Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Keep on rockin

‘’Σκάσε!’’ ούρλιαξε o Λάκης όταν πήγα να μιλήσω  σ ένα  μεθυσμένο  που τρέκλιζε και προσπαθούσε να βρει   το πόμολο της πόρτας.

Πολλοί μεθυσμένοι περνούσαν από κει αλλά αυτός πρέπει να ήταν ο χειρότερος, το έβλεπες στο βλέμμα όλων που ήταν στο μαγαζί , ο μεθυσμένος  δε μπορούσε  ν'  ανοίξει με τίποτα, τελικά  κατάφερε να βρει το πόμολο, μπήκε μέσα κι όλοι τότε  έπεσαν απάνω του  σα να είχαν συνεννοηθεί,  άρχισαν να τον σπρώχνουν βίαια   κατά την έξοδο ‘’Σήκω φύγε ρε, δε σε θέλουμε εδώ πέρα!’’ φάνηκε ν'  αγριεύει, το  στραβό χαμόγελο  του έδειξε ότι του έλειπαν τα δόντια στη μια μεριά του στόματος του,  πήγε να πει κάτι , το μάτι του  γυάλισε τρελά,  το χέρι του έτρεμε, έδειχνε να παίρνει ανάποδες σα ζώο που στριμώχνεται και τρελαίνεται απ τη μανία του,  τελικά κατάλαβε ότι δε τον έπαιρνε, υποχώρησε κατρακυλώντας άγαρμπα μέχρι το πεζοδρόμιο, και τότε ένας από μας όρμηξε απάνω του  εντελώς απρόβλεπτα,  είδαμε και πάθαμε να τους μαζέψουμε,  καλά οι άνθρωποι αγριεύουν απίστευτα στις γιορτές, ο μεθυσμένος αποτραβήχτηκε απρόθυμα φορώντας το σακάκι του που το είχε μισοβγάλει, ’Έχετε χάρη που πρέπει να περάσω απ το τμήμα αύριο!’’ γρύλισε…

Ο Λάκης πήρε τη μεταλλική τσιμπίδα κι άρχισε ν ανακατεύει  τη στάχτη κάτω απ τις σχάρες  για να βγάλει τα κάρβουνα στην επιφάνεια, κάποιος ζήτησε κρασί, λέγαμε γι αυτό που είχε  γίνει, ''Μα τι βλάκας που είσαι!'' φωνάζαμε  στο  δικό μας που ήθελε να πλακωθεί σώνει και καλά,   ύστερα μιας κι  ήμασταν μόνο άντρες   γυρίσαμε τη  συζήτηση   για τις γυναίκες ώστε να χαλαρώσουμε,  με κορόιδευαν ‘’Καλά ρε άχρηστε, δεν έχεις πάει ποτέ με πόρνη;’’ - ‘’ Έ όχι ρε,  δεν έχω πάει, σιγά την απώλεια! ‘’ λέγανε για σπίτια κάπου στη Παύλου Μελλά, εκεί ήταν η Φωφώ, μ αυτήν είχαν πάει οι πιο πολλοί από τότε που ήταν δεκατριών χρονών μόλις, καλά τότε πρέπει να γίνονταν σημεία και τέρατα, όργια, πάντα πίστευα ότι σήμερα ότι και να λένε όλα είναι πιο συντηρητικά,  ρώτησα έναν πως ήτανε ''Πολύ καλά!'', εκεί λέει ήταν  λέει  η Αμαλία,  κι η Ειρήνη απ'   τη Κρήτη που ήταν όμορφη αλλά σου έβγαζε τη πίστη!

Μετά το γυρίσαμε στα πολιτικά, ένας λογιστής έλεγε ότι υπάρχουν δεκαπέντε εκατομμύρια στο ΕΣΠΑ που δεν μπορούν να τα ρίξουν στην αγορά να πάρουν μπρος όλα, ν ανασάνει ο κόσμος,  ένας χοντρός που δούλευε σ ένα μαγαζί με ξηρούς καρπούς παραπονιόταν ότι δούλευε δεκαπέντε, δεκαοχτώ  ώρες για εννιακόσια ευρώ , οι άλλοι του έβαλαν τι φωνές ‘’Και τι θες ρε, έτσι είναι η αγορά, όταν έχει δουλειά δε πας σπίτι, κάθεσαι εκεί σα μ…. μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος πελάτης!’’, ο χοντρός επέμενε να γκρινιάζει , έδειχνε εξαντλημένος, έχει φουλάρει το αμάξι του μ'  αέριο για να φύγει μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα μόλις γίνει το πατατράκ, μόλις σκάσει το κραχ που το περιμένει ,  '''Οχτακόσια πενήντα χιλιόμετρα θα με πάει, όπου φτάσω, μετά βλέπουμε!’’,  ο Λάκης   κάτι μουρμούρισε κάτω απ τα μουστάκια του,  έπειτα πήγε  να τυλίξει ένα γύρο σ'  αλουμινόχαρτο ...

