Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΒUNGEE JUMPING

Ο γιατρός τοποθετούσε βελόνες παντού στο σώμα της, είχε χαλαρώσει   εντελώς όταν χτύπησε το τηλέφωνο ''Γεια σου, είμαι η μαμά της Π. ήθελα να σου πω ότι η κόρη μου τα έχει με τον άντρα σου!'' ένιωσε να πνίγεται, ''Βγάλε, καμιά βελόνα γρήγορα!'' είπε στο γιατρό ''Δε μπορώ ν ανασάνω!''.

Χρειαζόταν λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει  τι  άκουσε, καθόταν εκεί σα χαμένη κοιτάζοντας τα σημάδια στο χέρι , της ήρθε στο νου αυτό που λένε ''Οι σύντροφοι χτυπούν πάντα κάτω απ τη μέση !''.

 Δεν ήταν οριστικός ακόμα ο χωρισμός της, προτού λίγο καιρό μόνο έβγαιναν όλοι μαζί, αυτή ο άντρας της κι η άλλη γυναίκα που ήταν γραμματέας του. Και το πιο τρελό ήταν ότι ή άλλη δεν είχε καν κλείσει δυο μήνες από τότε που παντρεύτηκε, η ίδια είχε πάει στο γάμο της γραμματέας, της είχαν ζητήσει κιόλας να διακοσμήσει το νυφικό δωμάτιο,  δεν είχαν προλάβει  ν' ανοίξουν τα δώρα, δεν είχαν προφτάσει  να κρεμάσουν το νυφικό γι αυτό κι η μάνα της τρελάθηκε!

Δε μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά της  συνέβαιναν πραγματικά, στη δουλειά είχε προβλήματα, τα παιδιά τη ζόριζαν,  όλα στραβά  πήγαιναν, τίποτα δεν έμοιαζε να προχωρά προς τα μπρος. Αυτός είχε αρχίσει να μαθαίνει γερμανικά γιατί λέει τα χρειάζονταν στη δουλειά του την ώρα που στο σπίτι γίνονταν  κόλαση. Το μεγάλο παιδί ήταν άρρωστο του θανατά,  χρειάζονταν απίστευτες ώρες να ξοδευτούν μαζί του, τ άλλα δύο είχαν τα δικά τους, γκρίνιαζαν όλη την ώρα , η γυναίκα δεν θ άντεχε για πολύ.  Αυτός τη δύσκολη στιγμή λάκισε, τη κοπάνισε, όταν άρχισε να δυσκολεύει το πράγμα δε του άρεσε,  όμως  τι περίμενες φίλε μου,  αποδείχτηκε ότι έψαχνε άλλες λύσεις, πιο βολικές. Μετά από έναν άγριο καυγά  αρνήθηκε να πληρώσει  τα παράθυρα που είχαν παραγγείλει για το εξοχικό, κι αυτή  έπρεπε να κοιμάται με τα παράθυρα ανοιχτά, μια νύχτα έπιασε βροχή, προσπαθούσε να κλείσει τ ανοίγματα μ ότι έβρισκε, δε κοιμήθηκε ούτε μια στιγμή εκείνο το βράδυ, όλες οι ωραίες αναμνήσεις που την έδεναν με το εξοχικό της από τότε που ήταν παιδί καταστράφηκαν, δεν ήθελε να το βλέπει πια  και πάλι όμως είχε την ελπίδα ότι δεν ήταν αργά, δεν είχαν τελειώσει όλα, κάτι θα μπορούσε ακόμα να σωθεί. Το προηγούμενο σαββατοκύριακο είχε περάσει απ το σπίτι της , ακόμα περνούσε να τη δει τότε, δεν είχε παγιωθεί το πράγμα, αυτή μαγείρευε κι ήταν χαμένη μες τα τηγάνια και τις κατσαρόλες , όπως τον είδε μπροστά της είπε '' Περίμενε ρε να σου βάλω κι εσένα λίγο μια στιγμή'' και μετά σα να ξύπνησε ''Ωχ ξέχασα , εμείς έχουμε χωρίσει!''.

Μια ξαδέρφη της είχε μιλήσει για το βελονισμό, είπε να τον δοκιμάσει όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα πάει κι αυτό, ένα τρέμουλο απλώνονταν  τώρα σ όλο το σώμα της. Φυσικά σε μια τέτοια στιγμή δεν μπορούσε να πάει αλλού παρά σ αυτήν τη ξαδέρφη, ήταν αχώριστες από παιδιά, με κανέναν άλλον δε μπορούσε να μιλήσει έτσι όπως μιλούσε μ αυτή,   ήξερε τον άντρα της από παλιά  αλλά μετά απ΄ όσα είχαν συμβεί ούτε που ήθελε να τον δει.

