Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ΔΥΟ ΧΕΡΟΥΒΙΜ ΧΡΥΣΟΥΣ


...καί εποίησε τό ιλαστήριον  επάνωθεν της κιβωτού εκ χρυσίου καθαρού
Και τους δύο χερουβίμ χρυσούς
Χερούβ ένα  επί το άκρον του ιλαστηρίου τό  έν και
Χερούβ ένα επί  το άκρον του ιλαστηρίου το δεύτερον
σκιάζοντα ταίς  πτέρυξιν αυτών επί το ιλαστήριον.

Έξοδος  38  5 – 8


''Έχεις δει ποτέ σου το θεό ;’’ ρώτησε επιθετικά ο πρασινομάτης αφού κατέβασε ένα ποτήρι κρασί μονορούφι σα να ήταν πορτοκαλάδα!

'' Ναι!'' απάντησε Ο Ιγνάτης, ένας  γενειοφόρος γίγαντας  μ ένα κεφάλι πελώριο που στέκονταν πάνω απ τη στάχτη και τα κάρβουνα γυρίζοντας κρέατα στη σχάρα,  '' Τον έχω δει, έρχεται μια φορά το χρόνο,   κάθε  ψυχοσάββατο  μαζί με το πατέρα μου τον πεθαμένο, δεν τον βλέπω αλλά ξέρω ότι είναι μέσα στο όνειρο ! '' Κι ο θεός έρχεται μόνο  στα όνειρα ‘’ Συνέχισε προκλητικά ο πρασινομάτης ‘’ Όχι μονάχα ο θεός μα κι ο διάβολος!’’   Και τι είναι ο διάβολος…’’ ρωτήσαμε,  ποιος τον έφτιαξε;'' - '' Πάντα υπήρχε!'' γρύλισε ο Ιγνάτης

Ο παρασινομάτης εριστικός συνέχισε ‘’Θα σου πω εγώ τι γίνεται , τίποτα δεν υπάρχει έξω από δω , όλα είναι θέμα λειτουργίας των κυττάρων του εγκεφάλου, εκεί κατασκευάζονται τα αισθήματα, γεννιούνται οι φόβοι, πλάθονται τα όνειρα που δεν διαρκούν ποτέ πάνω από οχτώ λεπτά !

Τέτοιες συζητήσεις πιάναμε συχνά εκεί πέρα, ο άνθρωπος πάντα έχει φόβους, ανησυχίες, τρόμους για ότι είναι πιο πέρα,  όλοι   το ψάχνουν  ακόμα κι αυτοί που φαίνονται πιο κτηνώδεις. Το βλέπεις ότι αυτοί που έχουν μια πίστη σ ότι νάναι, σ οποιονδήποτε θεό η θεότητα, όσοι αναζητούν αυτό το θείο  αυτοί έχουν περισσότερη ποιότητα, εντάξει όχι πάντα όμως δε γίνεται δίχως αυτή τη διάσταση να υπάρξεις σαν ολοκληρωμένο πλάσμα, μια ισορροπία ανάμεσα στο γήινο και το ουράνιο στοιχείο χρειάζεται για να κάνει τη ζωή λιγότερο αβάσταχτη, πιο όμορφη, πιο μαγική.

Από πάντα οι άνθρωποι γοητεύονταν μ αυτά, δε μπορείς να τα εξηγήσεις με τη λογική όλα. Μια εποχή οι γιατροί έψαχναν φάρμακα και σκόνες που θα τους πήγαιναν αλλού, μια γενιά ολόκληρη βυθίστηκε στον παραλογισμό κάνοντας πειραματισμούς στα κεφάλια της με τέτοια σκευάσματα. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι τίποτα, περίμεναν κάτι καλύτερο μετά το θάνατο, σαμάνοι ξημεροβραδιάζονταν σε τελετουργίες οργιαστικές προσπαθώντας να προσεγγίσουν αυτό το ανεξήγητο κι υπερβατικό, έμεναν ξάγρυπνοι μερόνυχτα,  κατάπιναν μανιτάρια με ουσίες παράξενες και ρίζες φυτών παραισθησιογόνες. Βασιλιάδες κι αυτοκράτορες θάβονταν με τις γυναίκες, τους υπηρέτες, όλο το προσωπικό και τ άλογα τους   μαζί προσδοκώντας να περνούν το ίδιο καλά και στην άλλη ζωή, η επίγεια ύπαρξη δεν άξιζε τίποτα! Κατά χιλιάδες πέθαιναν οι Αιγύπτιοι χτίζοντας πυραμίδες κι οι χριστιανοί θυσιάζονταν, καίγονταν, κόβονταν κομματάκια, γδέρνονταν,  ότι μπορείς να φανταστείς υπέφεραν περιμένοντας αμοιβή στον ουρανό. Οι μουσουλμάνοι ξεχύνονταν ακράτητοι με τα γιαταγάνια   στη μάχη έχοντας την ελπίδα ότι θ  απολαύσουν τον παράδεισο τους, εκατομμύρια εκατομμυρίων πέθαναν περιμένοντας μια αμοιβή ακαθόριστη   κάπου αλλού, ποιος ξέρει τι βρήκαν όλοι αυτοί εκεί πάνω…