Παραμονές  πρωτοχρονιάς ήτανε, τις φοβάμαι πάντα   τούτες τις μέρες, ήταν   και κείνη  η  γριά με  τα μαύρα γυαλιά που  στέκονταν σα χάρος στο βάθος  της εκκλησίας   κι έδειχνε σα να είχε καρφωμένα πάνω μας τα μάτια της όλη την ώρα, τίποτα καλό δεν προμήνυε, ευτυχώς  όπως είχε έρθει έτσι εξαφανίστηκε, σα φάντασμα! Μια βόλτα στη πόλη είχαμε βγει, στα φρουτάδικα  ρόδια όλοι αγόραζαν, στ'  ανθοπωλεία αρμαθιές ξερά λουλούδια βαμμένα σε χρώμα πορφυρό,  στάχυα κίτρινα,    κερωμένα,  αγκάθια στοίβες,  στα ‘’notos galeries’’ έκοβαν βασιλόπιτες , κορίτσια με πορτοκαλιά μπλουζάκια αραδιασμένα πίσω απ τους πάγκους στα ‘’Πάμπλικ’’,  ένα  μήνυμα μου είχε έρθει,   ‘’Θέλεις νάρθεις να φάμε μαζί;’’  -   ‘’Φυσικά!’’

Το διώροφο της   είχε έξοχο προσανατολισμό, ένα φως μαγικό έμπαινε απ τις γαλάζιες κι άσπρες  κουρτίνες, ήταν ωραία σ' εκείνο το σπίτι.  Ζεστά,  μαλακά στρώματα, καλοριφέρ, χαλιά τουρκικά από μαλλί ανοιξιάτικο και βαφές φυσικές, το καλύτερο δωμάτιο ήταν η κουζίνα  όπως πάντα βέβαια, γκρίζα πλακάκια, μεταλλικά πόμολα,  βρύσες ασημένιες, φρούτα σε πιατέλες που με τρελαίνουν,   παράθυρα  μικρά που έβλεπαν σε μια συστάδα από  κυπαρίσσια,  ένας σκύλος έτρεχε μες το κρύο  βαστώντας ένα ξύλο ανάμεσα στα δόντια του, ένα αηδόνι  πάνω στα ξερόκλαδα πετάριζε τα μικρά του φτεράκια, μια γάτα αφού τέντωνε πρώτα το άσπρο λυγερό σωματάκι της άφηνε τις εκκρίσεις των αδένων απ τα μάτια της  σ ένα σωλήνα πλαστικό.  Μου έδειχνε τους χώρους, τις ντουλάπες, φτάσαμε στη  σοφίτα  κοντά στο ταβάνι, στρωμένη με  φλοκάτες κόκκινες και κάτι μαξιλάρια μεγάλα,  βιβλία,  περιοδικά παντού, μ΄ άρεσε πολύ,  εγώ εκεί θ'  άραζα συνέχεια!

Σ'  ένα συρτάρι είχε τα άλμπουμ της όλα, μου έδειχνε φωτογραφίες που είχε πολλά χρόνια να δει απ το εξωτερικό όπου σπούδαζε κάποτε.  Με το τρένο είχαν πάει εκεί, αυτή δεν ήθελε  να σπουδάσει σε μια σχολή τέτοια, η μάνα της επέμενε, αυτές οι μανάδες με την επιμονή τους  μπορούν να δημιουργήσουν τραύματα και χάσματα και πληγές που κρατούν μια ζωή!

