Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΕΤΡΟΥΣΚΙΚΑ ΚΑΤΟΠΤΡΑ


Εκεί  πέρα τινάχτηκα απ τη θέση μου,   έπρεπε  οπωσδήποτε  να δω το τοπίο ολόκληρο,  βουνά   βυθίζονταν απότομα σ’  ένα βάραθρο,   απ την άλλη  οροσειρές  υψώνονταν κι   ανάμεσα στο σκίσιμο   κυλούσε ένα ποτάμι.  Λίμνες σχηματίζονταν και στραφτάλιζαν στις  στροφές του ποταμού , γέφυρες  τσιμεντένιες κρέμονταν στην άβυσσο, δέντρα πράσινα, οξιές,  καστανιές, το τοπίο θύμιζε Άλπεις κι Ελβετία. Χωριά χτισμένα στις πλαγιές αντίκρυ, ανεμογεννήτριες γύριζαν αργά κάπου ψηλά,  μέτρησα εφτά,   μια ήταν σταματημένη. ‘’Εδώ πάνω… ‘’ είπε μια γυναίκα ‘’…περνούσαμε με μια φάλαγγα από στρατιωτικά φορτηγά στον εμφύλιο, ερχόμασταν από Αθήνα, ήμουν κοριτσάκι, σε μια στιγμή ένα απ αυτά σα να παραπάτησε στην  άκρη του κενού, λέγανε ότι οι φαντάροι δεν κοιμόταν επειδή βιάζονταν να περάσουν τα μπλόκα των ανταρτών, το όχημα άρχισε να κατρακυλά και ν αναποδογυρίζει κουτρουβαλώντας  στο κενό μέσα σε φωνές και ουρλιαχτά των παιδιών που επέβαιναν, δε σώθηκε ούτε ένας,  χρόνια  αργότερα  άκουγα εκείνες τις φωνές… ‘’

Νωρίς το πρωί φτάσαμε σ ένα  μοναστήρι κοντά σ ένα ποτάμι ,   όλα  πεντακάθαρα, γλάστρες με πετούνιες. Μπιγκόνιες, τριανταφυλλιές, ροζ  πικροδάφνες  μοσχοβολούσαν, νερό, κρυστάλλινο, διάφανο, παγωμένο  έτρεχε σε κάτι βρύσες, τόσο παγωμένο που  δε μπορούσες να το βάλεις στο στόμα σου,  ένα θερμόμετρο έγραφε δεκαεννιά βαθμού. Στην εκκλησιά  η Παναγία χαμένη πίσω από  επίχρυσα κι επάργυρα καλύμματα που την πλαισίωναν, καντήλες αργυρόλευκες,    ένα χρυσό ψηφιδωτό, ωραίο, μια γυναίκα είχε πέσει ολόκληρη πάνω στην εικόνα κλαίγοντας, ποιος ξέρει τι βάσανο την έδερνε, μια άλλη λύγιζε αργά  το γόνατο  μπρος στ άσπρα μαρμάρινα σκαλοπάτια να προσκυνήσει, κάτι χαρτιά και στυλοί  για να γράψουν  ονόματα  ζωντανών και πεθαμένων …

Η γυναίκα που είχε δει το στρατιωτικό όχημα να κατρακυλά στο βάραθρο   μας έλεγε   τώρα για τη μάνα της που ήταν θρήσκα πολύ,     μούκανε εντύπωση ότι τα πόδια της δεν είχαν καθόλου φλεβίτιδα ούτε κιρσούς, ήταν εντελώς  άσπρα,  ασημένια βραχιόλια και δαχτυλίδια γυαλισμένα απ τον καιρό   φορούσε στα χέρια.    Απ την Άγκυρα  είχε έρθει η μάνα της , από κάπου κατά κει τέλος πάντων!  Μια εικόνα είχε φέρει μαζί της απ τα βάθη της Ανατολίας, ένα τρίπτυχο μ αγίους  έδειχνε κάποτε,    η ζωγραφιά είχε σβηστεί εντελώς, μονάχα το καφετί ξύλο έμεινε, όταν πέθανε η μάνα της  τη φύλαξε εκείνη την εικόνα  .  Ο πατέρας της δεν πολυπίστευε   ‘’Είναι ανάγκη να τους τυραννούν  και μετά θάνατον !’’ έλεγε για τους αγίους  και τους όσιους που   είχαν αφήσει  τα κόκαλα τους στις εκκλησιές και στα μοναστήρια  για να τα προσκυνούν, η μάνα της όμως ότι και να της λέγανε  δεν άλλαζε γνώμη ,  έτρεχε σ όλα τα προσκυνήματα, βοηθούσε όλο τον κόσμο, είχε στείλει ένα κάρο παιδιά  ορφανά σε ιδρύματα,  πήγαινε μακαρόνια κι αλεύρι σε φτωχιές και  πεινασμένες και  λιμασμένες οικογένειες,   τσουρέκια και κουλουράκια τους  έδινε  τα Χριστούγεννα και τις γιορτές .

