Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ

Καλά ήθελε να τον αρπάξει απ το γιακά,  ήθελε να τον φάει μιλάμε , χάλασε το κόσμο, είναι απ τις στιγμές εκείνες που καταλαβαίνεις τον άλλον  όπως   αντιδρά αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί, ενστικτωδώς, με το καιρό καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο κριτήριο για να ξεχωρίσεις τους πραγματικούς φίλους από τους άλλους τους ντεμί, εκεί φαίνονται όσοι  πιστεύουν σε σένα, δε ξέρεις πόσο σημαντικό είναι , δε φαντάζεσαι, σε υποστηρίζουν ολόψυχα εκεί που το χρειάζεσαι, όταν νιώθεις ότι σε αδικούν, όταν χάνεις τη γη κάτω απ τα πόδια σου!

 Ήταν  το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου τότε που όλα είναι κάπως αλλόκοτα,   τότε που   ο Χριστός ταξιδεύει  σ άλλους κόσμους  σε  σύμπαντα παράλληλα,  έχοντας φύγει από δω πέρα, το σώμα του τριγυρνά  στο άπειρο διάστημα, αιωρείται  κάτω και πάνω απ τη γη, μέσα από περάσματα μυστικά και υπερκόσμια κινείται  διαγράφοντας τροχιές και κύκλους και πορείες μυστήριες  ώσπου να τον δει η Μαρία η Μαγδαληνή κι οι άλλες γυναίκες που γυρεύουν  το τάφο του ώσπου   να δουν  το λευκό τον άγγελο. ..

Ύστερα ο άλλος που πήγε να τα τινάξει όλα στον αέρα  μας φώναξε σ εκείνο το καμαράκι της εκκλησιάς για να μας εξηγήσει τα ανεξήγητα, ο δικός μου  του έβαλε τις φωνές, ο ψηλός παππάς που παρακολουθούσε φώναξε ''Ειρήνη υμίν! '',  με  ήθελε  κι εμένα  ο τύπος που δημιούργησε το θέμα  όμως  δε μπορώ τις ασυναρτησίες και τις ανοησίες και τα χαζά, δε τα αντέχω, ούτε που έκατσα να τον ακούσω....

Στην εκκλησιά οι κολώνες έχουν ραγίσει, δε δείχνουν να κρατούν πολύ γερά,  ο πανύψηλος λιγνός παππάς μας έλεγε ότι καμιά φορά τα δοκάρια θα πέσουν να μας πλακώσουν, εκεί μέσα όπου κάποτε επί τουρκοκρατίας είχαν κλείσει ένα κάρο γυναικόπαιδα για να πεθάνουν από ασιτία, στην εκκλησία που πρέπει να κατέβεις τα σκαλοπάτια για να μπεις μέσα διαβαίνοντας τη παλιά ασήκωτη πόρτα με τη σιδερένια επένδυση, εκεί μέσα θ αφήσουμε καμιά μέρα κι εμείς τα κόκαλα μας. 

Τι μεγάλη βδομάδα ήταν κι αυτή, είχα το νου μου όλη την ώρα να μη χάσω τίποτα,  αρρώστησα αλλά που χρόνος ν'  ασχοληθείς μ αυτά , ίδρωνα και ξεΐδρωνα τα βράδια. Μια νύχτα ξύπνησα από ένα πόνο χαμηλά στη κοιλιά, τι στο καλό συνέβαινε,  όλα όμως πήγαν καλά, αυτός που με υποστηρίζει  και μούχει  κι ένα προξενιό με μια ανιψιά του στο Ναύπλιο, πολύ χρήμα, λέει θ αποκατασταθείς, θα γίνουμε και συγγενείς , αυτός ο δικός μου λοιπόν   είπε ένα τροπάριο τη Μεγάλη Τρίτη που όλοι ανατρίχιασαν, μιλάμε η φωνή του ήταν απ αλλού,από άλλο κόσμο,  δεν υπάρχει τέτοιο συναίσθημα, δε τόχω ξαναδεί, κι εγώ ήμουν εκεί να του φωνάζω τα λόγια μη τυχόν και τα  ξεχάσει μιας και δε βλέπει πια παρά μονάχα ελάχιστα . Το κατάλαβε ότι το είπε καλά, ήταν ικανοποιημένος, κατευχαριστημένος,  κάθισε στο στασίδι απλόχωρα  και μούδωσε τη θέση του...

