρειαζόταν κάποια διέξοδο πάλι, ο έρωτας  ήταν μια λύση κι όταν το μικρό άρχισε να κάνει κόνξες το έστειλε στον αγύριστο, από τότε αποφάσισε να κοιτά  γυναίκες πιο κοντά στην ηλικία του κι έτσι γνώρισε τη γυναίκα του.

Η συνάντησή τους έγινε  σ’ ένα μέρος λίγο αλλόκοτο όπου αυτός  δούλευε εκείνη την περίοδο, του άρεσε το πρόσωπο τα δάχτυλά της, μια σκιά κάπου βαθιά στα μάτια της.   Ήταν μια από τις λίγες γυναίκες που ερχόταν εκεί πέρα κι όταν την είδε σκέφτηκε «πρέπει να της μιλήσω οπωσδήποτε». Στην αρχή νόμιζε ότι δεν τον ήθελε όμως εκείνη είχε το σκοπό της, το αφεντικό του που τους είχε συστήσει είχε τρελαθεί, «δεν γίνεται να τα έφτιαξες με την Α, δεν μπορεί!», είχε σκάσει από τη ζήλια του όμως αυτός έψαχνε κάτι καινούριο, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αγνοήσει την πρόκληση.  Σ’ εκείνη τη φάση έχασε πάλι τον ύπνο του, ήταν ένα διάστημα πολύ δύσκολο, ζορίστηκε πολύ όμως ήξερε ότι έπρεπε να επιμείνει, το σώμα του δεν μπορούσε να τη συνηθίσει. Όταν πήγαν διακοπές σ’ ένα νησί καθόταν ξαπλωμένος και τη χάζευε που χτένιζε τα μαλλιά της απέναντι στον ήλιο, το φως του μεσημεριού ήταν τόσο έντονο, σχεδόν ανυπόφορο, κι όπως έμπαινε  με ορμή από το παράθυρο ένιωθες ότι μπορούσες να το αγγίξεις, να το ψηλαφίσεις, να το πλάσεις με τα χέρια σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ

Έμενε στην φοιτητική εστία τότε και είχε μηδενικά έξοδα, ενοίκια και λογαριασμοί δεν υπήρχαν,  έξω δεν έβγαινε και πολύ, κανέναν καφέ κάπου ...