Πολλές φορές τους άφηνε μόνους στο σπίτι, αυτήν και το  μικρό  της αδερφό κι έτρεχε να βοηθήσει όποιον ήτανε .  Μια φορά   τα δυο αδερφάκια  που είχαν μείνει μόνα έπαιζαν , το κοριτσάκι έβαζε ζύμη πάνω  σ ένα μαχαίρι  και το δοκίμαζε στη φωτιά να ψηθεί,  δε ξέρω πως έγινε και γύρισε απότομα   για να καρφώσει το αγόρι  στο κεφάλι, αίματα  έτρεξαν ποτάμι, μια πετσέτα είχε πάρει να  του σκέπασε τη πληγή,  όταν ήρθε  η μάνα τους τα βρήκε αγκαλιασμένα σε μια γωνιά  να κλαίνε  κι έφριξε. Δεν τ άφηνε ποτέ ξανά μόνα τους από τότε αλλά συνέχιζε τη δουλειά της , κανείς δεν ήξερε πόσους είχε βοηθήσει, σε κανένα δεν το είπε  ποτέ,   μονάχα  όταν ύστερα από χρόνια  ένας φαντάρος ήρθε να τη δει και να την ευχαριστήσει κάτι  άρχισαν να υποψιάζονται…

 Ένα ζευγάρι από καλιακούδες   στέκονταν στις δυο μεριές ενός   ακροκέραμου    κι ήταν σα να παρακολουθούσε  από κει πάνω τη συζήτηση. Τα  ξύλινα κτίσματα  του μοναστηριού έδειχναν σάπια, αποσαθρωμένα  ετοιμόρροπα, έλεγες ότι αν  έπιανε μια φωτιά θα καίγονταν το πελεκούδι εκεί πέρα,  ένας  πυροσβεστήρας κόκκινος σε μια γωνιά. Οι εικόνες δεν έλεγαν τίποτα  το τέμπλο  όμως θαυμάσιο,  επιβλητικό, μεγαλόπρεπο,  η ηγουμένη μας είπε ότι τόφεραν από τη Μοσχόπολη,  μια πόλη  κάπου στη σημερινή  Αλβανία, εκεί υπήρχαν τεχνίτες ειδικοί.  Το κουβάλησαν  κομμάτι κομμάτι  και το συναρμολόγησαν επί τόπου, έβλεπες σκαλισμένες  μορφές ανθρώπινες  κι άλλες πουλιών και ζώων και λουλουδιών, μ ένα βερνίκι χρυσό το είχαν περάσει αφήνοντας σημεία  βαμμένα   μαύρα και κόκκινα…

 ‘’ Πρέπει νάχεις ανοιχτό μυαλό, αυτό είναι που μετράει, να μην έχεις κολλήματα!’’ είπε φωναχτά η γυναίκα με τ άσπρα πόδια και τα ασημένια βραχιόλια που έλαμπαν απ την πολύχρονη χρήση  , και συνέχισε  τα δικά της. Έλεγε τώρα για το γάμο της,   πως  παντρεύτηκε εκείνο τον πιλότο,  στο Λονδίνο  είχε γίνει ο γάμος με τον αρχιεπίσκοπο  Κάλλιστο να χοροστατεί, ήταν  λέει απίστευτα μορφωμένος εκείνος ο άνθρωπος, τρομερά αξιόλογος, έκανε κήρυγμα σε τρεις γλώσσες ταυτόχρονα, αγγλικά,  γαλλικά και ρώσικα, μετά το γάμο   έπιασαν συζήτηση, δεν μπορούσε να  του πάει κόντρα με τίποτα,  είχε σκυλιάσει,  παραλίγο να την μεταπείσει εκείνη που δεν πίστευε σε τίποτα!

