Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΑ

Βάλετε τα παπλώματα , τα υφάναν ανεράδες
και τα υφαδοπλουμίσασι , του Δράκοντα οι κόραις...

Της Λιογέννητης


Το φορτηγό είχε ξεφορτώσει ένα βουνό χώμα κι έπρεπε κάπως να το σκορπίσω εκείνο το βουνό . Όπως το κοίταζα είχα τρομάξει, τι θα έκανα μ αυτό το τέρας εκεί μπροστά μου, μ είχε εγκαταλείψει κι ο Ροδόπουλος Ο Αθηναίος που χτυπούσε με μίσος τ αγριόχορτα που τον είχα βάλει να καθαρίσει , καλά πολύ γέλιο, σηκώθηκε κι έφυγε απηυδισμένος δεν το περίμενε έτσι, μ άφησε ολομόναχο .

Έκανα ότι μου είπε ο παππούς μου θεός ΄σχωρέστον, πάντα σκεφτόμουν αφού αυτός τα κατάφερε κι εγώ πρέπει να το κάνω αφού το αίμα του μέσα μου συνεχίζει να τρέχει. Ότι μου είπε έκανα , σκόρπισα το βουνό το χώμα, το άπλωσα το έκανα απαλό με τη τσουγκράνα, έσπειρα το γκαζόν, το πάτησα με τα πόδια μου όπως κάναμε στο χωριό σα σπέρναμε καπνό στα φυτώρια το Φλεβάρη , το πότισα περιχύνοντας με προσοχή από ψηλά και περίμενα. Όπως έκανε ζέστη μέσα σε μια βδομάδα ήρθε και φύτρωσε σαν τεράστιο χαλί πράσινο, χορτάριασε όμορφα ο τόπος όλος , το κοίταζα και δε το πίστευα.

Κάπου εδώ στη καλαμαριά πρέπει να ήταν το μέρος εκείνο, προσπαθώ να το βρω σε κάτι στενά πνιγμένα στον κισσό και στ αναρριχώμενα. Ανάμεσα τους μπορείς να δεις τους βράχους της προβλήτας και την ακτή του Αγγελοχωρίου, φορτηγά καράβια γεμάτα κιβώτια τετράγωνα στο Θερμαϊκό, κύματα άσπρα αφρίζουν πάνω στη πράσινη θάλασσα, η ατμόσφαιρα καθαρή, χιόνια καινούρια έχουν πέσει στον Όλυμπο. Κάπου εδώ πρέπει να ήτανε, δε μπορώ ακριβώς να καταλάβω,έχω μπερδευτεί, με τόσες βροχές φέτος οι αλάνες έχουν μετατραπεί σε ζούγκλες τροπικές, θυμάμαι αυτό το βενζινάδικο, το κομμωτήριο, τα αεροπλάνα χαμήλωναν έτσι ακριβώς κατεβαίνοντας προς το αεροδρόμιο …

Κάπου εδώ πρέπει να ήταν, ένα ουζερί έβλεπα καθώς έκοβα το γκαζόν τα Σάββατα, κόσμος πολύς, πανικός, γυναίκες, άντρες, φώναζαν, γελούσαν καθισμένοι μπροστά σε ποτήρια και πιάτα κάτω από φυλλωσιές. Εδώ πρέπει να ήτανε, σε μια εκκλησιά πιο πέρα δούλευα παλεύοντας με τα χώματα, εκεί είχα δει μετά από καιρό και τον άλλον, το ξανθό που μ είχε φιλοξενήσει στην Αθήνα, κάπου στου Ζωγράφου σ ένα διαμέρισμα μιας μονοκατοικίας. Όταν έμενα σπίτι του ξυπνούσα το πρωί ακούγοντας συνέχεια εκείνη τη κασέτα του Θεοδωράκη ''Με τα φιλιά που κάρφωσα εδώ βαθιά σου…. ο κόσμος ξημερώνει!''. Έξω πραγματικά ξημέρωνε, ήταν ώρα να σηκωθώ, οι μαμάδες σέρνανε τα μικρά τους στο σχολείο, οι είσοδοι των πολυκατοικιών έμοιαζαν έρημες , τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μονάχα τους κι αυτά. Αυτός ήταν, τον κατάλαβα αμέσως, ήταν στη ΚΝΕ τότε όπως κι εγώ, τώρα φαίνονταν να είχε αλλάξει, ποιος νοιάζεται θα μου πεις, από τότε δε μου άρεσε άλλωστε, κάτι χαρτιά έφτιαχνε ετοιμάζονταν να παντρευτεί συνέχισα να κλαδεύω κάτι πυράγκαθους.