 Όπως οδηγούσε  βγαίνοντας απ τη πόλη χιλιάδες σκέψεις ανακατεύονταν με τα δέντρα, τα καθίσματα και τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στα μαγαζιά, είχε και την αγωνία με το γιο της που ήθελε να κάνει bungee jumping πηδώντας απ τη γέφυρα στον ισθμό της Κορίνθου, μόλις το άκουσε της ήρθε κόλπος,  ο μικρός απείλησε ότι  αν δε τον άφηνε θα το έκανε στα κρυφά με το φίλο του,  δεν είχε επιλογή, στο τέλος  του έβγαλε  και τα εισιτήρια !

Καλά και τι δεν είχαν περάσει μαζί οι δυο τους , πόσες φορές κόντεψαν να πνιγούν όπως βουτούσαν όπου έβρισκαν. Είχαν κολυμπήσει στις δίνες στην Κεφαλλονιά όπου τα ρεύματα ήταν απίστευτα δυνατά γιατί τα νερά επικοινωνούν με μια λίμνη που υπάρχει στα βουνά, κάτω απ το έδαφος και γι αυτό αναπτύσσονται ρεύματα πανίσχυρα καθώς μπερδεύονται τα γλυκά με τ αρμυρά νερά. Στη Ζάκυνθο είχαν εξερευνήσει όλες τις σπηλιές ακόμα κι εκείνες τις μικρούτσικες  με την λιγοστή άμμο όπου ίσα ίσα χωρούσες να μπεις.

 Στα πιο μεγάλα κοιλώματα η θάλασσα λαμπύριζε τόσο υπέροχα που έλεγες ότι υπήρχε κάτι ψεύτικο εκεί μέσα . Ενώ οι άλλοι κοίταζαν το θέαμα  αυτή  είχε δοκιμάσει να βουτήξει απ το πίσω μέρος της βάρκας . Ζυγιάστηκε στη ξύλινη σκάλα του σκάφους κι έπεσε στο νερό, το σώμα της ένιωσε το στοιχείο του,  ήθελε να κάνει μια στροφή γύρω απ τη βάρκα και να βρει τους άλλους,   όπως όμως παλαντζάριζε το σκάφος με το υποθαλάσσιο κήτος του να λικνίζεται , δίχως να το καταλάβει την έριξε σα πούπουλο πάνω στα γλιστερά βράχια . Έβαλε τα χέρια της να προφυλαχτεί, οι πέτρες της έγδαραν το μπράτσο, αίμα έτρεξε . Βάζοντας όλη της τη δύναμη κατάφερε να τραβηχτεί με μια απλωτή προς τα πίσω ώστε ν απεγκλωβιστεί από κει μέσα. Το νερό είχε βουλώσει τη μύτη της, δυσκολεύονταν ν ανασάνει, άρχισε να βουλιάζει κοιτάζοντας τα βρύα που είχαν κολλήσει στις άσπρες πέτρες και τις σταγόνες που έτρεχαν απ την οροφή ύστερα αφέθηκε να βυθιστεί   ήταν η πιο  στενή  επαφή  με το πέρασμα για κάπου αλλού,  της είχε φανεί φυσικό, σχεδόν ευχάριστο,   σκέφτονταν ‘’Εντάξει, αυτό ήταν, τώρα πεθαίνω!’’.   Όμως η ξαδέρφη της είχε προλάβει να τη δει, βούτηξε μαζί με το βαρκάρη που είχε πανικοβληθεί , την έπιασαν όπως όπως  απ τις μασχάλες,  τη σύρανε πάνω στη βάρκα, ένα κουβά νερό έβγαλε απ το στόμα της.  Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της είχε τρελαθεί που έχασε τους φακούς της, αυτό μόνο την ένοιαζε,  τι θα έλεγε  τώρα στο πατέρα της, ύστερα από λίγο συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί,   είχε τρομάξει άσχημα, δεν ήθελε να ξαναδεί  θάλασσα...

Στη Σκόπελο  είχαν πάει μ έναν σκυλοπνίχτη, στο πλοίο ήθελαν να βγάλουν τ άντερα τους, στο νησί πεύκα και θάλασσα πράσινη παντού ! Κολυμπούσαν σ ένα λιμάνι φυσικό, καταπληκτικό, αυτή που φοβόταν ένα σωρό πράγματα στη θάλασσα δε καταλάβαινε τίποτα, ήταν το μοναδικό μέρος όπου είχε τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση. Διέσχισαν τη διαδρομή από τη μια μεριά της εξόδου του λιμανιού μέχρι την άλλη, τους είχε πάρει τρεις ώρες. Είχαν ακούσει ιστορίες για σκυλόψαρα  και κήτη και φώκιες με δέρμα γαλαζωπό, παρόλα αυτά είχαν ανοιχτεί μέχρι το πέλαγος μακριά , ήταν μια αίσθηση μαγική να κολυμπάς στην απεραντοσύνη μοναχός. Φοβόταν τους υφάλους, λέγανε ότι υπήρχαν  πολλοί στο μέρος εκείνο, μπορούσαν να σε ξεσκίσουν χωρίς να πάρεις χαμπάρι. Είχαν σταματήσει πάνω σε κάτι βράχια να ξαποστάσουν προτού γυρίσουν πίσω, στη διαδρομή είχαν κόψει μερικά φύκια κάπως σκληρά, σα κοράλλια, λέγανε ότι είχαν ουσίες που κάνουν απαλό το δέρμα, τρίβονταν μ αυτά τα κοράλλια εκεί πέρα στα βράχια καθισμένες στη μέση του πουθενά....

