Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

ΒΑΘΥΑΓΚΕΕΣ ΑΛΠΕΙΣ




Ούρεα Πυρηναία και αι βαθυάγκεες Άλπεις
αι Ρήνου προχοάς εγγύς  αποβλέπετε, 
 Μάρτυρες ακτίνων Γερμανικός ας ανέτειλεν
Αστράπτων Κελτοίς πουλύν ενυάλιον ....

Εγκώμιο του  Γερμανικού, νικητή των Γερμανών το 14/ 16 μ. χ.
Αποδίδεται στον Κριναγόρα .



Τι ταινία ήταν κι εκείνη θε μου, είχα καρφωθεί, δε μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου, είχα καθηλωθεί  μπροστά στην οθόνη. 
 Ένα ποτάμι  κυλούσε μ’  ορμή, τ’ αφρισμένα νερά του περνούσαν με βία ανάμεσα από πέτρες που τις σκάλισαν  στη διάρκεια των χρόνων  χείμαρροι και ρέματα, μια ομάδα ανθρώπων σ'  ένα σκάφος  βολόδερνε μες τα κύματα, βράχοι απότομοι δεξιά κι αριστερά, πολεμιστές κατηφόριζαν πλαγιές τεντώνοντας τις χορδές των τόξων τους, καταπέλτες εξακόντιζαν πέτρες τεράστιες μέχρι μακριά πολύ, περάσματα κάτω από γέφυρες αρχαίες, πύλες που έκλειναν, καταπακτές που έπεφταν με θόρυβο, πουλιά σκαρφάλωναν σε δέντρα που είχαν φυτρώσει σε πλαγιές απόκρημνες, σπηλιές γεμάτες τάλιρα ασημένια που τις φύλαγαν γρύπες, καδένες έσπαζαν σκορπίζοντας τα χρυσαφένια κομμάτια τους, νομίσματα θαμμένα στην άμμο έβγαιναν στην επιφάνεια γυαλίζοντας…


Ήμουν χαμένος όταν  άκουσα μια φωνή ‘’Έρχεστε συχνά εδώ;’’,  γύρισα να δω. Μια γυναίκα ήταν δίπλα μου, μελαχρινή, μπράτσα όμορφα, φωνή σιγανή, γοητευτική, τα μαλλιά έπεφταν κυματιστά πάνω στις μαυρισμένες πλάτες της, χνούδι απαλό στα μάγουλα, στο σώμα της μπορούσες να διακρίνεις σημάδια από τα στρώματα σαν χαράγματα σε σχήματα  μικρών φιδιών, κάτι άσπρα ρούχα φορούσε, πολύ της πήγαιναν. Ίσως αναρωτήθηκε ‘’Τι κάνει αυτός ο βλάκας καρφωμένος εδώ κάτω, ‘’Μπορώ να σας κάνω μερικές ερωτήσεις; ‘’- ‘’ Παρακαλώ!’’. Προσπαθούσα να είμαι ευγενικός, της έδινα τα στοιχεία που μου ζητούσε και κάποτε της έδειχνα νούμερα στο κινητό μου για να κάνει τη δουλειά της, κάτι με ρώτησε και γύρισα ’’ Με συγχωρείτε, δε μου έχετε απαντήσει ‘’- ‘’ Πες μου ξανά,  τι θες ακριβώς να κάνω ;’’ της είπα . Δε γινόταν να την αφήσω, την είχα ξαναδεί, μάλιστα μου είχε κάνει εντύπωση μια φορά που την είχα ακούσει να μιλά στο τηλέφωνο λέγοντας για κάτι χωράφια που είχαν αρχίσει να γίνονται χρυσαφένια. Έλεγε και κάτι άλλα, για τον καιρό που τα σύκα ωριμάζουν και τα σταφύλια αρχίζουν να γίνονται γλυκά, δεν ήξερα σε ποιον μιλούσε κι ήμουν περίεργος να μάθω, μου είχαν φανεί κάπως εξεζητημένα τα λόγια της αλλά ακούγονταν αληθινή, φαίνονταν αυθεντική, το περπάτημα , η κίνηση, όλα έδειχναν άνθρωπο που δε λέει ψέματα. Ήθελε ένα ερωτηματολόγιο να συμπληρώσει, την έβρισκα ελκυστική, για λίγη ώρα δε θα ήταν άσχημο να μείνω μαζί της. Όπως μιλούσαμε ένας βλάκας που είχα καιρό να συναντήσω  και μου θύμιζε  δυσάρεστα  πέρασε, δε τον ήθελα με τίποτα εκείνη τη στιγμή, τον αγνόησα εντελώς, ''Στα τσακίδια!'' σκέφτηκα .