Κάτι πέταξε κάποιος κι όπως γίνεται συχνά στις παρέες μας έπιασε ένα γέλιο νευρικό, δε μπορούσαμε να σταματήσουμε Ήταν μια στιγμή χαρούμενη, όλοι είχαμε ευθυμήσει, ‘’Αποφάσισα να εξομολογηθώ ύστερα από τριάντα χρόνια !’’ είπα  ‘’ Αλλά μόνο στο Father Gregory μόνο σ αυτόν! Θα τα πω όλα να μη με ζαλίζει κι η μάνα μου, θα πάω μια μέρα στο κτήμα του με τους βασιλικούς και τους κατιφέδες και το θυμάρι ανάμεσα στα λάχανα και στα πράσα του που κάνουν τον μπαξέ καλλιτεχνικό δημιούργημα και διώχνουν και τα μαμούνια , θα πάω εκεί πέρα λοιπόν και θα τα πω όλα !’’

Το κέντρο ήτανε άδειο, οι φοιτητές είχανε φύγει για το τριήμερο, φυσούσε κι έβρεχε συνέχεια, είχε λυσσάξει,   ‘’ Έλα να με βοηθήσεις να μαζέψουμε το νάιλον που έχω έξω ’’ μου είπε ο Ιγνάτης καθώς λυσσομανούσε ο αέρας. Με τα τεράστια χέρια του άρχισε να διπλώνει,  όπως  κρατούσα τη μια μεριά μου έλεγε ότι όταν ήταν μικρός του άρεσε να περπατά μες τη βροχή, γίνονταν μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο, μισούσε τις ομπρέλες, η μάνα του τον έψαχνε απ το μπαλκόνι κι αυτός προχωρούσε πλάι στους τοίχους να μη τον δει ! Μαζέψαμε το νάιλον και γυρίσαμε πίσω να στεγνώσουμε, ο Ιγνάτης έπινε όλη την ώρα, όπως πήγαινε θα το έκαιγε το συκώτι του εντελώς,  έδειχνε  να μη τον ένοιαζε. Ήταν γερός, πλάτες φαρδιές, αξύριστος, μαλλιά κοντά, φυσιογνωμία σκληροτράχηλη, φορούσε φόρμες  ‘’Πως πάει η υγεία;’’ ρώτησα κ το μάτι του γυάλισε λίγο τρομαχτικά, το πρόσωπο του θύμιζε σκύλο έτοιμο να δαγκώσει ,’’ Τι εννοείς … ‘’ γρύλισε ‘’… φαίνομαι να έχω κάτι’’ Όχι ρε δε αλλά  γιατί δεν το κόβεις ; ‘’ – ‘’ Μια φορά τόκοψα, τρία χρόνια άντεξα,  ήταν τα χειρότερα της ζωής μου!’’

