Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΗ ΓΑΛΑΖΟΠΡΑΣΙΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

Εκείνα τα φλας με στράβωναν, τι γίνεται εδώ πέρα σκεφτόμουν, όμως αυτή συνέχιζε όλη την ώρα, με βολτάριζε, με γυρόφερνε κι ήταν πολύ ωραίο, δε ξέρω πως τόκανε, υποτίθεται ότι έβγαζε κάποιον άλλον μα εγώ ήξερα ότι  εμένα φωτογράφιζε  με το άσπρο κινητό της αλλιώς γιατί είχε σταθεί ακριβώς αντίκρυ μου, δεν ήξερα τι να κάνω, δε φοβόμουν, ''Άστο κορίτσι να κάνει τη δουλειά του!'' σκεφτόμουν, μπορεί να ήθελε να με κοιτάζει όταν θα ήτανε μοναχή της,''...άστην να κάνει όπως νομίζει!'',  εγώ το μόνο που ήθελα ήταν εκείνη τη στιγμή να με φτιάξει, να μ ανεβάσει, τίποτ΄ άλλο μούφτανε αυτό μονάχα, την άλλη μέρα δε θάρχονταν, το ήξερα, έτσι έκανε συνήθως, την είχα μάθει πια κι όταν πήγα κοντά της άρχισε πάλι να φωτογραφίζει μια φίλη της αλλά ρε φίλε εμένα έβγαζε, μ'  έπιασαν τα γέλια κι ήταν υπέροχο !

Και να δεις που σκεφτόμουν να πάω να μη πάω, άλλα όπως γίνεται κάθε φορά το ξεκινάς κι όλα σούρχονται από κει που δε το περιμένεις , ούτε που την είχα ρωτήσει τίποτα γι αυτήν, εγώ ένιωθα ότι μ ανέβαζε εκείνη τη στιγμή κι αυτό ήταν που ήθελα απεγνωσμένα, ήξερα ότι με πήγαινε, ότι με ήθελε, δε θα το άφηνα έτσι, ήθελα την αύρα της, ήθελα να είμαι μαζί της σ εκείνο το μέρος το παράξενο, ούτε που μ ένοιαζαν όλα γύρω, κι αυτή το ήξερε ότι ήμουν καλός, ένα σωρό κόλπα είχε βρει για να με πλησιάσει, να μου θυμίζει τη παρουσία της όταν πήγαινα να την ξεχάσω, περνούσε δίπλα μου, στέκονταν μπροστά μου, έλεγα ότι μιλούσε με κείνον το τύπο το μακρυμάλλη αλλά μετά τόπιασα, ήταν εξώφθαλμο , κάτι θα είχε δει απάνω μου, κάτι θα υπήρχε στο βλέμμα μου ή κάπου αλλού τέλος πάντων έτσι δεν είναι, με χρειάζονταν κι αυτή σίγουρα, οι άλλοι τριγύρω είχαν πάρει χαμπάρι τι γίνονταν αλλά εγώ δεν έδινα δυάρα, ήμουν συγκεντρωμένος σ αυτήν μονάχα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο για μένα εκεί πέρα, δεν ήθελα τίποτα περισσότερο,δε μπορούσα παρά ευχαριστημένος να ήμουνα, τι άλλο να ζητήσεις !

Εκείνα τα φλας άστραφταν μες το μυαλό μου όλη την ώρα ύστερα, όλα στροβιλίζονταν γύρω κι εγώ ήμουνα χαρούμενος, σιντριβάνια στην Αντιγονιδών, παιδιά παίζανε σε περιστέρια ανάμεσα, βράχοι κάθετοι γεμάτοι μούχλα κι αυλάκια νερού που έσταζαν αργά - αργά ψηλά στις Συκιές, αμάξια παρατημένα από αποβραδίς έχασκαν μονάχα τους στη μέση του δρόμου, σπίτια ξέθωρα με σοβάδες πεσμένους, πόρτες σκουριασμένες, ρούχα πεσμένα από μπαλκόνια είχαν μπλεχτεί στα κλαδιά των δέντρων, κεραίες μεταλλικές , κάστρα ανεμισμένα, όλα ανάκατα!

