Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ

''Μη τσαλαβουτάς στα βαθιά άμα δε μπορείς, πήγαινε μέχρι εκεί που σε παίρνει !'' μου είπε κι ήταν επιθετικός μ ένα βλέμμα που δεν τόχα ξαναδεί !

'' Τι γίνεται πάλι ; '' έλεγα μέσα μου ''Πρέπει νάκανα κάποια χαζομάρα χωρίς να πάρω χαμπάρι !'', αυτός συνέχιζε, κάτι δε πήγαινε καλά αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε, τον κοίταζα κι ήμουν χαμένος !

Και μου τόχαν πει χίλιες φορές να προσέχω πως μιλάω, αλλά θα έσκαγα, άμα βλέπω κάτι στραβό δε μπορώ να κάνω το βλάκα , του τα είπα κι αυτός αντέδρασε σα να με προειδοποιούσε στην αρχή, έτσι μου φάνηκε, μετά εξεράγη, έγινε έξαλλος, ''Τι συμβαίνει ξανά ρε φίλε μπροστά στα μάτια μου;'' σκεφτόμουν , από που ήρθε αυτό, σηκώθηκε απότομα κι έφυγε καθώς όλοι αναρωτιόντουσαν τι τον έπιασε ενώ εγώ δε ξέρω γιατί, το μόνο που ήθελα τη στιγμή εκείνη ήταν να βγάλω από πάνω μου το καταραμένο μπουφάν που φορούσα, για κάποιο λόγο δεν ένιωθα καλά μέσα του !

Ξαφνικά σα να μ έπνιγε το μέρος εκείνο, σε μια κουζίνα μικρούτσικη κοντά καθόμασταν, ένα παραθυράκι, κάτι ντουλάπια καφετιά , ποτήρια διάφανα , φλιτζάνια πορσελάνης, μια ορχιδέα μαβιά σ ένα βάζο μέσα, κάποιος έλεγε ότι δεν έκανε καθόλου μπάνια στη θάλασσα, ούτε πήγε στα λουτρά της Αιδηψού το καλοκαίρι, κι όλο το προηγούμενο καιρό τον είχε σακατέψει η μέση του!

Μια γυναίκα μου ζήτησε ν' αλλάξω μια λάμπα που τρεμόπαιζε, ένα σκαμπό έβαλε να πατήσω, καντήλια υπήρχαν πιο πέρα, ένα ιερό, φλόγες τρεμόπαιζαν μπροστά σε μανουάλια επίχρυσα, ένα κλήμα με σταφύλια σκαλισμένο σ ένα τέμπλο απάνω, κάτι άγια δισκοπότηρα πάνω στην αγία τράπεζα, σαν αυτό που λέγανε ότι περιείχε το αίμα του χριστού και το είχε μαζέψει σταγόνα σταγόνα ο Ιωσήφ απ την Αριμαθαία, το δισκοπότηρο εκείνο που τόψαχναν για χρόνια και μόνο ο ιππότης Πάρσιφαλ με την καθαρή ψυχή μπορούσε απ όλους να το δει...

Ήθελα λίγο χρόνο να καταλάβω τι συνέβαινε , κάτι παθαίνουν οι άνθρωποι τέτοια εποχή, μπορεί να φταίει ο καιρός που είναι ασυνήθιστα ήπιος, οι σιντόνιες άσπρες και φουξ έτοιμες ν' ανοίξουν, οι αμυγδαλιές άνοιξαν ήδη στα Μετέωρα και στην Καλαμαριά εκεί στις αλάνες, δαμασκηνιές μ ανθάκια λευκά στην Ανθέων κατά την παραλία, οι μέρες μεγαλώνουν κι ο ήλιος συνεχίζει ακάθεκτος τη πορεία του απ τη μια άκρη του στερεώματος μέχρι την αντίπερα απλώνοντας ένα χρώμα ροζ στον ουρανό, περνά απ τους Ιχθείς, κοιτάζει κατά τον Κριό, ετοιμάζεται να διασχίσει τον Λέοντα και τον Σκορπιό, ν΄ απλώσει τη τροχιά του κατά τους Διδύμους και κατά τον Υδροχόο, όλοι επηρεάζονται κι όλα συντείνουν για να σε αποσυντονίσουν.

