Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

A GIRL LIKE YOU

Εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχισμένος, είναι στιγμές που νιώθεις ότι έχεις χώρο να προχωρήσεις μες τον άλλον, να μπεις μέσα του, να γίνεις ένα κομμάτι του, εκπέμπει θετική αύρα, δε μπορεί κανείς να μου το αρνηθεί αυτό, το ένιωσα βαθιά, είμαι σίγουρος! Βέβαια δε φτάνει, δεν είναι αρκετό, μετά αρχίζει να δουλεύει η λογική κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, όμως εγώ είχα νιώσει για μια στιγμή ευτυχισμένος, αυτό δεν μπορούσε ν αλλάξει, δεν έπρεπε να το χάσω, ήταν τόσο καλή, το φωτεινό πρόσωπο η φωνή, τα χέρια, τα δάχτυλα, όλη η παρουσία κι η ύπαρξη της όπως την αισθανόμουν πλάι μου. Δε βιάστηκα, δεν έκανα ούτε ένα λάθος ρε φίλε, ορκίζομαι, ακολούθησα άλλη συνταγή, πήγα πιο πέρα, άφησα την ένταση να σωρευτεί κι όποιος αντέξει, τόψαξα καλά, όμως χρειαζόμουν λίγες πληροφορίες ακόμα προτού αποφασίσω, έπρεπε ν αντέξω λίγο ακόμα την αβεβαιότητα, άμα δεν το μπορείς κάτσε στ' αυγά σου, δε θα έχανα την ευκαιρία να το μελετήσω ,αυτό τουλάχιστο, να εξερευνήσω την πιθανότητα, να δω ξανά πως συμβαίνει, όλα να γίνουν όσο γίνεται αβίαστα, φυσικά, δε θ άκουγα κανένα τη φορά αυτή, θα το έκανα μόνος μου.

Σερβιτόρες τοποθετούσαν τασάκια στα τραπέζια, ανεμιστήρες περιστρέφονταν, μια δροσιά στο βάθος του μαγαζιού, άμα πήγαινες κατά κει τα μάτια σου άνοιγαν σα να ξυπνούσες από λήθαργο, οθόνες ψηλά έδειχναν χελιδονόψαρα να πετούν πάνω απ τα κύματα κουνώντας τα φτερά και τις ουρές τους. Την ήθελα, το καλοκαίρι είναι πιο δύσκολο να το ελέγξεις, αυτή η καταραμένη ανάγκη του θηλυκού που μπορεί να σε συμπληρώσει, να σε σταθεροποιήσει να σε ολοκληρώσει, να σε απογειώσει, να σε εκτινάξει στο διάστημα να μην είσαι μισός πια. Κάθονταν τώρα απέναντι μου, μπορούσα να δω τα πόδια της μέχρι μέσα βαθιά, ωραία πόδια , πολύ ωραία, άσπρα, απαλά, το σώμα της απέπνεε έναν αισθησιασμό, ένα φουστάνι βυσσινί φορούσε, ένα σουτιέν μαύρο, μια τσάντα γαλαζωπή, ένα χυμό έπινε. Καθόμουν εκεί με τ άλλα παιδιά και την έκοβα όλη την ώρα, ερημιά επικρατούσε στα στενά τριγύρω, κορίτσια με χιτώνες και σανδάλια έμπαιναν στο μαγαζί σαν να έρχονταν απ τις αγορές της Περγάμου ή της Κορίνθου, τα ποδαράκια τους τόσο εύθραυστα που νομίζεις ότι μπορεί να τα λιώσεις άμα τα πατήσεις κατά λάθος...

Μαμάδες ωραίες περνούσαν κρατώντας απ το χέρι παιδιά όμορφα, παρέες μιλούσαν καπνίζοντας , γυναίκες άφηναν εκτεθειμένες τις κοιλιές τους να δροσιστούν, μπορούσες να δεις τον αφαλό τους, ανέμιζαν τα μπλουζάκια και τις φούστες τους, κομμάτια σάρκας εκτεθειμένα, τα σώματα έρχονται τόσο κοντά το καλοκαίρι, είναι αδύνατο να κρατήσεις απόσταση! Ένα ζευγαράκι σ ένα κάθισμα φιλιόταν όλη την ώρα τα νεύρα μου, βρέστε ένα μέρος κρυφό και βγάλτε τα μάτια σας! Η ζέστη κάνει το μυαλό να μπάζει από παντού, δε μπορείς να το συμμαζέψεις, έτοιμο να καταρρεύσει είναι, ένας βλογιοκομμένος περνούσε εκείνη την ώρα, όλη την ώρα τον πετύχαινα μπροστά μου αυτόν εκείνη τη μέρα . Το πρωί τον είχα δει στην εκκλησιά, φιλούσε όλη την ώρα το χρυσό του δαχτυλίδι, μπροστά στα εικονίσματα στέκονταν και παραμιλούσε, ήταν άδεια η εκκλησία εκείνη την ώρα, μια παράξενη αίσθηση επικρατούσε, φωνές, αντίλαλοι έρχονταν από κάπου, στασίδια άδεια, αγιογραφίες αψίδες και τόξα κολώνες, μάρμαρα ο τρελός που παραμιλούσε όλο το θέαμα ήταν αλλόκοτο….