Όμως το μυαλό μου γύριζε σ εκείνο το έργο, η κοπέλα μπορούσε να περιμένει λίγο, ξαναπήγα προς την οθόνη , τα παιδιά που δούλευαν  στο υπόγειο μαγαζί με τα νερά που έτρεχαν κάτω από τζάμια και τον έξοχο κλιματισμό  με κοίταζαν κάπως αλλά δε μ ένοιαζε, θα το έβλεπα κι ας με πετούσαν έξω!

Ταξιδιώτες σκαρφάλωναν τώρα στις κορφές βουνών χιονοσκέπαστων, αναζητούσαν πόρτες σκαμμένες στα βράχια, το φεγγάρι έβγαινε πίσω απ τα σύννεφα ρίχνοντας τις ακτίνες του πάνω σε μια κλειδαρότρυπα χαραγμένη στο βράχο, το  κλειδί που άνοιγε την πύλη  παρά λίγο να χαθεί σ ένα γκρεμό, κάποιος το συγκρατούσε τη τελευταία στιγμή.  Ένας νάνος στη μέση ενός ξέφωτου σφυρηλατούσε ένα ξίφος χαλκεύοντας το ώστε να σπάσει τη κρίσιμη στιγμή, μάγοι σήκωναν λιθάρια παίζοντας τα φλάουτα τους,  έφτιαχναν τείχη βάζοντας τ αγκωνάρια στη θέση τους  έτσι ώστε να συναρμολογούνται τέλεια , κοντάρια, σπαθιά, , φαράγγια που έμοιαζαν με γαλαρίες δίχως τέρμα, σάλπιγγες κεράτινες, άλογα δεμένα μ αλυσίδες έσερναν κάρα, οδοιπόροι με γαλάζιους μανδύες και καπέλα τσακισμένα έφταναν σε πόλεις φωτισμένες καθώς έπεφτε το σούρουπο ….

Ήμουν χαμένος  εκεί κάτω  όμως το χρειαζόμουν.   Τη προηγούμενη μέρα   ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ σα κούτσουρο, στη παραλία μια θολούρα, παιδιά σακατεμένα απ τη ταλαιπωρία κοιμόντουσαν στο χορτάρι κάτω απ τα δέντρα ενός πάρκου έχοντας αποθέσει τα σακίδια τους.  Ένα κορίτσι με κοντό τζιν παντελόνι και πόδια μακριά, μαυρισμένα με περίμενε έξω απ την ΕΥΑΘ. Σκύλοι έβγαιναν βόλτα κι άλλοι ταλαιπωρημένοι έψαχναν σκιά, σ ένα μαγαζί μπροστά ένα καναρίνι στραπατσαρισμένο έχωνε το ράμφος του σε μια πλαστική ποτίστρα να ξεδιψάσει, ένας παπαγάλος με ουρά μακριά, πρασινωπή που είχε δεμένο το ποδάρι του σε μια αλυσίδα   είχε κουρνιάσει στον ώμο ενός τύπου.  Άνθρωποι φορούσαν γυαλιά τεράστια που τους έκαναν να μοιάζουν με έντομα, καράβια αραγμένα στη θάλασσα, κοράκια χοροπηδούσαν ανάμεσα στις στήλες ενός σιντριβανιού προσπαθώντας να δροσιστούν.  Τα αστικά είχαν περιορίσει τα δρομολόγια τους, γέροι που κατέβαιναν απ όσα συνέχιζαν να κινούνται πετούσαν ευθύς τα εισιτήρια τους  στην άσφαλτο, τα ίντερνετ καφέ άδεια κι έρημα, όλοι την είχαν κάνει, είχα αρχίσει να πέφτω, οι δυνάμεις μου με άφηναν και τότε μες τη θολούρα και στη ζάλη γύρισε και πάλι η τύχη μου, καλά αυτό το καλοκαίρι θα μου μείνει, με ρωτήσανε λοιπόν αν θα ήθελα να πάω μια βόλτα σε μια πόλη, καλά μόλις με πήρανε τηλέφωνο σκέφτηκα ‘’Μάγκα μου πάλι σούφεξε !’’


