Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

ΧΙΟΝΟΝΙΦΑΔΕΣ




Μας κοίταζε μ ένα ύφος, ένα  στυλ,   σα να ήταν  η Άβα Γκαρντνερ κι η Μάρλεν Ντήτριχ κι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν μαζί,    και όντως   ήταν κουκλάρα, μελαχρινή,   κορμάρα απίστευτη,  ένα ντεκολτέ ιλιγγιώδες, έμοιαζε με την αμερικανίδα ηθοποιό   στα φόρτε της,    αλλά  εγώ είχα σκάσει όπως   κοίταζε  το φίλο μου  με μια  ειρωνεία, ήθελα να τη βαρέσω!

Μα πόσα νεύρα είχα,  του μιλούσε σα να μην ήταν τίποτα, αυτός  έσκυβε το κεφάλι, ήταν ερωτευμένος γαρ.   Εμένα δε με πήγαινε ποτέ,   ήξερε ότι δε σηκώνω αηδίες, αν μου έκανε   τίποτα   θα την είχα πάρει παραμάζωμα,  δε τις μπορώ τις ντίβες,  δε καταδέχονται να σου μιλήσουν, σε κρατούν σε απόστασή, έναν τοίχο αδιόρατο υψώνουν  γύρω τους κι όλη την ώρα πρέπει να  κοπανάς τα μούτρα σου πάνω του!

Αλλά την ήξερα ρε φίλε , μια άχρηστη ήτανε, έψαχνε τάχα για δουλειά όμως πουθενά δε μπορούσε να στεριώσει,  όλα της ξίνιζαν, στη πρώτη παρατήρηση σηκώνονταν κι έφευγε.    Όποτε  τη βλέπαμε τα ίδια μας έλεγε, πόσο  ζώα ήταν τα  αφεντικά που  συναντούσε-  λες και τα δικά μας είναι αγιόπαιδα,  πόσο χάλια ήταν τα πράγματα, ότι δεν άντεχε,  ήθελε να φύγει κάπου έξω, (στον αγύριστο!). Είχε μια αδυναμία να λειτουργήσει θετικά, έτσι είναι οι γυναίκες,  ή  στον ουρανό ή στα τάρταρα ανάλογα με τα ορμονικά τους.

Και της τα είπα,  δε μπορούσα ν  αφήσω  το φιλαράκι μοναχό  στο έλεος της.    Δε μπορούσα  να το αφήσω  να περάσει  έτσι,   το  στριφογύριζα  στο μυαλό μου, κάτι δε μ  άρεσε πάνω της, το έψαχνα, το γύριζα από παντού, δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρω τι έφταιγε, δεν υπήρχε περίπτωση να μου ξεφύγει! Μου την είχε δώσει , ποτέ δεν ακούνε βέβαια, δε βγαίνει τίποτα, ίσα - ίσα φτιάχνεις έναν εχθρό ακόμα  που δεν είναι και το πιο σοφό πράγμα, όμως κάτι πρέπει να πεις όταν κανένας δε μιλάει, όταν το πράγμα βγάζει μάτια, και της τα είπα '''Μη   του φέρεσαι  έτσι  ρε Άβα!'' έτσι τη φωνάζαμε.  

Της τα είπα, θα έσκαγα,   ''Μαζέψου,  δε μπορώ,  κοφ τις βλακείες,  μη μου λες δικαιολογίες,  να κόψεις το κεφάλι σου  βρες μια λύση, μας έχεις πρήξει!'' .  Τα πήρε, το όμορφο προσωπάκι της κοκκίνισε, σκλήρυνε,   ''Λες μπούρδες,  αφού είσαι τόσο έξυπνος γιατί δεν έχεις φτιάξει τη ζωή σου!'', έλα ντε,   πέταξε  και  μια κουβέντα βαριά, στράφηκα στα παιδιά ''Σημειώστε  ότι εγώ δε βρίζω !'' 

