Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΑ

Εκείνη η συνεδρία δεν έλεγε να λήξει, τράβαγε όλη νύχτα, όταν κάποιος κουράζονταν κοιμόταν πάνω στη καρέκλα όπως ήταν ή πήγαινε μέσα στο σπίτι,  έπεφτε  στον  καναπέ για λίγο κι επέστρεφε αμέσως σα να μην ήθελε να χάσει ότι γίνονταν, σα να ήταν τόσο ενδιαφέρον όλο αυτό  που έπρεπε οπωσδήποτε να το παρακολουθήσει , σα να υπήρχε μια φλόγα που έκαιγε συνέχεια και δεν θέλανε να σβήσει κι έτσι πήγαινε το πράγμα.

Ο οικοδεσπότης όλο κι έφερνε στο τραπέζι κάτι καινούριο, μπριζόλες και πατάτες, σαλάτες με μαρούλι και ντομάτα και ζυμαρικά κι άλλα κόλπα πολλά, μπιφτέκια από ένα ντόπιο χασάπικο και λουκάνικα. Οι κοπέλες γέμιζαν  τα  ποτήρια με ούζο και κρασιά κόκκινα κι άσπρα κι ένα άλλο μ ένα χρώμα μυστήριο που σε μερικούς άρεσε πολύ ενώ άλλοι έλεγαν ότι ήταν σαν να κατάπινες χώμα μαζί με το πιοτό . Αυτός που είχε φέρει αυτό το κρασί το μυστήριο είχε αναλάβει και το ψήσιμο,  είχε ζητήσει  μερικές ελιές, λίγη γραβιέρα, μια ντομάτα κομμένη τριαντάφυλλο κι ένα ποτηράκι ούζο   και  υπερασπίζονταν τη δουλειά του: ''Είναι η έβδομη φορά που το φτιάχνω, όλα μόνος μου τα έκανα, πέρα στο κτήμα, στη Λεπτοκαρυά, από τ αμπέλι μέχρι το πατητήρι''-  ''Φανταστείτε πως ήταν τη πρώτη φορά!'' είπε η γυναίκα του.

Πρέπει να ήταν σπουδαία παρέα εκείνη, όλοι έμοιαζαν καλά παιδιά , ακόμα κι αν κάποιους δεν τους έλεγες ή δε φαίνονταν τέλειοι παρασύρονταν μες το γενικό κλίμα κι έβγαζαν κι αυτοί το καλό τους πρόσωπο, όλοι τσιμπολογούσαν και συνέχιζαν τη συζήτηση, αν τους ρωτούσες ποιο ήταν το θέμα σιγά μη θυμόταν κανείς τους . Όπως γίνεται σ'  αυτές τις παρέες η κουβέντα έπαιρνε μονοπάτια περίεργα κι απρόβλεπτα, προς κατευθύνσεις και διευθύνσεις και πορείες διάφορες,  περίεργες. Οι γυναίκες χάνονταν στη κουζίνα να ετοιμάσουν κάνα πιάτο, να πλύνουν κάνα σκεύος κι έρχονταν πάλι. Ήταν από κείνες τις παρέες όπου δε σκεπάζει κάποιος τον  άλλον, όλοι νιώθουν ότι μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα,  υπήρχαν ζευγάρια ήρεμα κι άλλα πιο ζωηρά, κάποιοι φώναζαν και χαλούσαν τον κόσμο  κι άλλοι,  πιο χαμηλών τόνων αυτοί, έκαναν σχόλια  ήσυχα.
 