 Τη Μεγάλη Πέμπτη είμαστε  με την Αγγελική σε μια καφετερία εντελώς έρημη στο Τρίλοφο , κάτι παιδιά μονάχα ήταν εκεί να μας σερβίρουν, για ένα έθιμο που γίνεται κάπου μου μιλούσε, ανάβουν λέει φωτιές για νάρθουν κοντά και  να ζεσταθούν οι ψυχές των πεθαμένων....

Το πρωινό της αποκαθήλωσης τα κοριτσάκια φορούσαν άσπρες μπλούζες κι έριχναν πέταλα  λουλουδιών άσπρα και κόκκινα και ροζ με τα χεράκια τους, ο ψηλός παππάς είχε τυλίξει το ανάγλυφο του σταυρωμένου Χριστού στ'   άσπρο σεντόνι, μπορούσες να διακρίνεις το περίγραμμα της σιλουέτας του, μια καλογριά μας κοίταζε ψηλά απ το γυναικωνίτη. Το βράδυ βγήκαμε στην Εγνατία σταματώντας τ αμάξια σα να γίνονταν διαδήλωση, ο δικός μου  φώναζε με τον τηλεβόα το ''Η ζωή εν τάφω...'' εκεί στην Ιασωνίδου μπροστά στην εκκλησιά του αγίου Παντελεήμονα,  τα έδινε όλα, πολύ τρέλα μιλάμε αλλά ωραίος ρε φίλε,  ακόμα κι απ τον τηλεβόα η φωνή του είχε εκείνη τη γλυκιά χροιά που σου μένει, ξεχνούσε τα λόγια, δε μπορεί πια να διαβάσει, τα μάτια του όσο πάνε κι αχρηστεύουν, έπρεπε να του φωνάζω εγώ τι θα πει ,όμως όταν με στήριξε την άλλη μέρα ήταν το κάτι άλλο, όταν πιστεύουν σε σένα είναι μεγάλη υπόθεση!

Τώρα γι αυτόν που ζητούσε φασαρία σ εκείνο το καμαράκι, στο ιερό του ναού μέσα, είπαμε, είναι κάποιοι που πέφτουν στα μάτια σου κάθε μέρα, υποβαθμίζονται, κατεβαίνουν κατηγορία, όλο και πιο χαμηλά βυθίζονται, γκρεμίζονται απ το βάθρο τους με τραντάγματα μέσα σε ορυμαγδό σκόνης κραυγών και κοπετού!

Άλλοι πέφτουν κι άλλοι ανεβαίνουν, κάποιοι χάνουν άλλοι κερδίζουν, μερικοί κοιμούνται όρθιοι, δε μπορούν να ξεχωρίσουν τίποτα, δίνουν σημασία απίστευτη σε κάτι πράγματα ασήμαντα όσο δε γίνεται, δε προλαβαίνεις, πρέπει να φύγεις μ αυτούς που σε πιστεύουν, δε γίνεται, είναι τρομερό πόσο γρήγορα κι απροσδόκητα αδειάζουν μερικοί άνθρωποι και δε σου λένε τίποτα πια! Είναι σοκαριστικό να βλέπεις πόσο ατελής και πόσο λιγοστή ήταν η προσωπικότητα τους, τίποτα όμως δεν είναι αυτονόητο σ αυτόν το κόσμο.  Κάποιοι αποδείχτηκαν υπολογιστές, προσπάθησαν όλα να τα μετρήσουν με τη μεζούρα, να τα υπολογίσουν με το μέτρο, τι θα μπορούσαν να βγάλουν από σένα, πως θα μπορούσαν να σε χρησιμοποιήσουν, πως θα γίνονταν να κάνουν τη δουλειά τους μαζί σου καλύτερα...

Κι εκείνη η γυναίκα πάλι που φαίνονταν ο αφαλός της ρε φίλε ούτε που την ένοιαζε, τι είναι αυτές, μα τόσο λίγος σεβασμός για το σώμα τους,  τι φρούτο ήταν κι αυτό χρονιάρες μέρες,  είναι φορές που από πολύ μικρά  καταλαβαίνεις το άλλον, μα πόσο ρηχή αποδείχτηκε, πόσο κούφια, καθένας όμως  φτιάχνει το δρόμο του, όλοι πρέπει να κερδίσουν το σεβασμό σου, όλα ρευστά είναι, κι αν κάποιοι με το ξερό τους το κεφάλι δε το πιάνουν, αν δεν το πιστεύουν ακόμα ότι τα κατάφερες δίχως αυτούς άστο!