Δε  μπορούσα,  δε  μπορώ, όλο αυτός κερνούσε, όλα αυτός τα πλήρωνε,   κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να είναι αραχτοί χωρίς να κάνουν τίποτα κι εσύ πρέπει να τους σέβεσαι,   ότι τους λείπει από φιλοπονία το αναπληρώνουν με θράσος τόσο  απύθμενο που  σούρχεται να τσιρίξεις.  Έναν τέτοιο άνθρωπο τον λες  απλά λουφαδόρο, μπορεί να μην είναι τεμπέλης αλλά είναι βολεμένος, έχει βρει ένα άλλοθι, ένα παιδί  που έχει κάνει  ας πούμε κι είμαστε εντάξει,  άμα είναι και γυναίκα  όμορφη…

Την  είδα που κλονίστηκε,   μήπως την είχα αδικήσει,  μήπως δεν έπρεπε να της μιλήσω  έτσι,  δε ξέρω γιατί τα είχα πάρει τόσο, πιθανόν φταίει η εποχή, όλοι είναι γεμάτοι άγχος,  έτσι γίνεται στην Ελλάδα, κάθεσαι σα βλάκας όλο το καλοκαίρι κι ύστερα τρέχεις να προλάβεις σα  διάβολος προσπαθώντας να στρώσεις τις δουλειές σου, να βάλεις μια τάξη, να πληρώσεις ότι μαζεύτηκε.

 Όμως πως γίνεται αυτοί που   το θέλουν πραγματικά, αυτοί που έχουν ανάγκη να βρίσκουν κάτι  κι οι άλλοι, οι άχρηστοι, οι γαλαζοαίματοι,   να τη βγάζουν πάντα καθαρή; Παιδιά  βγαίνουν  στο εξωτερικό  και   σκοτώνονται  δουλεύοντας σε μέρη μακρινά, στου διαβόλου τη μάνα, βλέποντας τοπία που δε τους λένε τίποτα, ανάμεσα σε ανθρώπους αδιάφορους στη καλύτερη περίπτωση;  Eπιστήμονες με πενήντα πτυχία αναγκάζονται να πλένουν πιάτα, καθαρίζουν δρόμους, δουλεύουν στα χωράφια κι   άλλοι   είναι τόσο εκλεκτικοί, τόσο μυγιάγγιχτοι, έχουν αράξει στη βολή τους και δεν τους κουνάς  ούτε με γερανό !

Κάποιοι το παλεύουν ολημερίς κι ολονυχτίς, απ τ άγρια χαράματα μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα  καταπίνοντας ότι προσβολή μπορείς να φανταστείς, το θεωρούν απλά  καθήκον τους όσο κι αν δε τους αρέσει, είναι θέμα αξιοπρέπειας.  Εγώ  τους θαυμάζω, υποκλίνομαι, δε θ άντεχα ούτε μια μέρα εκεί που δουλεύουν, τι λέμε τώρα, ούτε μια ώρα, ούτε απ έξω δε θα περνούσα! Όμως αυτοί ακριβώς είναι πιο καθαροί, πιο ηθικοί, πιο έντιμοι, πιο ζωντανοί, το μάτι τους γυαλίζει ακόμα κι αν είναι πεθαμένοι απ τη κούραση, είναι πιο ωραίοι!  Η καθημερινή δοκιμασία τους έχει δουλέψει, τους έχει πλάσει, τους έχει διαμορφώσει,  δυνάμωσε  τις άμυνες τους,  ακόνισε  τα αντανακλαστικά τους,   έμαθαν  να είναι υπομονετικοί,  να εμπιστεύονται τον άλλον,  έγιναν  πιο επινοητικοί, πιο ανθεκτικοί, αυτό συνέβαινε πάντα, απ το καιρό  που ο άντρας κυνηγούσε στα δάση  κι η γυναίκα πίσω  πάλευε μ όλα τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου...

