Τρίτη 20 Μαΐου 2014

ΣΙΔΗΡΕΣ ΠΥΛΕΣ



'' Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα εδώ πέρα!'' του είπε εκείνο το τσογλάνι κι   ήθελε να  το πνίξει, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,   όμως  το μέρος έμοιαζε ιδανικό  για να αποθέσει τον πατέρα του όσο ήταν ακόμα ζωντανός  στην τελευταία του κατοικία σ  αυτόν το κόσμο .

Θα μπορούσες  κάλλιστα  να πας διακοπές  εκεί πέρα, μπορούσες να δεις όλη τη πεδιάδα απλωμένη μπροστά σου στη διάφανη ατμόσφαιρα του τέλους της άνοιξης. Αεροπλάνα κατέβαιναν κι απογειώνονταν στο αεροδρόμιο κάπου δυτικά,  χωριά σφηνωμένα  στα γύρω υψώματα, χορτάρια πρασίνιζαν στο φρύδι ενός λόφου, μια πισίνα υπήρχε στην αυλή όπου πουλιά έπιναν νερό κι έβρεχαν τις φτερούγες τους , το γρασίδι ήταν φρεσκοκομμένο,  τα λουλούδια ανέδυαν ένα άρωμα  υπέροχο, ένας κηπουρός  έκοβε  μ ένα  αλυσοπρίονο  τα κλαδιά  ενός θάμνου δίνοντας του σχήμα στρογγυλό.   Στο μονόκλινο ένα στρώμα τεράστιο, ανατομικό, μαξιλάρια μαλακά, στο σαλόνι  ένας χώρος κυκλικός,  κάτι φυτά εξωτικά κρεμούσαν τα κλαδιά τους απ τον πρώτο όροφο, στη κουζίνα ένα τεράστιο κλουβί μ ένα παπαγαλάκι που ορμούσε καταπάνω σου αν άπλωνες το δάχτυλο στα κάγκελα που τόκλειναν εκεί μέσα. Μια γυναίκα έκοβε σ ένα πάγκο μ ένα μαχαίρι τεράστιο πορτοκάλια και μήλα,   φρουτοσαλάτες με μέλι και ξηρούς καρπούς και γιαούρτι σερβίρανε,  στη σάλα επισκέψεων ένα ενυδρείο ,   φυσαλίδες ανέβαιναν όλη την ώρα από μεριές διάφορες  κι έσκαγαν στην επιφάνεια του γυάλινου κιβωτίου .

Είχε  χαλάσει το κόσμο, είχε ρωτήσει παντού,  είχε παρακαλέσει, δεν ήθελε να τον βγάλει απ το σπίτι. Παλιά τους είχαν τους γέρους μαζί  μέχρι να πεθάνουν κι αυτό ήταν πιο λογικό,  τα μικρά παιδιά  τους γνώριζαν,  είχαν παραστάσεις απ τις περασμένες γενιές, εξασφαλίζονταν μια συνέχεια, δημιουργούνταν ένας ιστός, ένα υπόβαθρο όπου μπορούσες να χτίσεις αν υπήρχε σωστή διαχείριση απ τους υπεύθυνους της οικογένειας, μπορούσες να βασιστείς κάπου, να κανείς πράγματα διάφορα. Υπήρχαν και στραβά, ο καθένας ανακατεύονταν εκεί που δεν έπρεπε,  αυτοί που είχαν την εξουσία μπορούσαν να σε καταδικάσουν με μια απόφαση  τους,  να σε θάψουν, να σε σβήσουν ολοσχερώς κι ολότελα,   όμως  το όλο σύστημα ήταν πιο ανθρώπινο. Τώρα τους παρατούν,  τους ξεχνούν στα ιδρύματα τα εξειδικευμένα,   κανείς δε νοιάζεται, αλλά ο άλλος  έχει  μια ιστορία, έχει προσφέρει,  έχει δουλέψει, έχει αναστήσει παιδιά, πολλά παιδιά, δε μπορείς να τον παρατάς έτσι όπως γίνεται έξω στις άλλες χώρες,  αν γίνεται τώρα αυτό φαντάσου τις επόμενες γενιές,  θα τους αφήνουν στο δρόμο να περάσει κάποιος να τους μαζέψει. Βέβαια    δε μπορείς να κάνεις και πολλά,  δε μπορείς ν αλλάξεις τη πορεία που έχουν πάρει όλα, απλά παλεύεις να σώσεις ότι μπορείς, ότι περνά απ το χέρι σου ...

