Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ



Στον Κοσμά


Έπεσε και κοιμήθηκε όπως ήτανε πάνω στο φέρετρο του παιδιού της. Ύστερα από τόσο ξενύχτι και τόση κούραση και τόσο σακάτεμα κι αφού είχε φροντίσει για όλους τους άλλους ένοιωθε ότι όλα είχαν πάρει κατά κάποιο τρόπο το δρόμο τους και μπορούσε να ησυχάσει μια στιγμή.


Στο στόμα του αγοριού είχε χαραχτεί ένα χαμόγελο αδιόρατο, το πρόσωπο του έδειχνε γαλήνιο, έμοιαζε για πρώτη φορά ύστερα από τόσο καιρό να έχει ηρεμήσει. Το τελευταίο διάστημα είχαν πάρει σβάρνα όλα τα νοσοκομεία, τους είχανε βαρεθεί, προτού πεθάνει το είχανε εξετάσει δεκαεννιά γιατροί, ήταν τόσο σπάνια και δύσκολη αρρώστια που όλοι είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά.


Όταν ξύπνησε μια παράξενη ησυχία υπήρχε στο δωμάτιο , θα πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα και πιο αργά ακόμα, όλοι είχανε φύγει και την άφησαν ν αναπαυθεί εκεί πέρα. Το χέρι της είχε μουδιάσει έτσι όπως είχε αποθέσει το κεφάλι της πάνω του. Κοίταξε μια φορά ακόμα το παιδί της και της φάνηκε όμορφο, μονάχα μια φλεβίτσα σε μια μεριά του προσώπου σα να είχε σπάσει κι εκείνο το σημείο ήταν λίγο μελανιασμένο. Σε μια στιγμή της φάνηκε ότι ανέπνεε απαλά και σκέφτηκε ότι επιτέλους θα μπορούσε να ανασάνει χωρίς εκείνα τα καταραμένα μηχανήματα υποστήριξης που το έκαναν να υποφέρει περισσότερο .


Τόσα χρόνια πάλευε να το φτιάξει από μια σταλιά, να το μετασχηματίσει σε άνθρωπο και τώρα κείτονταν εκεί μπροστά της . Πόσες φορές το είχε γλυτώσει τη τελευταία στιγμή όχι  μόνο τώρα  αλλά και παλιότερα,  όταν είχε πέσει ανάσκελα μια φορά με φόρα απ τα σκαλιά  χωρίς να  βγάλει καρούμπαλο,  έμοιαζε σα να είχε πέσει σε κώμα,  έτρεχε στα νοσοκομεία. Ή τότε που είχαν πάει στο χωριό, στο εξοχικό του θείου της   έξω απ τη Σπάρτη κι    ένα μεσημέρι μια αγελάδα    είχε ξεχυθεί τρελαμένη τρέχοντας  κατά τη  γούρνα που είχαν στην αυλή . Το αγοράκι έπαιζε καθισμένο στα χώματα καθώς  το ζώο ήρθε και σταμάτησε ακριβώς από πάνω του,   τη τελευταία στιγμή  αντιλήφθηκε ότι κάτι ζωντανό υπήρχε μπροστά του κι ήταν σα να φρενάρισε, οι αφροί του  έπεφταν στο πρόσωπο του αγοριού, το  ζώο είχε σταθεί και το κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα καθώς αυτή έτρεχε να το μαζέψει  τσιρίζοντας.


Εδώ και τρία χρόνια  όμως    πάλευε με κάτι πάνω και πέρα απ αυτήν, δεν  θα άντεχε άλλο κι αν δε σκεφτόταν ότι μπορεί η ψυχή του  αγοριού  να  βασανίζονταν και μετά θάνατον  θα είχε πει στους γιατρούς να βγάλουν τα καταραμένα μηχανήματα και να το αφήσουν να πεθάνει σαν άνθρωπος .


 Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν απ το μυαλό της εκείνη την ώρα σ εκείνο το δωμάτιο μετά από  τον σύντομο ύπνο καθώς δεν είχε κλείσει μάτι επί τρία μερόνυχτα κι ένιωθε ότι σε λίγο θ’ άρχιζε να βλέπει παραισθήσεις. Για κάποιο λόγο ενώ αισθάνονταν κάπως χαλαρωμένη, μια οργή ανέβαινε από μέσα βαθιά της όπως αναρωτιούνταν πως γίνεται ο θεός να επιτρέπει παιδιά μικρά να πεθαίνουν όταν γέροι τελειωμένοι από καιρό, που ίσως θα θέλανε κι οι ίδιοι να τελειώσουν, δε φεύγουν απ τη ζωή με τίποτα. Τι σόι θεός είναι αυτός που στέκεται εκεί πάνω ατάραχος και τα παρατηρεί όλα καθισμένος αναπαυτικά στο θρόνο του και δε του ξεφεύγει τίποτα, τι σόι κοσμική κι υπερκόσμια δικαιοσύνη είναι αυτή που απονέμει, πού είναι αυτό που λένε η μακροθυμία και η μεγαλοσύνη του, γιατί δεν έφτανε η χάρη του σ αυτήν. Όταν έχεις ένα βάσανο τόσο μεγάλο όταν  αντικρίζεις κατάματα το θάνατο  τότε ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου. Οι φόβοι υποχωρούν, σκέψεις απαγορευμένες σ άλλη περίπτωση ανεβαίνουν στην επιφάνεια και βγαίνουν προς τα έξω, το καπάκι ανοίγει, η σκέψη σε οδηγεί σε μονοπάτια που δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι μπορούσε να σε πάει.


Θάθελε να κάνει μερικά ερωτήματα σε κείνον το παπά που της έλεγε για τη μετά θάνατον ζωή, αυτόν που είχε δει να ξεπετάγεται μες απ το πανάγιο τάφο το άγιο φως σαν δυο μπάλες πύρινες από δυο μεριές και ν ανάβει τις λαμπάδες που κρατούσε ο κόσμος στα χέρια του, το τράβηξε με τη κάμερα κιόλας. Το είχε ανεβάσει στο διαδίκτυο κι έιχε χαλάσει ο κόσμος. Αυτός της έλεγε ότι αυτά είναι πέρα απ τα ανθρώπινα και δεν μπορείς ν αμφιβάλεις, ή το δέχεσαι ή όχι. Όμως αυτήν ήθελε ν αντιδράσει κάπως έστω και με τις σκέψεις της, δεν μπορούσε να το δεχτεί παθητικά όλο αυτό, αν ο θεός είναι τόσο πάνσοφος γιατί να δώσει τη δυνατότητα και το μυαλό στον άνθρωπο να κάνει τέτοιους διαλογισμούς, έτσι δεν είναι, ας τον άφηνε στην ησυχία του όπως τα ζώα που ακολουθούν απλά το ένστικτο τους και δεν αμφιβάλουν για τίποτα, περνούν και φεύγουν απ αυτή τη ζωή και δε τρέχει τίποτα. Και γιατί να κάνει κάποιους ανθρώπους σκληρούς, δυνατούς και προσαρμοστικούς ώστε να μπορούν να ξεπερνούν με σχετική ευκολία προβλήματα που σε άλλους φαίνονται εμπόδια πελώρια και βουνά αξεπέραστα κι αδιάβατα; Γιατί τέλος πάντων κάποιοι να έχουν τις απαντήσεις στο τσεπάκι ανά πάσα στιγμή κι άλλοι να τυραννιούνται ψάχνοντας ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης τους και  ποιες οι  αίτιες για όλα αυτά ;


Ένα ρεύμα ανέμου σα να φύσηξε από κάπου, ένας ήχος ανεπαίσθητος ακούστηκε όπως αυτός που κάνει το νερό όταν πέφτει από ψηλά αφρίζοντας, μια οσμή εξαίσια σαν ευωδία που δεν είχε ξανανιώσει πλημμύρισε το χώρο.  Αναρωτήθηκε αν προέρχονταν απ τα μωρομάντηλα που είχε για να σκουπίζει το μάγουλο του παιδιού όμως δεν ήταν από κει, ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ αλλιώτικο, κάτι ονειρικό, προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνεται και τότε τον είδε.


Ήταν αδύνατος και χλωμός πολύ, κάθονταν σε μια καρέκλα παίζοντας στο χέρι του ένα κομποσκοίνι και την κοιτούσε ήρεμα, πρόσεξε ότι το μεσαίο του δάχτυλο ήταν κομμένο κι αυτό της φάνηκε περίεργο. Η φωνή του ακούγονταν καθησυχαστική και ήρεμη σα να ψιθύριζε τις λέξεις, έπρεπε να κάνει προσπάθεια για να καταλάβει όλα όσα της έλεγε.


