Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΤΡΕΑ



Θα καθόμουνα καμιά βδομάδα σ εκείνη τη σπιταρόνα των τριών ορόφων δίπλα στη θάλασσα, ήταν τόσο καθαρό, τόσο αστραφτερό, ντρεπόσουν να πατήσεις το πόδι σου.  Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να βγάζω καμιά βόλτα το σκύλο,  να τούβαζα λίγο νερό και φαΐ άντε και να ποτίζω καμιά φορά τα λουλούδια.   Η  φίλη που μου ζήτησε τη χάρη θα έλειπε καμιά βδομάδα,   το ψυγείο θα ήταν  φουλαριστό με ότι ήθελες, γλυκά και μαρμελάδες και βούτυρα, τυριά κααι κασέρια και σαλάμια και γιαούρτια και χυμούς και φρούτα, λουκάνικα και φαγιά διάφορα, θα το άδειαζα εντελώς, δεν υπήρχε περίπτωση ν αφήσω τίποτα, θα τα εξολόθρευα όλα, δε θ’ άφηνα τίποτα, το δικό μου ψυγείο  περιείχαε μονάχα  νερό, πάντα το είχα άδειο εντελώς μιλάμε γιατί ξέρω ότι  αν υπάρχει κάτι καλό δεν θ αντέξω, θα το τσακίσω οπότε  λέω δικέ μου άμα θες κάτι τρέχα, ξεποδαριάσου να το πάρεις  απ έξω  σπίτι δεν υπάρχει τίποτα !

Είχα φιλοξενηθεί εκεί πέρα παλιά, το ήξερα,  ένα εξοχικό θαυμάσιο χτισμένο  λίγο έξω από ένα χωριό. Ένα κάρο λεφτά είχε ξοδέψει η φίλη μου για να το κάνει όπως το ονειρεύονταν, όλα τα μαστόρια  είχαν παρελάσει από κει, ειδικές παραγγελίες είχε κάνει και πατέντες σπέσιαλ ώστε όλα να λειτουργούν ρολόι και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη! Ο απορροφητήρας είχε αρχίσει να φθείρεται, το ψυγείο ήθελε κάποια μόνωση γιατί ήταν δίπλα στη κουζίνα, κάτι προεξοχές έπρεπε να φύγουν, ντουλάπες ν αλφαδιαστούν καλύτερα, μερικές τροποποιήσεις και μετατροπές ακόμα για να είναι όλα  βιδωμένα, σταθεροποιημένα, ταιριασμένα,  άψογα. Η διακόσμηση ήταν καταπληκτική, το άσπρο και το γαλάζιο κυριαρχούσαν, οι ηλεκτρικές συσκευές τοποθετημένες αρμονικά, ένας μεταλλικός ιμάντας κρατούσε  από την οροφή σταθερά ένα καπάκι μυστήριο, δεν προεξείχε τίποτα, ξύλο και μάρμαρο και μέταλλο έδεναν μεταξύ τους  και με το χώρο,  όλα σοφά δομημένα   με αντίληψη αρχιτεκτονική, σοφά μελετημένα όλα ώστε να δίνουν την αίσθηση της απλότητας και της άπλας και της ευρυχωρίας, άκου τι  κάνει ο κόσμος, αυτά δεν είναι για μας που απλά πάμε και πέφτουμε ξεροί στο σπίτι, άντε κάνα  μπάνιο και λίγο τηλεόραση μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Υποτίθεται ότι έχουμε κάνει απλή τη ζωή μας αλλά οι άλλοι φίλε μου σκέφτονται αλλιώς, θέλουν ένα μικρό παλάτι να κατοικούν και να το χαίρονται κατάλαβες, δεν είναι σαν εσένα άχρηστοι, ε λοιπόν τώρα ήταν η ευκαιρία μου, θα το εξερευνούσα, θα έβλεπα κι αυτήν τη πλευρά , έπρεπε να δω μήπως είχα απωθημένα, μήπως έπρεπε ν αλλάξω κάτι, ν αρχίσω κι εγώ να γίνομαι λίγο νοικοκύρης! Από την άλλη έπρεπε να είμαι λίγο προσεκτικός, δε μ αρέσει  να σκαλίζω  ξένα πράγματα, πρέπει να σεβαστείς την εμπιστοσύνη του άλλου, τον προσωπικό του χώρο και τι σε νοιάζει στο κάτω κάτω…