Στο σπίτι της ξαδέρφης ηρεμούσε πάντα.  Έπρεπε να περάσει πρώτα από μια μάντρα που πουλούσε καυσόξυλα, δυο μαντρόσκυλα άσπρα ψευτογαύγισαν, το ένα με μάτια χαμηλωμένα σα στενοχωρημένο, το άλλο, το πιο μεγαλόσωμο, μπήκε μπροστά κι έβγαλε το μουσούδι  του ανάμεσα απ τα σίδερα της πόρτας  να χαϊδέψει την υγρή  μύτη του . Εδώ ήταν ερημιά κάποτε, τώρα πια είχε γίνει οικισμός πολυσύχναστος, οικοδομές σηκώνονταν από παντού, αεροπλάνα κατέβαιναν κατά το αεροδρόμιο κι ήταν σα να περνούσαν δίπλα απ τα σπίτια όπως τα έβλεπες απ τους λόφους να χαμηλώνουν.  Κάτι θάμνοι από βαμβάκια έδειχναν τις μαλακές λευκές μπάλες τους, ησυχία βασίλευε, άμα έχεις συνηθίσει στη φασαρία της πόλης σου φαίνεται παράξενο,  απόκοσμο όμως  αυτός είναι ο αληθινός ρυθμός της φύσης, σε ηρεμεί, είναι το καλύτερο φάρμακο για να καθαρίσει το μυαλό. 

Ένα ντόπερμαν έτρεχε σα σφαίρα σένα χωράφι  κυνηγώντας μια μπάλα που είχε ρίξει ένας άντρας με φόρμες,  ύστερα κοντοστέκονταν να μυρίσει τον αέρα.  Το σπίτι είχε παραμείνει όπως το θυμόταν, οι ίδιες ασβεστωμένες σκάλες, γλάστρες γεμάτες λουλούδια χρωματιστά κι εκείνο τα φυτό που όταν έτριβες στα δάχτυλα τα φυλλαράκια του έβγαζαν  ένα άρωμα γλυκό που δεν το είχε ξαναβρεί πουθενά άλλου. Όπως ανέβαινε είδε τη θεία της, είχε γεράσει πολύ, σχέδια αραχνοειδή σχημάτιζε στα πόδα της η φλεβίτιδα.

Στο σαλόνι τη κέρασαν καφέ, εκεί μπορούσε να ηρεμήσει επιτέλους.  Της φάνηκε ότι η ξαδέρφη  είχε σπάσει κάπως, είχε κάμποσο καιρό να τη δει, όποτε βρίσκονταν χρειάζονταν ώρες μέχρι να πουν όσα είχαν μαζέψει. Η ξαδέρφη  την περνούσε πάνω από δέκα χρόνια, είχε μια ζωτικότητα φοβερή,  δεν ήταν όμορφη μα  είχε ωραίο σώμα, μια φινέτσα, ένα γούστο για όλα τα πράγματα. Της είχε χαρίσει ένα φουστάνι έξοχο με σχέδια εξαγωνικά που θύμιζαν σφηκοφωλιά, την έμαθε πως να ντύνεται, πως να διακοσμεί το σπίτι της, πώς να διαλέγει έπιπλα πώς να έχει αισθητική αντίληψη. Ήταν κτηνίατρος, μιλάμε περίπτωση, δεν υπήρχαν γυναίκες στην κτηνιατρική τότε, αυτή μονάχα και μια φίλη της, το είχαν γράψει κι οι εφημερίδες ''Αι δυο νεαραί φοιτήτριαι της κτηνιατρικής σχολής !''. Στο γραφείο της σουλατσάριζε ένα ελαφάκι, κουτουλούσε όπου έβρισκε καθώς το φαγούριζαν τα κερατάκια που έβγαζε. Όλοι το είχαν ξεγραμμένο αυτή όμως αυτή ήταν σίγουρη ότι το μόνο που ήθελε ήταν βιταμίνη D, δηλαδή ήλιο μπόλικο και γάλα άφθονο βέβαια, είχε μια όρεξη απίθανη ! Στο ίδρυμα όπου δούλευε έκανε κάτι μελέτες πρωτοποριακές για τα βουβάλια της Ελλάδας που εξαφανίζονταν τότε, ανέλυε τα γονίδια τους για ν αποδείξει την καταγωγή τους από κάποια φυλή ενδημική, αρχαία. Τη ζητούσαν απ το εξωτερικό να μιλήσει για ένα σωρό θέματα, στο Παρίσι, στη Λωζάννη, στο Βερολίνο, τα βαριόταν απίστευτα αυτά τα ταξίδια, ''Δε πας εσύ!'' έλεγε στην ξαδέρφη της, άλλο που δεν ήθελε η άλλη. Μονάχα σ ένα σπουδαίο συνέδριο του National Geographic στο Σαν Φρανσίσκο είχε πάει κάποτε, της είχαν κάνει εντύπωση εκεί πέρα τα θαλάσσια λιοντάρια που μαζεύονταν κάθε μέρα σε μια μεριά της προβλήτας κατά κοπάδια τεράστια, κανείς δεν ήξερε τι έβρισκαν σ εκείνο το μέρος …