Φαίνεται ότι η φύση των ανθρώπων είναι εύθραυστη κι ευαίσθητη σε κάθε αλλαγή, σε ανακατατάξεις οικονομικές και δυσκολίες πολιτικές, σε μεταβολές και τάσεις απροσδιόριστες, θεομηνίες και καταστροφές κι ειδήσεις τρομακτικές σε κατακλύζουν από παντού, πρέπει να διαβάσεις σωστά αυτά που συμβαίνουν γύρω, να τα ερμηνεύσεις ορθά, να βγάλεις άκρη μες το χαμό, δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος να τα παίξει, ν' αρχίζει να παραλογίζεται, ο οργανισμός είναι ντελικάτος, το μυαλό δεν υπακούει πάντοτε και κάνει τα κόλπα τα δικά του, παλινδρομεί παλαντζάρει μπρος πίσω, πολλοί δε το αντέχουν αυτό κι είναι λογικό, τους καταλαβαίνω!

Κάτι παθαίνουν κι οι γυναίκες και φέρονται παράξενα, μπροστά στα ταμεία των σούπερ μάρκετ νιώθεις την αλλαγή τους καθώς οι επαφές είναι στενές εκεί πέρα, παίζουν με τα κοτσιδάκια τους, πιάνουν στα χέρια αντικείμενα με σχήμα περίεργο , τα γυροφέρνουν δεξιά κι αριστερά, φορούν φόρμες και ντεκολτέ ζαλιστικά, βγάζουν τα σακάκια, μένουν με τα κοντομάνικα, με τ αμάνικα, έτοιμες να τα πετάξουν όλα είναι , το στήθος διακρίνεται καθαρά κάτω απ το φανελάκι τους να πάλλεται όπως κινούνται, μαμάδες όμορφες με τις κόρες τους κι άλλες κρατούν μωρά στην αγκαλιά, δε ξέρω αλλά εγώ τις μαμάδες προσέχω πάντα, ιδίως όταν είναι ανεπιτήδευτα όμορφες με τα κόκκινα παπούτσια τους, τα χακί τους σακάκια κι εκείνες τις τσάντες τις χρωματιστές, τις γεμάτες σχέδια που κουβαλούν στις πλάτες τους όπως ψάχνουν για την ομορφιά τους και το περιτύλιγμα τους...

Τον καταλαβαίνω τον τύπο, ποιος θα τόλεγε όμως ότι θ αντιδρούσε τόσο άσχημα δίχως να με προειδοποιήσει λιγάκι τουλάχιστον, που να του έλεγα όλα όσα είχα μες το μυαλό μου, δε με ξέπλεναν όλα τα ποτάμια κι θάλασσες μαζί, προσπαθούσα να καταλάβω τι στο δαίμονα λάθος είχα κάνει , δε περίμενα να τον ενοχλήσει τόσο πολύ αλλά στη παρέα υποτίθεται ότι μιλάς ανοιχτά, τα λες όλα, εγώ πάλι θέλω να κινούμαι πάντα στο όριο, το παραδέχομαι, να δοκιμάζω συνέχεια τον άλλον , να ξέρω ποιον έχω αντίκρυ μου, να κανονίζω ανάλογα, αλλιώς δε μπορώ, είναι βαρετά πολύ, αρρωσταίνω, τα παιδιά με στήριζαν ευτυχώς, ''Κρύβε λόγια!'' μου λέγανε αλλά τρελαίνομαι, κι έπειτα πως γίνεται να σταματήσεις το μυαλό απ τη λειτουργία του, να το εμποδίσεις ν αναλύει ότι γίνεται γύρω του, να τα κρατήσεις όλα μέσα σου όταν έχεις να κάνεις μ ένα πράγμα τόσο επικίνδυνο όσο η σκέψη, για μένα είναι λίγο δύσκολο !

