Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ο ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ

 Έπιασε τον ώμο του και είδε ότι το κόκαλο είχε βγει από τη θέση,  από ένα δοχείο που κουβαλούσε μαζί του πήρε λίγο λίπος κι έτριψε το σημείο πολλή  ώρα μέχρι που το ζέστανε όσο ήθελε, ψηλάφισε την περιοχή σα να έψαχνε κάτι που υπήρχε κάτω  από το δέρμα και ξαφνικά έκανε μια απότομη κίνηση.  Ένας ήχος σαν κρακ δυνατό ακούστηκε κι ο Καστροφύλακας   σχεδόν τινάχτηκε από τον πόνο ευθύς αμέσως όμως άρχισε να χαμογελά καθώς ένιωσε ότι  τι μπορούσε να κουνήσει ξανά το χέρι του. Ο θεραπευτής δεν είπε τίποτα μοναχά κάθισε σε μια πέτρα ανασαίνοντας βαριά, είχε γιατρέψει ένα σωρό κόσμο εκείνη τη μέρα,  φαινόταν ιδρωμένος και κουρασμένος.  Εκτός από τον ώμο του Καστροφύλακα  είχε βάλει στη θέση τους και τα πλευρά,  τα δάχτυλα και τον αστράγαλο του καθώς είχε πέσει άσχημα από το άλογο του και είχε τραυματιστεί σε όλο του το σώμα. Όλοι γύρω έσπευσαν να  τον συγχαρούν  που τους είχε περιποιηθεί ενώ του έδιναν  ότι είχαν στα σακίδια τους, φρούτα, τρόφιμα και μερικά νομίσματα. Ο θεραπευτής τα πήρε αμίλητος και τα έβαλε σ’ ένα πουγκί που είχε  ραμμένο στο ζωστήρα του. Ύστερα σηκώθηκε αργά καβάλησε το  άλογο του  και κινησε να φύγει κτα τα τη δύση, «  Έ  θεραπευτή!» του φώναξε ο Καστροφύλακας,  «  κι εγώ  κατά τη λίμνη πηγαίνω,  περίμενε !»

Ήταν μια μέρα εκεί κοντά στις αρχές του καλοκαιριού τότε που ο καιρός είναι ακόμα δροσερός τα πρωινά και τ’  απογεύματα.  Στο δάσος  οι φλαμουριές  μοσχομύριζαν κι ένα κοράκι έμοιαζε  να τους ακολουθεί από δέντρο σε δέντρο κράζοντας σα να τους φώναζε «που πάτε , που πάτε ;»  Ο θεραπευτής δε μιλούσε κατά πως το συνήθιζε ενώ   η τεράστια φιγούρα του ανεβοκατέβαινε στη ράχη του αλόγου. Είχε μεγάλη  φήμη σ’  όλη την περιοχή κι έλεγαν ότι δεν θεράπευε μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα τους.  Μια φορά μάλιστα είχε γιατρέψει  και την αρκούδα κάποιου πλανόδιου διασκεδαστή που γυρνούσε  στα χωριά με το κακόμοιρο το ζώο, από τότε η φήμη του χειροπράκτη είχε απλωθεί κι όλοι μιλούσαν για κείνον . Ήταν τεράστιος, πάνω από δυο μέτρα,  μ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό  και κάτι χέρια πελώρια.  Όποτε έμπαινε σε κάποια πόλη αμέσως μαζεύονταν γύρω του όλοι οι σακάτηδες του τόπου παρακαλώντας τον  να τους διορθώσει κάποιο  τραυματισμένο μέλος του σώματος τους. Εκείνος τους χάζευε λίγο  κι  έπειτα διάλεγε όσους  πίστευε ότι είχαν ελπίδες.  Έφτιαχνε  τις πληγές, τα κόκαλα και τις αρθρώσεις τους κι εκείνοι από ευγνωμοσύνη του έδιναν ότι είχαν,   μ’ αυτόν τον τρόπο ζούσε και περιπλανιούνταν σ’  όλη τη χώρα…

