Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

SUPERNATURAL



Ένιωθα πολύ περίεργα σ εκείνο το σπίτι, όποτε πήγαινα!

Στο φούρνο κάτω από ένα φωτάκι ψήνονταν μανιτάρια γεμισμένα με τυρί, μια γυναίκα έκοβε κρεμμύδια σε ροδέλες, τεμάχιζε άνηθο σ ένα πάγκο ξύλινο, σε μια κατσαρόλα ρηχή έβραζαν γουργουρίζοντας κομμάτια μοσχαριού με αρακά, σ ένα ράφι κάτι ρίζες ενός φυτού εξωτικού σάλευαν μέσα σ ένα βάζο γυάλινο, σε μια κούπα είχαν φυτρώσει βλαστάρια καφέ σ χρώμα απίστευτα πρασινωπό, ένα κορίτσι μελαχρινό με επιδερμίδα διάφανη τσιμπούσε κάτι ανόρεχτα, ένας σκύλος κάτω από ένα τραπέζι ζητούσε να τον χαϊδέψω, τον ένιωθα να τρέμει καθώς έπιανα τη κοιλιά του, σίγουρα πυρετό θα είχε, γουργούριζε κι αυτός μ έναν τρόπο σα να ήθελε να μιλήσει, να βγάλει κάποια φωνή, ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα έλεγε κάτι όπως '' Αχ πολύ ωραίο αυτό !'',

Στους τοίχους όλο ωραία πράγματα κρεμασμένα υπήρχανε, μια εικόνα της Παναγίας μ ένα δάκρυ να κυλάει απ το μάτι της σαν αυτή που είχε η γιαγιά μου στο εικονοστάσι της, φωτογραφίες ασπρόμαυρες κορνιζαρισμένες πάνω σ ένα έπιπλο , μια έδειχνε κάποια γυναίκα στο προαύλιο μιας εκκλησιάς μ ένα παλτό άσπρο μακρύ που στέκονταν υπέροχα στο σώμα της, σε μια άλλη η ίδια γυναίκα σ ένα κέντρο νυχτερινό σε πρώτο πλάνο, ένα φουστάνι έξοχο φορούσε ξανά, το είχε σίγουρα εκείνη η γυναίκα, ήξερε τι να βάλει πάνω της !

Σε μια γωνιά στο σαλόνι ένα φωτιστικό παράξενο με ρόμβους και σχήματα περίεργα που δεν είχα ξαναδεί παρά μονάχα σε μια φωτογραφία ενός ψηφιδωτού από ένα τέμενος με χιλιάδες χρώματα πρασινοκίτρινα, χρυσοκόκκινα, πορτοκαλογαλάζια, υπέροχα, που στο δαίμονα το είχε βρει εκείνο το πράγμα! Κι η είσοδος του σπιτιού όμως ήταν όμορφη με κάτι σχέδια στο μωσαϊκό από λευκό μαρμαρυγία γεμάτο ραβδώσεις μαγικές,  έμοιαζαν κι αυτά με το ψηφιδωτό που είχε το φωτιστικό, έναν καιρό ήθελαν να ξηλώσουν το πάτωμα κάτι μαστόροι, '' Μη  τολμήσετε! ''τους φώναξε τρελαμένη, πολυ μου άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι εκείνο...

Όμως μια μέρα έμαθα  ότι το κοριτσάκι εκείνης της γυναίκας απ το βορά, απ τα μέρη που κάνουν πανηγύρια και γάμους κι οι γυναίκες μαζεύονται όλες να μαγειρέψουν, ψάχνουν για μανιτάρια στο δάσος σαν αυτά που ψήνονταν στο φούρνο, έπειτα ετοιμάζουν βαρέλια ολόκληρα με μεζέδες και καρβέλια ψωμιά κι άλλα τέτοια για τον κόσμο που θάρθει, το κοριτσάκι λοιπόν εκείνο δεν ήτανε καλά πάλι, είχε διπλωθεί στα δυο, πονούσε κάτι το  ενοχλούσε στο στομάχι εδώ και καιρό .