Φαίνεται ότι το φαινόμενο είναι γενικό, σύγχυση και θολούρα παντού τριγύρω επικρατεί, φραπέδες ατελείωτους πίνουν στα καφέ, συζητήσεις ανόητες, ο χρόνος περνά ανεπιστρεπτί, η ζωή χάνεται , μια ελαφρότητα αβάσταχτη απέραντη, ακατάλυτη απλωμένη γύρω ενώ το μυαλό μπλοκαρισμένο μονίμως το τελευταίο καιρό μοιάζει .

Η Χριστίνα βγαίνει βόλτα στη παραλία με το σακάκι της στον ώμο, τα πάρκα πρασινίζουν, μαργαρίτες άσπρες φυτρώνουν μπροστά στο κτήριο του τρίτου σώματος, γάτες κυλιούνται στα τριφύλλια απάνω κι άλλες αναζητούν λίγη ζέστη στα καπό των αυτοκινήτων, χόρτα ξερά του χειμώνα και σκύλοι που μαζεύουν λιακάδα κατά την Ιωνία κι ένας κοκκινολαίμης με χρωματιστή τραχηλιά του αψηφά τους πάντες έχοντας βγάλει την δύσκολη εποχή με τα κρύα τα πολλά.

Περιστέρια λασπωμένα κάτω απ τα τραπέζια βολτάρουν, κοπάδια κορακιών κρώζουν το ξημέρωμα κι άλλα κοπάδια κατευθύνονται κατά το βορά και κατά το νότο αλλάζοντας σχήματα, έξω απ τη πόλη χιόνια στα πέτρινα φαράγγια του Ολύμπου, χωράφια αχνίζουν στο πρωινές αχτίδες του ήλιου, ποτάμια λαμπυρίζουν μες τους κυματισμούς τους, κόκκινα άλογα βόσκουν ήσυχα στα πλατώματα, δέντρα μοναχικά στις κορυφογραμμές, σήραγγες ατέλειωτες αλλεπάλληλες στη εθνική οδό, δρόμοι διχαλωτοί ανοίγονται μπροστά σου, δε ξέρεις που να κατευθυνθείς, μια μουσική βγαίνει από κάπου καθαρή σα μέρα χειμωνιάτικη...

Είναι μια φάση μεταβατική καθώς φαίνεται, όπως αλλάζουν οι εποχές όλα μπερδεύονται σε τέτοιες περιόδους, μια εποχή γενικής σύγχυσης μοιάζει νάναι τούτη, όλοι τάχουν παίξει, όλοι κοιτάζουν πειραγμένοι και πυροβολημένοι, με το ματογυάλι βρίσκεις μια σκέψη καθαρή και διαυγή, και φυσικά εγώ που κολυμπάω συνέχεια μες τη θολούρα έτσι κι αλλιώς είμαι ο πρώτος που τάχει παίξει, αισθάνομαι ότι στριφογυρνάω μέσα σε κύκλους ζαλιστικους, όλα πάνε κι έρχονται, όλα αδιαφανή μοιάζουν, το τοπίο θολό, το μέλλον αβέβαιο, τα όρια ασαφή, οι προοπτικές μπερδεμένες, βροχές πιάνουν απ το πουθενά, νερά τρέχουν σε σχάρες, υδρορροές σμπαραλιασμένες στα πλαϊνά των πολυκατοικιών, αγγελίες μνημόσυνων κολλημένες στις εισόδους των κτηρίων, φώτα ανάβουν πίσω από κουρτίνες ψηλά στη Νεάπολη, σιντριβάνια ξεχειλίζουν τα νερά τους μπροστά στο Μακεδονία Παλλάς, αστικά ατέλειωτα στη Λαγκαδά στο μποτιλιάρισμα που δημιουργείται με τις πρώτες ψιχάλες κι εγώ περπατώ χαμένος στο πλάι τους προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εκείνος ο άντρας τα πήρε μαζί μου!