'' Για σένα μονάχα ήρθα, έχεις δίκιο ν αναρωτιέσαι για όλα αυτά....'' της είπε χαμηλόφωνα ''...όμως το μικρό σου είναι πια ένα αγγελούδι εκεί ψηλά και πολλοί θα ήθελαν τη τύχη του. Ο θεός ξέρει τι κάνει κα εμείς κάποιες φορές δεν τον καταλαβαίνουμε, δε μπορούμε να τον καταλάβουμε, μια ιδέα αμυδρή μονάχα μπορούμε να σχηματίσουμε για τα σχέδια της άμετρης σοφίας του, τ άλλα δε χρειάζεται να τα ψάχνουμε πολύ, πρέπει τουλάχιστον ν αφήνουμε λίγο χρόνο να περάσει προτού τον καταδικάσουμε, πρέπει ο άνθρωπος να μην εμπιστεύεται τη λογική του μόνο, δεν μπορεί να είναι αυτή ο αποκλειστικός του οδηγός, υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να προσεγγίζεις τα πράγματα από άλλους δρόμους, ν αφήνεις κάποιες δυνάμεις να σε καθοδηγούν χωρίς να αντιστέκεσαι, μόνο έτσι μπορεί να πας σ άλλες καταστάσεις και διαστάσεις να δεις πιο πέρα απ αυτό που βλέπουν οι άλλοι ''.


''Ναι αλλά άγιε μου άνθρωπε του…΄΄ είπε αυτή΄΄… έλα στη θέση μου, γιατί να υποφέρει τόσο πολύ το παιδί μου κι εγώ μαζί, τι κακό έχουμε κάνει, σε τι έχουμε φταίξει, κοίτα γύρω σου πόσα ρεμάλια και πόσοι εξ όλης και προώλης και πόσα κατακάθια ζουν μια χαρά, διασκεδάζουν, γελούν, γλεντάνε και χαίρονται τι ζωή που τους χάρισε ο ύψιστος, γιατί εμείς να τυραννιόμαστε τόσο, ποιος ο λόγος τι φταίξαμε; ''


''Δε καταλαβαίνεις...'' απάντησε ο καλόγερος ''...o πόνος είναι ο μόνος τρόπος να ανέλθεις πιο ψηλά, ν ανέβεις σ άλλα επίπεδα που οι άλλοι δε μπορούν να τα συνειδητοποιήσουν, πρέπει να υποφέρεις και να βασανιστείς για να εξαγνιστείς στο τέλος για να φτάσει σ άλλες σφαίρες, να καθαγιαστείς. Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος γι αυτό, δε πρέπει να βαρυγκωμάς, δε μπορείς να τα βάλεις με το θεό, μπορώ να σου πως κιόλας ότι θα έπρεπε να είσαι κι ευχαριστημένη, το παιδί σου κέρδισε μια θέση εκεί ψηλά και σε περιμένει κάποια στιγμή να το συναντήσεις!''


Ήθελε κι άλλα να ρωτήσει κι άλλα να πει σ εκείνο τον παράξενο καλόγερο που εμφανίστηκε απ το πουθενά αλλά τότε μπήκε στο δωμάτιο η μάνα της και τρόμαξε όπως την είδε να μιλά στο κενό. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο της κόρης της ήταν φωτεινό, τα μάτια της έλαμπαν με κάποιο τρόπο που δεν είχε ξαναδεί, έδειχνε διαφορετική απ ότι την είχε συνηθίσει το τελευταίο διάστημα ''Σε ποιον μιλάς;'' τη ρώτησε, κι αυτή πήγε να της δείξει τον παράξενο μοναχό με τον οποίον συνομιλούσε όλη αυτή την ώρα  μα όταν στράφηκε προς τα κει όπου καθόταν αυτός η μορφή είχε εξαφανιστεί απ το δωμάτιο κι  όλα  γινήκανε όπως πριν. ''Συγνώμη'' είπε στη μάνα της, 

''Παραμιλούσα, έχω μέρες να κοιμηθώ και μάλλον τάχω παίξει, μυρίζεις κι εσύ κάτι όμορφο εδώ μέσα;''-  '' Όχι'' Της απάντησε η μάνα της και κοίταξε το παιδί της εξεταστικά, αυτή τη φορά της φάνηκε πολύ χάλια, πολύ χλωμή με τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα υπερβολικά  ''Πως σου ήρθε;''