Τα ήξερα όλα γι αυτόν, κατά καιρούς τα έβγαζε από μέσα του λίγα λίγα μα  έπρεπε να προσέχεις,  να μη τον ζορίζεις,  να τα πει όπως ήθελε αυτός. Έξι χρόνια στη Ρουμανία σπούδαζε ιατρική, γνώρισε κάτι παλαιστίνιους, πήγε μαζί τους στη Λιβύη του Καντάφι, με τους Φενταγίν και την PLO, πάντα του άρεσαν οι περιπέτειες! Πολύ παλαβοί μιλάμε οι άραβες, ζέστη, τρέξιμο, βρισιές, κλωτσιές, εκπαίδευση κόντρα σε όπλα, χειροβομβίδες, πυροκροτητές, πιστόλια κι άλλα μαραφέτια περίεργα, μια βδομάδα άντεξε, έφυγε   στην  Ιταλία. Είχε τρέλα με τ αυτοκίνητα, τον πήραν δοκιμαστή στη Φίατ, μετά στη Φεράρι, ένα κάρο λεφτά έβγαζε! Ένα βράδυ του τηλεφώνησαν ότι πέθαινε ο πατέρας του,  ένα τρακτέρ  είχε πάρει παραμάζωμα τους  γονείς του όπως οδηγούσαν σ ένα δρόμο επαρχιακό , τους έριξε σ’  ένα χαντάκι, ο ώμος της μάνας του έγινε λιώμα στο χτύπημα, τον πατέρα του  τον πρόλαβε ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο,  πήγε κάτι  να  πει ο γέρος,  να δώσει  στοιχεία  μήπως και βρουν αυτόν που τους χτύπησε, δε κατάλαβε και πολλά, ο γέρος παραμιλούσε πια,  τα παράτησε όλα, γύρισε πίσω στην Ελλάδα, χάλασε τον κόσμο,  δε μπόρεσε να βρει τίποτα ....

Ένας καλόγερος απ το Σινά έτρωγε μερικές πατάτες,  ο θεός ξέρει πως βρέθηκε κατά κει, όλο τύποι μυστήριοι εμφανίζονταν σα να είχαν ακούσει για το μαγαζί.  Έλεγε ο καλόγερος για προσκυνήματα στους αγίους τόπους, πολύ ζέστη, βεδουίνοι παντού έτοιμοι να σου πάρουν τα φράγκα πουλώντας χυμούς από ρόδι που στύβουν επί τόπου σε ποτήρια δροσιστικά!

‘’Ε ναι!’’  συνέχισα ‘’…στον Πάτερ Γρηγόριο θα μπορούσα να τα πω όλα!  Στο  κάτω κάτω  ας μη μας έφτιαχνε ο θεός έτσι ώστε να μας αρέσουν οι γυναίκες όπως εκείνη που μάζευε στο αστικό τη φούστα της να κρύψει τ άσπρα της ποδαράκια, τι φταίω εγώ που μ αρέσουν έτσι όπως σέρνουν στο κινητό τα νυχάκια τους με τα στρασάκια τα κολλημένα ψάχνοντας για γόβες ψηλοτάκουνες στο ίντερνετ!

Θα τα πω όλα κι ότι θέλει ας γίνει, δε με νοιάζει! Και για τ άλλα θα πω, για τα κορίτσια με τ’  αρώματα τα α δυνατά   που έχουν κολλήσει  κάτω απ το δέρμα τους, έχουν μπει βαθιά μέσα του, έχουν γίνει ένα μ αυτά,  θες να  ρωτήσεις ‘’Που το βρήκες αυτό το άρωμα  μωρό μου !’’,  σούρχεται να τα φας επί τόπου! Τα κορίτσια  με τα παπούτσια τ αθλητικά σ ένα χρώμα απροσδιόριστο μεταξύ γαλάζιου και πράσινου, αυτά που κουβαλούν σακίδια στη πλάτη με σχέδια από λουλούδια κόκκινα και η μια λωρίδα απ το σάκο περνά ανάμεσα απ τα στήθη τους, αυτά  που περπατούν στο δρόμο με τα μαλλιά  ν ανεμίζουν και κοιτάζουν λοξά αν  τα προσέχεις!

Και βέβαια θάπρεπε να του πω και για τις αμφιβολίες μου για  αυτό  το άγνωστο κι ακαθόριστο πράγμα εκεί πάνω που υποτίθεται ότι όλα τα βλέπει όμως εσύ ποτέ δεν μπορείς να το δεις μόνο να υποθέσεις εμμέσως την παρουσία του από σημάδια διάφορα.  Ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι υπάρχει  μα  ούτε και το αντίθετο, εγώ τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι.

