Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ΦΑΕΘΩΝ

 Τον καιρό  του κορωνοϊού είχε ανακαλύψει το κελάρι  στο χωριό, το δροσερό υπόγειο τον  είχε σώσει τότε που  χρειαζόταν ένα μέρος για να απομονωθεί δουλεύοντας για την εταιρεία του ώρες πολλές. Το κελάρι δεν βρισκόταν βαθειά στη γη,  μισό μέτρο κάτω από το έδαφος ήτανε κι έπρεπε να κατεβείς δυο σκαλιά όμως αυτή η διαφορά επιπέδου  εξασφάλιζε μια θερμοκρασία χαμηλότερη τουλάχιστον τρεις με τέσσερις βαθμούς. Το κελάρι ήταν ιδανικό μέρος για το καλοκαίρι, σε τέτοια υπόγεια καταφύγια έψαχναν οι παλιοί  για δροσιά όταν ο ήλιος έκαιγε, εκεί έβαζαν τις προμήθειες τους, εκεί πέρα σύναζαν το βιος τους, ο πατέρας του είχε πει κάποτε ότι ο παππούς του πολλές φορές, όταν ο τόπος έβραζε, κατέβαινε στο κελάρι για να κοιμηθεί, εκεί πέρα έβρισκε μόνο ησυχία.   

Ήταν το ιδανικό μέρος αλλά χρειαζόταν  δουλειά  μέχρι να φτιαχτεί,  έπρεπε  πρώτα να βγάλει από κει μέσα όλη τη σαβούρα,  να το καθαρίσει, να πετάξει όλες τις παλιατσαρίες και τα σκουπίδια  που είχαν μαζευτεί  τόσα χρόνια,  από τότε που έφυγαν οι γονείς του.  Ύστερα έπρεπε  να το βάψει, να το στεγανοποιήσει  καλά επειδή μάζευε υγρασία,  ξόδεψε ένα κάρο λεφτά εκεί πέρα. Έπειτα  έπρεπε  να κουβαλήσει και να εγκαταστήσει ό,τι χρειαζόταν,  ένα γραφείο, έναν καινούριο νιπτήρα, κάτι  ράφια, ένα ψυγείο με νερά, χυμούς και τρόφιμα, ένα κλιματιστικό για το καλοκαίρι που το σύνδεσε με τα φωτοβολταϊκά που είχε βάλει στη σκεπή. Αργότερα πρόσθεσε και μερικά όργανα γυμναστικής κι ένα κρεβάτι για να κοιμάται όποτε έβρισκε ώρα. Για το ίντερνετ δεν ανησυχούσε,  ακριβώς από πάνω του, στο βουνό, υπήρχε μια τεράστια κεραία κινητής τηλεφωνίας καρφωμένη  σε κάτι βράχια οπότε είχε σήμα καμπάνα.  Κλεινόταν εκεί μέσα με τις ώρες, τότε που δεν επιτρέπονταν οι μετακινήσεις, και δούλευε χωρίς άγχος, είχε βρει τη χαρά του.

