Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΜΗ ΤΟ ΓΡΑΨΕΙΣ

Εντάξει δε πρόκειται να τη γράψω εκείνη την ιστορία όπως μου είπες, ούτε την άλλη, τη πιο πρόσφατη, ξέρεις  για τι μιλώ , ούτε πρόκειται να το πω πουθενά, θα στα λέω συνθηματικά για να μη μας καταλάβουν οι άλλοι.

Όμως όλα τ άλλα δε μου είπες να μη τα γράψω, μπορώ λοιπόν να πω για τo ότι κάθε ανάσταση όταν  όλος ο κόσμος είναι χαρούμενος  και γελά εσύ κλαις, και για κείνο το καημένο το μογγολάκι (εντάξει το παιδί με το σύνδρομο Ντάουν) δε μου είπες να μη γράψω , αυτό  που είδες σε μια καθολική εκκλησιά να σηκώνεται και να περπατά ανάμεσα στα καθίσματα κι ύστερα να στέκεται μπροστά στο παπά κι είχες την εντύπωση ότι ήταν ο Χριστός ο ίδιος, τι σκηνή κι αυτή!

Ίσως θα πρεπε αυτά ακριβώς να  μου πεις να μη γράψω, αυτά που εμένα μ αρέσουν περισσότερο, αλλά εσύ νομίζεις ότι κάποιες ιστορίες είναι δικές σου κι εγώ πρέπει να το σεβαστώ όπως έκανα μ εκείνη τη τσάντα που κουβαλούσα σε τόσο δρόμο κι ούτε που την άνοιξα, πως θα μπορούσα άλλωστε! Δεν έχω πρόβλημα, μπορώ να κουβαλήσω μια βαλίτσα μ ένα εκατομμύριο μέσα της χωρίς να μπω στο πειρασμό να δω τι περιέχει, σιγά το πράμα, πολύ μ αρέσουν κάτι τέτοιες δοκιμασίες άλλωστε ! Όμως εκείνη η άλλη, ξέρεις τώρα, την άνοιξε ρε, και το ήξερα ότι θα τόκανε, σιγά μην άντεχε, ήταν φανερό, ούτε καν έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, είχε σκάσει να δει τι κουβαλώ, την έφαγε η ζήλια για μας, άστην να πάει στον αγύριστο!

Εδώ πέρα λίγο χαμός, δε προλαβαίνουμε να πλήξουμε, στη παρέα χτες κάποιος μου είπε: ''Μη μιλάς εσύ!'', τα πήρα, δε φαντάζεσαι πως άναψα, οργίστηκα, δεν άντεξα, δε τους μπορώ αυτούς που το παίζουν εξουσία κι αυταρχισμός, ξέρεις, αν σε είχα το ξέρω ότι θα με υπερασπιζόσουν ακόμα κι αν έκανα βλακεία, θα με κάλυπτες όπως έχουμε πει ότι θα κάναμε,  εδώ δεν είχες διστάσει να πάρεις το μέρος εκείνης της γυναίκας και να πας κόντρα σ όλους, νομίζω ότι έτσι θάκανα κι εγώ, ίσως όχι  τόσο έντονα, εσύ δε παίζεσαι!  Άμα ακούσεις ρε το τι βλακείες λένε στις παρέες θα πάθεις πλάκα, απεραντολογίες απέραντες και χαζομάρες και πράγματα ασόβαρα εντελώς , τα ίδια και τα ίδια όλη την ώρα, πολύ πρήξιμο μιλάμε, οι δήθεν λογικοί άγονται και φέρονται απ τα αισθήματα τους, το οικοδόμημα των επιχειρημάτων τους σαθρό εντελώς, παραβλέπουν   στους άλλου το δοκάρι που βγάζει μάτι   και  βγάζουν τα  στραβά  τους στα δικά σου μικροπαραπτώματα, άστα να πάνε !