Εκεί στου Χρήστου είχαμε μαζευτεί, κάποιοι περίμεναν τα παιδιά τους να σχολάσουν απ τα φροντιστήρια, όλα τζάμπα τάδινε ο Χρήστος, πάνω από ένα  κι εξήντα δεν έπαιρνε, όλοι οι πεινασμένοι έρχονταν  από κει να φάνε, τη προηγούμενη είχαν διαρρήξει και  το μαγαζί του, δεν τον βλέπω καλά! Ένας τύπος εκεί με πάει,  δε ξέρω τι γίνεται,  όλο και περισσότεροι με πάνε, αρχίζω ν'  ανησυχώ.  ''Ωραίο πουκάμισο !''  του είπα   '' Α δε το πήρα εγώ,  η  κόρη μου κι η γυναίκα μου με ντύνουν, εγώ βαριέμαι να ψάχνω!''.  Ήταν όμορφος για τα εξήντα του, , έλεγε για την Αμφίπολη ''Να δεις που δε θα βρουν τάφο  αλλά έναν   αχανή  χώρο  όπου γίνονταν  αρχαία μυστήρια κι άλλα σημεία και τέρατα,   περίμενε, θα με θυμηθείς !''  Ο  γιος του    στη Ρώμη, όταν έρθει τα Χριστούγεννα  περιμένει να του φέρει ένα μπουφάν ακριβό.  Πάει συχνά κατά κει  να δει το παιδί του, δε του αρέσουν οι Ιταλίδες,   ''Οι Ελληνίδες...''  έλεγε ''...άλλο πράγμα!''   ''Να, δες την Άβα!'' μου έγνεψε κοιτάζοντας το αντικείμενο του πόθου  και τα σάλια του έτρεχαν.

Το φιλαράκι ζαχάρωνε με την κούκλα κι εγώ ήθελα να ξεράσω, δεν αντέχω τα σαλιαρίσματα! Από την άλλη όμως    τι σε κόβει  εσένα, ποιος μας λέει ότι δε ζηλεύεις, άντε βρες και συ  έναν τέτοιο  κόμματο,   δε μπορείς ν ανακατευτείς στη ζωή του άλλου, μεγάλος άνθρωπος είναι,  άστον να φάει το κεφάλι του.  Όσο για τύψεις δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χρόνος, αυτά τα σκέφτεσαι προτού τα πεις, μετά πάει,  ότι  έγινε έγινε, άλλοι τα σκαλίζουν συνέχεια όχι εγώ,  καμιά φορά με πιάνει μια τέτοια αδιαφορία,  μια σκληρότητα που τρομάζω  με τον εαυτό μου.

Όλα διαφορετικά είναι αυτό το φθινόπωρο, όλα αλλιώτικα, δε ξέρω τι συμβαίνει ούτε προλαβαίνω να καταλάβω, το μυαλό αγωνίζεται απεγνωσμένα να αφομοιώσει δεδομένα καινούρια σα να αναβαθμίζεται συνέχεια μπλοκάροντας και ξεμπλοκάροντας αέναα, ώρες ώρες δε μπορείς να το συγκρατήσεις, ότι θέλει σκέφτεται,  όπου θέλει σε πάει, δε ξέρεις αν πρέπει  να  εμπιστευτείς τη κρίση του.

Όλα διαφορετικά μου φαίνονται φέτος, όλο στη Καλαμαριά τρέχω, όλα τα ιδιαίτερα  κατά κει μαζεύτηκαν. Τέρμα τα Πεύκα,  ο περιφερειακός και τα Μετέωρα με τους περιστεράδες,   φέτος   μόνο  μανόλιες τεράστιες με φύλλα γυαλιστερά  στους κήπους και σωροί από βράχια  στη προβλήτα  της Νέας Κρήνης .   Στα ραντάρ των στάσεων  λεωφορεία φαντάσματα  που  ποτέ δεν εμφανίζονται,  στα αστικά  μέσα  γυναίκες σκορπούν τ αρώματα τους στον αέρα,  με τα δαχτυλάκια τους ξετυλίγουν περιτυλίγματα από τσίχλες,  μια κινέζα είχα δει  στη Κηφισιά κάπου, με κοίταζε με τα τεράστια λοξά της μάτια.  Στα πάρκα κοκκινολαίμηδες κάτω από θάμνους,  καρακάξες  χοροπηδούν σα κλόουν βλαμμένοι, κατηφόρες που βγάζουν στη θάλασσα,  ψαράδες  στήνουν  τα καλάμια τους  κάτω απ το Μέγαρο Μουσικής,   πράσινα και κίτρινα αδιάβροχα  φορούν,  τα ραδιοφωνάκια τους βουίζουν, πλοία  χάνονται στον ορίζοντα,  αεροπλάνα  κατεβαίνουν από πάνω  μες την ομίχλη με τα φώτα αναμμένα.. 