 Το λεωφορείο με κατέβασε στη παραλία, ένα βουητό, το μέρος είχε πνιγεί από  κόσμο,  κοίταξα κατά   τη θάλασσα, ήταν πεντακάθαρη, νόμιζες ότι τα σώματα φωσφόριζαν όπως ακουμπούσαν στο νερό. Στην ακροθαλασσιά εκατομμύρια  μικρά χαλίκια γυαλισμένα  απ το κύμα, κηλίδες μαύρες σχηματίζονταν ανάμεσα στο πράσινο  νερό,  πιο βαθιά  όλα γίνονταν  πιο σκοτεινά. Πίσω μου μια διώρυγα  έκοβε στη μέση τη στεριά, κάτι ερείπια μιας πόλης αρχαίας υπήρχαν κατά κει. Ψηλά  ένα βουνό δασωμένο, ομπρέλες κάτω από δέντρα, πεύκα και πικροδάφνες στα πλαϊνά των δρόμων, γυναίκες ωραίες τρώγανε γιαουρτάκια, βαστούσαν χυμούς. Κορίτσια έβγαιναν βόλτα, σώματα καλοσχηματισμένα, γεροδεμένα, ώμοι φαρδιοί, μαυρισμένοι, κάτι μπλουζάκια φορούσαν που έκλειναν στο σβέρκο μ ένα φερμουάρ, νύχια βαμμένα στο ίδιο χρώμα στα πόδια και στα χέρια, από κοντά  μπορούσες να   διακρίνεις τις μικροσκοπικές τριχούλες που φύτρωναν ανάμεσα στις αρθρώσεις  των δαχτύλων τους, μερικά  αδύνατα μικρά με πόδια γαζέλας κι άλλα  θύμιζαν ερωδιούς λεπτούς, ένα απ αυτά είχε κάποιο σημάδι στο στέρνο από κάποια επέμβαση το μωρό μου…

Έφτασα στο σπίτι, κάτι κάγκελα  μπλε θυμόμουνα, γρασίδι στην αυλή,   με το που ξεκλείδωσα ο σκύλος με περίμενε πίσω απ τη πόρτα και γρύλισε.  Δεν τα πάω καλά με τα σκυλιά,  τ άλλα ζώα τα  κατέχω, δος μου άλογα, αγελάδες, κατσίκες, κότες, γουρούνια, κανένα πρόβλημα αλλά γάτες και σκύλους δεν είχαμε στο χωριό, δε ξέρω πώς να τα κουμαντάρω . Μπήκα μέσα κι ο σκύλος υποχώρησε στο μπάνιο, τον ήξερα αυτόν το σκύλο τον μικρούτσικο, ήταν λίγο παλαβός,  μια φορά μ είχε δαγκώσει στο πόδι,  τώρα έπρεπε να τον πιάσω όμως το καταραμένο το λουράκι του όπως στριφογυρνούσε  στο μπάνιο  σφηνώθηκε  κάτω απ τη πόρτα, όταν τον πλησίασα άρχισε να γαυγίζει  σα μανιασμένος,’’ Ωχ!’’ σκέφτηκα ‘’…τώρα τη βάψαμε, άντε να τον βγάλεις από κει,  πάει το ωραίο σπιτάκι!’’ ευτυχώς το πρόβλημα λύθηκε,     πήρα ένα μαχαίρι και τόκοψα έχοντας τα δόντια του αντίκρυ στη φάτσα μου,  ύστερα τον άφησα να ηρεμήσει λίγη ώρα, κάποια στιγμή έπιασα μαλακά το λουράκι κι  αυτός   σα να κατάλαβε την αποστολή μου   και κούνησε ζωηρά την ουρά του .

Φαίνονταν  σα να είχε ησυχάσει πια κι εγώ σκεφτόμουν ότι καλά την είχα βολέψει τα πέταξα όλα από πάνω μου και βούτηξα σ εκείνη τη κρεβατάρα που υπήρχε στο σαλόνι . Είχα σκάσει, έπρεπε να εξερευνήσω εκείνο το σπίτι, να δω τι περιείχε, πιο πολύ βέβαια στο ψυγείο γυρνούσε το μυαλό μου! Θα ξεκινούσα με τα καλύτερα και τα πιο εύκολα, αυτά  που τα καταπίνεις δίχως να σκεφτείς, δεν μπορώ να ξοδεύω πολλή σκέψη για το φαγητό.  Ύστερα θ ασχολιόμουν μ αυτά που θέλουν  κάποια προετοιμασία, λίγο μαγείρεμα,  καλά άμα έμενα εκεί κάνα μήνα σίγουρα θα κατέληγα χοντρός που δεν το είχα καταφέρει ποτέ,  αυτό κι αν θα ήταν από τ άγραφα!  Και βέβαια θα έψαχνα όλα τα συρτάρια να νιώσω εκείνα τ απαλά τα ρούχα, τα πλυμένα  μαξιλάρια και τα σεντόνια που τοποθετούν προσεχτικά και καλοδιπλωμένα οι γυναίκες, εγώ θα χρειαζόμουν διακόσια χρόνια να το πετύχω και πάλι αμφιβάλλω για το αποτέλεσμα ! Κι ασφαλώς θα έψαχνα όλα τα ντουλαπάκια με τ αφρόλουτρα και τα κρεμοσάπουνα και τ αποσμητικά και τ άλλα μυστήρια που είχε αποθηκευμένα, άλλωστε δε μου είχε πει ‘’Μη ψάχνεις εκεί πέρα Αποστολάκη παιδί μου !’’ έτσι δεν είναι; Μα αυτό ήταν λαχείο, τέτοια εποχή να κάνω διακοπές τζάμπα και να περνάω σα βασιλιάς που το είδες,  από την άλλη βέβαια όταν είχε πάει να ρωτήσει πόσα θέλουν στα ξενοδοχεία των σκύλων της είπαν μια τιμή με την οποία άνετα έκλεινες δωμάτιο σε νησί άρα κάτι θα πρόσφερα κι εγώ!