Όμως ήταν απ τις στιγμές που δε θες να χάσεις, που χρειάζεσαι για ν αντέξεις ακόμα μια βδομάδα, τότε που θες να γεμίσεις όσο γίνεται περισσότερο τα πνευμόνια σου μ ανάσες πολύ γερές προτού βυθιστείς ξανά στο βούρκο της καθημερινότητας. Τραγούδια δροσιστικά ακούγονταν απ το ράδιο διώχνοντας μακριά την αποπνικτική υγρασία της μέρας, μια ροζ μπουκαμβίλια σκαρφάλωνε σ ένα τοίχο, μια κίτρινη τριανταφυλλιά κρέμονταν από πάνω τους, μυγάκια μαζεύονταν γύρω απ τις λάμπες που καίγανε, πέταλα σκόρπια από ένα τριαντάφυλλο βελούδινο στο πλακόστρωτο απλωμένα , ένας γάτος σε μια γωνιά μόνο γκρίνιαζε κουνώντας σα φίδι την ουρά του σα να έλεγε '' ΄Ει είμαι κι εγώ εδώ πέρα, γιατί δεν ασχολείται κανείς μαζί μου!''. Είχε χορτάσει εδώ και ώρα από τ αποφάγια μα σα να είχε κυριευτεί κι αυτός απ την έξαψη που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Από πάνω του σ ένα κλουβί κρεμασμένο, ένα καναρίνι προσπαθούσε να ησυχάσει. Όλη μέρα το είχαν ελεύθερο και το βράδυ,  λίγο πριν σκοτεινιάσει  ερχότανε  και στέκονταν μπροστά στο πορτάκι του κλουβιού σα να έλεγε ''Εντάξει, τώρα τώρα βάλτε με σπίτι μου!''

Ήταν καλή παρέα σίγουρα, όλοι έμοιαζαν πρόθυμοι να συνεισφέρουν, να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν, τα κορίτσια θύμιζαν   κούκλες ψεύτικες,  φορούσαν κάτι ζακέτες μακριές σα μανδύες και κάτι φουστάνια με χιλιάδες λουλούδια μικρούτσικα, έμοιαζαν να είναι από κείνα που ξέρεις ότι θα σε στηρίξουν, θα σου κάνουν καλά παιδιά, θα σε φροντίσουν, θα είναι μαζί σου . Οι άντρες πάλι ήταν απ αυτούς τους τύπους, τους λαϊκούς (ότι κι αν σημαίνει αυτό), τους απλούς, τους ακομπλάριστους, μ εκείνη τη χαρακτηριστική την αυτοπεποίθηση την ήρεμη, που θα νοιαστούν για την οικογένεια, θα σεβαστούν τη γυναίκα τους, θα τη προστατέψουν και δε θα τη πουλήσουν, βέβαια ποτέ μη παίρνεις όρκο όμως έτσι έδειχναν τη στιγμή εκείνη τουλάχιστον.

Ο οικοδεσπότης πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στις καρέκλες πολυάσχολος , ρωτούσε αν χρειάζεται κανείς τίποτα, είχε το ύφος του ανθρώπου που ευχαριστιέται όταν οι άλλοι είναι ικανοποιημένοι, του ανθρώπου που θέλει να δώσει πιο πολλά απ όσα που παίρνει. O ψητάς πάλι  που ήταν λαμαρινάς στο επάγγελμα, ένας τύπος ξανθός, λεπτός με γαλάζια μάτια και μια μπλούζα μπλε,  άφησε μια στιγμή τα κρέατα κι έκατσε μαζί μας ‘’Πρέπει να πλαγιάσω λίγο’’ είπε ’’ … να ξελαμπικάρω,    έχω να οδηγήσω, θα πάω στο κτήμα να δω  πως πάνε τ  άλογα,   δε τη ξαναπατάω όπως τότε που κοιμήθηκα  πάνω στο τιμόνι και πετάχτηκα μέχρι τον ουρανό σαν  άκουσα εκείνο το κρότο,  ήταν σα να είχε πέσει βράχος πάνω στο αυτοκίνητο! Κατέβηκα να δω τι γίνεται, τι στο δαίμονα είχε σπάσει μα δε βρήκα τίποτα! Καταλαβαίνεις τι σου λέω , τίποτα, όλα έμοιαζαν  εντάξει, έψαξα πάνω, κάτω, πίσω, τίποτα, σα να είχε  γίνει επίτηδες εκείνο το πράγμα για  να με ξυπνήσει’’   μουρμούρισε  βγάζοντας ένα λουκάνικο απ τα κάρβουνα και  συνέχισε:

 ‘’…μπήκα στ αμάξι και κοίταξα στο καθρέφτη τη φάτσα μου ,  τρόμαξα,  μα το θεό έδειχνα πολύ χάλια! Όλη νύχτα οδηγούσα, ερχόμουν από ένα μοναστήρι κάτω στη Πελοπόννησο, έχω τάμα κάθε χρόνο να πηγαίνω,  οι καλόγεροι με σακάτεψαν, με πέθαναν οι άχρηστοι,  μ έβαλαν να ξεφορτώσω ένα φορτηγό ολόκληρο  γεμάτο  ξύλα. Κι ύστερα έπρεπε να προλάβω μια μάντρα ανοιχτή κάπου στη Λάρισα,  σταμάτησα κάπου στο καραβόμυλο,  όπως με χτυπούσε ο ήλιος σ όλη τη διαδρομή είχα θολώσει,   στη παραλία ένα κοπαδάκι από ψάρια χοροπηδούσε πάνω απ το νερό σα να πανηγύριζε τη λιακάδα,  παρέες κάθονταν σε καρέκλες ανάμεσα σε θάμνους με  λουλούδια κόκκινα που θύμιζαν χτένια   κι έπιναν καφέ, ένα περίπτερο καμένο,   κάτι γιγαντοαφίσες κρεμασμένες  ένα καζίνο διαφήμιζαν.

Έφτασα   στη μάντρα το απόγευμα, ένα μέρος τεράστιο γεμάτο από βουνά με λαμαρίνες και σίδερα που γυάλιζαν στον ήλιο. Το αφεντικό ένας  χοντρός  μ ένα δαχτυλίδι που έδειχνε μια νεκροκεφαλή, ένας σκύλος από δίπλα του με δυο μάτια διαφορετικά,  ένα γαλάζιο κι ένα σκούρο, κανονικό, έγερνε όλη την ώρα το κεφάλι και με κοίταζε   σα να  έκοβε τι ρόλο βαράω εκεί πέρα.  Ήρθε κι ένας άλλος που φορούσε μαύρο κοστούμι  κι έψαχνε μια εξάτμιση, ο σκύλος σα να δαιμονίστηκε όταν είδε το μαυροφόρο,  του επιτέθηκε, ο χοντρός  με τη νεκροκεφαλή στο δάχτυλο έτρεχε να τον μαζέψει, με πιάσανε τα γέλια. Ζαλίστηκα εκεί μέσα, έψαχνα ώρες, δε μπορούσα να βρω ένα καταραμένο μοντέλο προφυλακτήρα, ένα ιταλικό, έφαγα το τόπο, ο σκύλος από πίσω  να με κόβει,   το αφεντικό του  είχε χαθεί, βράδιασε όταν έφυγα,  μυγάκια έβλεπα μπροστά στα μάτια  μου, έπεσα ξερός στο τιμόνι,  ήταν θαύμα σου λέω που σώθηκα. Το πρωί είχα φτάσει στο κτήμα στη Λεπτοκαρυά,  έχω και κάτι άλογα μαύρα και καφετιά  εκεί πέρα, καθαρόαιμα, μου  τάστειλε ένας ξάδερφος απ τη Γερμανία, έχει εκεί ιπποφορβείο, παίρνει μέρος και σε αγώνες, πρέπει να τα δεις καμιά φορά πως τρέχουν στο χορτάρι ... ’’ 