Το σπίτι  βρισκόταν δίπλα  σ’ ένα βουνό   που δέσποζε στο τοπίο γύρω. Είχε μια αυλή τεράστια  όπου ο πατέρας είχε χτίσει κάποτε  αποθήκες και  στάβλους, όλα αυτά   τα είχαν παρατήσει  από τότε που η μάνα τους είχε κλειστεί στο γηροκομείο, κανείς δεν ασχολούνταν με τα κτίσματα, τα είχαν αφήσει να ρημάξουν. Ο πατέρας του είχε φυτέψει κι ένα σωρό δέντρα που ήθελαν φροντίδα, κλάδεμα, πότισμα, οι πέτρινοι  φράχτες  είχαν αρχίσει να καταρρέουν κι ήθελαν διόρθωμα, οι πόρτες  από τους στάβλους χρειάζονταν βάψιμο, ο παλιός φούρνος ήθελε ασβέστωμα. Την άνοιξη με τις βροχές ο τόπος όλος γέμιζε χόρτο που ψήλωνε πολύ γρήγορα και γέμιζε δεκαοχτούρες και μαυροπούλια. Αγόρασε ένα χορτοκοπτικό και βάλθηκε να το καθαρίζει, σε κάποιες γωνιές είχαν φυτρώσει θάμνοι κι από μέσα τους πετάγονταν μικρά χελωνάκια, τα άφηνε να  φύγουν και μετά συνέχιζε το θέρισμα του χόρτου. Το πιο σοβαρό θέμα βέβαια ήταν το νερό, το καλοκαίρι έβραζε ο τόπος και χωρίς νερό δεν μπορούσε να ζήσει τίποτα,  διαπίστωσε ότι δεν είχε καθόλου πίεση και φώναξε τον υδραυλικό που του είπε  ότι έφταιγε ο ηλιακός θερμοσίφωνας, έπρεπε να φτιάξει και να ρυθμίσει τις σωληνώσεις για να αποκατασταθεί η ροή, όταν τελείωσε ο τεχνίτης  το νερό έτρεχε άφθονο όπως το θυμόταν  παλιά, τώρα ένιωθε πιο ήσυχος.

Το παλιό κτίσμα  ήταν  κάτι ζωντανό, ήταν  ένα μέρος που τον συνέδεε με το παρελθόν, ξυπνούσε  το πρωί βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει από το ίδιο σημείο που τον έβλεπε μικρός κι αυτό ήταν κάτι μαγικό που τον ενθουσίαζε .όποτε βρίσκονταν εκεί  το μυαλό του κατακλύζονταν από αναμνήσεις  της παιδικής του ηλικίας που τις είχε ξεχάσει κι έμοιαζαν να εμφανίζονται από παντού. Επιπλέον,  ένιωθε ότι εκεί ξαναέβρισκε τη γεύση του, τα σταφύλια από τα κλήματα ήταν πιο γλυκά,  τα σάντουιτς που του έστελνε η γυναίκα του είχαν άλλη γεύση εδώ ιδίως αν τα έτρωγε  μετά από τη δουλειά στο χωράφι, δεν ήθελε να πάει ούτε διακοπές, ούτε ταξίδια, ούτε εκδρομές στη θάλασσα μόνο να περνά εκεί πέρα το χρόνο του, ήταν ό,τι καλύτερο ! Καμιά φορά ερχόταν να τον δει η γυναίκα του μαζί με τη μικρή του κόρη  που ενθουσιάζονταν με τα αντικείμενα που είχαν μαζευτεί εκεί πέρα κι ήθελε να τα εξερευνήσει, έπαιρνε κανένα χυμό από το ψυγείο, άνοιγε τα ντουλάπια κι ύστερα καθόταν να χαζέψει  τον πατέρα της  που δούλευε στον υπολογιστή.

Όταν δοκίμασε να εγκατασταθεί την πρώτη φορά  είχε σοκαριστεί, είχε συνηθίσει να  βλέπει εκεί πέρα τους γονείς του, πάντα υπήρχε κάποιος άνθρωπος να τον περιμένει και την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκε μοναχός του  είχε τρομάξει, νόμιζε  ότι από καμιά μεριά θα εμφανίζονταν το φάντασμα του πατέρα του να του πει «Τι κάνεις εδώ ;». Το χειμώνα κοιμόταν  αφήνοντας το  πορτάκι της  σόμπας  ανοιχτό για να βλέπει τη φλόγα από τα ξύλα που καίγονταν. Το πρωί που ξυπνούσε έκανε κρύο κι άναβε το κλιματιστικό, βαριόταν να κουβαλά ξύλα όλη την ώρα. Το πιο δύσκολο  ήταν το καλοκαίρι, είχε ξεσυνηθίσει να κοιμάται με τα παράθυρα ανοιχτά, όλα τα χρόνια  υπήρχε κάποιος  άλλος  στο σπίτι και δε φοβόταν τώρα όμως δεν ένιωθε καλά. Ζώντας τόσα χρόνια στην πόλη είχε ξεχάσει πως είναι  να κοιμάσαι μέσα στην απόλυτη ησυχία, δίχως τους ήχους από τα αμάξια και τις φωνές των ανθρώπων που  ξενυχτούσαν. Το  σπίτι του ήταν χτισμένο δίπλα σ’ ένα δρόμο επαρχιακό κι από κει περνούσαν μερικά αυτοκίνητα ή κανένα ξέμπαρκο  τρακτέρ που έσπαζε την ησυχία της νύχτας με τη θορυβώδη εξάτμισή του…

