Κυριακή 6 Απριλίου 2014

ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

Χαμός γίνονταν στα λαδάδικα, δεν έβρισκες μέρος να καθίσεις, σερβιτόροι πήγαιναν κι ερχόντουσαν σα παλαβοί κι άλλοι στέκονταν μ ένα δίσκο γεμάτο νεροπότηρα, όλοι είχαν βγει έξω με τη λιακάδα που είχε σα να ήταν συνεννοημένοι, ένα τσούρμο κορίτσια απ το διπλανό τραπέζι μας ζαχάρωναν, καλά μ αυτές δε βρίσκεις άκρη, άλλες φορές σε γράφουν κανονικά, δεν υπάρχεις, η παρουσία σου ολοκληρωτικά δεν υφίσταται κι είναι φορές που πέφτουν όλες μαζί και κοιτάζουν καλά τότε είναι χάρμα!

Ντεκολτέ αβυσσαλέα, χείλια και πρόσωπα όμορφα, άλλες δείχνουν τα πόδια τους μέχρι μέσα βαθιά, άλλες φορούν χνουδωτά γιλέκα και με τα γαλάζια μάτια τους θυμίζουν αγριόγατες, γατόπαρδους λεοπαρδάλεις κι αιλουροειδή παντός είδους, άλλες πάλι περπατούν γρήγορα σα γαζέλες, το μέρος θυμίζει πασαρέλα όπου οργανώνεται ανοιξιάτικη κολεξιόν, χρώματα πράσινα θαμπά και μαύρα του ανθρακίτη, ρούχα με βάτες και κοψίματα και τελειώματα περίεργα κι άλλα κουφά , συνδυασμοί και συνολάκια και φόρμες καλοκαιρινές κι άλλα ποικίλα και διάφορα , βραχιόλια χρυσά φορούν στόνα τους χέρι και δαχτυλίδια ασημένια στο άλλο, γεύση μέντας που καίει έχει το στόμα τους, ξεχειλίζουν από κείνο τον ερωτισμό που βγαίνει αβίαστα απ τους πόρους του σώματος χωρίς να κάνουν τίποτα ιδιαίτερο.

Κάποιος απ τη παρέα λέει ''Εγώ δε κερνάω ξανά κανονίστε! '' - ''Εσύ Σταμάτα!’’ λέει σε μένα ’’… μη συνεχίζεις, σε ξέρουμε εσένα, κόφτο, ποιος νομίζεις ότι είσαι, δεν είναι ανάγκη ν ακούμε αυτά που σκέφτεσαι, δε το καταλαβαίνεις ρε φίλε, άμα αρχίσεις δε ξέρεις τι λες, νομίζεις ότι εμείς δε τα σκεφτόμαστε αυτά, απλά δε τα λέμε, τα κρατάμε μέσα μας, δε μπορείς να κάνεις κι εσύ το ίδιο, τόσο δύσκολο είναι!’’

Αυτός που μιλά όλο νεύρα είναι τελευταία, δε ξέρω τι έχει πάθει, δε κοιμάται καλά, ούτε στη δουλειά δε πήγε μια μέρα μπας κι ηρεμήσει λίγο, κάτι του συμβαίνει, φωνάζει, χειρονομεί, από γύρω μας κοιτάνε ενώ εγώ σκέφτομαι '' Δε πα να λέει ότι θέλει, θα του τα πω κι ας κάνει ότι νομίζει !''

Όμως φέτος η άνοιξη είναι τόσο γλυκιά, εγώ τουλάχιστον έτσι τη βλέπω, έτσι την αισθάνομαι, μου θυμίζει παλιές στιγμές τότε που έβρεχε στο χωριό , τα βουνά μαύριζαν σιγά σιγά αλλάζοντας χρώμα όπως τα δέντρα ψηλά φύλλωναν σταδιακά σε κάθε επίπεδο μήνα με το μήνα, οι φλαμουριές ήτανε έτοιμες να μπουμπουκιάσουν κάτω απ τη βρύση μας.

Βγαίναμε τότε ψάχνοντας σαλιγκάρια σε μέρη γεμάτα πέτρες, πικραμυγδαλιές , ξανθισμένες πια, είχαν φυτρώσει στις στοιχειωμένες ξερολιθιές, ο πατέρας του Σάββα είχε σκοτωθεί εκεί κοντά πηγαίνοντας για ξύλα, το τρακτέρ του είχε πέσει σ ένα βάραθρο κι όλοι πήδηξαν απ την αντίθετη κατεύθυνση, αυτός διάλεξε λάθος μεριά, καταπλακώθηκε, απ τα σίδερα και τις λαμαρίνες, άνοιξη ήτανε ...