Κορίτσια με δέρμα από άχνη φορούσαν κάτι δαχτυλίδια χρυσά με αλλεπάλληλες επιφάνειες σκαλισμένες απάνω τους κι άλλα σα ξωτικά περίμεναν κάποιον στην Καμάρα φορώντας κάτι καπέλα περίεργα, κι άλλα με παλτά που έμοιαζαν με μανδύες απ τους οποίους κρέμονταν κρόσσια κόκκινα, κάποιος με καπέλο τσακισμένο και μπέρτα κι ένας άλλος με όψη βγαλμένη από παραμύθι κι ένας ζητιάνος που περπατούσε στο πλάι σα κάβουρας, ξωτικά παντού !

Μια κοπέλα με δαχτυλίδια περασμένα στα πάνω και κάτω απ τα χείλη της σφουγγάριζε σ ένα ίντερνετ καφέ, ''Συγγνώμη!'' μου είπε σε μια στιγμή κι ήταν πολύ ευγενική, δεν ξέρω τι είχαν πάθει όλοι, πορείες  κατά την Αριστοτέλους, κάποιος έβγαζε φωτογραφίες , φλας και λάμψεις  και κατά κει  , συνθήματα κόκκινα που έσταζαν  στο άγαλμα του Βενιζέλου, κάποιος ανεβασμένος σ'  ένα γερανό κλάδευε μια λεύκα  μ'  ένα αλυσοπρίονο δίνοντας της ένα σχήμα σα γλυπτό αλλόκοτο, εγώ ήμουν ζαλισμένος απ τα φλας εκείνα ακόμα, χάζευα τους τροχούς των αμαξιών που γύριζαν ατελείωτα, χάθηκα , παραιτήθηκα, τα ξέχασα όλα,  εγκαταλείφθηκα εντελώς!

Στη τράπεζα πήγα να πληρώσω τη πιστωτική κάρτα μα άλλα χαρτιά έβγαλα, ότι νάναι, ο υπάλληλος με κοίταζε άγρια, έξω απ το κτήριο γκαράζ σκοτεινά κατέβαιναν προς τα κάτω με επιγραφές:'' Κατέρχεσθε βραδέως!'', ανηφόρες κατά το Φοίνικα, κατηφόρες κατά την Αγίας Σοφίας που βγάζουν στη θάλασσα κατευθείαν, ένα σκυλί Δαλματίας με κηλίδες μαύρες γεμάτο έτρεχε σα παλαβό, χωριάτες είχαν γεμίσει τη πόλη για την ΄΄Αgrotica’’, τύποι με χέρια χαρακιές γεμάτα έτρωγαν σάντουιτς από καντίνες αραδιασμένες πλάι σε κλούβες των ΜΑΤ, τα ξέρω καλά αυτά τα χέρια έτσι ήταν της μάνας και του πατέρα μου ύστερα από χρόνια μες τον αέρα εκτεθειμένα στο κρύο και στο λιοπύρι χειμώνα καλοκαίρι!

Τα φλας άστραφταν μες το μυαλό μου, στα ενεχυροδανειστήρια χρυσάφια ανταλλάσσονταν, λάμψεις κι αστραπές κι ακτινοβολίες και κατά κει, στα καφέ τα κορίτσια μου χαμογελούσαν, όπως προχωρούσα στη παραλία κοιτάζοντας κατά τους γερανούς πέρα μακριά ένα ζευγάρι περνούσε από δίπλα, η κοπέλα με κοίταξε βαθιά μες τα μάτια, ποιος ξέρει πως έδειχνα τη στιγμή εκείνη!

