Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΠΕΡΙΚΝΗΜΙΔΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Κάποτε ο Γέρος περιπλανιόταν στον κόσμο, έφτασε στο κατάλυμα του Ήλιου που του ζήτησε να μείνει για λίγο.
Μια μέρα τελείωσε όλο το κρέας κι ο 'Hλιος είπε  ''Έ! Γέρο τι λες,  πάμε να σκοτώσουμε κάνα ελάφι;''
''Μιλάς καλά'' απάντησε ο γέρος ''Μ  αρέσει το κρέας του ελαφιού''.
Ο Ήλιος  κατέβασε μια τσάντα και τράβηξε έξω ένα ωραίο ζευγάρι περικνημίδες. Ήτανε κεντημένες μ αγκάθια σκαντζόχοιρου και λαμπερά πούπουλα.'' Αυτές'' είπε ο Ήλιος ''είναι οι κυνηγετικές μου περικνημίδες.  Είναι σπουδαίο μαγικό. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να τις βάλω και να περπατήσω κοντά σ ένα τόπο με χαμόκλαδα,  τότε οι περικνημίδες βάζουν φωτιά,  βγάζουν έξω τα ελάφια,  κι έτσι μπορώ να τα χτυπήσω
''Χάι για!'' κραύγασε ο Γέρος '' Υπέροχο! ''


 Από μύθο των ινδιάνων Μπλάκφουτ


Άμα  συνεχίσεις να  κλαις    θα σε πάρει  γέρο  Τσάμπιο,  αυτός  που όλοι φοβούνται τα δόντια του!   Θα ρθει να  σε  πάρει…’’ είπε ο γέρος ‘’…  αυτός παίρνει  τα παιδιά που δε  κάθονται ήσυχα,   κρύβεται στα βουνά,  ψηλά   μες τις σκιές των τρανών σπηλαίων,  όλα τα βλέπει από κει   αυτός  που  κλέβει τα μικρά αγόρια και τα κοριτσάκια τη νύχτα για να τα φάει !

 Στα παιδιά  αρέσουν  τέτοια τρομαχτικά,  θέλουν ναρθουν στο χωριό μου  για να δουν τα νεκροταφεία.   Τους  έχω πει    για   μια γριά που κάποτε   πήγε  τα μεσάνυχτα  να σφηνώσει   ένα καρφί σ έναν τάφο μετά από ένα  στοίχημα ,  όμως κατά λάθος κάρφωσε τη μακρύ μαύρο φουστάνι της   και  νόμιζε ότι τη τραβούσε ο πεθαμένος απ το μνήμα του!  Αρέσουν  στα παιδιά     παραμύθια  για ανθρώπους  που κινούνται  στα σκοτεινά μα κανείς δε μπορεί  να τους  δει  γιατί  φορούν ένα  δαχτυλίδι  μαγικό . Βγαίνουν  από μια χαραμάδα   στο κενό των δύο κόσμων,   ανάμεσα στους ζωντανούς και τους πεθαμένους  σ’ ένα   μέρος  που το λένε  ‘’Το δάσος  των τόξων και των βελών!’’.  Ένα βράδυ   λέει κάποιος  τέτοιος αόρατος πλησίασε  ένα κορίτσι που περπατούσε  δίπλα στα  χαλίκια ενός ποταμού  , το   άρπαξε απ το μπράτσο,  αυτό τρόμαξε,   όπως πάλευαν  του άρπαξε το δαχτυλίδι που φορούσε κι έτσι  τον αναγνώρισε  μα ποτέ δε φανέρωσε το μυστικό!

