Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΠΙ ΥΔΑΤΟΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ

Σε κοίταζε  κατευθείαν  στα μάτια, ήξερε τις θες  ακριβώς προτού μιλήσεις καν, γνώριζε σε ποιο ράφι ήταν κάθε βιβλίο, άνοιγε κάτι μεγάλες  πόρτες συρταρωτές κι έψαχνε πίσω τους, όλοι  στο βιβλιοπωλείο αυτή ρωτούσαν για  όποιον τίτλο   ήθελαν να ψάξουν.

Πάντα τα πήγαινα καλά   με τέτοιες γυναίκες, σου κάνουν  εύκολη  τη ζωή, όλα γίνονται μαζί τους αθόρυβα και γρήγορα προτού κανένας βλάκας πάρει χαμπάρι. Τρελαίνομαι όταν τις ανακαλύπτω, άλλες  κουμπώνονται μπροστά σου, μαζεύονται σα να τις φοβίζει κάτι πάνω σου, σα να διαισθάνονται κάτι,   όχι  όμως αυτή, αυτή ήταν άνετη σα να έλεγε  μέσα της  όπως μ έκοβε ‘’Σιγά το πράγμα!’’. Από κοντά ήταν ακόμα καλύτερη, καμιά φορά σε απογοητεύουν όταν τις δεις εκ του σύνεγγυς,  μάτια φωτεινά, σωματάκι όμορφο,  μια ζακετούλα ψιλή, πράσινη, τι άλλο να ζητήσεις;

 Δεν ήθελα να  φανεί η ταραχή μου, το ήξερα ότι με παρακολουθούσε, οι γυναίκες βλέπουν περιφερειακά, εκεί που νομίζεις ότι το μυαλό τους είναι αλλού  σ έχουν στο στόχαστρο, δεν τους ξεφεύγει τίποτα! Όταν μου έφερε ένα βιβλίο  ούτε να το αγγίξω ήθελα, τράβηξα πίσω τα χέρια μου  σα να ήταν κάτι βρώμικο, έτσι μου ήρθε, άμα δε μ αρέσει κάτι,   αυτή απόρησε.  ‘’Όχι αυτό!'' της είπα,  δε ξέρω,  έτσι ένιωσα,  είχε βραχνιάσει κι  η φωνή μου,   όλη τη βδομάδα ψέλναμε αλλά φαίνεται ότι  της άρεσε όπως μιλούσα καθώς   η φωνή μου  είχε μαλακώσει.    Κι εμένα μ αρέσει έτσι ,  για να πω την αλήθεια καμιά φορά παρακαλώ να βραχνιάσω αν κι είναι ενοχλητικό να νιώθεις   την αναπνοή σου να βγαίνει γδαρμένη...

Με το που αλλάζουν οι εποχές  πάντα αρρωσταίνω, που να σκεφτείς να πάρεις κάνα σακάκι ή καμιά ομπρέλα μαζί σου όταν βρέχει κι ανοίγουν  οι πύλες της κόλασης και τα πεζοδρόμια πνίγονται στο νερό. Τη νύχτα τυλίγομαι με το σεντόνι σα σαβανωμένος, παγώνω,  το μυαλό δουλεύει συνέχεια, ανεξέλεγκτα, σκέφτεται  καταστροφές φυσικές, λιμούς και καταποντισμούς,  όπου θέλει σε πάει, καλύτερα να μη δουλεύει καθόλου! Ξεχνώ να κλείσω  την μπαλκονόπορτα, νομίζω ότι ακούω θορύβους ύποπτους,  με την άκρη του ματιού έχω την εντύπωση ότι πιάνω κινήσεις που δεν υπάρχουν, τα αντικείμενα  σα να  αλλάζουν θέση στο δωμάτιο,  το πρωί ξυπνώ και το λαρύγγι είναι χάλια, έχω κρυώσει άσχημα  πάλι...

