Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΦΕΓΓΑΡΙ ΔΡΟΣΙΣΤΙΚΟ



Μας είπαν ότι θα πηγαίναμε να ψάλουμε στη κηδεία κάποιου που τον είχαν μαχαιρώσει το περασμένο βράδυ.
Ήταν απογευματάκι, στο δρόμο έκανε πολύ ζέστη,  στα διόδια οι μπάρες κατέβηκαν και σταματήσαμε,   ρύζια καταπράσινα  στα χωράφια  του κάμπου,  κανάλια  κουβαλούσαν νερό κυλώντας κάτω από γέφυρες, φορτηγά περνούσαν γεμίζοντας τον τόπο  σκόνη, ένα βενζινάδικο στην άκρη του χωριού που έβλεπε προς  τη θάλασσα μοναχό του στέκονταν. Ο Βασίλης που    ήξερε τα μέρη    πήγε να δει τι γίνεται, εμείς καθίσαμε να περιμένουμε,  σ ένα μαγαζί . Αεράκι φυσούσε ,  στο εσωτερικό πάγκοι ξύλινοι,  ,  καθίσματα  φαρδιά ,   λωρίδες ανεμιστήρων στριφογύριζαν πάνω απ τα κεφάλια μας, μπύρες  στα τραπέζια  και κανάτες γυάλινες,  κάποιος με μαύρα γυαλιά σε μια γωνία είχα την εντύπωση ότι μας παρακολουθούσε  όλη την ώρα, κάποια στιγμή τα κατέβασε να μας κοιτάξει ερευνητικά.  Κορίτσια δούλευαν στο βάθος ετοιμάζοντας ποτά κι αναψυκτικά, ανακάτευαν καφέδες και ζάχαρες, χρησιμοποιώντας  κουτάλια και κυπελάκια  πλαστικά, έβγαζαν  ποτήρια και μπουκάλια μέσα από ράφια και ψυγεία, φαίνονταν να ξέρουν τη δουλειά τους,  τους ευχαριστούσε αυτό που έκαναν,   ένα απ αυτά   με δέρμα άσπρο  στέκονταν πίσω απ τον πάγκο με τους αγκώνες ν ακουμπούν στο ξύλο κι ήταν σα να βρίσκονταν στο παραθύρι και κοίταζε τον ήλιο.
Κοιτάζαμε στην ευθεία  μπροστά μας τους αφρούς και τα κύματα ,   αγροτικά παραταγμένα στους αμμόλοφους που περιέκλειαν το χώρο ,  στο βυθό η άμμος έμοιαζε να χωρίζεται σε τετραγωνάκια αστραφτερά,  μια λωρίδα πράσινη διέσχιζε το νερό μέχρι πέρα  μακριά, κεφάλια αναδύονταν στην επιφάνεια. Στο δρόμο   χελιδόνια έβρεχαν τα φτερά τους  σ ένα νερόλακκο, ένα βουητό τριγύρω  όπως έσκυψα μια στιγμή το κεφάλι προς τα κάτω  παντού  πέλματα,  δάχτυλα, γόνατα  ξαφνικά  εμφανίστηκε  ο Βασίλης  και  μας είπε ότι έπρεπε να ξεκινήσουμε.
Κόσμος είχε μαζευτεί έξω απ το σπίτι του μαχαιρωμένου, λέγανε ότι τον είχε πάρει το μακαρίτη η κάτω βόλτα από τότε που πέθανε η γυναίκα του που την αγαπούσε, πέθαινε γι αυτή.   Δεν την είχε χορτάσει, ήταν κομουνιστής είχε κάνει  δέκα χρόνια στη Μακρόνησο και στη Γυάρο,  για δέκα χρόνια  δεν είχε δει τα παιδιά του . Όταν απολύθηκε επιτέλους  μετά τη χούντα και τα αντίκρισε  δεν τον πλησίαζαν , τον φοβόντουσαν,’’  Ποιος είναι αυτός μαμά ;’’ . Αρρώσταινε για   τη γυναίκα του παρόλο που ήταν εντελώς αλλιώτικη, φανατική της εκκλησίας, όποτε έρχονταν ο μητροπολίτης ο Καντιώτης απ τη Φλώρινα κατά τα μέρη τους   να κάνει φασαρίες και να διαλύσει  ένα τοπικό  καρναβάλι   στο σπίτι της κοιμότανε, ο μακαρίτης ο κομουνιστής σηκώνονταν κι έφευγε εκείνες τις μέρες, πήγαινε σ ένα φίλο του.  Κατά παράξενο  όμως   τρόπο το ζευγάρι τα είχε βρει, παρόλο που οι απόψεις τους ήταν η μέρα με τη νύχτα  σέβονταν ο ένας τον άλλον , υπήρχε μια ανοχή διακριτική, μια συγκατάβαση, μια κατανόηση βαθιά  που τους επέτρεπε να  συμβιώνουν.