 Ένα βράδυ του Αυγούστου ξύπνησε ακούγοντας  τα καταραμένα τα κοκόρια που δεν σταματούσαν να λαλούν σα να τα είχε πιάσει κάτι, εκείνες οι μέρες ήταν οι πιο ζεστές του καλοκαιριού και στις ειδήσεις προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της φωτιάς που μπορούσε να κάψει το σύμπαν, πολλές φορές άναβε το κλιματιστικό αλλιώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί.  Όπως έψαχνε το σεντόνι του ένιωσε  έναν ήχο  σαν κάποιος να περπατούσε στα χόρτα της αυλής, η καρδιά του σκίρτησε,  «άμα έρθει  απ’  αυτό το παράθυρο θα τρέξω στο άλλο!» σκέφτηκε.  Ύστερα από λίγο  σταμάτησαν οι ήχοι στα χόρτα «καμιά γάτα θα ήταν» είπε μέσα του αλλά την επόμενη στιγμή αισθάνθηκε  μια σκιά να κινείται  σαν κάποιος να βρίσκονταν πίσω από την πόρτα. Σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε κατά την είσοδο κρατώντας το μπαστούνι του πατέρα του.  Άνοιξε απότομα την παλιά σιδερένια πόρτα και πάγωσε,  ένα αγοράκι μικρό  στέκονταν μπροστά του και τον κοιτούσε χωρίς  να ανοίγει το στόμα του, είχε κάτι μεγάλα, σκούρα  μάτια κι ένα κεφαλάκι με κοντά μαλλιά,  δεν πρέπει να ήταν πάνω από πέντε έξι χρονών, που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα, από που είχε φύγει,  τι ήθελε; «Πως βρέθηκες εδώ, πώς σε λένε;» το ρώτησε. Ο μικρός δε μιλούσε μόνο τον κοίταζε,  «πεινάς, θες κάτι να φας;» τον ρώτησε, το παιδί έγνεψε «ναι». 