Βράδιαζε όταν έφτασαν στη λίμνη. Ξεπέζεψαν  κοντά σε μια καλύβα ενός ψαρά και τον χάζευαν να ρίχνει τα δίχτυα του.  Ύστερα από λίγο τα μάζεψε και είδαν ότι ήταν γεμάτα ψάρια. Πεινούσαν κι οι δυο τους και του ζήτησαν να τους δώσει μερικά για να φάνε. Ο ψαράς τους  κοίταξε για λίγο  κι αμέσως γνώρισε τον θεραπευτή,  «η γυναίκα μου έχει  σπάσει το πόδι της πέφτοντας από τη βάρκα, μπορείς να κάνεις κάτι ;»   τον ρώτησε,  «πάμε να τη δούμε» είπε ο θεραπευτής συνοφρυωμένος  . Μπήκαν όλοι μαζί στην καλύβα που φωτίζονταν από ένα κερί,   και είδαν μια  νεαρή γυναίκα να κλαίει από τον πόνο ξαπλωμένη σ’ ένα λεπτό  στρώμα από άχυρα . Μόλις είδε τον θεραπευτή τα μάτια της φωτίστηκαν  « πονάω  πολύ!»  του είπε  « κάτσε  να σε δω»  απάντησε  ο θεραπευτής προσπαθώντας να την ηρεμήσει ενώ τη ζύγιζε με το βλέμμα του. Το τραύμα της  πρέπει να ήταν τρομερό γιατί αμέσως  η όψη του σκοτείνιασε , το κόκαλο από τον αστράγαλο της είχε βγει έξω από το δέρμα κι έχασκε άσχημα, ήταν μια περίπτωση πολύ δύσκολη. Ο θεραπευτής αναστέναξε και ζήτησε να του φέρουν λίγη λάσπη από τις όχθες του ποταμού,  έπειτα έπιασε το πόδι της γυναίκας πολύ προσεκτικά,  έβγαλε   από τη ζώνη του ένα μαχαίρι κι έκοψε ένα κομματάκι  από το κόκαλο που προεξείχε,  ο ψαράς μόλις είδε τη σκηνή λιποθύμησε. Ο  Καστροφύλακας  έφερε λίγο νερό στον ψαρά και προσπάθησε να τον ησυχάσει,  είχε δει τόσους τραυματισμούς και τόσους   σκοτωμούς ,  στην ένταση της μάχης δεν πρόσεχε τέτοια πράγματα όμως  στη θέα του τραύματος της νέας  γυναίκας  δεν άντεξε και απόστρεψε το βλέμμα του. Ο  θεραπευτής  δεν πρόσεχε τίποτα σκεφτόταν μόνο  τι έπρεπε  να κάνει σ’ αυτή τη δύσκολη περίπτωση,  «θέλω λίγο να ξεκουραστώ»  τους είπε «νυχτώνει και θέλω  να έχω καθαρό το μυαλό μου όταν δουλεύω, το πρωί με το φως τη μέρας θα το πιάσω ξανά να δω τι μπορώ να κάνω».

Έβαλαν τη γυναίκα να ξαπλώσει όσο πιο αναπαυτικά γινόταν  και  πήγαν να βοηθήσουν τον ψαρά που καθάριζε στο φως ενός μεγάλου λυχναριού κάτι μεγάλα γριβάδια. Ύστερα τα έβαλε σ ένα καλάθι πλεχτό ,  άναψε  έναν φούρνο  πήλινο που είχε έξω από την καλύβα του  και τα έριξε μέσα να ψηθούν.  Έβγαλε από την καλύβα  ένα δοχείο με κρασί κι ύστερα από λίγο όταν ετοιμάστηκαν τα ψάρια,   άρχισαν να τρώνε και να πίνουν σιγανά χαζεύοντας τη λίμνη που ζωντάνευε το βράδυ. Ο θεραπευτής με τον ψαρά πλάγιασαν στο πάτωμα της καλύβας ενώ  ο Καστροφύλακας  έβγαλε το σπαθί το Μαύρου Όλαφ και δοκίμασε μερικές κινήσεις  για να δει πως ήταν το χέρι και το σώμα του. Φαινόταν μια χαρά μόνο τα πλευρά του πονούσαν λίγο,  ήθελε χρόνο κι  εξάσκηση πολύ μέχρι να βρει την παλιά του δύναμη όμως ο θεραπευτής είχε κάνει το θαύμα του . Κοντά στα μεσάνυχτα  ξύπνησε  νιώθοντας  κάποια κίνηση έξω από την καλύβα,  πήγε σ’ ένα μικρό παραθυράκι  και είδε τον θεραπευτή να κάθεται σταυροπόδι στο χώμα με  τα μάτια κλειστά ενώ με τα δάχτυλα έκανε  κάτι κινήσεις στον αέρα σα να ψηλαφούσε  το πόδι  της γυναίκας. Κατάλαβε ότι ο χειροπράκτης προσπαθούσε να φανταστεί νοερά  το πρόβλημα  και ποια  μέθοδο θα ακολουθούσε, ήταν σα να έκανε μια πρόβα πριν την επέμβαση, όλη η σκηνή του έκανε μεγάλη εντύπωση  .