 Όλες τις μέρες ήμασταν   στην εκκλησία, τα πρωινά  έπεφτα  συνέχεια πάνω στην Ελένη που πήγαινε  να χτυπήσει κάρτα  στη τράπεζα, ένας σκύλος έτρεχε μπροστά απ το αφεντικό του πάνω στις αρχαίες  άσπρες πλάκες της ρωμαϊκής αγοράς. Στο  ναό μάρμαρα   σπασμένα σε μια γωνιά,     ένας γέρος νευρικός πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα ανάμεσα στα διαζώματα,  σε μια φάση είχε έρθει  κι εκείνη η τρελή που τελικά δεν άντεξε και τόχασε. Πάντα έδειχνε ότι της έλειπε κάποια βίδα αλλά τώρα είχε αποτρελαθεί εντελώς η καημένη.  Τη φοβόμουν  έτσι  όπως ήταν ψηλή και γεροδεμένη, ντύνονταν εκκεντρικά πάντα,  ένα διάστημα όλο απάνω της έπεφτα. Είχε χαλάσει  απότομα,  της είχαν πέσει τα μπροστινά  δόντια, άστα να πάνε. Πιο κει  μια γριά με σαγόνι τεράστιο έμοιαζε   σα να είχε καταπιεί καμιά πέτρα, ο Θανάσης  με κοίταξε στα μάτια προτού κοινωνήσει  ‘’Θα με συγχωρήσεις για όσα  είπαμε ; ‘’ -  ‘’Τελείωνε και  μη ρωτάς χαζά ! ‘’  του είπα, κάτι ψαλμοί ακούγονταν  '' Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν , επι ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με...''

 Στον καφέ,  ο Γιάννης  έλεγε ότι δε θα  μπορούσε να  γίνει καλόγερος,  σε πλακώνουν  λέει  δαίμονες  και σατανάδες πονηροί και μοχθηροί, ορμούν από παντού να σε φάνε, σου βάζουν λογισμούς πονηρούς τόσο ισχυρούς  που δεν αντέχεις,  μπορεί να σου στρίψει εκεί πέρα.   Στρέφονταν σε μένα ‘’Εσύ   κάνεις για  το Όρος,  θα πάρεις ένα κάρο βιβλία,  ησυχία μπόλικη,  θα περπατάς πάνω κάτω στα βουνά,  θα τρως καλά,  μπορεί να βάλεις και κάνα κιλό!'' . Όπως  μιλούσαμε  κάποιος με φώναξε, ‘’Σε θέλει ο πάτερ Αντώνιος!’’ -  ‘’ Ωχ!’’ σκέφτηκα ‘’… τη βάψαμε, ποιος ξέρει τι έκανα, ποιος ξέρει τι μου ξέφυγε, είναι και λίγο συντηρητικός αυτός!’’, Στο γραφείο  του μου είχανε κοπεί τα πόδια,  τελικά δεν ήταν τίποτα,  κάτι άσχετο ,  τζάμπα ο φόβος,   ένα γέλιο νευρικό παραλίγο να με πιάσει ,  ''Μη γελάς ! '' μου είπε χαμογελώντας .


Δίπλα μας κάποιος με πρόσωπο στενό, χλωμό,  θύμιζε σαύρα ανέκφραστη,  μια άλλη πιο πέρα μας χαλβάδιαζε,  πολύ  ωραία  μα είχε  κάτι φτηνιάρικο που σε απωθούσε, μέσα μου  έλεγα  ‘’Πέντε με το ζόρι!’’.  Όλη την ώρα αυτό κάνω, πολύ μ αρέσει να ταξινομώ, να κατηγοριοποιώ, όχι μόνο  τις γυναίκες αλλά  όλους, παλιά τόκανα περισσότερο,  δε χρειάζεται να το ξέρει κανείς  βέβαια!  Βλέπω κάποια ‘’Καλό κομμάτι, τέλεια!’’  Ή ‘’ Χάλια,  μπάζο!’’  ή ‘’  'Ομορφη   και λοιπόν!’’.   Αφού τις γνωρίσω λίγο αρχίζουν άλλα  ''Υλίστρια, άστην !'' ή  ‘’Ιδεαλίστρια για να δούμε!’’ κάπως έτσι πάει....

