Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

ΠΑΤΗΡ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ

 Η βροχή έπεφτε με ορμή στις πλάκες του λιθόστρωτου,  η κακοκαιρία εξακολουθούσε μέρες τώρα, έριχνε δέντρα, σήκωνες στέγες, σκορπούσε ό, τι έβρισκε στο δρόμο της   και μες το χαλασμό ακούστηκαν τα πέταλα ενός αλόγου που κάλπαζε πάνω στους κυβόλιθους, οι κάτοικοι της πολιτείας  δεν τολμούσαν ν’ ανοίξουν τα παράθυρα από το φόβο τους,  οι γριές έλεγαν χαμηλόφωνα «Ο Άι Γιώργης περνά» αυτοί που ήξεραν όμως ήταν σίγουροι  ότι ήταν ο Καστροφύλακας !

Στην άκρη της πόλης,  μες τα χαλάσματα κάποιου  παλιού κάστρου, υπήρχε μια μόνη κάμαρα μεγάλη, στεγνή. Το ήξερε από παλιά το μέρος, είχε βρει καταφύγιο  πολλές φορές εκεί.  Βιάστηκε να βάλει το άλογο του μέσα, κι εκείνο μόλις ξέφυγε τη βροχή άρχισε να τινάζεται για να διώξει από πάνω του τις σταγόνες του νερού. Το κάστρο είχε εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια, κανείς δεν ήξερε γιατί, η μοναδική κάμαρα που είχε μείνει ανέπαφη στηρίζονταν σε κάτι κολώνες μεγάλες που έφταναν μέχρι ψηλά, πολλοί ταξιδιώτες έβρισκαν εκεί καταφύγιο και μπορούσες να δεις σε μια γωνιά ξύλα  καμένα κι αποκαΐδια. Ο χώρος  ήταν παγωμένος κι εκείνος είχε μουσκέψει, έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά γρήγορα για να μην αρρωστήσει. Ευτυχώς ο αέρας είχε παρασύρει μέχρι την είσοδο του κάστρου, εκεί που κάποτε θα ήταν οι στάβλοι, ένα σωρό μικρές μπάλες από χόρτα που άναβαν εύκολα με τη σπίθα της τσακμακόπετρας. Έριξε στη φλόγα  όσα ξυλαράκια βρήκε, ύστερα μερικά πιο μεγάλα και τέλος ένα τεράστιο μισοκαμμένο κούτσουρο που θα έκαιγε όλη νύχτα. Έβγαλε από το δισάκι του λίγο κριθάρι κι έδωσε στο ζώο  που ήταν νηστικό για ώρες, εκείνο αμέσως χλιμίντρισε  σα να τον ευχαριστούσε και το έφαγε πολύ γρήγορα, του έδωσε ακόμα λίγο κι ύστερα άρχισε να  βγάζει τα ρούχα του ώσπου έμεινε εντελώς γυμνός. Στάθηκε  μπροστά στη φωτιά κρατώντας τα ρούχα πάνω από τις φλόγες μέχρι να στεγνώσουν καλά, όλη αυτή την ώρα σκεφτόταν την αποστολή που του είχαν αναθέσει, έπρεπε  να βρει ένα προδότη, τον  Θολό,  που είχε φύγει από το παλάτι με όλα τα σχέδια των τειχών. Ο Θολός  ήταν ένας αυλικός φιλόδοξος, πολύ όμορφος, έμπιστος και ικανός,  που ήξερε όλα τα μυστικά,  τις πύλες, τα δυνατά σημεία της οχύρωσης κι κείνα που δεν ήταν σε καλή κατάσταση, τις μυστικές εισόδους και τα κανάλια υδροδότησης, την ποσότητα των τροφίμων στις αποθήκες, τον αριθμό των φρουρών και των υπερασπιστών.  Τα σχέδια εκείνα δεν έπρεπε να πέσουν σε λάθος χέρια αλλιώς η βασιλική οικογένεια, η αυλή, το παλάτι κι όλη η κεφαλή της αυτοκρατορίας ήταν σε κίνδυνο. Όλοι καταριούνταν τον Θολό που  είχε φερθεί με τόση αχαριστία στους ευεργέτες του   και σ’  εκείνους που τον είχαν αναδείξει, πιο πολύ είχε θυμώσει ο δομέστικος των σχολών επειδή φεύγοντας είχε σκοτώσει χωρίς  λόγο  το σκύλο του που όλοι μέσα στο παλάτι αγαπούσαν, το ζώο βρέθηκε κατακρεουργημένο κι ο δομέστικος ήταν να πεθάνει από τη θλίψη του  .  