Τα πήρα μ εκείνο το τύπο, σηκώθηκα να φύγω, τα νεύρα μου, αυτά τα κόβεις στη ρίζα, επί τόπου, δε τους αφήνεις να πάρουν ανάσα, εσύ  το είπες ότι ή θα φέρνω ηρεμία ή θα  τα κάνω λαμπόγυαλο  αλλά τι να κάνω, δεν αντέχω, ο φθόνος  δε κρύβεται με τίποτα, ''Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι!'' μου είπε ένας δικός μου, '''...θα τους διώξεις όλους έτσι όπως πας!'', αλλά ρε συ δε τους μπορώ, δεν το σηκώνω αυτό το στυλ, ''Σώπα εσύ, δε ξέρεις, εμείς είμαστε οι ειδικοί για όλα τα προβλήματα!''.  Μιλούν ατελείωτα, δε σ αφήνουν να σταυρώσεις κουβέντα, δράμα,  μου φαίνεται περίεργο, δε ξέρω τι γίνεται στις άλλες παρέες, δεν είχα και πολλές, γιατί ρε είναι έτσι αυτοί, τι γίνεται εδώ πέρα, παθαίνω φρίκη κάθε φορά με το πόσο λάθος τα κάνουν όλα, με το πόσα λάθη  γίνονται εκεί έξω...

Ευτυχώς υπάρχει κανένας που λέει τίποτα ευχάριστο,  για το παππού του, κάπου στις Σέρρες, σ ένα χωριό, το γέρο που ήταν όλη μέρα στ αμπέλι,  κάτι σταφύλια  έβγαζε κατακόκκινα, με  ρώγες μικρές, χυμό γεμάτες , κρασοστάφυλα ιδανικά, κι άλλα σταφύλια είχανε που φύονταν χαμηλά στο χώμα κοντά , επιτραπέζια, τα τρώγανε στα τέλη του Αυγούστου κι ύστερα είχαν τα πατητήρια για το μούστο και πιο μετά έπρεπε να κουβαλήσουν τα βαρέλια με το κάρο για τη πόλη .....

Α και το άλλο να μη ξεχάσω που δε μου είπες να μη το γράψω, αυτό με τα μικρά που είδες  να πλένονται στη σκάφη,  που τα κοιτούσες καθισμένη σε κάτι σκαλιά καθώς τραγούδι παιδικό έπαιζε,  σου ήρθαν  δάκρυα,  μου είπες αυτό μπορώ να το γράψω έτσι,  , ούτε το άλλο δε μου είπες να μη το γράψω κι ελπίζω να μη βρω το μπελά μου τώρα, για τα παιδιά που αγαπάς πιο πολύ όσο είναι μικρά, μέχρι τα πέντε το πολύ, τα κορίτσια ειδικά που πονηρεύουν πιο γρήγορα ενώ ως τότε είναι αθώα σαν αγγελούδια, ούτε που τόχα σκεφτεί, ποτέ δε θα το έβλεπα όπως το βλέπει μια γυναίκα, εγώ τα προτιμώ πιο μετά, τότε που μπορούν να σκεφτούν και ν ανταλλάξουν  καμιά κουβέντα σωστή  μαζί σου, τότε που δε παίρνουν μονάχα μα  δίνουν κιόλας κάτι , πάλι  δε ξέρω , εγώ τα προτιμώ λίγο πιο μεγάλα . Και για κείνο το τραγούδι που γουστάρεις δε μου είπες να μη γράψω, το ''Απελπιστικά διαθέσιμη'' και για το άλλο ''...σ αυτήν εδώ τη σκοτεινιά...''  αλλά και για την αγαπημένη σου εποχή, το χειμώνα, στην Ελλάδα βέβαια,  που τον προτιμάς δίχως χιόνι, θυμάσαι, σ ένα χωριό τον φαντάζεσαι, κρύο, ένα καφενείο  όπου καίει μια σόμπα με  καυσόξυλα δρύινα κι άλλα τετράγωνα από οξιά κι όλα τριζοβολούν και πυρώνουν κι ο αέρας λυσσομανά τρελαμένος γύρω...