Είχε πιάσει μεσημεράκι κι ένιωθα μια έξαψη, μια ένταση , κι εκείνη η παρέα ήταν φοβερή, που τους είχα βρει, δε χόρταινα να κάθομαι μαζί τους, τους είχα τρελάνει στις ερωτήσεις, μια φίλη μου είπε ''Κανείς δε μ έχει ρωτήσει τόσα πράγματα για τη ζωή μου!'' μονάχα ένας σπαστικός με μούσι το χαλούσε, ήθελα νάξερα ποιος τον είχε κουβαλήσει, ότι να ναι έλεγε, καλά ούτε μια στιγμή δε τον πήρα στα σοβαρά αυτόν και του το έδειχνα σε κάθε ευκαιρία. Δε μου το συγχώρεσε, όλο κόντρα μου πήγαινε αλλά δε βαριέσαι, υγεία ! Μαλώναμε για μια χαζομάρα, για το ορυκτό αλάτι, εγώ έλεγα ότι το έφερναν απ τα Ιμαλάια που πριν εκατομμύρια χρόνια σκεπάζονταν απ τα νερά του ωκεανού . Καθώς ολόκληρος ο πλανήτης ταράζονταν συθέμελα από εκρήξεις και πτώσεις μετεωριτών, το τοπίο άλλαξε δραματικά, τα βουνά έγιναν θάλασσες και τούμπαλιν κι έτσι το αλάτι εγκλωβίστηκε στα στρώματα του εδάφους όπου έμεινε θαμμένο για εκατομμύρια χρόνια, αποκρυσταλλώθηκε, έγινε πιο καθαρό, πιο στιλπνό αφομοιώνοντας μικροποσότητες σιδήρου που του έδωσαν το γυαλιστερό κοκκινωπό του χρώμα, το είχα δει σ ένα ντοκιμαντέρ όμως ο άλλος δεν ήθελε να το δεχτεί με τίποτα, ''Δε γίνεται, αλάτι στα βουνά, που το είδες!''


Δεν την ήξερα, δεν είχα ρωτήσει, δεν ήθελα άλλους ν ανακατέψω σ αυτό, αισθανόμουν ότι κάτι έπρεπε να κάνω, δε μπορείς να τ αφήσεις όλα στη τύχη, ήξερα ότι αν δεν τόκανα δεν θα ένιωθα ήσυχος, δε θα μπορούσα να ηρεμήσω πάντα έτσι γίνεται. Χρειαζόταν μερικά βήματα, λίγο θάρρος τότε που τρέμουν τα πόδια . Όμως ύστερα που μου μίλησε γλυκά ήταν ωραία, σκεφτόμουν '' Είμαι καλά, δεν ερωτεύτηκα, δε τη ξαναπατώ, δε γίνεται ν αρρωσταίνω κάθε φορά, δε θ' αντέξω!''. Είχα προσέξει, δεν την είχα πατήσει, αλλά από κει και πέρα ομολογώ ότι άφησα τον εαυτό μου να ονειρευτεί . Θυμάμαι ότι με κοίταξε κατάματα μια φορά , βαθιά, επίμονα, όπως κάνουν οι γυναίκες όταν δεν τις βλέπεις στα μάτια. Ήθελε να με διαβάσει, να βεβαιωθεί ότι ότι δεν μου ήταν διάφορη,το ένιωσα, είμαι σίγουρος , κανείς δε μπορεί να μου πει όχι. Όμως εγώ δεν το μπορώ αυτό, δεν είναι κανενός είδους διαγωνισμός βλεμμάτων, άμα θέλω κάτι να πω θα στο πω ευθέως, δεν θα το εννοήσω και δε χρειάζεται να το ψάξεις, απλά ρώτα με! Λοιπόν με κοίταξε μια στιγμή έντονα και δεν κατέβασα το βλέμμα όπως τις άλλες φορές, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε, ήθελα να της δείξω ότι πραγματικά αισθανόμουν ευτυχισμένος εκείνη τη στιγμή κι ο λόγος ήταν αυτή κι ήταν κι εκείνα τα τραγούδια που ακούγαμε και που μας άρεσαν, ''Σοβαρά τέτοια μουσική ακούς, έλα ρε, αυτό είναι πολύ ωραίο !'' κι ήταν τόσο δροσερά εκείνα τα τραγουδάκια ‘’ …a girl like you…’’ και το άλλο, το πιο καλό, το πιο όμορφο, όλο φρεσκάδα καλοκαιρινή, αχ θέ μου ας γίνονταν ....