Φοιτητές παντού  γύρω μας φώναζαν, φωνασκούσαν, έπαιζαν χαρτιά, καλά αυτό το τελευταίο δε το αντέχω!  Κανείς δε θα με πείσει ποτέ  ότι υπάρχει κρίση όσο βλέπω αυτούς τους μουσάτους μαλλιαρούς  και τις  αραχτές  ξανθιές που δεν αγχώνονται με τίποτα ! Χαμένοι μες τη μακαριότητα τους σα να μη τρέχει τίποτα, ποιος  στο διάβολο πληρώνει τους λογαριασμούς τους, τις κάρτες τους, τα κινητά, τις διακοπές, τα ξενύχτια τους; Πως γίνεται να έχουν απαιτήσεις δίχως να κάνουν τίποτα,  εδώ έχουμε ξεσκιστεί στο χαμαλίκι και δε μιλάμε! Απ την άλλη τι να πεις, αυτά τους παραδόθηκαν, αυτά τους κληρονομήθηκαν, είναι παιδιά της εποχής τους,  όμως  γιατί δε πάνε να κάνουν κάτι,  να καθαρίσουν το σπίτι τους,  να διαβάσουν κάνα βιβλίο,  να τρέξουν σε κάνα γυμναστήριο,  να περπατήσουν, να κάνουν μια συζήτηση σοβαρή,  κάτι τέλος πάντων!

Θα έπρεπε κανονικά  να μη  τους πιάνει ο ύπνος,  αυτή τη γενιά δε τη βλέπω καλά,  πολύ νωθρή, πολύ κοιμισμένη ,  δεν υπάρχει η αίσθηση του επείγοντος, τίποτα! Τους  βλέπω στα ιντερνέτ καφέ να τριγυρνούν σα ζόμπι ,  με κοιτούν περίεργα’’ Τι κάνει αυτός εδώ πέρα, που τη βρίσκει την όρεξη ;  ‘’ .  Δεν έχουν πάθος  για κάτι καλό,  πως γίνεται ν αφήνουν το χρόνο να περνά έτσι;  Κοιμούνται ριγμένοι ολόκληροι πάνω στο πληκτρολόγιο  έτοιμοι να καταρρεύσουν στο πάτωμα έχοντας ξοδέψει χρόνο άπειρο σε  παιχνίδια ηλίθια όλη νύχτα .   Δε μπορώ να θυμηθώ παλιά τι γίνονταν, κι εμείς όλο αηδίες κάναμε,  πάντως είναι νόμος της φύσης, όταν χαλαρώσεις κάποιος θα σε φάει, μη κοιτάς που  δεν ακούς τους βρυχηθμούς ,    όλα είναι καμουφλαρισμένα.

Οι φοιτητές από δίπλα τεντώνονταν να ξεπιαστούν, ποιος θα τους μάθει  να γίνονται κομμάτια γι αυτούς που σε βοήθησαν όταν πέθαινες για μια μικρή υποστήριξη, ποιος θα τους πει  να περιμένουν δουλεύοντας  και να μη φθείρονται δεξιά κι αριστερά, ποιος θα τους μάθει να λυγίζουν και να ελίσσονται για να μη σπάσουν, ποιος θα τους μάθει  να μαζεύονται και να συσπειρώνονται σαν ελατήριο για  να κάνουν την αποφασιστική  κίνηση,  τότε που έχουν ωριμάσει τα πράγματα κι έχει σημάνει η ώρα;  Ποιος θα τους μάθει να  έχουν πίστη  σιδερένια ακόμα κι όταν πάνε  όλα κατά διαόλου ειδικά τότε!Ποιος θα τους μάθει να εμπιστεύονται τη κοινή λογική  απ την οποία τίποτα δυνατότερο δεν υπάρχει κι όποιος την αρνείται θα ισοπεδωθεί στο τέλος!  Ποιος θα τους μάθει συνταγές που ισχύουν για κάθε πρόβλημα, συνταγές που μπορούν να σε ξελασπώσουν, φράσεις σοφές που σε σώζουν   όπως αυτή για παράδειγμα  ’’  Τα δύσκολα προβλήματα δεν τα λύνεις, τα ξεπερνάς,  άσε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, όλο το θέμα είναι να μείνεις ζωντανός, όλο το θέμα είναι ν αντικρίσεις ζωντανός  μια μέρα ακόμα σ αυτόν το κόσμο !’’.  Ποιος θα τους πει πως να φτιάχνουν  δίκτυα αλληλεγγύης που σε σώζουν τη δύσκολη στιγμή, πως να  φτιάχνουν  φίλους - αυτό κι αν είναι τέχνη που  θέλει χρόνο, χρόνια! Ποιος θα τους μάθει να χτυπούν τη στιγμή που πρέπει όταν ο άλλος δεν το περιμένει, όταν νιώσεις ότι αλλάζουν οι συσχετισμοί μετά από  άπειρη  δουλειά   έχοντας  κρατήσει   τη φλόγα ζωντανή  μέσα σου!