Αυτή που σου έλεγα  την άνοιξε τη τσάντα,  σ ένα ξενοδοχείο τη συνάντησα, κάτι κορίτσια  από κάτι αγώνες κολυμβητικούς εκεί πέρα , μάλλον σερβάκια ή απ τη Κροατία, όλα με σώματα σκέτος θάνατος,  όλη την ώρα έδειχναν στη μαμά   τα μετάλλια που κέρδισαναπ το κινητό τους.

Αυτή  μου το είπε επιτέλους εκείνο που περίμενα τόσο καιρό, έστω κι έτσι  είχε μεγάλη αξία για μένα , έπρεπε να της το βγάλω με τρόπο, το υποψιαζόμουν αλλά είναι αλλιώς όταν σου το λέει ο άλλος, δεν είναι δικιά σου αντίληψη,  δε μπορούσε να το αρνηθεί, το κατάλαβα αμέσως,  προσπάθησε να τα μασήσει , ξέρεις ότι κάνω το βλάκα μαζί της, άστη να νομίζει ότι είναι πιο έξυπνη, αυτό θα τους φάει στο τέλος, η αλαζονεία τους, ο μικρομεγαλισμός τους, μα πόσο χαζοί,  δε γίνεται διαφορετικά όμως, τη χρειάζομαι ακόμα, με πιάνεις έτσι;

Και μετά την άφησα κι έφυγα κι ήμουν μοναχός, θα μπορούσα να μείνω ακόμα λίγο μαζί της, δε χρειαζόταν να βολοδέρνω ξανά σα την άδικη κατάρα, αλλά  προτιμώ να ζοριστώ, να χτυπηθώ κάτω, να κόψω το κεφάλι μου,  να σκυλ ιάσω  παρά να της δείξω ότι τη χρειάζομαι, ας τα ξεχάσει αυτά, πάει περάσανε!

Κατά τ άλλα εδώ πολύ βροχή, στα Πεύκα πάνω ποτάμια κατεβαίνουν όταν πιάνουν οι μπόρες, τύποι κακομοίρηδες με τα μηχανάκια τους στέκονται κάτω από γέφυρες   μαζί με   άστεγους, στο περιφερειακό κοντά, περιμένουν   να σταματήσει η νεροποντή. Στην έξοδο του τούνελ κατά τη Τούμπα σκοτώνονται αβέρτα κουβέρτα εκεί όπου ο δρόμος έχει φτιαχτεί με κλίση ανάποδη, τ αυτοκίνητα φεύγουν στις μπάρες, κόσμος σκοτώνεται αβέρτα κουβέρτα .

Η πόλη ολόκληρη έχει πρασινίσει, κάποιος παίζει ένα σαξόφωνο μες τη βροχή κάτω απ τις καμάρες της Αριστοτέλους, έξω στην ύπαιθρο οι λίμνες έχουν φουλάρει με νερό, οι υπόγειες δεξαμενές γέμισαν κι αυτές, στις λαϊκές ο κόσμος κάνει ουρές στους πάγκους με τις φράουλες τις ανοιξιάτικες,  κατά το αεροδρόμιο τα εροπλάνα  όπως χαμηλώνουν για μια στιγμή είναι σα να στέκονται στον αέρα και να ζυγίζονται προτού γκρεμιστούν προς τα κάτω.  Στους τοίχους των εκκλησιών οι αγιογραφίες σαλεύουν όλη την ώρα, οι γυναίκες κοιτάζουν τις εικόνες της Παναγίας που κάθεται σ ένα θρόνο ψηλά στον τρούλο και κλαίνε σαν ακούν το '' ... συ δε αγνή, τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου!