Και μόνο στη σκέψη η ψυχολογία ανεβαίνει, η διαδρομή ωραία, στο εξοχικό του Στέλιου είχαν βγάλει μια σκηνή τυλιγμένη με μια κουνουπιέρα στην αυλή, ένα στρώμα ωραίο είχαν εγκαταστήσει μέσα στη σκηνή , εκεί κοιμόταν τις ζεστές βραδιές σούρχονταν να πέσεις όπως ήσουνα και να ξεραθείς! Ο Στέλιος, μας έκανε το τραπέζι, είχε φτιάξει μια κολοκυθόπιτα αλμυρή, φοβερή, κι ακόμα μαγείρεψε ένα πράγμα σα σουφλέ με αρακά και πατάτες και μπέικον και μπεσαμέλ, φάγαμε τ άντερα μας ! Την άλλη μέρα πήγαμε  περπατώντας σ’  ένα κάστρο που δέσποζε πάνω απ το κέντρο της πόλης  , διασχίσαμε μονοπάτια βρεγμένα, μια εκκλησία παλιά ήταν χτισμένη εκεί πάνω, ένας ταξιτζής μοναχός του καθισμένος σ ένα παγκάκι στον αυλόγυρο  απόρησε που μας είδε πρωί πρωί, ένα τετράδιο είχε ανοίξει και κάτι έγραφε, λογαριασμούς μετρούσε η κάτι τέτοιο, φαίνονταν πολύ προσηλωμένος σ’ αυτό που έκανε, το αμάξι του σταματημένο σε μια μεριά  . Τα κλαδιά των δέντρων έσταζαν ακόμα, η θερμοκρασία είχε πέσει όμως τα τζιτζίκια δε καταλάβαιναν τίποτα και μας ξεκούφαιναν. Βροχή μπόλικη είχε ρίξει το προηγούμενο βράδυ,  την άκουγα μες τον ύπνο μου, δεν έλεγε να σταματήσει, αυτό δεν ήταν μπόρα καλοκαιρινή , ήταν νεροποντή κανονική, χειμωνιάτικη, ίσως τελικά νάχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο καιρός τρελάθηκε .


Από το κάστρο μπορούσες να δεις πανοραμικά τριγύρω κοιλάδες και πολυκατοικίες, λόφους και δέντρα, κτήρια και ρέματα που κατέβαζαν νερό λασπωμένο, η ατμόσφαιρα ξεπλυμένη, καθαρή, φρέσκια ! Έπαιρνα την ανάσα που ήθελα, είχα κάνει το διάλειμμα που χρειαζόμουν, το μεσημέρι ξανά φοβερό φαΐ σ ένα μαγαζί, μελιτζάνες τουρλού, σουτζουκάκια,  ο ένας έτρωγε απ’  τον άλλον, παραγγείλαμε και δεύτερη μερίδα,  μια συζήτηση τρομερή είχαμε  ενώ  η Πόπη είπε σε μια στιγμή που δεν της απάντησα σε κάτι, ‘’Γιατί πάντα αποφεύγεις να μιλάς για πράγματα που δε θέλεις ; ''
Μια γυναίκα από ένα διπλανό τραπέζι μιλούσε πολύ ζωηρά έτσι που την άκουγαν όλοι εκεί πέρα,  έλεγε ότι στο τέλος του μήνα  θ’  ανατέλλουν δυο ήλιοι μαζί γιατί είναι ο καιρός που την αυγή βγαίνει  ο Σείριος και μπορείς να τον δεις μαζί με τον άλλο φωτεινό δίσκο αν είσαι σε μέρος ανοιχτό, έξω απ την πόλη. Έλεγε κι άλλα εκείνη η γυναίκα, ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα καταρρεύσει η οικονομία,  ότι θα καταποντιστεί η Αμερική, ‘’Πάω στοίχημα ότι θες…’’ της είπα  ‘’…πως δε πρόκειται να συμβεί αυτό!’’-   ''Σοβαρά,  δεν το πιστεύεις ;''- ''...ούτε με σφαίρες!''