Ψάχναμε ανάμεσα σε γαλαξίδες , κάτι φυτά πρασινωπά που έβγαζαν ένα χυμό γαλακτερό όταν κόβονταν, άλλοτε φτάναμε περπατώντας δρόμους λιθόστρωτους, βρίσκοντας πέταλα αλόγων σκουριασμένα, μέχρι κάτι τοποθεσίες μέσα σε φαράγγια, σπηλιές που είχαν τοίχους μαυρισμένος από φωτιές που άναψαν οι βοσκοί κάποτε εκεί να ζεσταθούν τα βράδια, γράμματα παλιά υπήρχαν σκαλισμένα πιο μέσα ακούγονταν,μια βουή φοβόμασταν να προχωρήσουμε πιο μέσα ...

Τη νύχτα βγαίναμε με το φεγγάρι κρατώντας φανάρια που έφεγγαν σκορπισμένα παντού, σ ένα μέρος ψάχναμε βλέποντας ένα παράθυρο φωτισμένο, νομίζαμε ότι δυο μάτια κολλημένα στο τζάμι μας παρακολουθούσανε, ένας στάβλος πιο κει ένα άλογο είχε χλιμιντρίσει ανήσυχα μες τη ησυχία της σκοτεινιάς μόλις μας αντιλήφθηκε, το είχαν αφήσει έξω στο ύπαιθρο δεμένο όλη νύχτα ...

Φέτος ορκίστηκα να μη μου φύγει πάλι η άνοιξη, να μη περάσει έτσι δίχως να πάρω χαμπάρι τίποτα, όλο αναμνήσεις από παλιά μούρχονται, τότε που πηγαίναμε χόρτα να μαζέψουμε και παπαρούνες για να κάνει χορτόπιτα η μάνα μας, ακόμα έχω εκείνη τη γεύση στο στόμα μου. Ήταν τότε που η Μαρία έλεγε το ''Άσπιλε'' στο Άγιο Χριστόφορο, το εκκλησάκι με τους ασβεστωμένους τοίχους και τα ντουβάρι βαμμένα στο χρώμα της ώχρας, κοντά σ ένα μέρος μ αυλάκια και δέντρα και χόρτα μουσκεμένα απ τη βροχή, χόρτα τόσο φρέσκα που σούρχονταν να βοσκήσεις κι εμείς γελούσαμε γιατί φαλτσάριζε η Μαρία όμως στη πραγματικότητα ζηλεύαμε, ψάχναμε κάτι να κοροϊδέψουμε, ήταν τόσο όμορφη!

Πίσω στη παρέα μια φίλη μου λέει ''Μη βάζεις τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο σα να είσαι σπαστικός, στόχω πει πεντακόσιες φορές!'', κάποιος μου κόβει τη θέα σ ένα μωρό πραγματικό που έχει βυθιστεί στη πολυθρόνα του ολόκληρο χρειάζομαι τη προσοχή του απεγνωσμένα κι αυτό ανταποκρίνεται,αυτό είναι το καλύτερο σημείο της επαφής με μια γυναίκα, αυτό το παιχνίδι που απολαμβάνεις περισσότερο απ οτιδήποτε, ένας βλάκας στέκεται μπροστά μου σα κούτσουρο, φύγε ρε φίλε, ξεκουμπίσου, αφού εμένα κοιτά, άστο, δεν είναι για σένα, μα τι βλάκας, τι τούβλο!

Στιγμές ανοιξιάτικες μου έρχονται, τότε που πήγαινα στο Ανατόλια, στη βιβλιοθήκη για να διαβάσω κάτι βιβλία για πτώματα, φοβόμουν να τα ζητήσω , τρέχα γύρευε γιατί μ ενδιέφεραν τόσο πολύ τότε, έπρεπε να περάσω κάτω από μια γέφυρα νιώθοντας τους τροχούς των αυτοκινήτων να τρίζουν στο τσιμέντο από πάνω μου, διέσχιζα μονοπάτια γεμάτα θάμνους και μαυροπούλια που τσιμπολογούσαν μες το χορτάρι ψάχνοντας για μαμούνια και σκαθάρια και ποιος ξέρει τι άλλο …

Και μια άλλη άνοιξη θυμάμαι, τότε που γύρισε η Χριστίνα απ την Αργεντινή κι όλα έμοιαζαν καινούρια, κάτι μ έτρωγε τότε σαν ένα προαίσθημα απειλητικό να υπήρχε στην ατμόσφαιρα, άμα καείς μια φορά, είχαμε πάει στην Αγγλία εκεί, σε κάτι δάση με δέντρα πελώρια, αρχαία, κάστρα με τάφρους, πύλες, πολεμίστρες, ξωτικά έτοιμα να πεταχτούν όπως στο μεσαίωνα...