Μελαγχολία  βαριά τον είχε πιάσει  με το που την έχασε , παραιτήθηκε δεν είχε κουράγιο να συνεχίσει,  δεν είχε διάθεση για τίποτα, είχε  δοκιμάσει να  πάει στο  Όρος,  πήγε σ όλα σχεδόν τα μοναστήρια, αλλού τον δέχτηκαν καλά κι αλλού όχι. Μια φορά  δοκίμασε να κόψει  δρόμο περνώντας μέσα  από  κάτι δέντρα τεράστια, ένας δασικός  δρόμος έρημος, ένα λιθόστρωτο , μια ξερολιθιά, ένα  ρέμα, καλάμια είχαν φυτρώσει, πουλιά   πετούσαν ανάμεσα τους,  σ’  έναν ίσκιο κάθισε  να σκεφτεί τι θα κάνει,   μια συστάδα θάμνων σάλευε απειλητικά στο φύσημα του ανέμου, φοβήθηκε, κι άρχισε να τρέχει, τελικά βγήκε σε μια μικρή  πέτρινη σκήτη,   ένας γηραλέος μοναχός έτρωγε  βερίκοκα στην είσοδο,’’ Είσαι τρελός!’’  φώναξε σαν τον είδε μπροστά του,    ‘’…που πήγες από κει ,  είναι επικίνδυνα ,  δυο  αλβανοί  δραπέτες κρύβονται, ένα παιδί  τους είδε τις προάλλες και το  κυνήγησαν!’’.  Τον βάλανε  σ ένα κελί  υγρό μια βραδιά, από τα κάγκελα του παραθυριού φαίνονταν το φεγγάρι και τ άστρα,    δεν του άρεσε εκεί πέρα, πολύ ησυχία, πολύ νέκρα, πολύ κούραση…

 Προτού κλείσει ένας χρόνος  έμπλεξε με κάποια ξένη, μια βουλγάρα που έριχνε τα χαρτιά, και διάβαζε τ άστρα,  μια σκουρόχρωμη κάπως μικροκαμωμένη σαραντάρα,  λίγο μάγισσα κατά πως ακούγονταν.  Την έφερε στο σπίτι, ζούσαν μαζί,  όλοι γι αυτό μιλούσαν στο χωριό,  τα παιδιά του δεν ήθελαν να τον δούνε. Δεν  ένιωθε καλά μα δούλευε ακόμα στα χωράφια,  μια μέρα πήγε  να σηκώσει ένα σακί με λίπασμα, πάντα ήταν πολύ γερός, θηρίο, άνετα σήκωνε εκατό κιλά αυτή τη φορά όμως ένιωσε  ένα πόνο  δυνατό στο στήθος  κι ήταν σε μια στιγμή σα να πέθαινε  ‘’Tι μου συμβαίνει ; ‘’αναρωτήθηκε,  τα πόδια του είχαν κοπεί, η βουλγάρα  τον έτρεξε  άρον - άρον  στο νοσοκομείο, τον χειρούργησαν στη καρδιά, οχτώ ώρες έμεινε στο χειρουργείο,  μια ραφή τεράστια που διαπερνούσε  κάθετα  όλο το μήκος του στήθους του είχε μείνει από τότε…
 