''Ναι αλλά…’’ πετάχτηκε ο πρασινομάτης που δεν έλεγε να ησυχάσει '' Πρέπει να μετανιώσεις για ότι έκανες , για τις απιστίες και τις ολιγοπιστίες σου  αλλιώς είναι άχρηστα όλα! ‘’  -‘’Εγώ θα σε συγχωρούσα!’’ είπε ο Ιγνάτης αγνοώντας τον  ‘’ Άμα ήμουνα παπάς θα σε συγχωρούσα, θα σου διάβαζα και μια ευχή να τελειώναμε!’’

Μ αγαπούσε,  είχε προσφερθεί να  φτιάξει  όλα τα ηλεκτρολογικά, τα υδραυλικά, τα χωματουργικά, ότι έχω και δεν έχω τέλος πάντων προτού καταρρεύσει το σπίτι μου! Είχε αρχίσει  κιόλας να έρχεται μαζί μας  στην εκκλησία, δεν είχε άσχημη φωνή, λίγο ψιλή για το βάρος του. Κουβαλούσε   μαζί του κηρύγματα παλαβά του Καντιώτη για τους ληστές που δεν είναι πια στα βουνά μα κατέβηκαν στις πολιτείες, μπήκαν στα γραφεία κι από κει κλέβουν όλον τον ντουνιά !  Τον ‘ήθελα δίπλα μου, κοιτάζαμε μαζί  τις  καλόγριες που  φορούσαν ένα κάρο κομποσκοίνια στο καρπό τους  κι ήταν κουκουλωμένες με στρώσεις αλλεπάλληλες από ράσα! Ρωσίδες και ρουμάνες,   τα κεφάλια   τους σκεπασμένα με κουκούλες απ τις φόρμες τους κι άλλες είχαν μαντήλια όμορφα σε χρώματα φούξια και καφετιά γλυκά. Ο τόπος είχε γεμίσει από μικρά   ενός νηπιαγωγείου, φώναζαν, χαλούσαν τον κόσμο, ! Ο ήλιος απ τα παράθυρα έλουζε τα μαλλιά ενός μικρού κοριτσιού πανέμορφου ‘’Κυρία είμαι πολύ κουρασμένη!’’ ακούστηκε η χουζούρικη φωνή της. Τα λαρύγγια μας πονούσαν, ο Άρης στον κόσμο του ,άμα πάρει αυτός φόρα, δεν έκανε ούτε ένα λάθος, ούτε μια φορά, καταλαβαίνεις, δεν τον άκουσα να χάνει μια νότα, κατέβαινε κι ανέβαινε τις κλίμακες περνώντας από διέσεις κι υφέσεις, από τον ένα δρόμο στον άλλο , τα είχε δώσει όλα! Γριές και γέροντες σπρώχνονταν για να κοινωνήσουν, οχλαγωγούσαν, γκρίνιαζαν, ήθελαν να τα διαλύσουν όλα! Ένας γέρος με γυαλιά ήρθε σε μια στιγμή στο αναλόγιο με ύφος συνωμοτικό, πήρε ένα βιβλίο, τόβαλε κάτω απ τη μασχάλη του κι εξαφανίστηκε…

 Η ώρα περνούσε κι ακόμα δεν είχαμε βαρεθεί , ‘’Και γιατί να μετανοήσω γι αυτά που είπα…’’  συνέχισα’’  γιατί να ζητήσω συγνώμη απ τον άλλον το βλάκα που δε μας έδινε ποτέ να φάμε απ το πιάτο του όποτε βγαίναμε παρέα, ωραία χριστιανική συνήθεια, ο καθένας για τη πάρτη του! Γιατί να μετανιώσω για κείνον τον παππά που δεν κοίταζε τη δουλειά του κι ανακατεύονταν όλο στα πόδια μας μα πόσο με είχε τσατίσει όλη νύχτα το σκεφτόμουν είχα σκάσει ! Κι έπειτα που ξέρουν αυτοί οι καλόγεροι που έφτιαξαν τα πηδάλια και τα γεροντικά από πειρασμούς και  τι πρέπει να κάνεις με τις γυναίκες! Αραχτοί στα βουνά και στα λαγκάδια δίνουν οδηγίες εκ του ασφαλούς, για έλα εδώ κάτω να αρρωσταίνεις σαν βλέπεις κάτι κουκλάρες γήινες, εξαίσιες, όχι τις άλλες τις φτιαγμένες από σιλικόνη και πλαστικό με μια τελειότητα που σου σπάει τα νεύρα,  έλα δω κάτω να πάρεις μάτι  τις χυμώδες, τις γήινες, που αποπνέουν  μια έλξη ανεξέλεγκτη και μπορούν να σε τρελάνουν!