 Άμα δε μπορείς  να βρεις αυτό που θες πρέπει να το  πάρεις μόνος σου με κάποιον τρόπο κι αν χρειαστεί   πρέπει να το κλέψεις, δε γίνεται αλλιώς  και πάλι πρέπει να είσαι ευχαριστημένος που  είχες  ενδοιασμούς κι αμφιβολίες, άλλοι κλέβουν τόσο ασύστολα, μα  τόσο ξεδιάντροπα που δεν το πιστεύεις! Είναι τόσο αχόρταγοι, τόσο αδηφάγοι, τόσο λαίμαργοι, τόσο ζώα που δεν θα χορτάσουν αν δε φάνε το κεφάλι τους !  

Ποιος θα τους  πει και για τους άλλους,  αυτούς που   έμειναν  για το τέλος, αυτούς     τους  σκοτεινούς που   απόχτησαν   εξουσία πάνω σου  και μπορούν να σε συντρίψουν σαν ατμομηχανή ατσάλινη  που   έρχεται  με διακόσια χιλιόμετρα να σε κάνει λιώμα !


 Κάτω απ τα πόδια μας η γη έτριζε, ένα ντεπόζιτο από ένα βενζινάδικο υπήρχε πιο πέρα,  μπορεί να το γέμιζαν με βενζίνη ή άλλα μείγματα εκρηκτικά κι αυτό προκαλούσε το δυσοίωνο τρίξιμο . Ένας δικηγόρος που ήταν μαζί μας έλεγε για τη γυναίκα του,  δε μπορεί λέει  να κοιμηθεί τα βράδια,  γυρεύει κάνα βιβλίο να περάσει η ώρα της. Στα στενά μηχανάκια σαραβαλιασμένα, σμπαραλιασμένα κείτονταν, στα συνεργεία  τύποι με φόρμες γαλάζιες  μουτζουρωμένες περιφέρονταν ανάμεσα σε λάστιχα εξετάζοντας τις κοιλιές των υπερυψωμένων αυτοκινήτων.  Στο βάθος του μαγαζιού που    βρισκόμασταν  άνθρωποι στέκονταν πίσω από πάγκους κι αντικείμενα,  πεζοί ζυγιάζονταν στην άκρη του δρόμου έτοιμοι να τον διασχίσουν ανάμεσα στα παλαβά  οχήματα.  Ένα σκυλί   μικρούτσικο  σε μια καρέκλα κάθονταν σα να επιθεωρούσε το μέρος κι  ένας ανάπηρος πέρασε ζητώντας   βοήθεια ‘’Δώστου κάνα καφέ’’ είπε  ο Γιάννης  ‘’Όχι, δεν τον κόβει, θα καεί!’’  είπε κάποιος άλλος.  Μια κοπέλα απ το μαγαζί  ήρθε  και τον μάζεψε με το καροτσάκι του, τον πήγε μέχρι πέρα μακριά ώστε να μη μπορεί να γυρίσει γρήγορα. Σε μια μεριά σκάλες ηλεκτρικές ανέβαζαν κόσμο όλη την ώρα, ένα κοριτσάκι γλιστρούσε με τα πεδιλάκια του πάνω στο γυαλιστερό πάτωμα κι ύστερα πήγαινε και κρύβονταν κάτω απ τα φουστάνια της μάνας του, στη θάλασσα τα καράβια διαλύονταν μες το φως του ήλιου  που αντανακλούσαν τα νερά ...