Φέτος δεν έχει Ρετζίκι κι έξοδο κατά Καβάλα μεριά,  μόνο αυτοκίνητα ρολάρουν το βράδυ στο βρεγμένο δρόμο της Ανθέων, από   μερικά  κρέμονται  κορδελίτσες άσπρες απομεινάρια  από κάποιο γάμο του σαββατοκύριακου. Φέτος μπαίνω σε σπίτια καινούρια, κοριτσάκια ανοίγουν πόρτες,  κανείς  άλλος δεν υπάρχει στο διαμέρισμα,    μ εμπιστεύονται ξανά, είναι μια αίσθηση περίεργη, πρέπει να είσαι διπλά  προσεχτικός. Στους τοίχους των  παιδικών  δωματίων  ζωγραφιές δέντρων  με κλαριά και φύλλα κόκκινα,  πουλιά πετούν από πάνω τους... 

Χυμούς και μπισκότα με κερνάνε,  με βάζουν να φάω φαγητό που τους έχει περισσέψει  και  δε θέλουν να το βλέπουν δεύτερη μέρα, το αποθέτουν στο φούρνο μικροκυμάτων κι εγώ κοιτάζω τα δευτερόλεπτα που μετρούν αντίστροφα  στο κόκκινο χρονόμετρο. Η Κυρία Δήμητρα γυρνώντας απ τα πρετ α πορτέ στο Παρίσι και  στο Μιλάνο   μου φτιάχνει κάτι τοστ φοβερά με καπνιστή γαλοπούλα και κάτι άλλα κόλπα με  ντοματίνια,  βασιλικό,  μοτσαρέλα κι ελαιόλαδο, ''Έβαψες τα μαλλιά σου;''  με ρωτάει.   Ο κυρ Γιάννης  πάλι με φωνάζει συνέχεια να φάμε μαζί εκτός απ  τις Τετάρτες και τις Παρασκευές   που   νηστεύει. Τον ακούω στο τηλέφωνο   ''Άντε ρε,  που είσαι;'', πολύ μ αγαπάει.    Φτιάχνει κάτι πατέντες δικές του,  πιπεριές απ το μπαξέ του στο Λιτόχωρο  με ντομάτα,  ένα κομμάτι καβουρμά και  τυρί κατσικίσιο,   βούτηξα  εκεί μέσα μισή φραντζόλα από ένα ψωμί  φοβερό !  Ύστερα έβγαλε  κάτι ελιές απίστευτες,  μα  που τις βρήκε,    δε μπορούσα να σταματήσω να τρώω,  όπως μιλούσαμε  καταβρόχθισα   ένα σταφύλι τεράστιο,  μα τι πείνα μ είχε πιάσει!

 Όλα διαφορετικά  φαίνονται αυτή την εποχή, ίσως δεν  έπρεπε να της μιλήσω έτσι της καημένης της Άβας,  είχε χάσει τη λάμψη της,  δε μιλούσε. Δεν ήξερα αν έκανα σωστά, ήθελα να το σκεφτώ λ ξανά, ίσως έπρεπε να ζητήσω συγνώμη. δυο Πακιστανοί  ήρθαν και ζήτησαν γύρο,  ένα  χαμένο κορμί     με κόκκινα μάγουλα  άρχισε από δίπλα ''Σ ένα καράβι   βάλτε τους όλους  να τελειώνουμε!''  ο Χρήστος βγήκε έξω,  ''Βούλωστο γιατί θα σε τσακίσω ! Στο ΄χω ξαναπεί, εδώ μέσα δε θα μιλάς έτσι!'' Ο άλλος σηκώθηκε έριξε   ένα  βλέμμα θανατηφόρο κι έφυγε όπως ήτανε.  Σηκωθήκαμε κι εμείς σπασμένοι , ο δικός μου με την Άβα  κατηφόρισαν κατά   τη παραλία, εμείς τραβήξαμε  γι αλλού.   Πιτσιρικάδες τρώγανε  κλαμπ σάντουιτς και κρέπες,   κάμποσοι  τόχαν ρίξει στις φρουτοσαλάτες και στην υγιεινή διατροφή, κάνουν κι από κανένα σωστό,  άλλοι είχαν αράξει  σε πολυθρόνες  κοιτάζοντας  τα ταξί που περνούσαν, ένας κρότος  σα πυροβολισμός ακούστηκε από κάπου,   ένα κοπάδι κοράκια πέταξε τρομαγμένο στα σκοτεινά.