Τώρα μπορούσα ν  αρχίσω την εξερεύνηση στο ψυγείο, είπα ν αρχίσω από κάτι βούτυρα και μαρμελάδες που είχαν μια γεύση καταπληκτική όταν με πήρε τηλέφωνο η φίλη, ‘’Πως πάει όλα καλά;’’ σιγά μη της έλεγα ότι έκοψα το λουρί ‘’ φάε ότι θες εκτός  από κείνες τις μαρμελάδες ‘’μου είπε ‘’…τις έφτιαξα εγώ και  θέλω να τις στείλω στο γιο μου, ειδικά αυτή της φράουλας γιατί τώρα δεν μπορώ να βρω  τέτοια φρούτα‘’.  Ότι είχα αδειάσει το μικρό βαζάκι όμως  το είχα πετάξει κιόλας  ''Ότι πεις! ''  κάπως θα το βολέψω κι αυτό  είπα μέσα μου, ας μη της πω τίποτα τώρα .

Τη νύχτα ο σκύλος είχε λυσσάξει  έβγαζε μια φωνή σα κλάμα μαθημένος να βγαίνει βόλτα αργά το βράδυ από μια γειτόνισσα  όμως εγώ είχα άλλα σχέδια, δεν είχα σκοπό να ξενυχτήσω, ότι θες το πρωί φίλε μου.  Έκλαιγε όλη την ώρα και γρατζουνούσε την εξώπορτα, σε μια στιγμή ήρθε εκεί που καθόμουν κι ανέβηκε στον καναπέ, ήθελε να με γλείψει, είχαμε γίνει φίλοι, ‘’Ρε δικέ μου δε γίνεται.’’ του είπα ‘’Το πρωί ότι θες!’’ αλλά αυτός  άκουγε τους άλλους σκύλους που ούρλιαζαν έξω και λαχταρούσε να είναι μαζί τους. Με τα πολλά ηρέμησε, του έβαλα και τις φωνές, τρόμαξε τι να κάνει, υποτάχθηκε, έσβησα το φως, ησυχία, κοιμήθηκα  ακούγοντας τον  να μασουλά   τις κροκέτες που του είχα βάλει στο μπολάκι του .

Νωρίς το πρωί τον βρήκα αραχτό  σ ένα καναπέ,  πετάχτηκε αμέσως, βγήκαμε  έξω, μια φέτα φεγγαριού μπορούσες να δεις ακόμα στον ουρανό να πλανιέται, στους φούρνους  μύριζε ψωμί φρεσκοψημένο, οι μπαξέδες ποτισμένοι αποβραδίς,  ντοματιές και πιπεριές πρασινωπές, ο ήλιος έβγαινε πίσω απ το δασωμένο βουνό, κάτι μαγαζιά  νυχτερινά έκλειναν εκείνη την ώρα, κοπέλες όμορφες καβαλούσαν τα μηχανάκια κι έφευγαν.   Ο σκύλος τραβούσε πολύ δυνατά,  μ  έσερνε σχεδόν,   πόσο καιρό είχαν να τον βγάλουν  να με πάρει !  Τραβήξαμε προς μια ερημιά,  μια ρεματιά,  ένα ζευγάρι καρδερίνες με φτερά κόκκινα και κίτρινα πέταξε στο βάθος είχαν φυτρώσει αχλαδιές   φορτωμένες,  μηλιές, συκιές, δαμασκηνιές, έκοψα ένα φρούτο, πολύ γλυκό όλα τα οξέα είχαν μετατραπεί σε ζάχαρα. Πιο πέρα   βουνά ολόκληρα από μπάζα που είχαν ξεφορτώσει κι αποθέσει   οι ντόπιοι, λόφοι από γρασίδι και κλαριά  που είχαν κόψει απ τις αυλές τους, ένας άλλος σκύλος μαύρος μ ένα λουράκι μας πλησίασε να δει τι γίνεται, ήσυχος  φαίνονταν. Όπως απομακρυνθήκαμε όλο και περισσότερο    φτάσαμε   στο μέρος με τ  αρχαία,  μπροστά μας χαλάσματα από κάποια γέφυρα αρχαία που περνούσε από κει, ένα λιθόστρωτο  κάτι τείχη εντυπωσιακά από  κοτρόνες υπερμεγέθεις, ‘’Αυτό θα έπρεπε να ήταν έργο γιγάντων!’’ σκέφτηκα κι ο σκύλος με κοίταξε σα να συμφωνούσε.