Στο νοσοκομείο που πήγαν οι τραυματιοφορείς τις άφησαν σ ένα υπόγειο, Σάββατο ήτανε, κανείς δε βιάζονταν, χάθηκαν , ασανσέρ εγκαταλειμμένα, έμοιαζαν  ότι μπορούσαν να σε κλείσουν  μέσα τους για πάντα,  είχες την εντύπωση ότι άκουγες ψιθύρους, ένας άντρας με γυαλιά μαύρα που έμοιαζε με πουλί καθώς κοίταζε λοξά περιφέρονταν σε κάτι διάδρομους, έπρεπε να βρουν μια άκρη εκεί μέσα, μια ζέστη αφόρητη ένιωθες παντού στο νοσοκομείο, όλο το σώμα σου σα να φλέγονταν, όπως όταν έχεις πυρετό . 

Ύστερα ήρθε κάποιος γιατρός σπαστικός,  το πήραν το κοριτσάκι μ ένα καρότσι, το ταλαιπώρησαν, καθυστερούσαν ώρες ατέλειωτες σα να περίμεναν κάτι , η μάνα του τα πήρε, ''Θα τα κάψω όλα εδώ μέσα!'', μια νοσοκόμα τσατίστηκε , ούτε που ασχολήθηκε μαζί της,  σα να μην υπήρχε εκείνο το πλάσμα με την άσπρη ποδιά και το καπελάκι του, κάνανε αξονική, τελικά τόβαλαν στο χειρουργείο, ''Μαμά σ αγαπώ!'' της είπε το μικρό κι εκείνη λιποθύμησε, ένας ορθοπεδικός γνωστός τους βρέθηκε που υπηρετούσε εκεί μέσα, ένας ψηλός με μούσι, πολυ ωραίος τύπος, παρακολουθούσε όλη την επέμβαση, κατά καιρούς έβγαινε να  πει τι γίνεται.

Η γυναίκα τα είχε δει όλα, χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν απ το μυαλό της,όπως καρτερούσε έξω απ το θάλαμο,  είχε νυχτώσει πια, ήταν αδύνατο να έρθει ο ύπνος στα βλέφαρα της,  να νυστάξουν οι κρόταφοι της, ένα όνειρο της φάνηκε ότι είδε, μια οπτασία, ένας άντρας θεόρατος με μαύρα ρούχα που έμοιαζε στον αδερφό της εμφανίστηκε από κάπου , '' Μη φοβάσαι!' της είπε ''...εγώ θα είμαι μέσα να βλέπω τι γίνεται!''

Τον είχε ξαναδεί έτσι μαυροντυμένο, πολλές φορές  της φαίνονταν ότι στέκονταν σε μια γωνιά του δωματίου χωρίς να μιλά, παρακολουθούσε αμίλητος , τον φοβούνταν μα ύστερα τον είχε συνηθίσει, καμιά φορά όταν αργούσε να φανεί της έλειπε κιόλας. Ο ορθοπεδικός βγήκε σε μια στιγμή , τα μασούσε, αυτή σκέφτονταν τον μαυροντυμένο αδερφό της που είχε πάει από καρκίνο, άμα ήταν ίδια περίπτωση το είχε χάσει το μοναχοπαίδι της, εκείνο το όμορφο με τη διάφανη επιδερμίδα που το είχαν κατατρυπήσει για να βρουν καμιά φλέβα, εκείνο για το οποίο αγχώνονταν όποτε πήγαινε να καθαρίσει ένα εξοχικό στη Θέρμη με μια πισίνα στην αυλή του, δεν είχε σήμα και τρελαίνονταν κάθε φορά για το τι γίνεται στο σπίτι πίσω.

Σκέφτονταν κάτι ιστορίες παλιές που λέγανε στα μέρη της, για κόλπα δαιμονικά και ματιάσματα, εξορκισμούς και μαγείες κι άλλα σατανικά, ένα φυλαχτό είχε πάντα κάτω απ τα ρούχα της που έδιωχνε όλους τους δαίμονες, ειδικά εκείνον τον καταραμένο για τον οποίο λέγανε οι γριές ότι ξεχύνεται μανιασμένα απ τα βόρεια φέρνοντας το θανατικό, εκείνον για τον οποίο λέγανε ξόρκια να διώξουν το τρισκατάρατο τέρας! Μπορεί να είχε κάνει τίποτα περίεργο, τίποτα διαβολικό εκείνη η καταραμένη Ρωσίδα που τη μισούσε επειδή έναν καιρό της είχε κλέψει έναν άντρα και δεν το είχε ξεχάσει ποτέ!