 Εκεί στο εξωτερικό το κλίμα σάπιο, οι άντρες τίποτα το ιδιαίτερο, οι γυναίκες ωραίες, ψηλές, εντυπωσιακές, αλλά κρύες, και φορούσαν κι ότι νάναι!  Δε μπορούσε τα πρώτα χρόνια να καταλάβει τίποτα,  τα βιβλία  μιλάμε τόσο δύσκολα που δεν ήθελε ούτε να τ'  ανοίξει, από τύχη είχε περάσει μερικά  μαθήματα, αλλού έπρεπε να λαδώσει  καθηγητές γλοιώδεις, έναν Τυνήσιο είχε ερωτευτεί κι ένα ντόπιο αργότερα κι έναν Έλληνα ηλίθιο. Μου έδειξε φωτογραφίες απ την ορκωμοσία της, δεν ήθελε να τις βλέπει, εμένα  πάλι μου άρεσαν, ήταν όμορφη, καλοντυμένη, στιλάτη,  ένα φόρεμα εφαρμοστό,  ανοιχτόχρωμο, πολύ όμορφη, έξοχη !

Μιλούσε  για τον πρώτο διορισμό της στην Ελλάδα,  σ ένα μέρος στο οποίο έχει ρίξει μαύρη πέτρα από τότε που έφυγε, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται,  οι άνθρωποι εκεί έμοιαζαν από άλλο πλανήτη, μισούσαν ο ένας τον άλλον και πιο πολύ τους ξένους,   όταν θέλησε ν'  αλλάξει σπίτι γιατί  ήταν γεμάτο υγρασία και μούχλα  ο ιδιοκτήτης παραλίγο να τη λιντσάρει μπροστά σ όλο το κόσμο,  μόνο μια οικογένεια καλών ανθρώπων  της φέρθηκε  άψογα κι είχε να το λέει! Πήρε των ομματιών της, πήγε στα Χανιά, πιο ήσυχα κατά κει, τώρα  δουλεύει  κάπου στη Χαλκιδική, βρήκε την υγειά της,  πολιτισμός ξανά!

Είδαμε μαζί  ειδήσεις, χιόνια, κρύα, κακοκαιρίες παντού, στη Ρωσία λέει η αγαπημένη τους θερμοκρασία είναι οι μείον δέκα βαθμοί όπου δεν έχει καθόλου υγρασία κι όλοι βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν,  λύσαμε σταυρόλεξα, εγώ βαριόμουν αλλά αφού επέμενε  ας είναι, ξαπλώσαμε, κάτι κουβέρτες πολύ μαλακές, όπως τρίβονταν μεταξύ τους έβγαζαν σπινθήρες φωτεινούς, ανατριχιαστικούς, από τι στο καλό ήταν φτιαγμένες, κρατς – κρατς, με ήθελε κοντά της, δεν ήθελε να μένει καθόλου μόνη της, ποιος  θέλει τέτοιες μέρες…

 Όπως μιλούσαμε της ξέφυγε κάτι κι ήταν σα ν'  άνοιξε μια χαραμάδα για να μπω στο μυαλό της, είναι πάντα  σοκαριστικό, τρομαχτικό το  να μπαίνεις στο μυαλό των γυναικών και ν αντικρίζεις τον εαυτό σου με τα δικά τους μάτια,  τα πήρα, θα μπορούσα να πω χιλιάδες πράγματα γι αυτήν όμως τα παραβλέπεις αυτά, όλοι έχουν τις καλές και τις κακές τους στιγμές,  βέβαια οι γυναίκες συνήθως τη πατάνε, νομίζουν ότι θέλεις κι άλλο απ αυτές την ώρα που τις έχεις χορτάσει ήδη, τέλος πάντων είχα θυμώσει, τελικά τα βρήκαμε, ευτυχώς μου περνά γρήγορα, δε βαριέσαι, πουθενά δεν υπάρχει τελειότητα και πρέπει νάσαι κι ευχαριστημένος που κάποια ασχολήθηκε μαζί σου,  άλλες ούτε γυρνούν να σε κοιτάξουν, της ζήτησα συγνώμη, το δέχτηκε, πάει κι αυτό...