Αποδείχτηκε ότι ήταν πατριώτισσα,  κοντοχωριανή ''Το ξέρεις ότι στο χωριό μου βγάζουν το καλύτερο μέλι ;'' χαμπάρι δεν είχα, δούλευε ως ασφαλίστρια, της άρεσε να μιλά με αγνώστους παρουσιάζοντας προϊόντα καλά εγώ καλύτερα ν αυτοκτονούσα αν ήταν να κάνω αυτή τη δουλειά, πάντως όλα έμοιαζαν να κυλούν καλά κάτι γίνεται φέτος,  μου βγαίνει, λες να είμαι καλός τελικά για παρέα;  Είχα αμφιβολία για κείνα τα παιδιά  και να δεις που βγήκαν όλα  ένα κι ένα σκεφτόμουν βλέποντας μια όμορφη σερβιτόρα ν’  αδειάζει νερό κελαρυστό στα ποτήρια μας...

Έσυρε  τη καρέκλα κατά τη παρέα μας και κάθισε μαζί μας  όπως γίνεται στην Ελλάδα συχνά.  Πιάσαμε κουβέντα,  άρχισε να λέει για τα ταξίδια που είχε κάνει όταν ήταν έφηβη με το φορτηγό του θείου της που κουβαλούσε κηπευτικά μέχρι το Μόναχο κι έφερνε πίσω κρέατα. Τρελαίνονταν να πηγαίνει ταξίδια με τη νταλίκα παρ’  όλη τη ταλαιπωρία, ήταν υπέροχα όταν περνούσαν νύχτα δίπλα απ τον φωτισμένο Δούναβη και τη μέρα κοντά στα χιονισμένα βουνά της Αυστρίας ατενίζοντας τις  βαθιές χαράδρες  των Άλπεων . Εκεί είχε μάθει τα αποτελέσματα των πανελληνίων κι είχε τρελαθεί απ τη χαρά της όταν της είπαν πόσο είχε γράψει, εκεί ήταν όταν είχαν γίνει κι οι σεισμοί στη Σαλονίκη και καθώς δεν υπήρχαν τηλέφωνα της ήρθε κόλπος σαν είδε στα πρωτοσέλιδα τα γερμανικά ότι είχε ταρακουνηθεί η βόρεια Ελλάδα. Δεν υπήρχαν κινητά τότε,  μέχρι να τηλεφωνήσει στη μάνα της η ψυχή της κόντεψε να βγει. Τρελαίνονταν να κοιμάται ψηλά στη κουκέτα πάνω απ τη θέση του οδηγού, το πιο τρομαχτικό ήταν όταν έπρεπε να περάσουν απ τους γιουγκοσλάβους που τους λάδωναν με μπανάνες,   δυσεύρετες την εποχή εκείνη, και λαθραία ποτά,  ενώ ο θείος της την πρόσεχε απ τους  μουστακαλήδες Τούρκους φορτηγατζήδες και την έβαζε να κάνει μπάνιο μ ένα σύστημα αυτοσχέδιο στην καρότσα του φορτηγού όταν δεν έφερναν πίσω κρέατα….