Στα σινεμά μαμάδες ντυμένες άψογα  παραλίγο να σε κομπλάρουν, σέρνουν τα μικρά τους τ απογεύματα του Σαββάτου,  άλλες  γυναίκες τρέχουν να κρυφτούν στα μαγαζιά με τα καλλυντικά, τ αρώματα και τ άλλα μυστήρια τα γυναικεία. Τριγυρνούν γύρω γύρω σαγηνευτικά, από τη γλώσσα του σώματος τους κι απ τη γωνία που στέκονται το ξέρεις ότι δεν τους είσαι αδιάφορος αλλά δε κάνουν καμιά κίνηση. Εγώ πάλι δε βιάζομαι, δεν είμαι σαν εσένα, με ξέρεις, τις κοιτάζω να με γυροφέρνουν και δε κάνω κίνηση ούτε κι εγώ, δε μου βγαίνει ρε, ίσως αν επέμεναν λίγο ακόμα, δε θέλω να το παίξω δύσκολος, θα μπορούσα ν ασχοληθώ, δεν είναι ανάγκη να τα παρατούν τόσο γρήγορα, μακάρι να ήμουν σαν και σένα που δεν έχεις πρόβλημα σ αυτά,  παρ' όλα αυτά έχω αρχίσει να τις αγκαλιάζω, έχω βελτιωθεί λίγο, δεν είμαι τόσο κρύος όπως έλεγες, δε ξέρω γιατί αλλά όσο πάει μου βγαίνει μια τρυφερότητα που δεν ήξερα ότι είχα...

Παρ όλη τη σαπίλα και την υγρασία το ξέρω ότι το καλοκαίρι πλησιάζει ολοένα, μπορώ να το ψηλαφίσω, πρέπει να είμαι ένα βήμα πιο μπροστά απ τους άλλους, αυτό το άγχος πάντα, να βάλεις το μυαλό στη σωστή φόρμα, να βρεις το σωστό επόμενο στόχο, ν αποφύγεις τα πιθανά λάθη, να διαλέξεις τους σωστούς ανθρώπους πάλι, να υπολογίσεις σωστά ώσπου να πιάσουν  οι ζέστες  απότομα κι όλοι να λένε τις γνωστές βλακείες ότι πάει πια η εναλλαγή των εποχών και τα τοιαύτα.

Άγχος με πιάνει καθώς τελειώνουν οι διακοπές του Πάσχα, το στομάχι  γίνεται κόμπος, τα παιδιά ξαναγυρνούν στο σχολείο από αύριο, προσαρμογές αδιάκοπες σ ένα κόσμο που δε σταματά  να σε πιέζει,  δε περιμένει ούτε δευτερόλεπτο, πρέπει να μπεις στο κλίμα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στα σπίτια εκεί έξω τα μικρά κορίτσια κλαίνε κρυφά στα δωμάτια τους, οι μαμάδες μπαίνουν μυστικά το πρωί  ψάχνοντας για κρυμμένα ημερολόγια,  τ  αγόρια πάλι   δίνουν ραντεβού όταν λείπουν οι γονείς τους με μικρά ξανθά και μελαχρινά, έχουν αγωνία,  δεν  τόχουν ξανακάνει, όσο να πεις είναι διαφορετικό  απ αυτά που βλέπουν στο ιντερνέτ, έχουν αγωνία, δε μπορούν να κοιμηθούν, ανησυχούν, αρρωσταίνουν,  ρωτούν : ''Πόσο αίμα θα τρέξει, πως θα καθαρίσω τα σεντόνια, πως θα γίνει να μη το δει η μαμά μου;''....

Ούτε την άλλη ιστορία  δε μου είπες να μη τη γράψω ρε, για κείνη τη ταινία λέω  που δεν αντέχεις να δεις, αυτή  με τα δυο παιδιά που αγαπιούνται κι αυτή πρέπει να κάνει όλο το δρόμο για να τον βρει εκεί πέρα μακριά   στη πόλη  την  επαρχιακή κι όλα μοιάζουν καταδικασμένα.   Πρέπει να τη δω καμιά φορά ή να διαβάσω  το βιβλίο όπως μου παράγγειλες, πρέπει να το δω  εκείνο το έργο που σε κάνει κομμάτια κάθε φορά,   κι είναι κι εκείνο   το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, (νομίζω ότι είμαι κι εγώ εκεί  μέσα)  που δε θες ν ανοίξεις  γιατί άμα αρχίσεις να κλαις θα σου πάρει κάνα μήνα τουλάχιστον να σταματήσεις και θα τους πνίξεις όλους στο δάκρυ, δε  μούπες ρε γι αυτά να μη γράψω ...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...