Με το που ξημέρωσε ο θεραπευτής ήπιε λίγο κρασί κι ύστερα έσκυψε πάνω από τη γυναίκα που φαίνονταν πολύ χλωμή, στο φως της μέρας έβλεπες ότι δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών. «Θα  πονέσεις»  της είπε μαλακά « αλλά ύστερα όλα θα περάσουν» - «εντάξει μη φοβάσαι»  του είπε αυτή που έδειχνε πολύ θαρραλέα « κάνε τη δουλειά σου, εγώ αντέχω!» Ο  θεραπευτής χαμογέλασε, ύστερα έπιασε το κορίτσι με τα τεράστια χέρια του και το έβαλε  να καθίσει σε μια στάση άνετη. Έπιασε γερά το πόδι της με το δεξί του χέρι ενώ με τα δάχτυλα του αριστερού πίεζε τα κόκαλα σα να προσπαθούσε να τα βάλει στη σωστή τους θέση « ένα λάθος να κάνω τώρα θα μείνει  ανάπηρη για όλη της τη ζωή»  είπε ψιθυριστά στον Καστροφύλακα που κοιτούσε από πάνω του γεμάτος περιέργεια.  «Φέρτε μου λάσπη…»  τους φώναξε « και δυο βέργες όσο γίνεται πιο ίσιες!»  Ο  ψαράς  είχε κάποια ξύλα, διάλεξε  τα πιο κατάλληλα κι ύστερα πήγε στην όχθη της λίμνης. Γέμισε ένα πιάτο ξύλινο με λάσπη πηχτή και το άφησε δίπλα στον χειροπράκτη .  Ο Θεραπευτής τοποθέτησε τη λάσπη γύρω από το πόδι, το τύλιξε με μερικά πανιά που είχε μαζί του και μετά έφτιαξε έναν  νάρθηκα αυτοσχέδιο με τα σανίδια  που  τα έδεσε πολύ σφιχτά με τις τζίβες που χρησιμοποιούσε ο ψαράς για να πλέξει τα καλάθια του ,  « δεν θα κουνήσει το πόδι της για ένα μήνα  ούτε θα σηκωθεί όρθια μέχρι που να θρέψει.  Σε τριάντα μέρες  θα περάσω πάλι να δω πως πάει»  είπε .  Ο  ψαράς τον ευχαρίστησε,  γέμισε ένα φλασκί με κρασί και τους το έδωσε μαζί με μερικά ψάρια και δυο μεταλίκια,  ό,τι είχε ο φτωχός άνθρωπος.

Κοιτάζοντας τη σκηνή ο Καστροφύλακας σκεφτόταν το μεγαλείο εκείνου του απλού ανθρώπου που γύριζε στα χωριά και γιάτρευε τον κόσμο.  Αυτός και το σινάφι του πολεμούσαν και σκοτώνονταν σπέρνοντας την καταστροφή ενώ  τούτος εδώ έφερνε μόνο καλό στους ανθρώπους προσπαθώντας να τους απαλλάξει από τα  βάσανα τους. «  Βέβαια κι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό»  είπε μέσα του « δεν μπορείς να παραδοθείς σε όποιον έρθει να σε σκοτώσει»  όμως πόσο καλύτερα θα ήταν να είχε περάσει τη ζωή του βοηθώντας τους ανθρώπους αντί να σκοτώνει.  Από την άλλη μεριά όμως αυτή ήταν η δουλειά του και την έκανε πολύ καλά,  κάποιος έπρεπε να το κάνει κι αυτό κι εκείνος ήταν  από τους καλύτερους του είδους,  σε τέτοιες υποθέσεις δεν μπορείς να είσαι μαλακός και λιγόψυχος οπότε δεν υπήρχε χώρος για περισσότερη σκέψη πάνω στο ζήτημα…