Από ένα φάκελο παλιό  κιτρινισμένο έβγαζε  φωτογραφίες παιδικές από παραλίες, ο μπαμπάς  κρατούσε  αγκαλιά τα κοριτσάκια του, αυτή και την αδερφή της  σε μια ακτή,  κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα.   Τζιν φαρδιά φορούσε ο μπαπμπάς της , σ  άλλες φωτογραφίες μεταγενέστερες που  μου έδειχνε,  ο ίδιος άνθρωπος με τα φαρδιά τζιν  που ήταν όμορφος και γεροδεμένος  άλλοτε  είχε γίνει   παχουλός , αγνώριστος,  φορούσε  γυαλιά, πως γίνεται ν αλλάζουν  και να χαλνούν έτσι οι άνθρωποι,  μου είπε ότι δεν της  μιλούσε πια,  για κάποιο λόγο είχαν χαλαστεί...

Είχε και φωτογραφίες απ τη Σαμοθράκη,  πήγαινε  εκεί  πολλά χρόνια , ήταν τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής της!   Κάτι Αθηναίοι  ψαράδες έπιαναν ροφούς τεράστιους, φαγκριά πλατιά,  τσιπούρες πελαγίσιες  με λέπια γυαλιστερά,  στιλπνά,  δε ξέρανε τι να τα κάνουν, μα τι άσχετοι που ήτανε, ‘’Φέρτε τα εδώ!’’ τους είχε πει ο πατέρας της.  Είχε πάρει  τα ψάρια, τα έπλυνε στο ποταμάκι που κυλούσε κάτω απ το σπίτι τους, μπορείς να το φανταστείς, ένα ποτάμι   αληθινό περνούσε δροσερό και γάργαρο μες το κατακαλόκαιρο κάτω απ το σπίτι τους! Στην αυλή υπήρχαν τρία πλατάνια μ ένα τραπέζι μαρμάρινο στη μέση, πόσο τον είχε παρακαλέσει η γριά που το είχε εκείνο το σπίτι να τ αγοράσει, μόνο δυο  εκατομμύρια δραχμές ήθελε, κι είχε λεφτά αυτός τότε μα το άφησε, δεν ήθελε η γυναίκα του! Λοιπόν τα έπαιρνε τα ψάρια τα πελαγίσια , τα έσχιζε στη μέση, τ'  αλάτιζε, τ'  άφηνε καμιά ωρίτσα να τραβήξουν το αλάτι, και κατόπι τάψηνε στα κάρβουνα, γίνονταν τέλεια,  όλοι είχαν τρελαθεί,  έφερναν   σ αυτόν ότι έπιαναν ’’ Φέρτε τα δω και μη σας νοιάζει!'' τους έλεγε.

Περνούσαν  φοβερά   είχαν γνωρίσει έναν τσομπάνη που είχε χίλια ζώα,  τους είχε ψήσει ένα κατσίκι τόσο ωραία που μαλάκωσε μέχρι το μεδούλι, μα πόσο είχανε φάει εκεί πέρα! Πολύ τους άρεσε, γυρνώντας περνούσαν απ στις Σάπες, έβρισκαν τα καλύτερα κρέατα εκεί, χοιρινά, μοσχάρια, καβουρμάδες, μια φορά τους είχαν δώσει ένα κομμάτι αγριογούρουνο ‘’Πάρτε το,  δε θέλουμε λεφτά!’’ Η  μάνα της  το είχε μαγειρέψει στιφάδο κοκκινιστό,  όλη η γειτονιά είχε βγει στα μπαλκόνια ‘’Μα τι μαγειρεύετε;''.  Τυριά καταπληκτικά έβρισκαν, πρόβεια ολόπαχα και   κατσικίσια, μπορούσαν να φάνε ένα κιλό έτσι, σκέτο! Στην Αλεξανδρούπολη κάτι παραλίες θαυμάσιες, στο Πόρτο Λάγος  ταβέρνες έξοχες, οι ταβερνιάρηδες  τους ήξεραν, τους αγαπούσαν, τους έστρωναν να κοιμηθούν τα μεσημέρια! Ένας μελισσοκόμος μ ένα μέλι φοβερό, ανθόμελο, τους περίμενε να περάσουν με το μαύρο  Άουντι τους,  σε μια πλαγιά είχε τις κυψέλες του, μα τι μέλι ήταν εκείνο, ήθελες να το ρουφήξεις κατευθείαν απ την κερήθρα όπως ήτανε, μοσχοβολούσε, είχαν πάρει ένα μεγάλο δοχείο, καμιά εικοσαριά κιλά, τα παιδιά είχαν τρελαθεί ‘’Μπαμπά, τι μέλι είναι αυτό!’’.  Βλέπεις ο μελισσάς  το είχε μαζέψει την  καλύτερη εποχή, την άνοιξη, τότε που στις πλαγιές φύτρωναν μαργαρίτες, κρίνοι, αγριολούλουδα, ραδίκια, παπαρούνες,  ανεμώνες,  ότι λογής λουλούδια  μπορείς να βάλεις με το νου σου, το είχαν πάρει το μέλι στη Σαμοθράκη,   ένα βράδυ  μια γειτόνισσα πήγε να το κλέψει, την έπιασαν ‘’Γιατί δε μας ζητούσες,  θα σου δίναμε όσο ήθελες!’’