Ύστερα σκέφτονταν τι έκανε ο θεός εκεί πάνω όπως περιπλανιόταν μέσα στη κιβωτό του ατάραχος αποφασίζοντας ποιοι θα ζήσουν και ποιοι όχι, με ποιο κριτήριο τάχα έπαιρνε τέτοιες αποφάσεις γιατί τα παιδιά να πεθαίνουν πριν τους γέρους, με ποια λογική , με ποια σταθμά ζύγιζε τις ψυχές κι αποφάσιζε για το πέρασμα ορισμένων στο επέκεινα, εκεί που δεν έχει γυρισμό καθώς η τύχη των ανθρώπων γυρίζει σα σφεντόνα περιστρεφόμενη, τι να σου κάνει η τεχνολογία κι η επιστήμη, οι αναισθησιολόγοι κι οι χειρούργοι, οι ναρκώσεις και τα φάρμακα τα φαρμακερά και τα θαυματουργά, οροί και βελόνες, θεραπείες και γιατροσόφια κι ότι βάλει ο νους σου μπας κι αποφύγεις το μοιραίο για λίγο έστω, ότι κι αν κάνουν όμως δε μπορούν να σε σώσουν, σε ναρκώνουν κι είσαι ανυπεράσπιστος, ούτε ξέρεις τι κάνουν πάνω σου, στο έλεος των ανθρώπων και του θεού εγκαταλείπεσαι......

Όταν πήγα να τις δω κάποιοι περίμεναν σ ένα διάδρομο, μια τηλεόραση υπήρχε εκεί πέρα που έδειχνε ντοκιμαντέρ διάφορα, χάθηκα εντελώς, πρέπει να είδα τρία τέσσερα προγράμματα καθώς περίμενα να μ αφήσουν , ένας τύπος εξηγούσε πως η γη συγκρούστηκε μ ένα πλανήτη κι ένα κομμάτι της ξεκόλλησε για να φτιάξει τη σελήνη, πως η Αφρική τράκαρε με την Ευρώπη δημιουργώντας το τρομερό ανάγλυφο των Άλπεων, κάτι άλλες ιστορίες για τον φοβερό θεό θεό Ιαγουάρο που λατρεύουν κάτω στον Αμαζόνιο, μια σκηνή έδειχνε ένα τζάγκουαρ ν αρπάζει έναν αλιγάτορα απ το κεφάλι μες το νερό, μια στο εκατομμύριο λέει να πετύχεις τέτοια σκηνή, τα μάτια της αγριόγατας γυάλιζαν απόκοσμα καθώς κρατούσε το παχύδερμο!

Ύστερα ένας άλλος μιλούσε για τον Απόλλωνα που ταξίδευε με το μαγικό του τόξο κατά το βορά, εκεί απ όπου ξεκινούσε εκείνος ο δάιμονας  κοντά στο τέλος του κόσμου, στα χείλη του δίσκου της γης, στη χώρα των υπερβορείων, στη περιοχή των Αμαζόνων που  έχουν κομμένο το δεξιό μαστό για να χειρίζονται καλύτερα το δόρυ και το τόξο, αυτές  που δε δέχονται αρσενικά στα μέρη τους και κλέβουν  ντόπιους μονάχα για να ζευγαρώσουν , τι κολασμένη φυλή που είναι τελικά  οι γυναίκες,  εκεί όπου λέγαν παλιά ότι καταλήγουν όλες οι ψυχές, εκεί όπου   ένα ποταμός σκοτεινός κυλά και τα μαύρα νερά του φέρνουν τη λήθη για πάντα...

Κι άλλες ιστορίες άκουγα , για το θεό ήλιο που κάθε βράδυ βυθίζεται στον ωκεανό κολυμπώντας στα αναζωογονητικά νερά του για να βγει φρέσκος το πρωί στην ανατολή, σε μια φάση σηκώθηκα στεκόμουν νωχελικά σε μια πόρτα όταν πρόσεξα ότι μια νοσοκόμα με παρατηρούσε...