Στάθηκε μια στιγμή να δει όλα εκείνα τα ψάρια τα παράξενα, μερικά είχαν κάτι βούλες στα πλευρά τους κι άλλα σε χρώμα κατακόκκινο τον κοίταζαν περίεργα, ένα απ αυτά είχε σταθεί σε μια στάση κατακόρυφη σα να αιωρούνταν στο κενό, ένα άλλο με κάτι μάτια σ ένα  σημείο του σώματος του  που δε θα το περίμενες σκάλιζε  με τα πτερύγια του τα χαλίκια στον πάτο της μικρής δεξαμενής.

Δε θα τον έφερνε ποτέ τον πατέρα του εκεί  αλλά δε γίνονταν διαφορετικά, από τότε που  το μυαλό του είχε καταρρεύσει   εντελώς ήταν αδύνατο.  Είχε κάνει πολλές προσπάθειες μα δε μπορούσε, δεν άντεχε, δε γίνονταν διαφορετικά, είχε σκοτωθεί με  τις αδερφές και  με τη γυναίκα του, ήταν στα πρόθυρα να χωρίσει, μα πόσο ηλίθιες ήταν, δε καταλάβαιναν ότι ο γέρος δεν έπρεπε να πάει έτσι. Είναι στιγμές μοναδικές στη ζωή ,όταν έρχεται κάποιος στο κόσμο ή  όταν φεύγει, τότε που είναι ολομόναχος κι απροστάτευτος εντελώς, τότε   που πρέπει  να είσαι παρών, να συνεισφέρεις όπως μπορείς, να βοηθήσεις, να συμμετάσχεις, δε θα τις ξαναβρείς τέτοιες στιγμές, δε μπορείς να τις αφήσεις να περνάνε  από μπροστά σου.  Απ την άλλη    τις ένιωθε τις γυναίκες, έβγαζαν τα κόμπλεξ και τ απωθημένα τόσων χρόνων που ο  γέρος τόπαιζε σκληρός και ζόρικος κι άνετος, ‘’Αφού είσαι  τόσο ζόρικος  βγάλτα πέρα  πάλι’’  όμως δεν είναι έτσι, δε μπορείς να είσαι μικρόψυχος ακόμα και στο θάνατο ,  ότι και να γίνονταν ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει το γέρο να πεθάνει  σα σκυλί, δεν του άξιζε!

Γιατί ο γέρος τον είχε ξελασπώσει άπειρες φορές,  όπως τότε που είχε φύγει στο εξωτερικό να δοκιμάσει τη τύχη του κι όλα του φαίνονταν αλλόκοτα σ εκείνη τη χώρα,  τα φαγητά,  η γλώσσα, οι άνθρωποι, ο καιρός, όλα ξένα, όλα κρύα, όλα απόκοσμα. Δέκα μέρες είχε αντέξει όλες κι όλες αλλά δε μπορούσε εκεί πέρα, ήθελε να φύγει οπωσδήποτε, να μη το βλέπει εκείνο τον τόπο ούτε στο χάρτη! Δεν ήθελε να του φορτωθεί πάλι μα δε γίνονταν,   δεν είχε ούτε λεφτά για τηλέφωνο, πήρε με χρέωση στον πατέρα του από    ένα μέρος με καλώδια και σύρματα και συσκευές, κάτι  επισκευές γίνονταν εκεί πέρα, θόρυβος, φασαρία, σκόνη κι αυτός γύρευε μια φωνή να τον στηρίξει εκεί που είχε μπλέξει 'Μπαμπά  δεν είμαι καλά, θέλω να γυρίσω !''  κι εκείνος δίχως δεύτερη κουβέντα τον δέχτηκε πίσω.