 Ψηλά  υπήρχε ένα υπέρυθρο που θα ζύγιζε καμιά εκατοστή τόνους σαν αυτό που βλέπεις στις Μυκήνες στο θησαυρό του Ατρέα. Ήταν απίστευτο πως το είχαν σηκώσει μέχρι εκεί πάνω, προχωρήσαμε προς τα μέσα και   μπήκαμε σ ένα χώρο  σκεπασμένο σε κάποια σημεία,  ένας θόλος από πάνω μας έριχνε τη σκιά του. Είχα ακούσει ότι εκεί πέρα υπήρχε κάποτε μια πόλη που την πολιορκούσε   για χρόνια ένας περίφημος βασιλιάς μονόφθαλμος , του αντιστέκονταν χάρη στα φοβερά της τείχη,  άντεξε λέγανε εκείνη η πόλη κι έζησε μετά από κείνη  τη τρομερή πολιορκία όμως   την είχε πλακώσει ένα κύμα  που προκλήθηκε από μια έκρηξη καθώς  είχε πλημυρίσει το σύμπαν, οι αρχαιολόγοι λέγανε ότι μπορούσες να βρεις απομεινάρια εκείνου του κύματος αν μελετούσες τα ιζήματα   των στρωμάτων του εδάφους σε κάτι γκρεμούς γειτονικούς.  Ένας  χώρος   θα πρέπει να στέγαζε αποθήκες κάποτε, ίχνη από κεραμικά και πιθάρια όπου έθαβαν το λάδι και το κρασί, πως ένιωσαν άραγε οι άνθρωποι εκείνοι βλέποντας  το  πελώριο κύμα να έρχεται  κατά πάνω τους, ακούγοντας  τον τρομερό κρότο απ το ηφαίστειο, κάποιοι  ασφαλώς θα γλίτωσαν, πρόλαβαν και κρύφτηκαν.

 Πως ζούσαν τότε άραγε, πως τους κυβερνούσαν οι βασιλιάδες τους, πως έβοσκαν τα ζώα τους, πως καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, σε τι θεούς πίστευαν, ήταν ευτυχισμένοι άραγε, ποιος ήταν αυτός ο βασιλιάς τους  που ανέφεραν οι αρχαίοι ποιητές, ο βασιλιάς που είχε θάψει τους θησαυρούς του για πάντα και κανένας ποτέ δεν τους βρήκε για να τους φέρει στο φως όπως εκείνους του Ατρέα , ο βασιλιάς που αγαπούσε τα ταξίδια   κι είχε ηγηθεί μιας εκστρατείας  για αποικισμό όταν είχε αυξηθεί υπερβολικά ο πληθυσμός της πόλης  του;  Xάθηκε  λένε τα βιβλία καταμεσής στο πέλαγος όπως επέστρεφε από κείνη  την εκστρατεία,  κουβαλώντας πλάκες χαλκού απ τη Κύπρο και ράβδους χρυσού από την Αίγυπτο ,  συναντώντας εμπόρους Φοίνικες, περνώντας απ τα σκλαβοπάζαρα της Ιωνίας την Έφεσο και την Αλικαρνασσό,  ταξιδεύοντας κοντά στα παράλια,  νιώθοντας στο πρόσωπο τη μυρουδιά της αρμύρας και το φύσημα του ανέμου  το δροσιστικό, ποιος ήταν ;

Ο σκύλος είχε αρχίσει να βαριέται, η γλώσσα του έχε πεταχτεί έξω, έπρεπε να γυρίσουμε πίσω, περνώντας από κείνο  το εντυπωσιακό υπέρυθρο άκουσα τον  αέρα  που περνούσε απ τις τρύπες των βράχων δημιουργώντας  έναν ήχο σα σφύριγμα ασυνήθιστο, ο σκύλος σκιάχτηκε,  έπρεπε να τον σύρω πάνω στο λιθόστρωτο μέχρι έξω…    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...