Σαν έμεινε μόνη της ξανά αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί, πόσο πραγματικό ήταν. Μήπως είχε αρχίσει να τα χάνει, μπορεί να ήταν απλά ένα όνειρο ότι είχε δει, ένας αντικατοπτρισμός, μια παραίσθηση, ένα παιχνίδισμα του νου, μια οφθαλμαπάτη που προέρχονταν απ την υπερένταση  και την αϋπνία.  Και πως θα τόλεγε στους άλλους, ποιος θα τη πίστευε, τι έπρεπε να κάνει ;  Όμως εκείνη η μορφή του ασκητή ήταν τόσο γαλήνια και τα λόγια του τα χρειαζόταν τόσο καθώς έψαχνε ένα τρόπο να δικαιολογήσει, να εξηγήσει, να κατανοήσει ότι είχε συμβεί. Απ  την άλλη δεν ήθελε να πέσει σε καμιά παγίδα, πάντα ήθελε η ορθή σκέψη να  είναι  οδηγός της, ήθελε ν ακολουθεί τους κανόνες της λογικής και της επιστήμης κι όχι φαντασιοπληξίες και δαιμονολογίες και πνευματιστικά τερτίπια αλλιώς δε γίνεται, μπορεί να ξεφύγεις σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες και τσαρλατανισμούς και διάφορα.


Σηκώθηκε μια στιγμή να δει τι γίνεται έξω μια γυναίκα κοιμόταν καθισμένη σ ένα καναπέ με το κεφάλι γερμένο ήταν αυτή με το περιπαιχτικό βλέμμα που δεν την ήθελε καθόλου εκεί πέρα, για κάποιο λόγο της έβγαζε ένα αρνητικό πράγμα κι εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο που δεν ήθελε . Κοίταξε μια άλλη που βοηθούσε τη μάνα της στη κουζίνα και δεν μπόρεσε να μη παρατηρήσει πόσο ωραία ήταν ντυμένη, τα χαμηλά της παπούτσια, τα μικρά μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, η μπλούζα της σ ένα χρώμα όμορφο. Το μυαλό της συνέχιζε να κάνει κρίσεις κι αξιολογήσεις σ εκείνη τη κατάσταση αυτοματοποιημένα, από ταχύτητα κεκτημένη, πάντα της άρεσε να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.  


 Συλλογίζονταν ξανά τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί, ότι και να ήταν της είχε κάνει καλό, γι αυτό τουλάχιστον μπορούσε να είναι σίγουρη. Πως θα ήθελε να ξαναδεί εκείνο το μοναχό με τη μακριά γενειάδα και το λιπόσαρκο πρόσωπο, η υπερβατική εμπειρία της είχε αρέσει. Ένιωσε μα δίψα, γέμισε ένα ποτήρι νερό από μια κανάτα που υπήρχε σ ένα τραπέζι . Κάποιος είχε αφήσει   ένα κομμάτι γλυκό σ ένα κουτί, μια κρέμα με φράουλες, πρέπει να ήταν φρεσκότατο, κανονικά τρελαίνονταν για γλυκά αλλά εκείνη τη στιγμή δεν της έκανε καμιά εντύπωση.


Τα ξημερώματα την πήρε πάλι ο ύπνος καθισμένη στο προσκέφαλο του παιδιού,  όλα γύριζαν  στο κεφάλι της,   εικόνες  κι ερωτήματα κι απορίες όλα σ ένα κουβάρι είχαν μπλεχτεί,  γιατί  να είναι φτιαγμένοι κάποιοι  από σίδερο  ή ατσάλι  και ν αντέχουν, κι άλλοι από πέτρα  σκληρή και να μη καταλαβαίνουν τίποτα, κι άλλοι από υλικό μαλακό  που εύκολα πλάθεται και δεν έχει αντοχή.   Οράματα και θάματα  άσχετα ανακατεύονταν  μ αυτές τις ερωτήσεις όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα,   κόσμος κατέβαινε από πλαγιές,  πολεμιστές αγριωποί διέσχιζαν πεδιάδες και βουνά κραδαίνοντας όπλα σιδερένια και χάλκινα,   χτυπούσαν με δύναμη τις ασπίδες τους, ο τόπος ολόκληρος αντιβοούσε απ τους ήχους των μετάλλων που  συγκρούονταν….  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...