 Όλο λάθη έκανε εκείνο τον καιρό αλλά ο γέρος του είχε δώσει ευκαιρίες, καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, ευκαιρίες  που τις χρειαζόταν τόσο που δε φαντάζεσαι, ευκαιρίες να δοκιμάσει ξανά και ξανά, να διορθώσει, να φτιάξει, να ξαναδοκιμάσει, να παλέψει, ν αποδείξει, δεν υπάρχει πιο πολύτιμο πράγμα!  Όλα στραβά του  πήγαιναν  μα  τον στήριξε, ήταν λίγο σκληρός ώρες ώρες, τον δοκίμαζε, όμως ο γέρος ήξερε που να σταματήσει, μέχρι  που να το τραβήξει, σα να τον δοκίμαζε κάθε φορά και να του έλεγε ''Δοκίμασε πάλι,  αν αποτύχεις δε τρέχει τίποτα, το θέμα  είναι να μη φοβηθείς    να δοκιμάσεις!'' αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που του είχε δείξει, δε μπορούσε να το ξεχάσει,  ποιος σου δίνει ευκαιρίες σ αυτή τη ζωή, ποιος νοιάζεται για σένα, ποιος δίνει δεκάρα αν  ζεις ή αν πέθανες ;

Είχε ορκιστεί να του το ξεπληρώσει, την άλλη φορά που ήταν στο νοσοκομείο οι δυο τους ήθελε  να τον πλύνει, τόσες μέρες εκεί μέσα θα έπρεπε να είχε σαπίσει το σώμα του.  Ζήτησε να τον βοηθήσει μια αδερφή του μα εκείνη του είπε ότι ήταν αδύνατο, (ναι καλά), ήταν νύχτα,  δεν ήξερε τι να κάνει, δεν του είχε ξανατύχει,  τελικά βρήκε  μια χοντρή νοσοκόμα και τον πλύνανε στο  ντους. Όταν τον είδε γυμνό   τρόμαξε , είχε μαζέψει, είχε συρρικνωθεί, πάει εκείνη η αστείρευτη  ζωτικότητα που πάλλονταν  επάνω του,  οι  μπαταρίες είχαν αδειάσει οριστικά, είχε μείνει από ενέργεια.  Τον έπλυναν πάνω στο καροτσάκι κι αυτός  όταν ένιωσε καθαρός   χαμογέλασε  μ ένα περίεργο τρόπο, ευχαριστημένος μετά από καιρό,  κοίταζε   το ταβάνι μ ένα βλέμμα  απλανές  σα να χαμογελούσε αδιόρατα .

Από το βάθος κάποιου  διαδρόμου ένας τρόφιμος φώναζε σπαστικά όπως  γίνεται  σ αυτούς τους χώρους όπου οι άνθρωποι υποφέρουν, ο πατέρας του κάτι προσπαθούσε να πει μα το μυαλό του σα να μην  υπάκουε,  δοκίμαζε να πάρει βαθιές ανάσες, να οξυγονώσει τον εγκέφαλο μήπως πάρει μπρος  αλλά δε μπορούσε κι όλο χασμουριόταν . Εκείνα τα αναλγητικά χάπια τα καταραμένα  που έδιναν στους καρκινοπαθείς ήταν η αιτία να καταρρεύσει, να ξεχαρβαλωθεί, να μη λειτουργεί  τίποτα στο χώρο της μνήμης και της σκέψης του, μετά από κείνα δεν επανήλθε ποτέ.  Όλα είχαν γίνει σμπαράλια,  ο μηχανισμός είχε αποδιαρθρωθεί, διαλυθεί, γρανάζια και βίδες και παξιμάδια  όλα είχαν γίνει θρύψαλα  αλλά δε γίνονταν, έπρεπε να του τα δώσουν γιατί πονούσε αφάνταστα,  χαλούσε τον κόσμο, αν ήξερε ότι τα χάπια θα είχαν επιταχύνει τη διαδικασία αποσύνθεσης δε θα του τα έδινε με τίποτα . 