 Ήθελα να φύγω από κει,  όσο περνούσε η ώρα το κλίμα γίνονταν όλο και πιο βαρύ, οι γυναίκες κλαίγανε, η καμπάνα χτυπούσε συνέχεια , σκέφτηκα αυτό που λένε ότι το καλοκαίρι γίνονται όλα τα κακά, φόνοι, εγκλήματα πάθους,  αυτοκτονίες κι επιθέσεις βίαιες. Στην Αυστραλία λέει  τον καιρό που πιάνουν οι μεγάλες ζέστες και ξεκινούν  εκείνες οι καταραμένες αμμοθύελλες απ το εσωτερικό τη χώρας, απ τις άνυδρες ερήμους, τότε λοιπόν έχει μελετηθεί ότι γίνονται τα περισσότερα εγκλήματα. Ο άνθρωπος είναι αδύναμο πλάσμα, δεν αντέχει τις έντονες δοκιμασίες, δε θέλει πολύ για να σπάσει,  οι πιο ευαίσθητοι κι οι λιγότερο υπομονετικοί κι οι πιο κακοί   είναι αυτοί που θα ξεφύγουν και θα χάσουν τον έλεγχο . Είναι ζόρικη εποχή το καλοκαίρι όπως και νάχει, όπως ανοίγουν από παντού οι ορίζοντες,   θες να  φύγεις, να κινηθείς, να δεις  επειγόντως άλλες παραστάσεις, είναι μια ανάγκη βαθιά φαίνεται που αν δεν την ικανοποιήσεις γρήγορα  μπορεί  να μπλοκάρει όλο το  σύστημα, να μη λειτουργεί τίποτα, ν αρχίσουν να μπαίνουν στο μυαλό ιδέες μυστήριες, αμφιβολίες και φόβοι  αρχέγονοι ξυπνούν κι άμα τους δώσεις  τόπο και φωλιάσουν μπορεί να μεγαλώσουν και να θεριέψουν και  τότε δεν έχει γυρισμό.

 Ένα διώροφο παλιό μ ένα μπαλκόνι στρογγυλό φαίνονταν απέναντι, εκεί είχε γίνει το φονικό, ο δράστης ένας Μολδαβός που τα είχε πιο παλιά με τη μάγισσα, ένας ξανθός που του έλειπαν τα μπροστινά δόντια,  δούλευε στα σφαγεία. Μια φορά  πάλευε να κατεβάσει έναν ταύρο θηριώδη  απ το φορτηγό, το ζώο είχε αφηνιάσει, έσπασε το σκοινί και του επιτέθηκε μανιασμένα, τον έβαλε κάτω και τον τρύπησε πέρα για πέρα, το κέρατο βγήκε απ την άλλη μεριά, ήταν θαύμα το ότι επέζησε  όμως από τότε είχε γίνει πιο βίαιος κι εκδικητικός . Είχε μάθει ότι ο μακαρίτης τραβιότανε με τη μάγισσα και τον είχε απειλήσει ,  το προηγούμενο  βράδυ  είχαν τσακωθεί άσχημα στο μαγαζί που είχαμε καθίσει κι εμείς όμως ο μακαρίτης δεν το πήρε σοβαρά και του είχε πει η άλλη :΄΄Να προσέχεις  το  φεγγάρι  όταν έιναι στη γεμιση !’’ .  