Ο γάτος στριφογύριζε σα φίδι την ουρά του,  κοίταζε το λαμαρινά  σα να έλεγε, ‘’Σε καταλαβαίνω, το παθαίνω κι εγώ καμιά φορά!’’, ένα κορίτσι είπε σε μια στιγμή  είπε  ''Γιατί τα ζευγάρια σήμερα να μην είναι όπως παλιά που έμεναν μαζί για μια ζωή;''  μια γυναίκα έγειρε στον κόρφο του συντρόφου της, ένα μωρό σ ένα καροτσάκι κοιμόταν αμέριμνο, από τα διπλανά μπαλκόνια μια άλλη παρέα άρχισε να χειροκροτεί για κάποιο λόγο, είχαν κι εκεί μια συνάθροιση όπως γίνεται τα καλοκαίρια παντού στην Ελλάδα, τότε που όλα είναι πιο εξωστρεφή, πιο ανοιχτά, τότε που όλα είναι εκτεθειμένα κι  όλοι προσπαθούν με κάποιο τρόπο να βγάλουν τη ζέστη  απ τα σπίτια τους.

Ένα παιδί πήρε μια κιθάρα κι έπαιξε  ‘’  Μου κέρδισες τη μάχη, μου   πήρες και το πόλεμο, μ αυτό το μαύρο βλέμμα, το καθαρόαιμο!’’  τα κορίτσια με τις ζακέτες που έμοιαζαν με μανδύες και μπέρτες από άλλες εποχές σηκώθηκαν και χόρεψαν κι αυτά σαν καθαρόαιμα αλογάκια,  ήξεραν όλα τα  τραγούδια τα παλιά κι ήταν να απορείς  που  τα μάθανε,  κάποιος  με  προφορά  πολύ βαριά πήγε κάτι να πει μα είχε από ώρα ζαλιστεί και προσπαθούσε να βρει τις παλάμες του για να χειροκροτήσει. 

Οι γυναίκες άρχισαν να κουβαλούν ποτηράκια μικρά με λικέρ, κουτάλια και ποτήρια αστραφτερά κι άλλα πιοτά, κάποιος είπε ''Ας πιούμε στην υγειά του πλεονάσματος!'' κανείς δεν έδειχνε  μίζερος, και να πεις ότι ήταν τακτοποιημένοι, όλοι είχαν απολυθεί πρόσφατα ή περίμεναν να τους σουτάρουν από ώρα σε ώρα, και φυσικά οι πιο πολλοί δούλευαν μαύρα και δίχως ασφάλεια,  τα παιδιά ήταν ασφαλισμένα στις γυναίκες τους , ''Εμείς έτσι κι αλλιώς άμα συμβεί τίποτα σα τα σκυλιά θα πάμε!''

Ο οικοδεσπότης τώρα έφερνε γλυκά, ένα προφιτερόλ σε μια πιατέλα τετράγωνη, τεράστια, μια κρέμα από πάνω είχε και κάτι κομμάτια μπισκότα μαλακά από κάτω, ύστερα έβγαλε κάτι παγωτά χύμα, βανίλια και φράουλα, άνοιξε και μια πορτοκαλόπιτα κι όλοι ξεχύθηκαν να την τσακίσουνε. Ύστερα φέρανε και φρούτα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα κι η κουβέντα συνεχίζονταν εκείνο το βράδυ δίχως διακοπή, κάποιες φορές πήγαινε να ησυχάσει κι ύστερα άναβε πάλι, βέβαια όσο περνούσε η ώρα όπως ήτανε φυσικό κάποιοι άρχισαν να κουράζονται, το μωρό ξύπνησε, ένα μπιμπερό του δώσανε να δαγκώνει,   όλοι ένιωθαν αποχαυνωμένοι  χαλαρωμένοι ευχάριστα, πρέπει να είχαν συμπληρώσει κάνα δωδεκάωρο εκεί πέρα μα συνέχιζαν, ο λαμαρινάς είχε πάει για ύπνο, ο γάτος είχε εξαφανιστεί κι αυτός, το παιδί στη κιθάρα έπαιζε ''Να δεις που κάποτε οι πρώτοι κι οι ωραίοι, πεθαίνουν από έρωτα και μένουν τελευταίοι ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...