Είχαν πάει εκδρομή σ εκείνο το μέρος που το λέγανε ‘’Σιδηρές πύλες’’, ένα φαράγγι περνούσε από κει ακολουθώντας  τον ρου κάποιου ποταμού  ήταν πέρασμα από παλιά για στρατούς και λεγεώνες που κατέβαιναν από τα βόρεια,  απ τα βουνά και τις αχανείς πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης. Υπήρχε εκεί π  ένα σπήλαιο χαοτικό  μ ένα στόμιο πελώριο. Από ψηλά κρέμονταν σταλακτίτες πράσινοι, οι αχτίνες του ήλιου   τρυπούσαν την οροφή,  σταγόνες κυλούσαν στα γυαλιστερά βράχια. Οι αρχαιολόγοι είχαν βρει κομμάτια από εργαλεία  μαζί με  λεπίδες σιδερένιες που είχαν σκουριάσει πια και κάτι βότσαλα άσπρα που πρέπει να ήταν  αναθήματα, οι αρχαίοι πίστευαν ότι εκεί  ήταν μια απ τις πύλες για τον κάτω κόσμο. Ο γέρος ενθουσιάστηκε, ήθελε όλα να τα δει, κατέβηκε προς το βάθος του στομίου κι εκεί γκρεμοτσακίστηκε,  έσπασε το γοφό του,  τον πήρε η κατηφόρα έκτοτε…

Σπουργίτια πετούσαν στην αυλή κουβαλώντας με το ράμφος  χορταράκια στη φωλιά  τους  στα κλωνάρια ενός  χαμέροπα,   χελιδόνια μάζευαν λάσπη από ένα νερόλακκο, μαυροπούλια  με κίτρινα ράμφη τσιμπολογούσαν κάτι μες το πράσινο χορτάρι, κοράκια προσγειώνονταν στα σιντριβάνια να πιουν νερό,  μελισσοφάγοι με  λοφίο που θύμιζε περικεφαλαία  αρχαίου πολεμιστή ξεδίπλωναν  το όλο  χρώματα  φτέρωμα τους, μια γάτα είχε απλωθεί στο γρασίδι κι ούτε που  έδινε σημασία  σ όλα  αυτά.    Ψηλά,  σύννεφα είχαν εμφανιστεί σα καραβάκια  που αρμενίζουν  στη θάλασσα  του ουρανού, κι άλλα που σωρεύονταν τόνα πάνω στ άλλο σα να πάλευαν μεταξύ τους . Κυπαρίσσια ύψωναν τους κορμούς τους, κεράσια γυάλιζαν  ανάμεσα  στα φυλλώματα ενός δέντρου,  ένα ερείπιο κάποιου τείχους πιο εκεί, μάρμαρα λευκά  σφηνωμένα στα τούβλα ανάμεσα,  που το είχαν βρει εκείνο το μέρος οι τύποι '' Ρε μπαμπά καθόλου χάλια δεν είναι εδώ!'' του φώναξε κι ο γέρος γύρισε το κεφάλι  να  τον κοιτάξει μ ένα τρόπο  σα να έλεγε ''Καλά είσαι πολύ μπουμπούνας!'' 