 Ένα παιδί είχε κάνει, όταν ήταν μικρό  σκαρφάλωσε  στο μπαλκόνι  να δει  κάτω   τους ανθρώπους που περνούσαν,  κρέμονταν ολόκληρο,   γελούσε σα παλαβό,  σα δαιμονισμένο,  έπρεπε να το κατεβάσει από κει με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούν κι οι δυο τους,  άκουσε  ένα χαλί που είχε κρεμασμένο στα κάγκελα να πέφτει με πάταγο,  νόμιζε ότι είχε πέσει το παιδί ενώ αυτό το βλαμμένο χασκογελούσε κρυμμένο  πίσω απ τη μπαλκονόπορτα, καλά ο μικρός είχε φάει πολύ ξύλο τότε …

Χαμηλά μπροστά μας κατά το ποτάμι  ένας βράχος  κάθετος  ξεχώριζε μες τη βλάστηση, ένα συρματόσκοινο σκουριασμένο κρέμονταν πάνω απ τα νερά, παλιά υπήρχε μια γέφυρα αυτοσχέδια απ όπου περνούσαν απέναντι όταν είχε  πολύ νερό .  Υπήρχε  εκεί ένα σπήλαιο μικρό όπου  κατέβαινε μια καλογριά κάποτε κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι,  με βροχές και χιόνια, δε καταλάβαινε τίποτα!

 Κάποιος πρότεινε να πάμε μέχρι εκεί κάτω,  αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το απότομο μονοπάτι που ήταν γεμάτο πέτρες ανώμαλες κοφτερές,  φτάσαμε στο βράχο,  μια σπηλιά, δροσερά ένιωθες στο εσωτερικό της, μια μυρουδιά μούχλας  ,  σταλακτίτες αποκρυσταλλωμένοι σχημάτιζαν κολώνες και κίονες,  μια μικρή πηγή  ανάβλυζε  νερό ζεστό,   κάποιος έβαλε το χέρι του μέσα να δοκιμάσει τη θερμοκρασία. 

Μια παράκληση ψάλαμε  κατά το μεσημεράκι , σε μια αίθουσα μας πήγανε, καφέ και κουλουράκια μας πρόσφεραν,  μια γριά που ήταν  μαζί μας άνοιξε ένα κουτί με τυροπιτάκια  που είχε φτιάξει, τα ξέσκισα,  μια  καλογριά  στριφνή, η ηγουμένη  συμπαθητική  εξηγούσε την ιστορία της μονής:  οι Βούλγαροι- αμάν αυτοί οι Βούλγαροι, τι μάστιγα,  που  στην οργή βρέθηκαν στα βόρεια  σύνορα μας!- είχαν πάρει   λέει ότι βρήκανε, χρυσά κι ασημένια,  βιβλία κι έγγραφα,   σφραγίδες και τίτλους, δεν άφησαν τίποτα άντε να τα βρεις και να τα φέρεις πίσω τώρα! 

Σ ένα μαγαζί  που υπήρχε εκεί κοντά καθίσαμε ύστερα  , η γυναίκα    με τα βραχιόλια που έλαμπαν κάθισε   απόμερα, δεν πολυπίστευε, ήταν φανερό,  για την εκδρομή  μόνο είχε έρθει αυτή, μιλούσε με  πάθος  για όλα, είχε γαλάζια μάτια και  μια φωνή πολύ καθαρή.