 Ρωσοπόντιοι πουλούσαν κόκκινους  σπόρους τριανταφυλλιάς,  συνθήματα ανορθόγραφα στους τοίχους,  μια κοπέλα είχε το κινητό στο μπροστινό τσεπάκι του τζιν σακακιού της κι άκουγε μουσική , μια  τράπεζα.  Το πρωί  είχα περάσει από κει  να μου αλλάξουν ένα χαρτονόμισμα σκισμένο,  ένα κολλαριστό μου δώσανε.    Κάτω απ τις ψηλές κολώνες  χάζευα τους ανθρώπους  καθώς    έπαιρναν στοίβες κέρματα γα τα μαγαζιά τους,  ο περιπτεράς που πήγα να  χαλάσω κοίταζε    απ όλες τις μεριές το κολλαριστό χαρτονόμισμα  '' Βλέπεις  τις ρίγες που έχει στο πλάι; ''  είπε ''Kανένα παλιό δεν τις έχει!’’. Ένα  κάρο πλαστά  είχε μαζέψει,  μου τα έδειχνε, εικοσάευρα  και   κέρματα   βουλγάρικα που μοιάζουν αληθινά, τα μηχανάκια που περνούν βιαστικά   τ  αφήνουν στα γρήγορα,  παίρνουν τσιγάρα  ή  ότι άλλο    και χάνονται τρέχοντας σα σφαίρες ,  που να τα κοιτάξεις.  ''Γιατί δε τα πασάρεις   σε κανέναν; ''  τον είχα ρωτήσει   ''Ντρέπομαι!''

Σ ένα σινεμά καταλήξαμε,    πιτσιρικάδες κι εκεί μέσα έκαναν  φασαρία τρομερή,  ένας τύπος με κόκκινη μπλούζα μας είπε  να  κάτσουμε μπροστά μπροστά, είχαμε πάει αργά.   Μας  την έδωσε  ''Άμα υπάρχει και μια θέση  άδεια θα καθίσουμε πίσω!''    φωνάξαμε ,  επέμενε, θέλαμε να κάνουμε  το σινεμά  θερινό, τελικά καθίσαμε πίσω μόλις έσβησαν τα φώτα.  

Ένα έργο μυστήριο, ένας  νεαρός   όλο ενέργεια  εκρηκτική σα να έιχε μια στοίβα δυναμίτες που ανατιναζονταν μέσα του καθώς έτρεχε ανάμεσα στους τοίχους ενός λαβύρινθου, πόρτες σιδερένιες  έκλειναν με πάταγο πίσω του γεμίζοντας το τόπο με σκόνη κολασμένη.  Έπειτα έπρεπε να διασχίσει μια έκταση υδάτινη με κατωφέρειες και υφαλοράχεις που έδειχναν τ απόκρημνα τοιχώματα τους, περπατούσε πάνω σε κράσπεδα απότομα,  έβγαινε σ ένα λιβάδι  σκεπασμένο μ ένα πέπλο λευκό, νιφάδες κρυσταλλικές, καθαρές, όμορφες, έπεφταν από ψηλά ολοένα.  Ξαναρχονταν στο μυαλό μου η ντίβα,  μήπως δεν έπρεπε να της μιλήσω έτσι, τι κατάλαβα, όμως κάτι έπρεπε να πω έτσι δεν έιναι, δε μπορείς να το αφήσεις έτσι, απο την άλλη πάλι   μήπως δεν ήταν ανάγκη, πως ξέρεις  πότε κανεις το σωστό και πότε το λαθος, όλα  μπερδεμένα σ αυτό το κόσμο, όλα ένα κουβάρι,  χιονονιφάδες άσπρες έπεφταν συνέχεια στο τοίχο απέναντι... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...