Σ ένα μαγαζί που πήγαμε με τον κυρ Γιάννη ν αλλάξουμε τα γυαλιά του μια συλλογή από ορυκτά υπήρχε, χαλαζίες ιρίδιζαν παράξενα τις αποχρώσεις του λιθίου και του αργίλου και του νατρίου που περιείχαν, οι ορείτες λίθοι με ινώδη υφή που έχουν υψηλό βαθμό διάθλασης αστραποβολούσαν, κάτι άλλα πετρώματα που περιέχουν απειροελάχιστες ποσότητες άλλων στοιχείων κι αυτό τους δίνει μια λάμψη που διαπερνά τα αλλεπάλληλα στρώματα τους, κοράλλια σπάνια με σκελετό από ασβεστόλιθο, κυανά και κοκκινωπά, κι άλλα πετράδια ημιπολύτιμα προϊόντα άνθρακα αλλοτροπικού που έλαμπαν άλλο περισσότερο κι άλλο λιγότερο καρτερώντας μια σφενδόνη πάνω σ ένα δαχτυλίδι να τα υποδεχθεί !

Προϊόντα πετρωμάτων εκρηξιγενών βλέπαμε, άλλα από καθαρό άνθρακα φτιαγμένα μέσα από διαδικασία εκατομμυρίων χρόνων, μερικά είχαν μέσα τους θραύσματα κλεισμένα, με αποχρώσεις όπως αυτή του κονιάκ, ορυκτά περίφημα επεξεργασμένα με οξείδιο του τιτανίου όπως μας είπε ο Ιταλός ιδιοκτήτης του καταστήματος, όλα άστραφταν και μπερδεύονταν με τα φλας που αναβόσβηναν στο μυαλό μου καθώς έκλεινα τα μάτια ενώ σε μια γωνιά υπήρχε ένα πολύ μεγάλο που το λένε αυτοκρατορικό ζαφείρι , αυτό λέει απορροφά το φως στη γαλαζοπράσινη περιοχή του φάσματος!

Όπως ήμουν ζαλισμένος πήγα να δω ένα κορίτσι άρρωστο   στο νοσοκομείο, και πάλι σκεφτόμουν να μη πάω όμως πήγα κι εκεί , ούτε τηλέφωνο πήρα, στους διαδρόμους άστεγοι βρώμικοι, ξαπλωμένοι σε πάγκους  λίγη ζεστασιά έψαχναν , γέροι με ορούς στο χέρι περιφέρονταν , κάποιος βογκούσε από κάπου μακριά, μια νοσοκόμα αναστέναζε σηκώνοντας το κεφάλι, μια τηλεόραση έπαιζε σ ένα θάλαμο, φώτα και λάμψεις κι από κει μέσα, κάτι θύελλες έδειχνε από ένα λιμάνι όπου τα κύματα έδερναν τον λιμενοβραχίονα, μια πόρτα κλειστή βρήκα, ''Ας την ανοίξω!'' είπα μέσα μου ''...αφού ήρθα μέχρι εδώ!''

  Βρήκα μόνες τους τις δυο γυναίκες, η μάνα  πρόσεχε το πανέμορφο κοριτσάκι της, αυτό με τα κοραλλένια χείλια και τις ραφές στην κοιλιά που έμοιαζε σα να την είχαν γαζώσει με συρραπτικό, εκείνη η γυναίκα λοιπόν άρχισε να μιλάει, μου είπε την ιστορία της κι εγώ άκουγα έτσι ζαλισμένος όπως ήμουνα, μου μίλησε για κάποιον που είχε παντρευτεί προτού γίνει είκοσι χρονώ,  τη πήγε σ ένα μέρος κοντά στη θάλασσα μ ένα περιβόλι γεμάτο μηλιές και καρυδιές και φουντουκιές, ήταν ο καιρός που τα δέντρα γέμιζαν καρπούς που κρέμονταν στα κλαδιά κι αυτή τρελαίνονταν για φρέσκα καρύδια και το γέρικο ζευγάρι που κατοικούσε εκεί πέρα την αγαπούσε, κάθε πρωί της έφερνε μια αγκαλιά τριαντάφυλλα φρεσκοκομμένα, μοσχοβολούσε ο τόπος,  στην αυλή έψηναν γουρουνόπουλα σ ένα φούρνο σκαμμένο στο χώμα κολλώντας ψωμιά στα τοιχώματα του, ήθελαν να τους γράψουν εκείνο το σπίτι σ εκείνον τον ευλογημένο τόπο γιατί δεν είχαν παιδιά .