Τη προηγούμενη νύχτα είχε πανσέληνο,   ο Μολδαβός που είχε πιει τ άντερα του  έστησε καρτέρι  σένα στενό έρημο, λογόφεραν άγρια, ένα τεράστιο μαχαίρι πρόλαβε να δει ο άλλος κι ένα χαμόγελο διαβολικό  σ ένα στόμα δίχως δόντια,  τον καθάρισε επί τόπου  όπως ακριβώς  έκανε με  τα ζώα, άμα έχεις πάρει το κολάι δεν είναι τίποτα διαφορετικό, το κρέας δε διαφέρει μπροστά στο μαχαίρι,  το ίδιο μαλακό είναι. Πλάκωσε η αστυνομία,  όλη νύχτα γίνονταν ανακρίσεις, ο χασάπης το είχε σκάσει, καταζητούνταν… 
 Αργούσαν  να βγάλουν το φέρετρο,   αναρωτιόμασταν τι κάνανε εκεί μέσα ακόμα, πότε θα τον βγάζανε, ήθελα να φύγουμε από κει, να πάμε στην εκκλησία όσο πιο γρήγορα γίνονταν, όλο το τελετουργικό της κηδείας είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να  ηρεμεί τα άγρια αισθήματα των ανθρώπων, να καταπραΰνει τις ψυχές ώστε η τελευταία  φορά που βλέπουν τον δικό τους να είναι  όσο το δυνατόν πιο ήπια, λιγότερο επώδυνη. Ήρθε επιτέλους  η νεκροφόρα,  ο οδηγός  που ήταν και νεκροθάφτης, ένας τύπος με μουστάκι και γραβάτα που κρέμονταν σ ένα άσπρο πουκάμισο μπροστά  μας είπε να πάρουμε πιο πέρα το αμάξι μας για να παρκάρει. Η πομπή  βγήκε από το αγροτικό σπίτι και κατέβηκε αργά- αργά τα σκαλιά  και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία, το μόνο που  ακούγονταν ήταν  ο ήχος απ τις ρόδες που πίεζαν  τα χαλίκια του χωματόδρομου,  κάτι  σπουργίτια  μόνο προσπαθούσαν  να κουβαλήσουν χορτάρια  ξερά στη φωλιά τους σα να μη τους ενδιέφερε όλο αυτό που γίνονταν εκεί πέρα.

Στην εκκλησιά  ζέστη  αποχαυνωτική, ιδρώτας έσταζε απ τα μέτωπα μας, τοίχοι άσπροι ασβεστωμένοι,  ευτυχώς είχαν ανοίξει όλες τις πλαϊνές  πόρτες και φυσούσε δροσιστικά . Βάλανε το φέρετρο στη μέση κι αρχίσαμε να ψέλνουμε,  ωραία  μικρόφωνα είχαν αλλά ο Φώτης  μου είπε να το βουλώσω γιατί φώναζα πολύ, ένας παππάς παραλίγο να σκοτωθεί καθώς σκόνταψε όπως κατέβαινε τα σκαλιά μπροστά απ το ιερό . Ο πεθαμένος έδειχνε σε καλή κατάσταση το πρόσωπο του ήταν καθαρό, έδειχνε γαλήνιος, όλα είχαν τελειώσει,   ευτυχώς δε βλέπαμε το σώμα του, ποιος ξέρει πως είχε γίνει. 
Καλά που υπάρχει η θρησκεία, όπως και να το κάνεις δε μπορεί να παραχώνεις κάποιον έτσι απλά, χρειάζεται κάποιος σεβασμός, ένα τελετουργικό, μια φορά άλλωστε ζει ο άνθρωπος. Όσοι πιστεύουν έχουν μιαν ελπίδα ότι θα τον ξαναδούν κάποτε κι αυτό είναι μια παρηγοριά ειδικά  τη στιγμή εκείνη, όσοι πάλι δε πιστεύουν σοβαρεύουν μπροστά στο γεγονός που είναι το πιο σημαντικό στη ζωή του ανθρώπου, μπορούν να δεχτούν την απώλεια κάπως ευκολότερα,  αρχίζουν να στοχάζονται και ν  αναρωτιούνται για πράγματα  μεταφυσικά που είναι πάνω και πέρα απ τη λογική,  πάνω απ αυτούς,  τους ξεπερνούν, αναλογίζονται την πορεία  και τα λάθη τους, συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος τους είναι μετρημένος για να τον ξοδεύουν ασυλλόγιστα κάνοντας  κακό αντί για καλό …
Ο γιος του με τον οποίο ο μακαρίτης ήταν στα μαχαίρια  εξαιτίας της βουλγάρας,  είχε γείρει το κεφάλι του ανάσκελα πίσω απ το κάθισμα  και κοίταζε στο κενό, σε μια στιγμή κατέρρευσε,  το σώμα του σωριάστηκε άψυχο στο  μαρμάρινο πάτωμα,  ένα σούσουρο απλώθηκε στην εκκλησία,  ένα μπουκαλάκι νερό  του άδειασαν  στο κεφάλι,  τούδωσαν να πιει και  λίγο, η γυναίκα του τον στήριζε συνέχεια. Ένας παπάς φαλτσάριζε,  ο άλλος δεν ακούγονταν, ένα παιδί νεαρό έκλαιγε όλη την ώρα , κάποτε τελειώσαμε.