Από τότε μούχει μείνει και τέτοια εποχή προσέχω τα φυτά τα δέντρα που γεμίζουν μπουμπούκια μαβιά που τα βλέπεις να βγαίνουν ακόμα κι απ τον κορμό κι απ τα κλαδιά τους, τις αχλαδιές που ανθίζουν μες τις ρεματιές , τις πασχαλιές και τις ντάλιες στους κήπους των Διαβατών όπου οι γριές καθαρίζουν τις αυλές τους κι οι γέροι μαζεύουν χόρτα απ τα χωράφια. Προσέχω όποτε περνώ από κει τα ταβλάνια στην αυλή του αγίου Δημητρίου, τις πικροδάφνες στην Αγία Σοφία, ο παππούς μου τα φύτεψε όλα , ακόμα κι οι γλάστρες με κάτι φυτά εξωτικά στην κατακόμβη του Αγίου Προδρόμου λίγο πιο πίσω εκέι όπου οι σουσουράδες κι οι κοκκινολαίμηδες σκαρφαλώνουν σε μια μπρούτζινη καμπάνα. Προσέχω και τις καλαμιές που έχουν φυτρώσει στο αυλάκι όπου έτρεχε νερό για τα τρυπάνια που έσκαβαν τη γη για το μετρό, είναι απίστευτο πόσο γρήγορα τα φυτά προσαρμόζονται, πουλιά πετούν ανάμεσα τους, τι έχει γίνει αναρωτιέσαι . Και στα σπίτια που μπαίνω όμως, στα κοριτσίστικα δωμάτια ειδικά , φωτογραφίες ολόφρεσκες παιδιών μ ένα σημάδι κόκκινο στο μέτωπο δίπλα σε άσπρες τριανταφυλλιές, μου έχει μείνει.

Και σ άλλες εκκλησιές είχα δουλέψει. Στη Μονή Βλατάδων πιο πολύ κοίταζα τη θέα από κει πάνω παρά δούλευα, αγνάντευα τ αρμένικα νεκροταφεία καθώς ανέβαινα με το αστικό, τα σκούρα γυαλιστερά μάρμαρα και τα σπασμένα αγάλματα των αγγέλων . Πολλές φορές κατέβαινα σ ένα υπόγειο όπου μαγείρευαν γυναίκες ηλικιωμένες για το συσσίτιο της εκκλησίας, πολύ μ άρεσε εκείνο το μέρος, πάντα η ίδια μανία για τις κουζίνες με τα χρωματιστά πλακάκια, τις μυρουδιές, τους ατμούς, τις γυναίκες με τις ποδιές δεμένες στη μέση που περιφέρονται εκεί μέσα σα να βρίσκονται στο στοιχείο τους, κάνα τσάι ή κάνα καφέ μούφερνε μια απ αυτές με τα τρεμάμενα χέρια της μερικές φορές μούβαζαν να φάω κιόλας τίποτα....

Σ εκείνη την εκκλησία είχα γνωρίσει κι ένα τύπο, πιάσαμε κουβέντα, πολύ γλυκός ήτανε , ονειροπόλος, όλα ήθελα να του τα ρωτήσω. Σ' όλη την Ελλάδα είχε ταξιδέψει, στα νησιά πιο πολύ, φτιάχνοντας έργα δημόσια. Το Αιγαίο αγαπούσε πιότερο, τρελαίνονταν για τη Σίφνο μα και για τη Νάξο, τη Πάρο, μόνο τη μια μεριά της όχι αυτή που είναι η Νάουσα. Στη Μύκονο είχε περάσει κάτι πασχαλιές φοβερές κάπου στη δεκαετία του εβδομήντα, τότε που τελείωσε το πολυτεχνείο εδώ στη Θεσσαλονίκη και τον κυνηγούσαν οι αρχές γιατί ήταν στη ΚΝΕ, όχι κανονικός, ‘’επιρροή’’ μου είχε πει, κι εγώ είχα περάσει απ τη ΚΝΕ, ''Έχουμε πολλά κοινά τελικά '' έλεγε γελώντας . Στη Μύκονο λοιπόν είχε περάσει κάτι πασχαλιές με τον επιτάφιο να περνά απ τα πλακόστρωτα ανάμεσα σε φαναράκια και κεριά, κόσμος πάνω στα μπαλκόνια σταυροκοπιούνταν πλάι σε θυμιατά που λιβάνιζαν τον αέρα όπως περνούσαν τα παιδιά με τις εικόνες και τα εξαπτέρυγα, η μυρωδιά της θάλασσας ανακατεύονταν μ αυτή των λουλουδιών και της άνοιξης και του κομμένου γρασιδιού στα περιβόλια…

Στην Εύβοια περνούσε τα καλοκαίρια του, σ ένα χωριό στα νότια του νησιού όπου οι παππούδες του μάζευαν γλυκάνισο και τόβαζαν να ξεραθεί στις ταράτσες και να λιαστεί στον ήλιο, μοσχοβολούσε ο τόπος ολόκληρος ως πέρα μακριά...