Ο άλλος που δεν ήθελε να μ ακούει τάχει πάρει άσχημα, επιμένει, έχω βαρεθεί όμως να τους βλέπω όλον αυτό το καιρό αυτόν και τους όμοιους του, είναι τόσο βαρετοί, θύμωσαν και θέλουν να ξεσπάσουν όπου νάναι, σ όποιον βρουν μπροστά τους , το οικοδόμημα τους αποδείχτηκε σαθρό, το σύστημα τους πήρε σβάρνα, δε δουλέψανε προς τα μέσα , δε ψάξανε, δεν έσκαψαν, αλλού ήταν η προσοχή τους, δε περίμεναν έτσι ναρθούν τα πράγματα, δε δέχονται άλλη άποψη, είναι τόσο σίγουροι ότι έχουν δίκιο, κάτι κουφές θεωρίες σου αμολούν όταν τους ζητάς μια άλλη λύση να σου πουν, φοβούνται, δειλιάζουν, τάχουν παίξει, τόχουν χάσει το παιχνίδι, που να τους ζητήσεις ν αλλάξουν, είναι πολύ αργά, απότυχαν ! Άντε να τους πεις ότι όλο το πρόβλημα είναι μες τα κεφάλια τους, άντε να τους πεις να δουν τις άλλες γενιές αυτές των πατεράδων ή των παππούδων τους, με πόσα λίγα έκαναν τόσα πολλά (μ’ όλες τις βλακείες και τα απίστευτα τους λάθη τους κι αυτοί....

Κάποτε τους τα έριχνα χοντρά αυτών των χαμένων, τώρα προτιμώ το ήρεμο στυλ, δίχως κακίες κι εξάρσεις, πίστεψε με κι αυτό είναι πολύ δύσκολο! Μου άρεσε που του την είπα όσο πιο συγκρατημένα γίνονταν του τύπου, ήμουν ευχαριστημένος μόνο που να, με ξεζούμισε όλο αυτό. Στο σύλλογο Λιτοχωρινών δυο ποτηράκια ούζο με κέρασε ο κυρ Γιάννης, χίλια χρόνια να ζήσει, κάτι ρεβίθια τρομερά, μεζέδες θανατεροί, μ αναστήσανε , μια τύπισσα μ ένα κόκκινο φόρεμα κοίταζε , συνήλθα ...

Ότι και να γίνει εγώ δε τη χάνω φέτος την άνοιξη, ένα παιδί με μακριά μαλλιά φωτογραφίζει ένα σκύλο που έρχεται κοντά του να χαϊδευτεί εκεί στο πάρκο του πεδίου του Άρεως στο καινούριοι δημαρχείο κοντά , παρέα με κάποιον πηδάμε τις κλειδωμένες πόρτες για να κόψουμε δρόμο, γάτες τεντώνονται ξύνοντας σε δέντρα τα νύχια τους περιστέρια με πόδια καμένα απ τους καυστήρες όπου ξεχειμώνιασαν φτερουγίζουν , χελώνες με μια ρίγα κόκκινη πλάι στο μάτι κολυμπούν σε κάτι λάκκους, αυτός που είναι μαζί μου μιλά για κυνήγια στη λίμνη της Καστοριάς, στην Αλεξανδρούπολη, στις Πρέσπες είχε δει εκεί πέρα κοπάδια τεράστια με πάπιες και χήνες κι αργυροπελεκάνους κι άλλα πουλιά υπέροχα που λυπόσουν να τα τουφεκίσεις…

Στη παραλία οι αχτίνες του ήλιου που βγαίνει πίσω απ τα σύννεφα για μια στιγμή χαρακώνουν τη θάλασσα κι έπειτα γυαλίζουν πάνω στα νερά που χύθηκαν στο δρόμο, μπορείς να δεις την αντανάκλαση τους δίπλα στη ρόδα του αυτοκινήτου όπως οδηγάς. Πίσω απ τις κλειστές πόρτες του Φωκά συγκολλητές κολλούν με ηλεκτροκόληση πλάι σε τοίχους γκρεμισμένους, στα Πάμπλικ ασανσέρ ανεβάζουν κόσμο, σκάλες ηλεκτρικές κατεβάζουν άλλους, ε το χάνω φέτος αυτό το διάστημα, δε γίνεται κάθε φορά να κοιτάζω μπροστά προς το καλοκαίρι και να χάνω το παρόν, πρέπει να αλλάξει αυτό κάποια στιγμή, πρέπει να ζήσεις το σήμερα όταν νομίζεις ότι κάπως έχεις δρομολογήσει δυο τρία πράγματα...