Όμως εκείνος ο άντρας της ήταν εντελώς άχρηστος, ένα ζώο και μισό , ένα μπάζο, ένα τίποτα,  την κακομεταχειρίζονταν ήταν και γύφτος τρομάρα του, δε την άφηνε ούτε ένα ρόδι ν αγοράσει  από κείνα τα κόκκινα που κουβαλούσαν στο παζάρι οι γυναίκες από μακριά, ρόδια που είχαν σπάσει κι οι σπόροι τους ξεχύνονταν από μέσα πορφυροί, μια φορά κιόλας που ήταν μεθυσμένος την είχε στριμώξει στη κουζίνα, κάτι άσχημο της είπε κι εκείνη αντέδρασε και τότε αυτός της έδωσε ένα σκαμπίλι δυνατό !

Όταν την είδε πως ήτανε η αδερφή της η Βέρα που τους επισκέφθηκε κατατρόμαξε, ''Μάνα δε τη βλέπω καλά την Ελένη, σαράντα κιλά έμεινε !'' κι εκείνη η μάνα, καλά πρέπει να ήταν πολύ σούπερ εκείνη η γριά μιλάμε , δεν έχασε καιρό, πήρε τους γιους της και τον πήραν παραμάζωμα το γύφτο, τον έστειλαν στο διάβολο,τους φοβήθηκε το μάτι του, τα έκαναν μαντάρα όλα,  ''Εγώ το παιδί μου δε τόχω για ξόδεμα σκύλε !'' του είπε του τρισκατάρατου, τη μάζεψαν όπως ήταν από κείνο το τρελοκομείο κι από κείνο τον γύφτο, ας πήγαινε να λέει ότι ήθελε το χωριό ολόκληρο !

Κι άλλα έλεγε εκείνη η γυναίκα καθώς εγώ έτρωγα από ένα τάπερ πουρέ με κοτόπουλο κι ένα γιαούρτι σπιτικό που είχε φέρει η γυναίκα για το παιδί που χρειάζονταν τροφές με ρευστή υφή μέχρι να στρώσει το στομαχάκι του,  κι άλλα πράγματα τυπήρχαν έξω απ το παράθυρο όπου είχε φτιάξει ένα μικρό ψυγείο αυτοσχέδιο στο περβάζι με το κρύο της ατμόσφαιρας να διατηρεί τα προϊόντα , εγώ ήμουν ζαλισμένος απ όλα αυτά, κάτι για  εγχειρίσεις λέγανε, ότι όλο το θέμα είναι μέχρι να σε ναρκώσουν, να σου βάλουν εκείνη τη περίεργη  μάσκα στο στόμα, έπειτα μετράς ως το τρία κι άντε γεια,από δω παν κι άλλοι,   όλα χάνονται, όλα θολά γίνονται, έξω απο το παράθυρο ψηλά  τα  αερόπλανα έγερναν λοξά αλλάζοντας κατεύθυνση, μια καταιγίδα κάπου έπιανε, αστραπές και λάμψεις κι εκλάμψεις κι αστραποβολήματα και κεραυνοί γαλαζωποί και φλας φωτογραφικά  αναβόσβηναν στο μυαλό μου σ όλες τις περιοχές του φάσματος καθώς έκλεινα τα μάτια....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...