Και στην Αλόννησο είχε περάσει κάποιο καλοκαίρι με μερικές φοιτήτριες κι ένα φίλο, σ ένα χωριό όπου μπορούσες μόνο με καράβι να πας, δεν υπήρχε δρόμος κανονικός , τους είχανε τελειώσει τα λεφτά και ΄τοχαν ρίξει στο ψάρεμα, ‘’Άκου να δεις …‘’είχε πει στο φίλο του ''…εσύ θα ρίχνεις το αγκίστρι κι εγώ θα σου λέω κατά που έχει ψάρια'', έτσι πιάσανε ένα σωρό σπάρους μεγάλους και τους είχανε δώσει στον μοναδικό καφετζή του χωριού να τους μαγειρέψει στη κουζίνα του, έφαγαν μέχρι να σκάσουν...

Μόνο στα νησιά του βόρειου Αιγαίου δεν είχε πάει κι ήθελε κάποτε να περάσει κι από κει, απ τη Λήμνο , τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο, τη Χίο πιο πέρα. Για τη Κέρκυρα έλεγε ότι έχει μια παραλία τη Γλυφάδα που είναι τόσο καθαρή ώστε μπορεί να δει τον πυθμένα της κι ένας τυφλός ακόμα! Το Ιόνιο κατά το φίλο μου έχει θάλασσες πιο βαθιές, η Αδριατική είναι πιο άγρια απ το Αιγαίο, εγώ άκουγα και ξεχνιόμουν άφηνα το λάστιχο να τρέχει πλημμυρίζοντας τους θάμνους και τις ορτανσίες μέχρι να πάρω χαμπάρι τι γίνεται .

Είχα πάει και στο σπίτι του μια φορά, είχε φτιάξει πλιγούρι με σαλιγκάρια που είχε μαζέψει κάπου στα Φλογητά, τα είχε μαγειρέψει όπως τάφτιαχνε η μάνα του, με τη συνταγή τη καραμανλίδικη που έφεραν από ένα χωριό κοντά σε αμμόλοφους και κατακόμβες σκαμμένες στο μαλακό πέτρωμα. Γυρνούσαμε με το αμάξι του προς το κέντρο, κήποι με ροδακινιές, σύννεφα μαζεύονταν σωρός κατά τον περιφερειακό και κατά το Σέιχ σου, ο ήλιος έδυε πάνω απ τα νεκροταφεία της Ινδικής μεραρχίας στο Δενδροπόταμο κι οι αραδιασμένες ταράτσες της μοναστηριού σχημάτιζαν ένα φρύδι που χάνονταν στη δύση…

Ο γοφός του πονούσε, κάτι ενέσεις χτυπούσε, ένα τσιγάρο κρατούσε στο χέρι πάντα , ένα νύχι χαλασμένο είχε από κάποιο ατύχημα σ ένα υδραγωγείο που έχτιζαν κάπου στη Σαντορίνη. Στο Άγιο Όρος είχε περάσει ένα φεγγάρι, μέρες κάθονταν άπραγος ώσπου νάρθουν τα υλικά, βοηθούσε τους μοναχούς να σκάψουν τους μπαξέδες τους. Τον φιλοξενούσαν στο αρχονταρίκι, του έδιναν τα καλύτερα κόλλυβα και κάτι μιλ φέιγ απίστευτα πού έφτιαχνε ένας μάγειρας μάστορας μεγάλος , ήταν υπέροχα εκεί πέρα, την άνοιξη οργίαζε η βλάστηση, τα δέντρα και τα φυτά για κάποιο λόγο γίνονταν τεράστια σ σκίνο το μέρος το ευλογημένο. Από τα πλατώματα και τα παραθύρια των μοναστηριών προσπαθούσε να υπολογίσει ποια νησιά ήταν εκείνα που φαίνονταν μες την ομίχλη του ορίζοντα, θα μπορούσε να μείνει για πάντα εκεί...