Τελικά όλα καλά είχανε πάει , δε χρειάστηκαν τρομαχτικά τερτίπια και μαγείες, σημεία και τέρατα κι άλλα αηδιαστικά, το παιδί είχε ένα πρόβλημα με τα εντεράκια του που είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους είναι λέει κάτι συνηθισμένο σ αυτήν την ηλικία, η μάνα φαίνονταν ευτυχισμένη ξανά όπως την ήξερα σ εκείνο το σπιτι με την κατσαρόλα που γουργουριζε, το κοριτσακι λίγο καταπτοημένο μα πιο όμορφο θαρείς για κάποιο λόγο.

Έφυγα κατά το μούχρωμα  από κει , η γυναίκα μου είπε να πάω να ταΐσω και να βγάλω βόλτα το σκύλο που τον είχαν κλειδωμένο εδώ και δυο μέρες μοναχό του,  πουλιά μαζεύονταν πάνω από μια συστάδα δέντρων κρώζοντας σα να προσπαθούσαν να ζεσταθούν μ αυτόν το τρόπο, στις λιμνούλες  στα γηπεδάκια του γκολφ στη παραλία, κύκλοι εφαπτόμενοι και τεμνόμενοι απ τις σταγόνες της βροχής σχηματίζονταν, ποδήλατα άφηναν υγρά ίχνη στην άσφαλτο όπως περνούσαν , αμάξια διέσχιζαν λάκκους νερού βρώμικου, οι υαλοκαθαριστήρες βολτάριζαν ασταμάτητα, πέλματα ανθρώπινα διακρίνονταν πάνω στο πεζοδρόμιο πίσω απ τα θολά τζάμια, αυθαίρετα χτισμένα μέσα σε ρέματα μπαζωμένα έβλεπες παντού , προβολείς εκτυφλωτικοί στο γήπεδο της καλαμαριάς, χόρτα βρεγμένα, το κέντρο μπλοκαρισμένο στο ύψος της Μητροπόλεως, ένας ηλίθιος είχε αφήσει το αμάξι του στη μέση του δρόμου, κόσμος μαζεύτηκε περίεργος, βγάζανε φωτογραφίες με τα κινητά, σε μια στιγμή ο οδηγός εμφανίστηκε όλοι χειροκροτούσαν, γιουχάριζαν ειρωνικά....

 Στα μπαλκόνια οι γυναίκες μάζευαν τις μπιγκόνιες με τα παχιά σαρκώδη φύλλα που τα δαγκώνει η παγωνιά, έσερναν τις ντελικάτες λεμονιές που αποπνέουν έλαια αιθέρια, στα γυράδικα έκοβαν κρέατα ασταμάτητα, βουνά ολόκληρα, στην έξοδο της Μουδανιών μποτιλιάρισμα όπως πάντα , κορίτσια με κασκόλ άσπρα και χείλια κίτρινα φορούσαν σκούφους κι έμοιαζαν  με τρελούς γελωτοποιούς του βασιλιά,  τα σκουφιά ήταν γεμάτα  πούλια  που στραφτάλιζαν σε κάθε κινηση σα χιλιάδες  μικρούτσικοι ασημένιοι δίσκοι .. .



Πέρασα το πλατύσκαλο με τα ρομβοειδή σχέδια και τις ραβδώσεις πάνω στον μαρμαρυγία, ο σκύλος με κατάλαβε απ τα βαριά βήματα στη σκάλα κι άρχισε να γαβγίζει δυνατά, σα να έκλαιγε ακούγονταν, σα να καταλάβαινε ότι κάτι δε πήγαινε καλά, έπεσε ολόκληρος απάνω μου, δε ξεκολλούσε, σα να μου ζητούσε να μάθει νέα, του έβαλα νερό στο κυπελλάκι του και κροκέτες στο πιάτο του, έψαχνα το λουρί του όταν τον είδα να στρέφεται κατά τη πόρτα και να στέκεται ακίνητος,  γεμάτος ένταση, οσφραίνονταν τον αέρα κοιτάζοντας κατά κει σαν κάτι ή κάποιος να υπήρχε απ έξω, κοίταζε μια εμένα μια κατά τη πόρτα, μου φάνηκε ότι είδα μια σκιά να κινείται κάτω απ τη χαραμάδα, όλο το πράγμα θύμιζε σκηνή  αλλόκοτη βγαλμένη  απ το supernatural,  το ζώο ήταν τρομαγμένο, μια ησυχία είχε απλωθεί τριγύρω σα να επρόκειτο κάτι να συμβεί, ο σκύλος αργά-  αργά έκανε πίσω σα να δείλιαζε....




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...