Πάντα στήριζαν η μια την άλλη,  ο άντρας  της  αφού παράτησε τα γερμανικά είχε μπλέξει με κάτι οργανώσεις παραθρησκευτικές,  μα τι ηλίθιος,  άρχισε να μιλάει για πράγματα αλλόκοτα, άνθρωποι περίεργοι έμπαιναν στο σπίτι. Είχε γίνει και μια σκηνή επική όταν η κτηνίατρος  τα έβαλε μ έναν μορφωμένο  απ αυτούς που μιλούσε για τις θεωρίες του Σχολαστικού Άνσελμου της Καντερβουρίας και γι άλλα κουφά, για τη φύση του τριαδικού θεού, για το πώς κι από που εκπορεύεται το πνεύμα το άγιο κι άλλα τέτοια θεολογικά μυστήρια που σε πιάνει ζαλάδα να τ ακούς! Αντάλλασαν επιχειρήματα θανατηφόρα κι ακαταλαβίστικα, η  ξαδέρφη  σε μια φάση που είχε ανάψει σηκώθηκε όρθια για να δώσει έμφαση στα λόγια της και κινήθηκε απειλητικά προς τον άλλον, αυτός τα χρειάστηκε. Αυτοί οι παραθρησκευτικοί τούς έφεραν κι ένα σκύλο παλαβό, ποιος ξέρει από που τον  βρήκαν,  τον είχα γνωρίσει κι εγώ, ένα τεριέ καφετί, όποτε μ έβλεπε στριφογυρνούσε σα δαίμονας απ τη χαρά του γιατί τον έβγαζα πάντα βόλτα.  Όμως ο πατέρας της κτηνιάτρου  που ήταν γιος παπά, όποτε έρχονταν  από κει  τα έβαζε με το σκύλο ''Ανάθεμα την ώρα που μπήκε αυτός ο αιρετικός, ο αντίχριστος, ο κολασμένος,  μας έχει κάνει άνω κάτω, λερώνει όπου νάναι, δεν τον θέλω το σατανά!''

Είχε αρχίσει να χαλαρώνει,  ξεχάστηκε , αυτή ήταν η καλύτερη ψυχοθεραπεία,  δε στοίχιζε τίποτα μάλιστα.  Έκατσε εκεί πέρα να χαζεύει το μπαλκόνι με τις χρωματιστές γλάστρες  και τα φυτά με τη γλυκιά μυρουδιά , χτύπησε το τηλέφωνο,ο γιος της ''Μάνα άστα, πάθαμε ζημιά !'' ένα φτερούγισμα  στη καρδιά, ''Έλα ρε μάνα, πλάκα κάνω!''

Της είπε ο γιος της ότι όλα πήγαν  καλά, ο φίλος του που είχε βουτήξει  πριν απ αυτόν   όπως έπεφτε ανάμεσα  στα βράχια και στα τσιμέντα έβλεπε το έδαφος να τον πλησιάζει από κάτω, τους γκρεμούς να περνούν σαν αστραπή από μπροστά του,   καταποντίζονταν στην άβυσσο ενώ  φώναζε μ όλη τη δύναμη που είχαν τα πνευμόνια του: ''Μανούλα σ αγαπάωωωω!''. ''Εγώ μάνα δε φοβήθηκα καθόλου.  Εκεί πάνω στο κάγκελο στάθηκα μια στιγμή, είδα κάτω ένα δευτερόλεπτο, έκλεισα τα μάτια, ο  αέρας  φυσούσε το πρόσωπο,  σκέφτηκα, εντάξει αυτό ήταν, τώρα πεθαίνω!''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...