Τα ψηλά σανδάλια του που τυλίγονταν γύρω από το πόδι, μέχρι το γόνατο, είχαν στεγνώσει ενώ οι κάλτσες που τον προστάτευαν ως τη μέση, άχνιζαν ακόμα.  Έριξε μερικά επιπλέον  ξύλα κι ύστερα συνέχισε να κρατά μπροστά στις φλόγες  τις κάλτσες και το χοντρό χιτώνα του που θα χρειαζόταν κι άλλο χρόνο  μέχρι να φύγει κάθε υγρασία  από πάνω του. Η ώρα πρέπει να είχε περάσει, ήταν  άυπνος εδώ και δύο εικοσιτετράωρα, τα μάτια του έκλειναν,  ύστερα από τόσα ξύλα που είχε κάψει η κάμαρα ήταν πιο φιλόξενη,  οι τοίχοι είχαν αρχίσει να αντανακλούν τη ζέστη, το άλογο του κοιμόταν από  ώρα και ροχάλιζε βαθιά ανεβοκατεβάζοντας τη μεγάλη άσπρη κοιλιά του. Όταν επιτέλους στέγνωσαν όλα τα ρούχα, τα φόρεσε, έριξε την κάπα του  πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα,  έβαλε το ασκί για προσκεφάλι και κοιμήθηκε τόσο βαριά σα να είχε πέσει πάνω του ο ουρανός ολόκληρος.

Όταν ξύπνησε προσπάθησε να καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει, ο αέρας είχε κόψει όμως η βροχή συνέχιζε να πέφτει, έβγαλε ακόμα λίγο κριθάρι,  έδωσε στο άλογο του,  κι ύστερα πήρε το μπρούτζινο κύπελλο που είχε στο ασκί,  μάζεψε νερό της βροχής κι έριξε μέσα του ένα κομμάτι κρέας που είχε φυλάξει. Ανακάτεψε τη φωτιά κι έβαλε το δοχείο μέσα στα κάρβουνα.  Το νερό άρχισε γρήγορα να κοχλάζει, το άφησε να βράσει καλά και  ήπιε όλο το ζωμό,  ήταν ότι έπρεπε για να πάρει λίγη δύναμη. Τώρα έπρεπε να βρει τον Ιλαρίωνα,  τον επίσκοπο της περιοχής,  έναν γίγαντα με  μάτια καρφωμένα ψηλά στο μέτωπο που τον έκαναν  να δείχνει σαν τον Πολύφημο. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, ο Ιλαρίων θα είχε πολλές δουλειές όμως πάντα έβρισκε λίγο χρόνο για το φίλο του.

Ο επίσκοπος ήξερε πολλά από τις εξομολογήσεις κυρίως των γυναικών που τον εμπιστεύονταν και του έλεγαν τα μυστικά και τις αμαρτίες τους για να συγχωρεθούν και να κοινωνήσουν. Κι άλλες φορές τον είχε βοηθήσει,  ήταν πιστός στο βασιλιά και  γνώριζε πότε ένα μυστικό μπορεί αποκαλυφθεί και πότε όχι αυτή,  ήταν μια αρετή σπάνια κι ο Ιλαρίων το ήξερε. Συναντήθηκαν στα λουτρά της πόλης, το αγαπημένο μέρος του Ιλαρίωνα που τον περίμενε καθισμένος σ’ ένα σκαμνί καθώς σκούπιζε το σώμα του. Αφού του εξήγησε γιατί ήρθε ο Ιλαρίων συνοφρυώθηκε, κι άρχισε να κοιτά γύρω καχύποπτα,  έπειτα του είπε χαμηλόφωνα,  «η γυναίκα του Σγουρού   μου είπε ότι η  κόρη  της, η Αλεξία,  αγαπά τον Θολό. Ο Σγουρός  έχει στην ιδιοκτησία του  όλα τα αμπέλια και τις ελιές που βλέπεις έξω, η κόρη του  είναι μια γυναίκα πανέμορφη,  την έχουν τάξει σ ‘ έναν σέρβο πρίγκιπα όμως εκείνη δεν θέλει κι η μάνα της φοβάται μη την κλέψει ο Θολός. Ξέρω  ότι ο Θολός  θα είναι στη λειτουργία των Χριστουγέννων, έτσι της είπε η κόρη της,  και θα προσπαθήσει να τις μιλήσει μέσα στο χαμό,  θα σε βάλω στο κελί όπου εξομολογώ, ψηλά στο γυναικωνίτη,  από κει μπορείς να κατοπτεύσεις κι άμα δεις τον Θολό  κάνε ό,τι είναι απαραίτητο.» Τον πήρε μαζί του στην εκκλησιά κι ανέβηκαν τις σκάλες πάνω από το γυναικωνίτη, «βλέπεις ;»   του είπε, « από δω μπορείς  να κοιτάς  τα πάντα, αν είναι να μιλήσει με την Αλεξία θα πρέπει να έρθει για να κοινωνήσει οπότε θα κοιτάς  από δω,  από  το σημείο που πλησιάζουν οι άνδρες ».