Οι Κέλτες λέγανε ότι ήδη απ το Φεβρουάριο μπαίνει η άνοιξη καλπάζοντας,  με τον δίσκο του ήλιου να διαβαίνει ανάμεσα απ τους τετρακόσιους μεσημβρινούς   που ορίζουν τη γήινη σφαίρα κι είναι τότε που όλοι μοιάζουν ότι θέλουν να σταματήσουν μια προσπάθεια που δείχνει μάταιη!

 Δε θέλουν την αλήθεια που τους ισοπεδώνει, σαν συγκρουστεί αυτό που έχεις μες το μυαλό σου πάνω στα βράχια της πραγματικότητας το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εκρηκτικό, πολλοί θέλουν να γυρίσουν και ν' αράξουν στο σπιτάκι τους ήσυχα , κι εκείνο που με εντυπωσιάζει πιο πολύ είναι το πόσο διαφορετικά αντιδρούν στα ίδια ερεθίσματα, άλλοι έρχονται πιο κοντά σου κι άλλοι παίρνουν των ομματιών τους και πρέπει να τους ξεχάσεις για πάντα, έτσι είναι φαίνεται, πρέπει να το συνηθίσω τον καταλαβαίνω λοιπόν τον τύπο θα μπορούσε βέβαια να με προειδοποιήσει κάπως ''Πρόσεχε τι λες ρε ηλίθιε!'' να μου πει ή κάτι τέτοιο, αλλά δε μπορείς να ζητάς και πολλά!

Ασθενοφόρα παρκαρισμένα στην Εγνατία, ναρκομανείς χλωμοί με βλέμμα τρομαγμένο κάτω απ τις κουκούλες τους πίνουν Red Bull κι άλλα τονωτικά και διεγερτικά που μοιράζει κάποιος εκεί στην Eθνικής Aμύνης, τύποι με τις κουκούλες κάνουν το σταυρό τους περνώντας έξω απ τις εκκλησιές, ψίθυρους νιώθεις ότι ακούς στο δρόμο, κάποιος με μια γενειάδα κοκκινωπή και σκούφο παραμιλά περπατώντας , αμάξια στο βάθος περνούν μπροστά στη θάλασσα, ομίχλη γύρω απ' την Αριστοτέλους, όλα μοιάζουν τόσο ρευστά!

Απ' το πλάι άμα κοιτάξεις μπορείς να διακρίνεις βολβούς ματιών να στριφογυρνούν κάτω από γυαλιά μαύρα , το βλέμμα των ανθρώπων παίρνει μια μορφή συγκεκριμένη τέτοιον καιρό , στα αστικά ζέστη αποπνικτική, παράθυρα ανοίγουν , όπως αποκοιμιέσαι για μια στιγμή δίχως να το καταλάβεις βλέπεις σκηνές στον ύπνο σου που τις έχεις ξεχάσει προ πολλού, σ ένα μέρος βρίσκεσαι με σταυρούς μαρμάρινους, μνήματα με φωτογραφίες γυαλιστερές πεθαμένων και κυπαρίσσια αψηλά, νερό τρέχει σ ένα αυλάκι, τέτοια εποχή πρέπει νάτανε όπως τέλειωνε ο χειμώνας, νομίζεις ότι μπορείς να χαλαρώσεις μια στιγμούλα όταν μια γυναίκα με κάτι σκουλαρίκια αστραφτερά, τεράστια που μοιάζει με αιγυπτιακή βασίλισσα σου πιάνει το χέρι ξαφνικά και τινάζεσαι στον αέρα!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...