Κοντά στο  μεσημέρι είχαν φτάσει πια σ’ ένα δάσος πολύ σκοτεινό,  πλησίαζαν στο σημείο  όπου έπρεπε να χωριστούν όμως πρώτα έπρεπε να περάσουν μέσα από ένα φαράγγι με κάτι δέντρα πανύψηλα που έκρυβαν τον ήλιο.  Είχε  ακουστά για κείνο το δάσος,  λέγανε ότι ήταν κατοικία ληστών οπότε είχε  το νου του κι όλες του οι αισθήσεις ήταν σε επιφυλακή . Ξαφνικά μέσα στην ησυχία ακούστηκε ένα κοράκι να κρώζει,  πάντα πρόσεχε τα πουλιά, οι φωνές τους  ήταν  ένα είδος προειδοποίησης κι εκείνο το δάσος ήταν το καλύτερο μέρος για να τους στήσουν ενέδρα.  Σταμάτησε μια στιγμή το άλογο του ν’  αφουγκραστεί κι έκανε νεύμα στον θεραπευτή να σταματήσει κι εκείνος.  Με την άκρη του μάτι του  διέκρινε μια κίνηση μέσα στα  κλαδιά κι αμέσως σπιρούνισε το άλογο του ενώ  την ίδια στιγμή πετάχτηκαν από μια πλαγιά   πέντε καβαλάρηδες με φωνές και κραυγές που αντιλαλούσαν στο φαράγγι.  Ο Καστροφύλακας χωρίς να διστάσει  έβγαλε το σπαθί  του και χτύπησε τον πρώτο καβαλάρη κατευθείαν στο πρόσωπο τόσο δυνατά  που του έκοψε ένα μέρος από το κεφάλι.  Ύστερα στράφηκε στους άλλους που είχαν λυσσάξει βλέποντας το σύντροφο τους να γκρεμίζεται κάτω στο χώμα,  δεν ένιωθε ακόμα καλά το δεξί του χέρι οπότε έφερε το σπαθί στο αριστερό κι όπως ο δεύτερος καβαλάρης ερχόταν κατά  πάνω του κραδαίνοντας  ένα ακόντιο,  προτού ακόμα τον πλησιάσει, του πέταξε το σπαθί σαν να ήταν   στιλέτο τεράστιο και τον κάρφωσε στην κοιλιά . Ο  ληστής γκρεμίστηκε καταγής κι ο Καστροφύλακας έτρεξε να πάρει το όπλο του και να  σταθεί πάλι σε θέση μάχης όμως οι άλλοι ληστές είδαν ότι είχαν να κάνουν με σκληρό αντίπαλο και σπιρούνισαν τα λόγια τους για να χαθούν μέσα στο πυκνό μαύρο δάσος.

«Αυτό το άλογο θα το πάρω μαζί μου!»  φώναξε ο θεραπευτής  κρατώντας το χαλινάρι από το ζώο ενός  ληστή, « το δικό μου γέρασε πια, δεν ήξερα ότι πολεμάς τόσο καλά,  ελπίζω ν’  ανταμώσουμε κάποια άλλη φορά».   «Πρόσεχε μέχρι να βγεις από το  φαράγγι»  απάντησε  ο Καστροφύλακας και τον πλησίασε πεζός, « πάρε κι αυτό εδώ!»  του είπε βγάζοντας από το ταγάρι του ένα κύπελλο ασημένιο,  « Το νερό  γίνεται πιο δροσερό όταν πίνεις μ’  αυτό»  « ευχαριστώ !»  είπε ο θεραπευτής και συνέχισε την πορεία του δίχως να κοιτάξει πίσω.  

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ

Έμενε στην φοιτητική εστία τότε και είχε μηδενικά έξοδα, ενοίκια και λογαριασμοί δεν υπήρχαν,  έξω δεν έβγαινε και πολύ, κανέναν καφέ κάπου ...