 Αρέσουν   στα μικρά  ιστορίες  για  πνεύματα  που κατοικούν στο νερό κι άλλα που καβαλικεύουν τον  άνεμο, για γυναίκες που   ξέρουν  να  ζωγραφίζουν σχέδια όμορφα και  παράξενα  πάνω σε δέρματα βουβαλιών,  για ιεροτελεστίες και  τραγούδια των πολεμιστών   που  λένε ότι  καλύτερα να μη ζεις για να γεράσεις μα  να πεθάνεις δοξασμένος  στη μάχη. Τους  αρέσουν μύθοι   για   τόπους γεμάτους μούρα και νερό φρέσκο,  που  λέγονται   ‘’Γκρεμοί  των ελαφιών!’’ εκεί όπου την άνοιξη  τα ελάφια βγάζουν τα καινούρια τους κέρατα.    Μέρη  γεμάτα   βράχους από βασάλτη  όπου τα ποτάμια μοιάζουν να σπάζουν τον ρου τους όπως αλλάζουν κατεύθυνση, εκεί όπου  πλατσουρίζουν λευκοί ερωδιοί  πλάι σε  σολομούς   που κολυμπούν στις επιφάνειες των διάφανων  νερών   και μπορείς  να  τους καρφώσεις  με το  καμάκι σου. Αρέσει στα παιδιά  να μαθαίνουν για τις εποχές που οι   μανάδες  τραγουδούσαν  στα μικρά τους   ‘’Γιε μου σα μεγαλώσεις, θα βάλεις στο κανό σου ένα καμάκι για τις φάλαινες, μια λόγχη για τις φώκιες,  τι να τα κάνεις δε θα ξέρεις!’’.  

 Πεινάνε τα παιδιά,  είναι μόνα στο σπίτι, δεν έχουν φάει  απ το πρωί,  η μάνα τους λείπει  στη δουλειά, θα γυρίσει το βράδυ,    το σαββατοκύριακο θα πάει στη δεύτερη δουλειά, ούτε  και τότε θα τη δουν ,μια στιγμή μονάχα ίσως.  Είναι μόνα  τους,  η μαμά τηλεφωνεί να ρωτήσει πως πάνε τα πράγματα,   σου βγάζουν   κοτόπουλο με ρύζι που μαγείρεψε η μάνα τους  αποβραδίς,  έχει   μέσα κομματάκια  καρότου,  πολύ  νόστιμο,  μια σαλάτα   φτιάχνουν  με ντομάτα και καλαμπόκι,   στους ανθρώπους αρέσει να μοιράζονται με κάποιον το φαγητό,  είναι πιο όμορφα έτσι,  πιο ευχάριστα,  όταν τρως μόνος είναι άχαρο πράγμα .

 ‘’Πάω  να  πάρω γάλα  για να σου φτιάξω σοκολάτα!’’   είπε το κοριτσάκι που πήγαινε να γίνει γυναίκα,    στο  δωμάτιο  της    αφίσες της Μέριλιν  κι από κάτω στοιβαγμένες οι    κούκλες του, έτσι είναι τα κορίτσια σ αυτή τη φάση, δε ξέρουν αν θέλουν να παραμείνουν εκεί που είναι ή να μεγαλώσουν για να μη τα κάνουν ότι θέλουν οι άλλοι !    Αργούσε   να γυρίσει,   ήμουνα    μόνος στη κουζίνα   κοιτάζοντας  τις φρουτιέρες  με τα κυδώνια και τα ρόδια, μια γλάστρα φτέρης στο μπαλκόνι,  παπαγαλάκια    πράσινα   και γαλάζια φτερουγίζουν μέσα σ ένα κλουβί τεράστιο….