Κι όσο για τις αντιδράσεις τους εντελώς αψυχολόγητες μιλάμε, εντελώς άκυρες, εντελώς άτοπες, εκτός τόπου και χρόνου, κάθεσαι και σκέφτεσαι πως είναι δυνατόν, αν όμως δε μπόρεσαν να σε ταπεινώσουν όσο θα ήθελαν κακό δικό τους, πως θα γίνει, κάπως πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου, συγνώμη παιδιά δε θα πάρω....

Στη Παραλία της Καβάλας η θάλασσα βούιζε κάτω απ το παλιό νοσοκομείο, μια κοπέλα μούσφιξε πολύ δυνατά το χέρι ''Κάνεις κάνα άθλημα;'' τη ρώτησα, τα φρύδια της λεπτά σα δυο ραφές καμπύλες, ένα κοκαλάκι κόκκινο χαμένο μες το πλήθος των άφθονων μαύρων μαλλιών της, τι υφή να είχαν άραγε σκεφτόμουν, να ήταν σκληρά ή μαλακά σα ρούχα φρεσκοπλυμένα.

Σ ένα μαγαζί παραλιακό τα παιδιά έλεγαν ότι στ' ανοιχτά του κόλπου, μπροστά στη Θάσο οι πετρελαιοπηγές έχουν πλούτο άφθονο αλλά τα σκοτεινά συμφέροντα δεν αφήνουν να το βγάλουμε...

Στο ΚΤΕΛ της Ξάνθης έπρεπε να περιμένω τέσσερις ώρες ολόκληρες, τέσσερις ώρες παρακαλώ  μέχρι να δεήσουν να βάλουν δρομολόγιο! Στο κτηριάκι του σταθμού των τρένων αναγγελίες απεργιών, όλα σφαλισμένα,ερημιά,  κάτι πλατάνια τεράστια καταπράσινα έριχναν το φύλλωμα τους απάνω σου, κάποιος κοιμόταν σ ένα παγκάκι έχοντας βγάλει τα παπούτσια του. Είχα χρόνια να πάω κατά κει, τουρίστες φωτογραφίζονταν μπροστά σε συντριβάνια, περιστέρια κατέβαιναν να ξεδιψάσουν, καπνομάγαζα χτισμένα με πέτρες τετράγωνες, κάγκελα στα παραθύρια τους.  Στα συνεργεία αμάξια κρεμασμένα έδειχναν τις μεταλικές  κοιλιές τους, στους καθρέφτες των καταστημάτων πρόσωπα περνούσαν  όλη την ώρα. Φοβήθηκα ότι θα σαλτάρω μα όχι, για κάποιο λόγο χρειαζόμουν λίγη ησυχία μετά από μια βδομάδα τόσο γεμάτη , είναι από τις περιπτώσεως εκείνες που θες λίγη απομόνωση, λίγο με τον εαυτό σου να μείνεις,είναι  τότε που όλα παίρνουν διαστάσεις διαφορετικές, φαίνονται αλλιώτικα απ ότι είναι πραγματικά,  οι καρέκλες και τα κτήρια κι οι άνθρωποι για λίγο μεταμορφώνονται, γίνονται λίγο μαγικά όλα, ξεφεύγουν απ τις διαστάσεις τους όσο κρατά αυτό το πράγμα, ύστερα όλα γυρίζουν στη φυσική τους τάξη...

Όταν επιτέλους ήρθε το λεωφορείο μια διαδρομή κουφή, απίστευτη, τοπία καινούρια, γαλαρίες, σήραγγες,τούνελ, ράγες  σιδερένιες, παράλληλες στην άκρη του δρόμου, νεροσυρμές αλλεπάλληλες, γεφύρια βυζαντινά γκρεμισμένα  από χρόνια χαλασμένα, χείμαρροι κατέβαζαν απ τα βουνά νερό λασπωμένο που έτρεχε αφρίζοντας ανάμεσα σε  πέτρες και  βράχια, αυτοκίνητα στρίβανε σε λεωφόρους πλατιές, απέραντες, κολώνες τεράστιες στέκονταν στο άπειρο στηρίζοντας γεφύρια, περάσματα αρχαία της Εγνατίας,  του δρόμου που κάποτε έβγαζε στη βασιλεύουσα, νταλίκες με πινακίδες τούρκικες ,αεροδιάδρομοι ασφαλτοστρωμένοι καλούσαν τ αεροπλάνα να έρθουν απάνω τους και να εκτοξευτούν στο διάστημα, καράβια έσκιζαν τα νερά, ομίχλη κατέβαινε απ τα βουνά απάνω.