Ο πρασινομάτης που κάθονταν μπροστά στον πάγκο κι είχε αρχίσει να ιδρώνει απ το ποτό και την έξαψη της κουβέντας στράφηκε απότομα σ εμένα ''Τελικά ρε δε κατάλαβα, εσύ πιστεύεις στο θεό ή μας δουλεύεις ;'' Δεν το είχα σκεφτεί καλά , δεν τόχα δουλέψει μέσα μου, δεν ήξερα τι να πω, δε τόχω ξεκαθαρίσει  ακόμα και τώρα που μιλάμε!  Εγώ ανακατεύτηκα με τις εκκλησιές επειδή μικρό με πήγαινε η μάννα μου στο χωριό, ένας παπάς αντάρτης που είχε πολεμήσει στον εμφύλιο μας έβαζε τις φωνές στο ιερό όλη την ώρα και ποτέ, μα ποτέ , τι κακία ρε φίλε, ποτέ  δε μας είχε δώσει εκείνες τις στολές τις πορφυρές και γαλάζιες  που έμοιαζαν με άμφια κεντημένα και θέλαμε τόσο πολύ να τις φορέσουμε ! Τα είχα αφήσει ξοπίσω μου όλα,  τα ξαναβρήκα επειδή έψαχνα κάτι για τις δύσκολες μέρες, ξέρεις τώρα, Πάσχα, Χριστούγεννα, τότε που οι αργίες είναι ατελείωτες και υπάρχει στην ατμόσφαιρα ένα κενό, μια έλλειψη, γιατί τις φτιάξανε έτσι αυτές τις μέρες σκέφτεσαι! Μ άρεσε κι η μουσική που ακούγεται εκεί μέσα, ανάμεσα σε κολώνες και τέμπλα ξύλινα κι εικόνες παλιές.  Από κει ξεκίνησα όμως είχα μπλέξει σ έναν άλλο κόσμο με συζητήσεις θεολογικές, φιλοσοφικές, μεταφυσικές που σε πάνε αλλού, σε κάνουν να στοχάζεσαι πάνω σε πράγματα που δεν είχες ποτέ σου σκεφτεί...

Ο  Ιγνάτης ο  φίλος μου μ έβγαλε απ τη δύσκολη θέση,  ‘’Άντε σήκω…’’ βρυχήθηκε ‘’…κλείνουμε!’’ ο πρασινομάτης κι η θορυβώδικη παρέα του πήγαν παραδίπλα να συνεχίσουν την οινοποσία, μείναμε εγώ με τον Ιγνάτη να περπατάμε στην άσφαλτο. Μπροστά στα φανάρια  χιλιάδες γυαλάκια από κάποιο ατύχημα στραφτάλιζαν, μια γάτα χώθηκε σε μια χαραμάδα τσακίζοντας το λαστιχένιο σώμα της,  ένα αεροπλάνο έβγαινε φωτισμένο μες απ τα σύννεφα κι εξαφανίζονταν  πάλι.  ‘’Περίεργο …’’ είπε ο Ιγνάτης   '' … κανονικά βλέπω  το πατέρα μου κάθε ψυχοσάββατο, χτες όμως τον είδα  πάλι,  ήταν σ ένα μέρος λαμπρό γεμάτο   κιβώτια χρυσά κι ασημένια,   έμοιαζε  νέος όπως τον θυμόμουν όταν ήμουν παιδί,  όμορφος,  ντυμένος με κάτι ρούχα γεμάτα πέτρες  μικρούτσικες,  πολύτιμες, κάτι λόγια ακατάληπτα έλεγε,   δεξιά κι αριστερά του πετούσαν άγγελοι μέσα σε φλόγες χρυσαφένιες ρίχνοντας τη σκιά  απ τις φτερούγες τους πάνω του, τι λες να σημαίνει;

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...