Απ την αυγή   γύριζα  στους δρόμους, μυρουδιές στον αέρα από    τυρόπιτες  που ψήνανε στους φούρνους,   στην  Ανδιανουπόλεως οι μπάρες διαλυμένες από τ αμάξια που στουκάρισαν  απάνω  τους, , ένας ποδηλάτης πήγαινε μπροστά από τ αμάξια  που έπαιρναν τη στροφή μ έναν τρόπο σα να  έγερναν λυγίζοντας το σώμα τους.  Γάτες μπαινόβγαιναν στους κάδους κι άλλες παραμόνευαν κάτω από  οχήματα  με τα μάτια τους να γυαλίζουν.     Από ένα φορτηγό ξεφόρτωναν   τεράστια κομμάτια  κρέατος, κάτι ποδιές ματωμένες φορούσαν,  έναν  φύλακα είχα δει  να σαλεύει ανάμεσα στα μπάζα του μετρό,  μπουλντόζες   έχασκαν  εγκαταλειμμένες στις τρύπες που σκάψανε,  από κάπου έβγαινε ατμός.  Στα σχολεία τα   παιδιά μαζεύονταν  για τη προσευχή  κι άλλα πήγαιναν περιπάτους κατά κοπάδια,  μαγαζιά  με στόρια κατεβασμένα,  κλειστά κι άλλα που άνοιγαν τη ώρα εκείνη,  σκύλοι σκοτώνονταν   στα στενά ουρλιάζοντας και  δείχνοντας τα δόντια τους . Το μεσημέρι ο ήλιος  που χτυπούσε στη θάλασσα έφτιαχνε μια τέτοια  λάμψη σα να είχανε ρίξει  μια βόμβα  υδρογόνου,   κρόκοι κίτρινοι φύτρωναν στα πάρκα ανάμεσα  σε στρώσεις φύλλων καφετιών  από βολβούς που είχαν παραχώσει  στο χώμα, ένα δάσος  μικρό από κολώνες ιστιοφόρων στο λιμάνι της Καλαμαριάς,  δυο μικρές βαρκούλες προχωρούσαν στο νερό σπρωγμένες από  τους κωπηλάτες τους.   Το  βράδυ   ομίχλη  κατά το Φοίνικα,   υγρή αχλύς σκέπαζε το τόπο, υδροσταγονίδια  αιωρούνταν,  ντάλιες  φύτρωναν  στα Πράσινα Φανάρια, ένα γατάκι με μια πληγή τεράστια στο στήθος του   εκεί κοντά στα Everest…  

Το είχαν πάρει παραμάζωμα    τα μηχανάκια το γατάκι , καθόταν  ήσυχο στα σκαλιά ενός διώροφου  υποφέροντας σιωπηλά τον πόνο του,    αυτή     το είχε σώσει το καημένο  , αν δεν το μάζευε να το περιθάλψει  θα είχε πεθάνει σίγουρα.   Άκουγα τα παντοφλάκια της που σέρνονταν στο μάρμαρο,   φλαπ ,  φλαπ, μόλις είχε ξυπνήσει απ τον απογευματινό  ύπνο όμως  τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα,  πότε πρόλαβε  σκεφτόμουν.    Δε φαίνονταν να λάμπει όπως την άλλη φορά, κάτι έλειπε,  δεν είχε  τη φλόγα που θυμόμουν τότε που φορούσε εκείνα τα γυαλιά τα άσπρα με τα τζαμάκια τα χρωματιστά, ωραία ρουχαλάκια είχε πάντως ξανά, το πλησίασμα της ήταν διακριτικό, στην  απόσταση  που έπρεπε… 

 Όπως μιλούσαμε χαλαρά  δίχως να το καταλάβω   άρχισε απ το πουθενά να γίνεται  επιθετική,   μ  αιφνιδίασε,  ήμουνα μπόσικος, μου  το φύλαγε! ‘’Πως σου φαίνεται τώρα που δεν έχεις τι να πεις ! Σ άρεσε πάντα να στριμώχνεις τους άλλους  για   να σε δω τώρα!’’ Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεχτικός,  ήταν  μια δύσκολη στιγμή. Κι ύστερα έκανε εκείνη τη πατάτα,   και το μετάνιωσε  την ίδια  στιγμή,  όμως έτσι είναι, άμα το συνηθίσεις σου ξεφεύγει κι εκεί που δε πρέπει, τι να σε κάνω!  Και της τόχα πει ‘'Πρόσεχε πως μιλάς!’' αλλά  με αγνόησε.  Στο τέλος παρ όλο που ήθελε να με στριμώξει   βρέθηκε αυτή  απολογούμενη! Θα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένος   όμως όλα αυτά είναι  κουραστικά, μπορούν να σε φθείρουν,