 Όλα έμοιαζαν να πάλλονται από ζωή, χαλιά κόκκινα από παπαρούνες, άσπρα από χαμομήλια, κίτρινα από άλλα φυτά που ούτε που ξέρω πως τα λένε, πουλιά παράξενα πετούσαν στις όχθες των λιμνών κι άλλα στέκονταν στόνα τους ποδάρι σα μονοστηλίτες, καρακάξες και κίσσες με το στιλπνό γαλαζωπό τους φτέρωμα χοροπηδούσαν στα ξέφωτα, κοπάδια σκύλων αδέσποτων διέσχιζαν την άσφαλτο, ένας τύπος ψάρευε ξυπόλητος ανεβασμένος σ ένα βράχο απότομο, τα κύματα λικνίζονταν μια στιγμή προτού σκάσουν στη παραλία. Βρέχει συνέχεια κι όλοι γκρινιάζουν, όμως εγώ βλέπω ότι η άνοιξη προχωρά ακάθεκτη, η φύση ολάκερη μοιάζει να τα δίνει όλα σα να βρίσκεται σ οργασμό, στο φόρτε της!

Στη Κομοτηνή γυναίκες τυλιγμένες με μαντίλες έβγαιναν από σπίτια με φράχτες ψηλούς πολύ, νεκροταφεία μουσουλμανικά με κάτι στήλες παράξενες σα σώματα μένα κεφάλι παράξενο , μιναρέδες πλάι σ εκκλησιές, πρακτορεία ταξιδιωτικά οργανώνουν εκδρομές για τη Προύσσα και τ Αϊβαλί, για τη Φιλιππούπολη και το Σφίλιγκραντ, άκου να δεις, αυτό που είχαμε απέναντι μας σ εκείνο το φυλάκιο στα Δίκαια, στο τριεθνές εκεί πάνω ψηλά,  στη πινέζα !

 Κατά τη μεριά της Σαμοθράκης σύννεφα υψώνονταν σα να είχε συμβεί μια τρομερή έκρηξη ηφαιστείου και το μανιτάρι της σκόνης σκαρφάλωνε προς τον ουρανό, σ ένα σπίτι ένας νταλικέρης μου εξηγούσε ότι δε γίνεται να παρατήσει τη δουλειά και να βγει στη σύνταξη, δε ξέρει τι θα κάνει, θα τρελαθεί, θα τα παίξει, δεν έχει μάθει να κάθεται απ τα δεκαπέντε του ....

Γυρίσαμε  μαζί με τον νταλικέρη στη Σαλονίκη, φορτηγά απ την Άγκυρα και τη Σμύρνη περνούσαν δίπλα μας, ο Νέστος κατέβαζε νερά συνέχεια στη πλατιά του κοίτη, όπως κάπνιζε ένα τσιγάρο ηλεκτρικό  ο εύσωμος οδηγός  μούλεγε  ότι   σχεδόν κάθε μέρα  έκανε αυτή τη διαδρομή κουβαλώντας φωσφορικά λιπάσματα κι άλλα χημικά για τα χωράφια, οργώνοντας τη μισή Βόρεια Ελλάδα, περνώντας από τοπία ξερά κι άλλα δασωμένα, πεδινά κι ορεινά,  έλη και πεδιάδες, αντικρίζοντας όλη τη  ποικιλία του ελληνικού αρχέγονου ανάγλυφου . Πήγε και στη Πόλη πρόσφατα, πολύ μαυρίλα κατά κει, οι ταξιτζήδες φοβούνταν να μιλήσουν για το τι γίνεται, όλοι τρομαγμένοι έμοιαζαν....

Όπως μιλούσε  φέρνοντας το μακρύ τσιγάρο στα χείλη  ένα ουράνιο τόξο φοβερά καθαρό από πάνω μας στέκονταν, δεν είχα ματαδεί τέτοιο πράγμα, όλες οι ρίγες φαίνονταν πεντακάθαρα, η μενεξελιά κι η κίτρινη, η πράσινη κι η κοκκινωπή,  έμοιαζε με πύλη ουράνια,  με γέφυρα  υπερκόσμια  απ όπου μπορούσες  να περάσεις   και  να βγεις  σε πραγματικότητες διαφορετικές και σύμπαντα παράλληλα, σε κόσμους αλλιώτικους και καταστάσεις αλλόκοτες κι άγνωστες, να διαβείς περάσματα   σαν αυτά  που διάβηκε ο Χριστός καθώς η ψυχή του περιπλανιόταν  το  Μεγάλο Σαββάτο....






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...