Είχε ένα ταλέντο να διηγείται,   ξεχείλιζε  από νοσταλγία, σα να τα ζούσε ξανά  όλα αυτά, σα να  τα είχε κάπου θαμμένα και τάβγαζε προσεχτικά στην επιφάνεια  να  μη τσαλακωθούν! Είχα χαλαρώσει,  είχα χαθεί, καμιά φορά ξεχνάς πως είναι να ζεις με γυναίκα κι όταν το βρίσκεις  μπορεί να χαλαρώσεις  λίγο ,  όμως πάντα έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού ότι όλο αυτό μπορεί να είναι μια παγίδα, δε πρέπει να εφησυχάζεις, πρέπει να φεύγεις νωρίς πάντα προτού σε βαρεθούν, όμως για λίγο, για λίγο μόνο,   είναι καλά ....

 

Το βράδυ της  μέρας της πρωτοχρονιάς σ ένα μπαρ πήγαμε, στο δρόμο  ένας πυράκανθος ξεριζωμένος πατόκορφα  από κάποιο αμάξι που σαβουρντήχτηκε πάνω του, τα λάστιχα των αυτοκινήτων τσακίζονταν πάνω στις ατελείωτες λακκούβες του δρόμου.  Στις εισόδους  των πολυκατοικιών   λεκέδες και σπόροι κοκκινωποί  από ρόδια σπασμένα, στα μπαλκόνια οι αναμμένοι  λέβητες έτριζαν δουλεύοντας στο φουλ, γάτες μαύρες  πηδούσαν τρομαγμένες μέσα από κάδους ….

 Το μπαρ  ήταν λίγο σα δικό μας,  τους  ξέραμε  όλους  εκεί μέσα, ένας απ τους παλιούς  ραδιοφωνατζήδες του ‘’Ράδιο Ακρόπολις’’ έκανε πρόγραμμα.  Στα τραπέζια  ποτήρια κολονάτα με κρασιά κόκκινα που άστραφταν,  όλοι  χόρευαν,  άλλοι τριγύρω κι άλλοι όρθιοι στις καρέκλες,  κάτι μικρούτσικα ποτηράκια με πιοτά χρωματιστά μας  κερνούσαν,  ένας ελληνοκαναδός  λικνίζονταν    κρατώντας  το ξανθό  κοριτσάκι  του  στην αγκαλιά,  ζητούσε   Neil Young,  η γυναίκα  με ρώτησε ‘’Γιατί δε χορεύεις;’’ με τράβηξε μαλακά προς το μέρος της,  τα  χέρια και τα  δάχτυλα της   καταπληκτικά, υπέροχα, μαγικά,  όταν άρχισε να χορεύει ένα ταμπεραμέντο που δεν είχα ξαναδεί, μου είπε στο αυτί ‘’ Ξέρεις θα μεθύσω,  το κάνω σπάνια  και μόνο  όταν νιώθω απόλυτα ασφαλής!’’  Αυτός απ το ''Ράδιο Ακρόπολις'' είχε βάλει ένα κομμάτι   ‘’Keep on rockin’  in the free world!,  γύρω οι  γυναίκες είχαν ξεσαλώσει,   τα έδιναν όλα,  ήθελαν να βγάλουν, να  πετάξουν   τα ρούχα από πάνω τους,  έμοιαζαν  σα να  πάλευαν   να εκτονωθούν, να ξεχαστούν, να μην επανέλθουν ποτέ, μα ποτέ πίσω   στη βάναυση   καθημερινότητα να μείνουν για πάντα εκεί μέσα χορεύοντας,   never get to to fall in love- never get to be cool- got fuel to burn- got roads to drive-  keep on rocking...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...