Κάτι μ ενοχλούσε, καλά άμα επέμενε ακόμα λίγο αυτός με το μούσι θα τον έπαιρνα παραμάζωμα, για να πω την αλήθεια μερικές φορές κυνηγάω κάνα καυγά να στανιάρω λίγο, ν ανάψουν κάπως τα αίματα αλλά πάλι για μια καλή φασαρία πρέπει να είσαι σε φόρμα. Είχαμε πάρει φόρα, χειρονομούσαμε, αυτός με το μούσι φιρί φιρί το πήγαινε ‘’Το άσπρο δεν προστατεύει απ την ακτινοβολία, είναι μύθος, είναι πιο δροσερό μόνο , το μαύρο είναι το καλύτερο, δεν αφήνει τις αχτίνες να μας τρυπήσουν!’’ άντε λοιπόν μες το λιοπύρι όλοι μαυροφορεμένοι!

Ούτε τ' όνομα της δε ρώτησα, νομίζω πως άκουσα να τη φωνάζουν κάπως, δε ξέρω πάλι, δε μ ένοιαζε, πολύ λίγα ήξερα γι αυτήν, ίσως δε χρειάζεσαι κάποιες φορές πολλά για να εμπιστευτείς κάποιον, στην αρχή τουλάχιστον, μετά δε ξέρω. Σχετικά καλά μου πάει φέτος το καλοκαίρι μη το ματιάξω, να φανταστείς ότι ο ήλιος είναι στον αστερισμό του κυνός, θάπρεπε να επικρατούν για πενήντα μέρες ζέστες τρομερές, τα κυνικά καύματα που λένε ότι δαγκώνουν άσχημα , φέρνουν ξηρασία και δίψα, πυρετούς κι ανεμοπυρώματα, οι άνθρωποι παραληρούν τις νύχτες στα στρώματα τους. Βέβαια φέτος μόνο κυνικά καύματα δε βλέπεις, πλημμύρες μονάχα και βροχές, στο Φοίνικα το ρέμα κατεβάζει τόνους νερού λασπωμένου απ το Χορτιάτη, το Πανόραμα και τους γύρω λόφους ενώ στη Τσιμισκή μπορεί να πετύχεις ολόκληρους κάδους παρασυρμένους απ τους χείμαρρους που σχηματίστηκαν, άνθρωποι βλέπουν το θέαμα απ τα μπαλκόνια ή όπως στέκονται μπροστά στις πόρτες των καταστημάτων τους, είναι τέτοιος όγκος των λασπόνερων που μαζεύονται στο δρόμο ώστε το λεωφορείο που περνά μέσα τους θυμίζει τη κιβωτό του Νώε να επιπλέει στον κατακλυσμό. Οι Αιγύπτιοι λέει τέτοιον καιρό περιμένανε το Νείλο να ξεχειλίσει σ όλη την έκταση του δέλτα του , οι αστρονόμοι ξαγρυπνούσαν τις νύχτες μελετώντας τα ουράνια σώματα και τους αστερισμούς, τον Λέοντα να μάχεται με το Σκορπιό, τον Καρκίνο να παλεύει με τους δράκοντες και τ' άλλα τα φανταστικά τέρατα της ουράνιας σφαίρας. Τέτοια εποχή φαίνονταν καθαρά ο Σείριος, το πιο λαμπρό άστρο σ όλο τον ουρανό που άλλοι το λέγανε ''Μαύρο αστέρι'' γιατί έφερνε κάψα και ξέρα και δυστυχία...