Η ακολουθία θα ξεκινούσε στις τέσσερις το πρωί,  έπρεπε να είναι ξεκούραστος και με το μυαλό καθαρό,  ο Ιλαρίων του έστρωσε να κοιμηθεί σ’ ένα  κελί, « εδώ θα είσαι άνετα,  κανείς δε θα σ’  ενοχλήσει» του είπε.  Τα ξημερώματα  τον ξύπνησαν οι καμπάνες,  η βροχή είχε σταματήσει επιτέλους, τ’ αστέρια γέμιζαν τον ουρανό,  οι χριστιανοί με τα φαναράκια τους  έρχονταν απ’  όλες τις μεριές  για τη λειτουργία της γέννησης, από τις χαραμάδες του  εξομολογητηρίου   παρακολουθούσε τον  Ιλαρίωνα που  στεκόταν μεγαλοπρεπής  φορώντας τη ροδόχρωμη μίτρα του κατακόσμητη από πέτρες πολύτιμες. Ένας διάκος κράτησε μπροστά του ένα βιβλίο κι ο Ιλαρίων διάβασε με βροντερή φωνή μια προφητεία: «και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός , Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης !» Καθόταν στον ψηλό θρόνο του κι κόσμος περνούσε να τον ασπαστεί και να πάρει την ευχή του, ήταν μια σκηνή βιβλική. Το χώρο γύρω φώτιζε μια  φωταψία λαμπρή  από  αμέτρητα κεριά και καντήλια, ο καστροφύλακας σκίρτησε μπροστά σε τόση λαμπρότητα, πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε  τέτοιο θέαμα.

Όταν άρχισαν να κοινωνούν είχε το νου του στους άνδρες που πλησίαζαν το δισκοπότηρο, ήξερε καλά το Θολό,  δεν υπήρχε περίπτωση να μη τον διακρίνει όμως η σειρά όλο και λιγόστευε και δε φαινόταν πουθενά,  γύρισε από την άλλη μεριά απ’ όπου   κοινωνούσαν οι γυναίκες και είδε την Αλέξια που ξεχώριζε .  Ήταν πιο ψηλή,  ένα κεφάλι τουλάχιστον  πάνω από τις άλλες γυναίκες,  τα μαλλιά της έβγαιναν πυκνά μέσα από το πρασινωπό κάλυμμα της κεφαλής που φορούσε, και τα δάχτυλα της που κρατούσαν την κουκούλα έδειχναν υπέροχα στο σχήμα τους,  «τι θαυμάσια γυναίκα!» έκανε τη σκέψη. Είχε εστιάσει  πάνω της όταν πήρε το αντίδωρο και κίνησε να φύγει, καθώς χανόταν μέσα στο πλήθος είδε κάποιον να την πλησιάζει.  Έτρεξε σαν αστραπή κατεβαίνοντας τις σκάλες για να τους  προλάβει στην πόρτα,  το πράσινο κάλυμμα της Αλεξίας ξεχώριζε μέσα στο ανθρωπομάνι  και τον οδηγούσε,  το πλήθος ήταν τόσο πυκνό που δεν μπορούσες να ανασάνεις,  έπρεπε να βάλει τεράστια δύναμη για να πάει κόντρα στη ροή και να πλησιάσει το ζευγάρι, Όταν τους  πλησίασε έβαλε το μαχαίρι στην κοιλιά του  Θολού  και του φώναξε στο αυτί, «έλα μαζί μου αλλιώς σε καρφώνω !»  Η Αλεξία κατάλαβε αμέσως  την απειλή, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και χίμηξε  λυσσασμένη  κατά πάνω του με τόση ορμή που τον έριξε στα πόδια του πλήθους, η μάζα ερχόταν κατά πάνω,  του έβγαλε το σπαθί και το σήκωσε ψηλά,  όλοι σταμάτησαν,  με μιας σηκώθηκε κι έψαξε το Θολό, τον είδε να φεύγει πίσω από μια πύλη, έτρεξε σ’ ένα φράχτη ψηλό,  σκαρφάλωσε κι έπεσε  πάνω στη γυναίκα που κόντεψε να τον σκοτώσει,  είχε τέτοια μανία που   θα την έκανε κομμάτια όμως ο Θολός πετάχτηκε και του είπε «άφησέ την, έρχομαι εγώ μαζί σου» .  Έσυρε  έξω από τα τείχη  τον Θολό και του ζήτησε τα σχέδια,  «εντάξει!»  του είπε  ο προδότης,  «θα σου τα δώσω όλα,  έχουμε κανονίσει να φύγουμε με την Αλεξία το βράδυ,  την αγαπώ,  σε παρακαλώ,  άσε με να φύγω!».  Τον πήγε σε μια καλύβα και του έβγαλε έναν σάκο δερμάτινο όπου υπήρχαν όλες οι περγαμηνές με τα σχέδια των τειχών και των αποθηκών.