Ο  άντρας της είχε πεθάνει πια, προσπαθούσε ν ακολουθήσει τις συμβουλές και τις οδηγίες του, ‘’ Μη σκοτώνεις την ώρα σου λύνοντας ηλίθια  σταυρόλεξα, θα σ αποβλακώσουν, άνοιξε κάνα βιβλίο, θα ξεμωραθείς!’’ κι αυτή πάλι στα σταυρόλεξα το γύριζε, δεν ήθελε να κουράζει πολύ το μυαλουδάκι της,  έβλεπε εκεί ότι νάναι, λέξεις  ανορθόγραφες,   προτάσεις ασύνταχτες, θα έχανε  πραγματικά  εντελώς το μυαλό της μ αυτές τις βλακείες…   

Έλεγε για τις εκδρομές της εκείνη η γυναίκα, είχε πάει στις Δαλματικές ακτές,  είκοσι ώρες ταξίδι, τα πόδια τους είχαν πρηστεί στο κάθισμα συνέχεια , πέρασαν από Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βοσνία,  Σερβία, Κροατία  που θύμιζε λίγο Ευρώπη,  στο Ντουμπρόβνικ και στο Σπλιτ τρελάθηκε,  τα νησάκια  που  έφτιαχναν το δαντελωτό της  κροατικής ακτής ήταν έξοχα!.  Πιο παλιά  πήγαινε με το τραίνο, ταξίδευε σ όλη την Ευρώπη με τον άντρα της, πιλότος στην Ολυμπιακή ήταν αυτός, είχαν ταξιδέψει  σ όλο τον κόσμο,  στη Τουρκία  τους είχαν πιάσει τα γέλια έτσι όπως έτρωγαν οι τούρκοι την πίτσα αφαιρώντας τις πάνω  στρώσεις πρώτα, οι τουρκάλας της είχαν σπάσει τα νεύρα,  προσπαθούσαν να φάνε κάτω απ τη μαντήλα που είχαν  δέσει στο λαιμό,  το υπόλοιπο ντύσιμο τους τα παντελόνια,  τα νύχια,   όλα ήταν στη τρίχα, τρέλα! Στην Ιταλία   είχαν επισκεφτεί τους τάφους των Ετρούσκων, στη Σικελία αγνάντεψαν τα λατομεία όπου τα διαλυμένα απομεινάρια  της αθηναϊκής εκστρατείας έλιωναν μες τα ορυχεία,   ‘στις αρχαίες  ελληνικές αποικίες είδαν τον ’’Τάφο  του βουτηχτή’’, στη χώρα των ετρούσκων  ’ ‘Το σπίτι των λεοπαρδάλεων’’ .     Είχαν πάρει  μαζί τους και  δυο αντίγραφα  ετρουσκικών  κάτοπτρων υπέροχα, με σχέδια στη λαβή,     στο πίσω μέρος  εικόνιζαν και τα δυο  τον Άδωνη λαβωμένο σε μια λαγκαδιά να κείτεται, ένα σωρό λεφτά είχαν πληρώσει γι αυτά, τόνα τόχασε, το άλλο    το είχε κρατήσει,  μας τόδειξε…

Καθόμασταν στο μαγαζί και χαζεύαμε τις πέτρες  και τα  ξεπλυμένα  ξερόχορτα   απ τη βροχή που έπεσε αποβραδίς , έπρεπε να είχαμε  ήδη φύγει από κει άλλα ένα παιδί είχε χαθεί και το ζητούσαν. Μια βόλτα πήγαμε μέχρι το ποτάμι να περάσει λίγο η ώρα,  δεξιά μας κάτι τρύπες στο χώμα και λοφάκια μικρά δίπλα τους,    ζώα   που κατοικούσαν  υπόγεια είχαν σκάψει  τις φωλιές τους απέναντι στο νοτιά ώστε να έχουν δροσιά  τις ζεστές μέρες.  Ένα ρυάκι έτρεχε   προς το ποτάμι,   ανάμεσα σε   χαλίκια και βότσαλα έβλεπες   την άμμο να χρυσίζει, απέναντι  ο  κάμπος  απλώνονταν πράσινος , οι ντόπιοι είχαν μπήξει καλάμια στο  αμμουδερό έδαφος για να σκαρφαλώσουν πάνω τους  φασολιές, ένα χωριό  χτισμένο ψηλά    σ ένα σημείο που το λέγανε ‘’Η κορφή του τρελού!’’, σπιτάκια μικρούτσικα.  Ένας γέρος  με καπέλο ψάθινο   δε σταματούσε να μιλά για μια   καλογριά  που είχε αγιάσει κι έκανε σημεία και τέρατα , περπατούσε  λέει κάποτε πλάι  στο ποτάμι  κι αυτοί που ήταν απέναντι έβλεπαν τη κοίτη να κυματίζει και να  γέρνει  μαλακά προς τη μεριά της σα να ήθελε να την προστατέψει, να τη σκεπάσει …  