 Ηρθαν μερικά κορίτσια,  για τα ονόματα πιάσαμε κουβέντα,’’ Δε μ αρέσει το δικό μου!’’ είπε  κάποια ‘’… τι μου το φόρτωσαν, θα ήθελα να με λέγανε κάπως αλλιώς,  Ανατολή για παράδειγμα,  πάντα μ άρεσε αυτό το όνομα!’’
  Η Αγγελική που της άρεσε το δικό της  τα είχε βάλει μαζί μου ‘’ Πως πίνεις   έτσι τη σοκολάτα σου,  δε μπορείς να κάνεις σαν άνθρωπος!’’ ούτε που το είχα προσέξει!  Είναι πολύ των τρόπων   αυτή, προσπαθεί να με συμμορφώσει ,   μου λέει για τη Βίκυ που είναι ευγενέστατη και  πάντα φέρνει  στο σπίτι όπου πάει κανένα κουτί με κουλουράκια η τυροπιτάκια ή κριτσίνια, κάτι τέλος πάντων, πρέπει να το σκεφτώ αυτό !

Ένα γατάκι χτυπημένο σε μια γωνιά φάνηκε κι άρχισε να κλαίει παραπονιάρικα,  τα κορίτσια έτρεξαν να το περιποιηθούν  αρχίσαμε να το διαλύουμε.    Οι φοιτητές σηκώθηκαν κι αυτοί, το μέρος άδειασε εντελώς.   Λίγο ακόμα ήθελα  να μείνω  μα ζί τους  μήπως φτιάξει η διάθεση, τι να γίνονταν άραγε   εκείνο το κορίτσι το ξανθό με τη ζακέτα τη πράσινη;  Tην είχα δει στον ύπνο μου, είχε φέρει λέει το κεφάλι μου στα γόνατα της και με φιλούσε σ ένα μέρος με νερά και πράσινο,  δέντρα  εξαίσια   έριχναν τη φυλλωσιά τους πάνω από ένα ποτάμι δροσερό.  Ύστερα άλλα πράγματα ανακατεύονταν, ήμουν τάχα  στο δημοτικό , πάντα μ άρεσε η εποχή που ανοίγουν τα σχολεία, το  δικό μας δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, κάτι κεραμίδια κόκκινα,  ένας τοίχος απέναντι,  μια στέγη από λαμαρίνες σε μια αποθήκη,  ο ουρανός  από πάνω φθινοπωρινός, συννεφιασμένος.   Ήταν η εποχή που φέρναμε τα πράσινα   ξεφλουδισμένα καρύδια   και τα βάζαμε να ξεραθούν στο ταβάνι, δίπλα στα καπνά που κρέμονταν απ την οροφή, ο αέρας μύριζε βαριά.  

Αποχαιρετήσαμε τα κορίτσια,   από κάπου άρχισε να φυσά, , ένα κουτάκι τενεκεδένιο  κατρακυλούσε κουδουνίζοντας στο τσιμέντο, δυο αστυνομικοι με στολές και κράνη είχαν σταματήσει  έναν άντρα που είχε κατεβασμένο το κεφάλι κι έδειχνε τα χαρτιά του.ο   αέρας έγδερνε τον  στεγνό  λαιμό μου, κάτι υγρό, κάτι δροσιστικό  ήθελα, μπορεί να έιχα πυρετό,  μάλλον θ αργούσε να φύγει εκείνο το βράχνιασμα...  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...