Έναν καλόγερο είχε γνωρίσει που δέχονταν κόσμο κι έδινε συμβουλές, ήσυχος σα το φίλο μου ήταν εκείνος ο καλόγερος πάντοτε εκτός από μια φορά. Μια παρέα οχλαγωγούσε κι έλεγε βλακείες, ότι να ναι, είχαν χαζέψει οι άνθρωποι, ο γέρο μοναχός έγινε έξαλλος, τον ανάγκασαν να εκραγεί, ο φίλος μου παρακολουθούσε τη σκηνή καθισμένος εκεί κοντά κάτω από ένα κυπαρίσσι...

Επειδή βαριόταν μια μέρα ακολούθησε εκείνο το καλόγερο στο ψάρεμα, είχαν βγάλει κάτι καλαμάρια από τ ανοιχτά, ο καλόγερος είχε μαζί του ένα καμινέτο κι ένα τηγάνι, ήξερε μια πηγή σ ένα μέρος κρυφό πίσω από μια συστάδα με καλαμιές κοντά στη παραλία, έπλυναν τα ψάρια, τα μαγείρεψαν επί τόπου στην αμμουδιά πλάι στο κύμα που νότιζε τα χαλίκια, είχαν και λίγο ούζο μαζί τους…..

Η γυναίκα του ήταν από τη Συμβολή ένα χωριό κάπου μεταξύ Δράμας και Σερρών όπου συναντιούνται δυο ποτάμια. Έχει ένα φράγμα εκεί , νερά άφθονα, γριβάδια και πέστροφες αλλά βαριόταν να περιμένει ψαρεύοντας, όταν του είπα ότι εκεί πέρα έψελνε ο πατέρας μου είχε πάθει πλάκα ''Σοβαρά μιλάς! Πρέπει να τον γνωρίσω'', καλά δε το πίστευε, είχαν μάλιστα και την ίδια αρρώστια, με ρωτούσε λεπτομέρειες, ωραίος τύπος.

Του είχα πει πολλές φορές για τον πατέρα μου, για τότε που καθόμασταν κάτω απ τη κληματαριά ακούγοντας τα τρακτέρ να κόβουν στη μέση την ησυχία του μεσημεριού όπως περνούσαν, ένα σπίτι παλιό υπήρχε απέναντι μας χτισμένο με πέτρες τετράγωνες, λαξευμένες, βαλμένες η μια πάνω στην άλλη, στη σκεπή πλάκες από σχιστόλιθο ...

Τη νύχτα κάτω καθόμασταν κάτω απ τη τεράστια κερασιά τη καταφορτωμένη με λουλούδια κάτασπρα που υπήρχε στην αυλή μας, πάντα νόμιζα ότι κάποιος ήταν σκαρφαλωμένος στο δέντρο και μας παρατηρούσε στα σκοτεινά, ραδιόφωνο ακούγαμε, ο συγχωρεμένος ο μπαμπάς μου τραγουδούσε επαναλαμβάνοντας ότι άκουγε ενώ τα τσομπανόσκυλα αλυχτούσαν πέρα μακριά ''Σου τόχω πει, σου τόχω πει, δεν ειμ εγώ για προκοπή, εγώ ειμ΄ αγάπη δίκοπη'', κι ένα άλλο ''Αδύνατος μου γράφει ο Κωστάκης κι έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης''….

Κάποτε κατάφερε νάρθει στο χωριό μου ο φίλος μου, παραμονές του Πάσχα σαν και τώρα ήτανε, πήγαμε στο μοναστήρι, πήραμε μαζί και τον πατέρα μου. Στην εκκλησιά κάτι εικόνες στεφανωμένες με λουλούδια ξερά, μια λωρίδα φωτεινή περνούσε μέσα από ένα τζάμι κίτρινο κι έπεφτε πάνω στα κοντάρια και τα σπαθιά και τις ασπίδες των αρχαγγέλων και των στρατιωτών και των πολεμιστών, οι τοιχογραφίες θύμιζαν το Διγενή που πολεμούσε στα μαρμαρένια Αλώνια.

Κάτω από ένα πλατάνι καθίσαμε, ο πατέρας μου έγειρε το κεφάλι πιάνοντας το με τη παλάμη , ατένιζε τη ρεματιά που έχασκε μπροστά στο αρχαίο μοναστήρι, οι οξιές είχαν αρχίσει να πρασινίζουν, τα δέντρα στο προαύλιο της μονής ήταν γεμάτα μελίσσια, μες την ερημιά του φαραγγιού ακούστηκε εκείνο το παλιό τραγούδι που τόχα ξεχάσει εντελώς ''Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος, και το μικρό βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης....και τα υφαδιοπλούμισανε, του Δράκοντα οι κόρες ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...