Τελικά βρέθηκε το παιδί, έφαγε μερικές σφαλιάρες απ τη μαμά του κι αυτό. Ανεβήκαμε στο πούλμαν,  στο μπροστινό μου κάθισμα η γυναίκα συνέχιζε, κανονικά θα έπρεπε  να είχα  βαρεθεί, να είχα σαλτάρει αλλά το ταξίδι σου δημιουργεί υπερένταση και θέλεις κάπως να ισορροπήσεις. Ήθελα ν  ακούσω κι άλλα, μιλούσε τώρα για  την Αχρίδα όπου είχαν πάει , η λίμνη μες τη βρωμιά βουτηγμένη, ξαφνικά νιώσανε  ένα σεισμό φοβερό,  οι ράγες του τρένου που  ταξίδευαν  μετατοπίστηκαν απ τη θέση τους, έγιναν σμπαράλια .

 Έπρεπε να επιβιβαστούν αλλού, κόσμος, φωνές, φασαρία, χαμός,     μπουλούκια από στρατιώτες που μετακινούνταν σε κάποιο στρατόπεδο μακρινό  , αποσκευές χάνονταν, ήταν το κομουνιστικό καθεστώς του Τίτο τότε, αστυνομικοί τους είχαν πλησιάσει, ζητούσαν τα χαρτιά του άντρα της, τους είχε μπει στο μάτι για  κάποιο λόγο,   νόμιζαν ότι  ήταν κατάσκοπος,  του  γύρευαν  στοιχεία,   όλα είχαν χαθεί μες  την αναμπουμπούλα,  επενέβη η πρεσβεία τελικά. Όλοι έμοιαζαν ύποπτοι, μύριζε μπαρούτι,  έπρεπε να προσέχουν τους γιουγκοσλάβους πορτοφολάδες, μια νύχτα  κάποιος που στέκονταν έξω  απ το βαγόνι τους προσπαθούσε να πιάσει μια τσάντα που είχαν κάτω απ το κάθισμα, όπως κοίταζε στον σκαλιστό  καθρέφτη για να βάψει τα χείλια της    ένα χέρι είδε ν απλώνεται  κι έκλεισε με δύναμη τη πόρτα,  ο άλλος ούρλιαξε κι εξαφανίστηκε στα σκοτεινά.

Έλεγε κι άλλα, κάθονταν στο μπροστινό κάθισμα, όλοι   είχαμε αρχίσει να ζαλιζόμαστε, έκανε ζέστη  , το κλιματιστικό βούιζε βγάζοντας μόνο αέρα, όλοι είχαν εκνευριστεί, γκρίνιαζαν, ο οδηγός άνοιξε τα καπάκια της οροφής . Απ το παράθυρο του λεωφορείου κάτι   ορυχεία φαίνονταν, τρύπες  μαύρες, πελώριες  ανοιχτές στα έγκατα της γης, βουνά από  μπάζα,     χωριά  φαντάσματα, εγκαταλειμμένα ,   τοίχοι και κεραμίδια  γκρεμισμένα, καπνοί  εργοστασίων  υψώνονταν,  μια θολούρα μπροστά,  ο οι ακτίνες του ήλιου  αντιφέγγιζαν στο οδόστρωμα παραμορφώνοντας ότι υπήρχε, μπροστά, όλα έμοιαζαν να εξαϋλώνονται,  αμάξια περνούσαν από αντίκρυ, οι τροχοί τους  έμοιαζαν να γυρίζουν ανάποδα, μια ομάδα από  καφετιά   άλογα  με  ράχες ιδρωμένες έβοσκε αμέριμνη  μες το λιοπύρι   …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...