Ένιωθα ότι είχε μετανιώσει για ότι είπε έδειχνε  χαμένη  όπως κάπνιζε εκεί στα Everest.  Είχαμε θέμα,  αυτό ήταν σίγουρο, ήθελα να το σκεφτώ  ,   μπορεί να  με είχε βαρεθεί κιόλας,  ‘'Ποιος μπορεί να κάτσει μαζί σου,  είσαι τόσο απαιτητικός όλη την ώρα, δεν ησυχάζεις,  δε μπορείς  να είσαι όπως την άλλη φορά που δε  μου έκανες ούτε μια ερώτηση!’' Εγώ όμως δεν το καταλαβαίνω,  πρέπει να είμαι λίγο ξεροκέφαλος δεν εξηγείται αλλιώς   αλλά πως γίνεται αν δεν   δοκιμάσεις  να γνωρίσεις τον άλλον,  αν δεν τον ψάξεις, αν δεν τον  πιέσεις  εκβιάζοντας τον  αν χρειαστεί λίγο για  ν’  ανακαλύψεις τις κόκκινες γραμμές του.  Θέλει χρόνο,  υπομονή και καλή διάθεση, είναι φορές  που σε κουράζουν, κάνουν φάουλ δίχως να το θέλουν, κανείς  δεν είναι τέλειος άλλωστε  κι εσύ  ο ίδιος πρώτα πρώτα,  απλά  σ όλες τις σχέσεις πρέπει  να υπάρχει μια δυναμική θετική,  ώστε να πάει μπροστά το πράγμα, να λύνονται  γρήγορα τα  ζητήματα  κι οι  παρεξηγήσεις, να μη χάνεσαι   σε κουβέντες ατέρμονες   που μπορεί να εκφυλιστούν άμα τις αφήσεις,  δεν είναι θέμα ανταγωνισμού,  δεν έχει σημασία ποιος θα κερδίσει, ποιος θα επικρατήσει, ποιος θα δικαιωθεί….

Ούτε κατάλαβα  πως πέρασε  η ώρα στη κουζίνα με τις φρουτιέρες τις γεμάτες ρόδια  ,  το κοριτσάκι αργούσε ,  όταν  ήρθε     μια λεμονόπιτα με μια μπάλα παγωτού απάνω    κρατούσε,    έφτιαξε  μια σοκολάτα για μένα  σ ένα ποτήρι βαθύ με μια χούφτα κρέμας στην κορφή,    ‘’Τη σαντιγί τη  τρως  με το καλαμάκι!’’ είπε…

 Έκατσε κοντά  μου να του πω    ιστορίες,   του  άρεσαν οι θρύλοι   για τους  κόνδορες που πετούν κατοπτεύοντας από ψηλά και   για    τους  αετούς που   αιωρούνται    πάνω από  δεξαμενές γεμάτες με νερό της θάλασσας  που κάποτε  σκέπαζε  τα όρη   έναν  καιρό παλιότερο  κι απ τις πέτρες.   Μα πιο πολύ  της άρεσαν τα  παραμύθια για ανθρώπους που  ταξιδεύουν συνέχεια,    ανθρώπους που  αλλάζουν τόπους  όπως  τα πουλιά,  κατασκηνώνοντας    τη νύχτα  σε λόχμες  κοντά στα  στόμια  των ποταμών, ανάβοντας  φωτιές   με   ξερές φλούδες απ τους κορμούς των πεύκων που  ξήλωσαν  με σφήνες σιδερένιες , παρατηρώντας  τις πυγολαμπίδες να περνούν σα φαντάσματα τότε   που  όλα τα πλάσματα  πάνε να κρυφτούν στις φτερούγες του βραδινού  ακούγοντας το παράπονο του νερού που πέφτει  σε ψιλές σταγόνες σαν  αρχίζει  να βρέχει …