Τώρα έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει, ο δομέστικος των σχολών που του είχε αναθέσει την αποστολή,  του είχε εξηγήσει πόσα  ποια ακριβώς σχέδια χρειάζονταν. Κάθισε και τα μελέτησε ώρα πολύ ώσπου βεβαιώθηκε ότι ήταν, αν όχι όλα, το μεγαλύτερο κομμάτι των σχεδίων του παλατιού. Ο Θολός  ήταν νέο παλληκάρι,  αναξιόπιστος σίγουρα κι η πράξη του εγκληματική,  κανονικά δεν θα έπρεπε να το σκέφτεται όμως για κάποιο λόγο δίσταζε,  περισσότερο για κείνη την υπέροχη γυναίκα παρόλο που τον είχε αψηφήσει με τόσο μένος.  Δεν της άξιζε ένας τέτοιος άχρηστος αλλά και πάλι γιατί να παρέμβεις στις επιθυμίες των ανθρώπων ; Σίγουρα ο χαρακτήρας του  δεν προοιώνιζε έναν σύζυγο πιστό, αν μπορείς να προδώσεις μια φορά μπορείς πάντα, και σε ότι αφορούσε την πράξη του έπρεπε να τιμωρηθεί,  σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είσαι αμείλικτος, να τιμωρείς σκληρά  αλλιώς όλα διαλύονται, η τάξη διασαλεύεται.   Ήταν σε δίλλημα, έτσι έσυρε τον Θολό στα χαλάσματα όπου είχε κοιμηθεί το πρώτο βράδυ, εκεί θα αποφάσιζε  τι θα κάνει.

Έδεσε γερά τον προδότη κι αποκοιμήθηκε, κοντά στα μεσάνυχτα ένιωσε ένα θρόισμα κι άνοιξε τα μάτια χωρίς να κάνει κίνηση, είδε τη σκιά μιας γυναίκας ψηλής,  να πλησιάζει κατά πάνω του,  έσφιξε τη λαβή από το σπαθί του Μαύρου Όλαφ, ήταν αποφασισμένος να σφάξει  κι αυτή και τον εραστή της αν τον πλησίαζαν, ξαφνικά είχε θυμώσει τόσο πολύ με το θράσος τους που ήθελε να τους  σκοτώσει χωρίς  την παραμικρή τύψη.  Καθώς ανοιγόκλεινε τα δάχτυλά του στην τεράστια λαβή του σπαθιού, παρατηρούσε τη γυναίκα,  εκείνη γύρισε μια στιγμή κατά τη μεριά του και στάθηκε σα να ήξερε ότι τους κοιτούσε και περίμενε την αντίδραση του.  Έπειτα  έλυσε  τον άνδρα κι οι δύο τους  χάθηκαν  μέσα στη νύχτα σαν φαντάσματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΡΥΑΚΟΣ

Η ομίχλη έμοιαζε να κατεβαίνει από το λόφο, τράβηξε τις κουρτίνες να δει καλύτερα, τα σπίτια απέναντι είχαν καλυφθεί από το άσπρο στρώμα των...