Στο λεωφορείο επιβάτες με ρολόγια που δείχνουν μια ώρα πίσω, έχουν έρθει από Γερμανία κι εκί δεν έχουν αλλάξει ακόμα φαίνεται, τα μαλλιά των γυναικών ανεμίζουν στον αέρα που μπαίνει απ το παράθυρο, ανεβάζουν τα φερμουάρ στα μπουφανάκια τους, ένα μωρό με αδιάβροχο γεμάτο χρώματα και σχέδια κρατιέται σφιχτά στην αγκαλιά της μάνας του, το πόδι του οδηγού παλαντζάρει στο πεντάλ του γκαζιού, αμάξια περνούν σ ένα επίπεδο πιο χαμηλό, μπορείς να δεις ακάλυπτα πόδια από φιγούρες θηλυκές που κάθονται μπροστά στο τιμόνι, οχήματα από απέναντι όπως περνούν πάνω από λακκούβες και ταρακουνιούνται μοιάζουν ν αναβοσβήνουν τους προβολείς σα να κάνουν σινιάλο...

Μερικοί τύποι σε μια γωνιά, ήτανε στο Άγιο όρος, ραβδιά και μπουκάλια νερού στο χέρι, ένας λέει ότι είναι απ την Αθήνα , στο κελί ενός καλόγερου ήτανε κάμποσο διάστημα , πολύ νηστεία κατά κει τέτοιες μέρες, φυσούσε απ το πέλαγος όλη την ώρα, κάτι σοβαντίσματα και φράχτες φτιάξανε, στο δρόμο μετά την Ουρανούπολη καθώς έρχονταν με το πούλμαν ένα ατύχημα φοβερό είδανε , ένα παιδί είχε πλακωθεί από ένα φορτηγάκι, κάποιος είπε ''Τι περιμένουμε ρε , μέχρι ναρθει το ασθενοφόρο θάχει πεθάνει το παιδί! ‘’κατέβηκε όλο το λεωφορείο και σήκωσαν το σμπαραλιασμένο όχημα, το παιδί ήταν κομμάτια, ήρθαν οι τραυματιοφορείς και το πήρανε, δύσκολα θα την έβγαζε καθαρή...

Αυτός απ την Αθήνα συνεχίζει, κι εκεί είχα χάσει μια άνοιξη, μια μελαγχολία μ είχε πιάσει όπως πάντα τέτοια εποχή, βολόδερνα στα στρατόπεδα φυλάγοντας σκοπιές, έχοντας περάσει τον μαλακό χειμώνα του λεκανοπεδίου με μια κουβέρτα μονάχα σκεπασμένος, καθόλου κρύο ρε φίλε, τι χειμώνας ήταν κι εκείνος, και τότε λοιπόν αντικρίζαμε στρώματα από λουλούδια κίτρινα στις αλάνες, σ ένα μέρος που πρέπει να ήταν στρατοδικείο ή κάτι τέτοιο κάτι αίθουσες θυμάμαι, κάτι ευαγγέλια τοποθετημένα μπροστά σε έδρες, τζιπ παρατεταγμένα στη σειρά σε κάποιον όρχο, ράγες απ όπου τη νύχτα περνούσαν τρένα φορτωμένα, μια άσκηση νυχτερινή σ ένα λόφο, η πόλη απλώνονταν φωτισμένη από κάτω ως πέρα μακριά ...

Σινεμά πάμε, ένα έργο μυστήριο, καλύτερο το περίμενα, λέω κάποια στιγμή στο φίλο που είναι μαζί μου ότι θέλω να τη κάνω, έχω καταλάβει που το πάει, δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρούμαστε εκεί μεσα κλεισμένοι, αυτός όμως δεν υπάρχει περίπτωση να το κουνήσει αν δε δει πως τελειώνει, ‘’Να μη με κουβαλούσες!’’ λέει , σηκώνομαι να βγω στο διάδρομο, βελάκια πράσινα δείχνουν εξόδους κινδύνου, σκάλες, μια τηλεόραση σε μια γωνιά δείχνει ποδόσφαιρο Ισπανικό , μια καθαρίστρια σκουπίζει στο βάθος, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους, σχέδια σε σπηλιές καπνισμένες από Αυστραλούς Αβορίγινες, μοιάζουν με τις παράξενες σπηλιές κοντά στις πυκραμυγδαλιές στο χωριό μου, ‘’Το όνειρο της γυναίκας’’, ‘’Η οπτασία του μάγου!'', σχέδια αφηρημένα, χρώματα, και γραμμές σα φίδια, ζαλίστηκα εκεί μέσα, δε μπορούσα να βρω την έξοδο , σε μια κάμαρα μπήκα, κάτι φώτα πολύ δυνατά ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...