Ωραίοι ήταν αυτοί, ταξιδευτές,   δεν έμεναν  ποτέ σ έναν τόπο,  ήθελαν ν αλλάζουν τον αέρα τους συνέχεια,   έτσι είναι, πρέπει να μετακινείσαι, ν’  αλλάζεις κατοικία  έστω και προσωρινά,   δε μπορείς να  μείνεις ζωντανός   άμα δε φρεσκάρεις το μυαλό  και τη σκέψη  ,   δε μπορείς να   λειτουργήσεις,  εμένα τουλάχιστον η επανάληψη με σκοτώνει! Δίχως μια μετακίνηση, μια ανανέωση, μια αλλαγή  το πράγμα γίνεται επικίνδυνο! Μπορεί να τα έχεις κάνει    όλα σωστά κι  όμως το αποτέλεσμα αργεί.  Άλλες φορές  όλα γίνονται τόσο απλά που δε το πιστεύεις  κι άλλοτε το  ζητούμενο  δεν έρχεται  προτού σε σακατέψει, προτού   εξαντλήσεις όλα τα περιθώρια ελιγμών,  αντοχής κι υπομονής  που διαθέτεις !  Το μυαλό  δεν υπακούει , δε προσαρμόζεται με τίποτα,  πρέπει  να πας με τα νερά του, δε μπορείς να το πιέσεις και πολύ,  θα κλωτσήσει, πρέπει ν αντέξεις λίγο, ακόμα λίγο μόνο που δε λέει να τελειώσει αυτό το λίγο! 

Αυτό που θέλεις  είναι μια  αλλαγή, καινούριες προσεγγίσεις ανθρώπους  με αύρα θετική που δε σε παιδεύουν,  αρκετά δικά σου έχεις ήδη!  Ένα φρεσκάρισμα θες, , μια ανάσα,   μπορεί να χάθηκες κάπου,  ξέχασες  στη πορεία  από πού ξεκίνησες και τι ήθελες, είναι σπουδαίο να ξέρεις για τι πράγμα ψάχνεις   ώστε να κατευθύνεις συνειδητά  τον εαυτό  κατά κει που πρέπει, ώστε όλα να γίνουν λίγο πιο εύκολα ώσπου να φτάσουν,  καθυστερημένα ως συνήθως,   τα καλά νέα,   όταν δηλαδή  έχεις περάσει όλο το λούκι, όταν είσαι στο όριο  και   πάλι πρέπει όμως  να είσαι ευχαριστημένος…

Το κοριτσάκι   με κοίταζε  με το στόμα ανοιχτό, ήθελε  ν ακούσει  για  κείνους τους      βράχους κοντά  σ’  ένα φρούριο  που βουίζουν τρεις  μέρες και τρεις νύχτες    κι  από κάτω τους κρύβεται ένας    θησαυρός   μα κανείς δεν τον  βλέπει μονάχα εκείνοι που έχουν   το   χάρισμα! Ήθελε ν ακούσει     γι αυτόν  που κρατά τους ανέμους κλεισμένους στο θησαυροφυλάκιο  του ,   αυτόν που έφτιαξε     τη νύχτα  για να κοιμούνται και να ησυχάζουν οι άνθρωποι , αυτόν  που   κατασκεύασε   το γαλαξία  από μια ποσότητα μαρμαρυγία  η οποία  χύθηκε κατά λάθος καθώς σχεδίαζε  τ άστρα  και τα τοποθετούσε το ένα δίπλα στο άλλο   σε σχήματα στρογγυλά και τετράγωνα, αυτόν που   πήρε  υλικό  απ το μεγάλο τόξο του ουρανού     και χάρισε τα χρώματα στα πουλιά ,  λίγο κόκκινο στο δρυοκολάπτη για το λοφίο του, λίγο πορφυρό στον πετρίτη για το λαιμό του, λίγο γαλάζιο  στο κολιμπρί για το ράμφος του,  λίγο καφετί  στον κορυδαλλό των λιβαδιών κι από  λίγο σ όλα τ άλλα  πουλιά που  έχουν   φτερούγες χρωματιστές. Ήθελε ν ακούσει και   για το γέρο που έκλεψε τις περικνημίδες του ήλιου και  μ αυτές μπορούσε   να   βάλει  φωτιά   στα χαμόκλαδα  ώστε  να βγουν από κει μέσα τα  ελάφια με τις άσπρες ουρές   των οποίων το κρέας αγαπούσε, όμως  όπου  κι αν πήγαινε ο ήλιος τον παρακολουθούσε  γιατί κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόσωπο του ήλιου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...