Πολύ ωραία ήταν, έξοχα,  είχε αρχίσει να στρώνει το πράγμα, οι παρέες γίνονταν όλο και πιο ευχάριστες,  χρόνια είχαν να μου συμβούν τόσα ευνοϊκά μες το  καλοκαίρι,  όμως με το που γύρισα στη πόλη ένιωθα κάπως μπερδεμένος.  Μετά από ένα διάλειμμα τέτοιο θες λίγο χρόνο να προσαρμοστείς πάλι, ίσως δεν είχε γεμίσει ακόμα το ποτήρι της ψυχολογίας, ήθελα ακόμα λίγο να νιώσω καλά εντελώς, ν ανεβώ όσο έπρεπε για να  κοιτάξω μπροστά ξανά .

 Είχα κατεβεί λοιπόν  κατά το απογευματάκι σ εκείνο το υπόγειο και  με το που είδα τη σκηνή στη διαφημιστική τηλεόραση κόλλησα. Δυο πιτσιρίκια είχαν σταθεί κι αυτά και χάζευαν, καθηλώθηκαν κι αυτά μαζί μου κοιτάζοντας την οθόνη. Ακούγαμε το βουητό του νερού που κυλούσε στην ταινία, σκηνές διαδραματίζονταν και δεν ήθελα να τις χάσω, δε γίνονταν. Καράβια φαίνονταν σε μιαν ακρογιαλιά έτοιμα να σαλπάρουν μόλις φυσούσε ο άνεμος κι άλλα καρτερούσαν κάτω από ένα ακρωτήρι να κοπάσει ο αέρας για να περάσουν από κει χωρίς να γκρεμοτσακιστούν στα βράχια που έχασκαν, κάποιος περνούσε με τη βάρκα του κόσμο στην απέναντι όχθη ενός ποταμού, ένας κάμπος με τέλματα σε χρώμα βαθύ μπλε, ένα πηγάδι με νερό που έλαμπε σαν ουράνιο τόξο, μάχες λυσσαλέες , στρατιώτες έσκαβαν ορύγματα, βέλη φαρμακερά βυθίζονταν βαθιά σε σώματα, ένας πολέμαρχος επιβλητικός  με βλέμμα πολύ δυνατό, γενειάδα και μύτη σουβλερή! Λιποτάκτες το σκάγανε και κρύβονταν ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, παλάτια κι ανάκτορα μεγαλοπρεπή, αγάλματα χάλκινα και πέτρινα στημένα που έμοιαζαν με ζωντανά, πόλεμοι διαδραματίζονταν σε μέρη παραμυθένια, σε κοιλάδες και βουνά και ποτάμια απροσπέλαστα.

 ''Θέλετε να το κάνουμε μια άλλη φορά;'' άκουσα μια φωνή γυναικεία  '' Όχι, όχι, περίμενε,  πρέπει να τελειώνει τώρα το έργο !'' λίγο  ακόμα  ήθελα να δω  τι θα γίνονταν  σ'  εκείνη  τη πόλη την παραμυθένια  που φωτίζονταν από  φάρους  χτισμένους στην είσοδο του λιμανιού της,   ένας κολοσσός διαφέντευε  από ψηλά τα καράβια που έμπαιναν στο μόλο περνώντας κάτω από τα πόδια του ,  έπρεπε να το δω εκείνο το έργο με τους πολέμαρχους  να οδηγούν  το στρατό  χωρίς να φοβούνται τους τρομερούς  ξανθούς βαρβάρους που  στέκονταν  αντίκρυ τους, έπρεπε να το δω εκείνο το έργο με τα απίστευτα τοπία, τα   πανύψηλα βουνά και τις βαθιές κοιλάδες τις χιονισμένες, αυτές που έβλεπε εκείνη η γυναίκα με το φορτηγό σαν ταξίδευε στην καρδιά της Ευρώπης, εκεί    όπου ποτάμια κυλούσαν βουίζοντας ορμητικά κα χύνονταν σε καταρράχτες χαοτικούς, ,  έπρεπε να το δω ....

.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...