Το έβαλε στο τραπέζι και του έδωσε ένα σάντουιτς που είχε στο ψυγείο,  ο μικρός το έφαγε ήσυχα, ύστερα ήπιε αργά ένα χυμό από μια χάρτινη συσκευασία είπε «ευχαριστώ»  και στάθηκε στην καρέκλα του σιωπηλός. Όπως σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει και ποιον να ειδοποιήσει τον είδε να τον πλησιάζει με κείνο το βλέμμα το απλανές, να παίρνει το χέρι του και να τον τραβά μαλακά προς την πόρτα, δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε όμως για κάποιο λόγο ακολούθησε το παιδί. Εκείνο βγήκε στο δρόμο και στάθηκε μπροστά στο βουνό που ορθώνονταν σκοτεινό ακόμα,  έπειτα σήκωσε το χεράκι του και του έδειξε προς μια κατεύθυνση όπου κάτι συνέβαινε «εκεί»  είπε χαμηλόφωνα. Γύρισε να δει τι του έδειχνε το παιδί και πρόσεξε μια κίνηση αδιόρατη στους θάμνους  ενώ σε δευτερόλεπτα είδε φλόγες να βγαίνουν από τους πρόποδες,  κάποιος πήγαινε να κάψει τον τόπο, αν οι φλόγες σκαρφάλωναν ψηλά  τίποτα δεν θα μπορούσε να τις σβήσει.   Έτρεξε αμέσως στη βρύση κι έβαλε το λάστιχο ενώ ταυτόχρονα καλούσε την πυροσβεστική,  έπρεπε να κάνει γρήγορα. Ευτυχώς  εκείνες τις μέρες είχε βγάλει μια προέκταση στο λάστιχο κι έτσι μπορούσε να το τραβήξει μέχρι μακριά,  η πίεση του νερού ήταν πολύ μεγάλη επειδή ήταν πρωί και κανένας δεν πότιζε τέτοια ώρα,  έριξε νερό άφθονο στα πουρνάρια και στους άλλους θάμνους που σκέπαζαν τους πρόποδες, τον είχε πιάσει μια μανία να σβήσει κείνο το καταραμένο πράγμα που μπορούσε να κάνει μεγάλη ζημιά, έτρεξε και πήρε ένα πριόνι έκοψε  ένα φουντωτό κλαδί και με κείνο άρχισε να σβήνει τις καταραμένες φλόγες, θα πρέπει να πάλευε εκεί μοναχός του κανένα εικοσάλεπτο όταν πήρε να χαράζει και ακούστηκαν  οι στριγκλιές  ενός πυροσβεστικού οχήματος. Η φωτιά προχωρούσε αργά προς τα πάνω, ευτυχώς δεν φυσούσε καθόλου, είχε σβήσει την αριστερή μεριά ενός μικρού μετώπου όμως η δεξιά που ήταν η πιο επικίνδυνη, εξακολούθησε να καίει «μα τι βλάκας που είμαι !» φώναξε,  «από τα δεξιά έπρεπε να  πάω πρώτα!» Η φωτιά έδειχνε να ξεφεύγει  και θα έκαιγε όλη το μέτωπο του βουνού, αν ανέβαινε ψηλά μπορούσε να κάνει στάχτη όλη την οροσειρά,  τον έπιασε πανικός «θεέ μου βοήθα!» φώναξε.  Εκείνη τη στιγμή  ο ήλιος έβγαινε πίσω από το φρύδι ενός λόφου κι  απ’ την απέναντι πλευρά είδε ένα κίτρινο αεροπλανάκι να εμφανίζεται από το πουθενά,  ο πιλότος χαμήλωσε κι όπως έφευγε άνοιξε την κοιλιά του σκάφους αφήνοντας έναν καταρράκτη που σκορπίστηκε παντού σκεπάζοντας τα πάντα, αυτό  ήταν.

«Τι έγινε εδώ πέρα;» τον ρώτησε ένας ψηλός πυροσβέστης μ’ ένα χοντρό, ασημένιο βραχιόλι   στο  μαυρισμένο χέρι του.  Άρχισε να του εξηγεί τι είχε συμβεί  ενώ σκεφτόταν αν έπρεπε να πει για τον μικρό που τον είχε ξυπνήσει. Όπως μιλούσε σήκωσε το κεφάλι και είδε το παιδί καθισμένο  δίπλα στο τιμόνι του πυροσβεστικού τι γύρευε εκεί πέρα ;  «Ά αυτός είναι ο γιος μου ο Φαέθωνας » είπε ο πυροσβέστης,  « Η γυναίκα μου έχει μανία με τα αρχαία ονόματα γι αυτό τον βαφτίσαμε έτσι, κάθε πρωί τον πηγαίνω στο σχολείο για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, δεν έχει μιλήσει ποτέ  κι οι ψυχολόγοι  ψάχνουν να βρουν την αιτία». Ο μικρός είχε πάλι εκείνη την ανέκφραστη όψη και τους  κοιτούσε ενώ  ο ήλιος είχε σηκωθεί πια κι άρχιζε να σκαρφαλώνει για το καθημερινό επίπονο  ταξίδι του στον ουρανό. Γύρισε στο κελάρι, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε ένα μπουκάλι νερό κι άρχισε να πίνει σα να πέθαινε από δίψα, «τι ήταν κι αυτό πάλι!» μονολόγησε, «έχει νερό και για μένα; » ακούστηκε μια παιδική φωνή πίσω του  και κόντεψε να τιναχτεί μέχρι το ταβάνι από την τρομάρα του.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ

Έμενε στην φοιτητική εστία τότε και είχε μηδενικά έξοδα, ενοίκια και λογαριασμοί δεν υπήρχαν,  έξω δεν έβγαινε και πολύ, κανέναν καφέ κάπου ...