Και κοίτα πως έρχονται τα πράγματα, ο γέρος που έμοιαζε αθάνατος  τώρα τον χρειάζονταν,  ένιωθε  λίγο περήφανος που μπορούσε να του ξεπληρώσει με κάποιο τρόπο ότι όφειλε, δε το περίμενε έτσι να γίνε. Είναι αλλιώς να το φαντάζεσαι κι αλλιώτικο όταν συμβαίνει στη πραγματικότητα. Και το πιο κουφό ήταν ότι όσο περνούσαν τα χρόνια ο εαυτός του θύμιζε το γέρο κι αυτό ήταν τρελό, πολύ τρελό!  Έβρισκε αντιστοιχίες παντού, στο τρόπο που έκρινε και ζύγιζε τα πράγματα, είχε μειώσει  κατά  πολύ και  τα λάθη του, έκανε όλο και πιο λίγα,  είχε αρχίσει να έχει επιτυχίες, ''Δεν είμαστε καλά!'' σκέφτονταν, δε το πίστευε...

 Ένας παπάς    ήρθε  να κοινωνήσει μια γριά  ''Πρέπει να φύγω!''  φώναζε  αυτή, ''Που είναι τα ρούχα μου, γιατί δεν έρχονται να με πάρουν;'' .Ένας  τύπος με άσπρη  μπλούζα  εμφανίστηκε  απ το πουθενά,  σήκωσε σα πούπουλο τη γιαγιά, άνοιξε   μια πόρτα στον τοίχο που δε φαίνονταν ότι υπήρχε  εκεί  και κατόπι χάθηκε. Αυτός  περπάτησε στο διάδρομο και ξαφνικά  έμεινε κόκαλο,    μπροστά του  υπήρχε κάποιος περίεργος που τον κοίταζε κατάματα, χρειάστηκε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε τον  εαυτό του σ ένα μεγάλο καθρέφτη.

Μια νοσοκόμα ήρθε,  μια μικρή αμπούλα πρασινωπή   και μια σύριγγα  βαστούσε στο χέρι της , δε μπορούσε παρά να προσέξει τα βαμμένα  κατακόκκινα μαλλιά,  το άψογα σιδερωμένο μπλουζάκι,   τα τέλεια φτιαγμένα νύχια της,  τις τρεις τρυπούλες στ αυτιά απ όπου περνούσαν κάτι λεπτά σκουλαρίκια,  όλα απάνω της έμοιαζαν τέλεια ταχτοποιημένα. Πάντα   τις θαύμαζε κι απορούσε πως το κάνουν  αυτό οι γυναίκες, πως φτιάχνουν  μεθοδικά, υπομονετικά, σχολαστικά, σπαστικά, (τα  νεύρα μου!), πως τα φτιάχνουν όλα τέλεια  απάνω τους μέχρι και τη πιο μικρή λεπτομέρεια,  σα να είναι  το πιο φυσικό πράγμα   στο κόσμο, πως ξοδεύουν τόσο χρόνο σ αυτά  . Τον κοίταξε κατάματα  περισσότερη ώρα   απ όσο έπρεπε. Ήταν όμορφη, δίχως ίχνος μακιγιάζ στο πρόσωπο,  οι γοφοί της ήταν λίγο παραπάνω φαρδιοί   αλλά του  άρεσε,  είδε ότι έπαιζε με τα χείλια της  που σήμαινε ότι δεν της ήταν αδιάφορος,   σε μια στιγμή γονάτισε  να πάρει κάτι από κάτω και μπόρεσε να δει την κάτασπρη κρουστή  σάρκα  κάτω απ τη φούστα της.

Είχε νυχτώσει πια κι έπρεπε να φύγει,  η γριά που είχε κοινωνήσει καθόταν στο σαλόνι μόνη της  κι έβλεπε κάτι σε μια τηλεόραση, ‘’Έλα  δω!’’ του είπε ‘’…τ ακούς αυτό το βουητό που έρχεται από μακριά , το ξέρεις ότι ένα ποτάμι περνά από κάτω μας,  εγώ είμαι απ το χωριό  δίπλα και το ξέρω, κάθε βράδυ όταν έχει ησυχία τ ακούω να  βουίζει μες τον ύπνο μου….  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...