 Περάσαμε  μπροστά  απ την κάσα  να τον χαιρετήσουμε, τον είχαν περιποιηθεί, του είχαν βάλει μέικ απ,  ένα κοστούμι του είχαν φορέσει,  έμοιαζε ότι θα μιλήσει,  θα πει κάτι, ‘’Τι ευχόμαστε  σ αυτές  στις περιπτώσεις;’’  Με ρώτησε    ο Φώτης,  τον βγάλανε έξω, ένας νεαρός σήκωσε το μαύρο  καπάκι,  βιαστήκαμε να  πάμε στα νεκροταφεία κάπου στην άλλη άκρη του χωριού…
Όπως περιμέναμε,  παντού φωτογραφίες πεθαμένων, γέρων, μεσόκοπων και  νεαρών παιδιών,  μια βρύση ανάμεσα σε μερικές  τριανταφυλλιές, κάποιος    μου  τηλεφώνησε,   που να του πεις ότι είσαι στα νεκροταφεία. Ο Βασίλης που μεγάλωσε εκεί κοντά  μας έδειξε  τα συσκευαστήρια των ροδάκινων όπου δούλευε  κάποτε, τότε που ήταν πιτσιρικάδες, είχε πολλά  και σπουδαία ροδάκινα τότε ο κάμπος,  έκαναν εξαγωγή στη Γερμανία , όλα τα παιδιά μετά το σχολείο πήγαιναν να δουλέψουν,  αυτόν δε τον παίρνανε στην αρχή, μονάχα τον μεγάλο του αδερφό κι είχε σκάσει, ήθελε να δουλέψει οπωσδήποτε!
Κάποια στιγμή τον φέρανε, σε μια γωνιά τον έθαψαν δίπλα στη γυναίκα του,  είδα τη φωτογραφία της, μια ξανθιά με τονισμένα τα μήλα στο πρόσωπο,  πρέπει να ήταν νέα όταν τραβήχτηκε,  δε ξέρω  γιατί  μα έδειχνε εντυπωσιακή, είχε ένα στυλ ευρωπαϊκό που δε θα το περίμενες  για μια θρησκόληπτη σ εκείνο το χωριό, ποις ξέρει το ιστορικό της ποιο νάτανε,  ο μακαρίτης  δικαιολογούνταν  λοιπόν που δε μπόρεσε να τη ξεπεράσει. Είπαν ότι ανάμεσα σ αυτούς που ήρθανε ήταν και η βουλγάρα αλλά εμείς δε την είδαμε, για να πω την αλήθεια μια ματιά θα ήθελα  να ρίξω σ αυτήν που ήταν η πέτρα του σκανδάλου.  Κάτι στεφάνια με γαρύφαλλα στηριγμένα σε κοντάρια κάρφωσαν στο έδαφος, προσπάθησαν να τον αδειάσουν στο χώμα όμως ο λάκκος ήταν πολύ ρηχός, έπρεπε να σπρώξουν τη   κάσα και να σκάψουν τα πλευρικά τοιχώματα ‘’Πάλι χάλια τάκανες!’’ φώναζαν τα παιδιά του μακαρίτη στο νεκροθάφτη,’’… πάλι   βαρέθηκες να σκάψεις πιο βαθιά !’’ ο νεκροθάφτης κάτι δοκίμασε ν απαντήσει, ένα φτυάρι  πλατύ έβγαλε απ το πορτ μπαγκάζ, ο γιος  του σφαγμένου  είχε γίνει έξαλλος, έφυγε εξαπολύοντας  φωνές και κατάρες, τον  ακολουθήσαμε, στην έξοδο είχαν ψωμί βουτηγμένο σε μαυροδάφνη και δοκιμάσαμε , μας δώσαν και κόλλυβα  μα δεν τα πήραμε, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, ένα φεγγάρι δροσιστικό ανέτειλε από μια μεριά  …

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...