Την είδα να κατεβαίνει τα σκαλιά του πάνω ορόφου όπου είχε πάει για μια στιγμή, όσο κι αν προσπαθούσα δε μπορούσα να κρύψω ότι μου άρεσε και το κατάλαβε.Οι άλλοι συζητούσαν φωναχτά. Ένας έλεγε για το Διδυμότειχο, είχε πάει με τις πέντε κόρες του, ένα ποτάμι που είναι ρηχό τώρα το καλοκαίρι, βουτούσαν σε κάτι λάκκους βαθιούς που υπήρχαν, τα κοριτσάκια είχαν δει ένα νερόφιδο να κρατά στο στόμα του ένα ψάρι και τρελάθηκαν, είχαν βαλθεί να το κυνηγούν για να πάρουν το ψάρι, τα πέλματα τους βούλιαζαν στην άμμο, καραβίδες περπατούσαν δίπλα τους. Άλλος έλεγε για τις Σέρρες, πολύ χάλια κατά κει το κλίμα, ο Στρυμόνας πολύ βαθύς, που να κολυμπήσεις. Προσπαθούσα να πιάσω κουβέντες στον αέρα, κάτι μ εμπόδιζε να σκεφτώ, ένα φουστάνι, δυο πόδια άσπρα, για τη Σαντορίνη θαρρώ λέγανε, σ ένα γάμο είχε πάει κάποια, πάνω στα βράχια, παγώσανε φυσικά, έψαχναν για ζακέτες και ρούχα χειμωνιάτικα. Και για τη Κρήτη νομίζω συζητούσαν, εκεί λέει νιώθεις την οσμή της Αφρικής στον αέρα που φυσά απ το νοτιά, γατόψαρα στα ρηχά, χελιδονόψαρα στα βαθιά μπορεί να τύχει να δεις, ένας τύπος απ την Αυστραλία ήταν μαζί μας, είχε πάει να κολυμπήσει στον ωκεανό έξω απ τη Μελβούρνη, τα νερά δε ζεσταίνονται ποτέ σ εκείνο το μέρος, γιατί τα κύματα φέρνουν ρεύματα παγωμένα απ την ανταρκτική. Απ τη Λέσβο είχε φύγει αυτός, μετανάστης, σκόπευε να γυρίσει κάποια μέρα στη πατρίδα του, τη γη την Αιολική με το δάσος το απολιθωμένο, τη χώρα της Σαπφούς και του Τέρπανδρου ....

Για ταξίδια λέγανε , βόλτες σε βουνά και λίμνες όπου γίνονται συναυλίες, κατασκηνώσεις και πάρτι νυχτερινά, έψαχναν όλοι για φτηνούς προορισμούς, Βρυξέλλες και Πράγα, Βερολίνο και Βουδαπέστη, οδικές εκδρομές στην Αδριατική, στα κάστρα του Ντουμπρόβνικ, στα φιόρδ της Κροατίας. Προτιμούσα τις εκδρομές τις τελευταίες, δε μπορώ τις μεγαλουπόλεις, στο Λονδίνο μέσα σε λίγες ώρες είχα σαλτάρει, ‘’Πάμε να φύγουμε!'' είχα πει στα παιδιά, ούτε αξιοθέατα ούτε μουσεία, καλά τι να κάνεις εκεί μέσα μ όλα τα αγάλματα εκτός τόπου και χρόνου, τι δουλειά έχουν εκεί πάνω κουβαλημένα με το ζόρι απ τις πεδιάδες της Βαβυλώνας και τις κοιλάδες του Ινδού, τα χωράφια της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αγάλματα που σήκωσαν από τ' αρχαία θέατρα τα χτισμένα στις όχθες των νησιών με θέα κατά τη θάλασσα, εκεί όπου τα τύλιγαν αναρριχώμενα φυτά άγρια, πεύκα φύτρωναν ανάμεσα στα σκέλη τους, αγάλματα που τα σήκωσαν από τόπους όπου τα πέτρινα πρόσωπα τους ατένιζαν το πέλαγο προτού καταποντιστούν στη θάλασσα μαζί με ναούς αρχαίους και κολώνες καμπυλωτές μαρμάρινες ...

Της είπα ευχαριστώ απ τη καρδιά μου φέρνοντας τα χέρια στο στήθος, μ είχε ανεβάσει για λίγο έστω αλλά που να το βρεις πια αυτό, της το χρωστούσα, κι ύστερα έπρεπε να φύγει, καθόμουν εκεί και τη κοίταζα ν απομακρύνεται, ήθελα ακόμα λίγο, όταν αγαπάς κάποιον ακόμα και λίγο να τον βλέπεις είναι σημαντικό, την έψαχνα στο άδειο μαγαζί και δε την έβρισκα, είχε φύγει, το μέρος δεν ήταν το ίδιο δίχως αυτήν, όπως καθόμουν ένιωσα τα πόδια της να κατεβαίνουν τα ξύλινα σκαλοπάτια απ τον πάνω όροφο όπως πριν, μου φάνηκε ότι κινούνταν πίσω μου μ εκείνο το βυσσινί φουστάνι που ανέμιζε, νόμιζα σε μια στιγμή ότι θα τη δω ξανά, βγήκα έξω, στη πόλη τα στενά έρημα, στις στοές στο Καπάνι ένα ζευγάρι ρακοσυλλέκτες κάθονταν στη σκιά μασουλώντας σάντουιτς, '' Tι κάνουμε τώρα;'' είπα φωναχτά και γύρισαν προς το μέρος μου, ένας τύπος με μαύρα γυαλιά πουλούσε κολόνιες λαθραίες, μ έκοψε από μακριά, ήρθε κοντά μου, τον έπιασαν τα γέλια, πρέπει να έδειχνα πολύ χάλια, ''Έ φίλε, δε σε βλέπω καλά, παραμιλάς έ !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...