Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΦΡΟΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΦΩΤΟΣ

Kάποια στιγμή χάνουν τον έλεγχο, όταν  αρχίζεις να παίζεις κι  εσύ το παιχνίδι τους δε το πιστεύουν, ''Που τάμαθες  αυτά ρε !'', πως γίνεται να εισέρχεσαι στον προνομιακό τους χώρο, δε μπορούν να το πιστέψουν ότι μπορείς να  αχρηστέψεις με δυο κινήσεις, χτυπώντας έτσι απλά στο ψαχνό,  κατευθείαν χωρίς περιστροφές και κολπάκια , αφού τις ξέρεις πια, έχουν μάθει να ελίσσονται απεριόριστα, παίζουν το ίδιο παιχνίδι για χρόνια,  κάποια στιγμή το πιάνεις αναπόφευκτα όσο βλάκας  και να  είσαι, είναι απίστευτο πόσο λίγη φαντασία έχουν, βλέπεις το ίδιο πράγμα με ελάχιστες παραλλαγές συνέχεια !

''Πραγματικά ήθελα να σε δω αλλά με χάλασες!'' σου λένε κι αναρωτιέσαι τι λάθος έχεις κάνει εκεί στα καφέ καθώς οι φοιτητές παίζουν χαρτιά παραπέρα, στις ταβέρνες άνθρωποι στέκονται μπροστά σε πιάτα με σαλάτες και κρεατικά κι άλλοι περνούν πάνω σε ποδήλατα κι άλλοι συζητούν καθισμένοι σε παγκάκια...

Κρατούν τους άντρες σε απόσταση, τους ξανακαλούν, εξαφανίζονται κι εμφανίζονται και ξαναχάνονται, σε ζυγίζουν, σε μετράνε, κάνουν υπολογισμούς ατέρμονους ώσπου στο τέλος χάνουν τη μπάλα, καλομαθημένες, κακομαθημένες , τα δίνουν όλα- όσα έχουν τέλος πάντων- το παλεύουν όσο μπορούν, δε θέλουν να ρισκάρουν, χάνουν ευκαιρίες που περνούν μπροστά τους ενώ αυτές κοιμούνται ήσυχα στον κόσμο τους, ο καιρός περνά αδυσώπητος,  δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα πράγματα και τις καταστάσεις, το σημαντικό απ το ασήμαντο, δε ξέρουν ν αναλύσουν σωστά, ν αξιολογήσουν όπως πρέπει, δεν έχουν διορατικότητα στοιχειώδη να κρίνουν ορθά τη κατάλληλη στιγμή, δε ξέρουν να υποχωρούν, να συνθέτουν, να βρίσκουν σημεία επαφής, να συνυπάρχουν, ν αποδέχονται τον άλλον δίχως να παλεύουν να τον αλλάξουν με το ζόρι.

Δεν αντέχουν να στριμώχνονται, δε παραδέχονται τίποτα, πάντα θέλουν από πάνω να είναι σα να είναι αυτό το διακύβευμα, ένα πράγμα φοβερό, είναι κι εποχή περίεργη, όλοι θέλουν να σ ανταγωνιστούν, να ξεχωρίσουν, να κερδίσουν, ν αρπάξουν ότι προλάβει ο  καθένας, αμφιβάλουν, ταλαντεύονται, παραπαίουν, δε παραδέχονται τα λάθη τους, δεν ανοίγουν τα μάτια τους, ζήλιες και μικροκακίες και μικροψυχίες κι εγωισμοί, φιλίες και σχέσεις πολύχρονες καταποντίζονται  κι είναι τόσο κρίμα!

Φορούν σακάκια φούξια και καμπαρντίνες στο χρώμα της γης, δαχτυλίδια περασμένα στον αντίχειρα, σιδεράκια καρφωμένα στη μύτη τους, απλώνουν μέικ απ στο πρόσωπο, δε μπορούν να δεχθούν ότι είσαι κάπου πιο καλός απ αυτές, άμα στριμωχτούν βγάζουν νύχια, απειλούν, προειδοποιούν, βρίζουν, τους ξεφεύγουν λόγια, βλέπεις το ίδιο έργο ξανά και ξανά, αυτό που θέλουν είναι να σε υποτάξουν, να σε ελέγξουν, να είναι πάνω από σένα, σχήματα προκατασκευασμένα στο μυαλό τους, τρελαίνονται όταν δεν τους βγαίνουν, άμα τύχει και πάνε στραβά τα πράγματα άντε γεια, δε ξέρουν που να τρέξουν και που να προστρέξουν τότε, αναπτύσσουν θεωρίες που διάβασαν σε βιβλιαράκια γραμμένα από τύπους αραχτούς σε γραφειάκια, έχουν την απαίτηση να τα δεχτείς κι εσύ , δοκιμάζουν σχήματα παράξενα, γάμους ανοιχτούς και φιλίες κλειστές , δωρητές σπέρματος κι άλλα κουφά, ο σκοπός τους είναι να σε ξεζουμίσουν και να κάνουν τη δουλειά τους  σε θέλουν και δε σε θέλουν, νομίζουν ότι είναι πιο ανθεκτικές αλλά σπάνε πιο σύντομα αν και  επιβιώνουν μετά από μας.

 Μέχρι τα είκοσι έχουν μάθει τα πιο πολλά, μέχρι τα τριάντα  τα τελειοποιούν ,  ύστερα δεν ξέρουν τι να κάνουν , δεν είναι τόσο ζόρικες όσο νόμιζαν,  στα σαράντα όταν κατακαθίσει πια ο κουρνιαχτός βλέπουν παραδίπλα μαμάδες με παιδιά να παίζουν και τρελαίνονται,   έχουν απομείνει μοναχές τους, ψάχνουν κανέναν  λούζερ  μήπως και  σώσουν τη παρτίδα....

Κι όμως όλα θα μπορούσαν νάναι διαφορετικά σκεφτόμουν εκείνο το πρωί αντικρίζοντας άδεια τα τραπέζια όπου καθόμουν χτες μαζί της.
 Έπρεπε να ξυπνήσω κάποιον στις πεντέμισι, στο τηλέφωνο η γυναίκα του που ήταν στο πόδι να τον ετοιμάσει, νύχτα συναντηθήκαμε βλέποντας γάτες να τρέχουν στα σκοτεινά στενά, Βούλγαροι λεηλατούσαν κάδους βγάζοντας αντικείμενα μεταλλικά και χάρτινα κι ότι άλλο μπορείς να φανταστείς,  Φιλιπινέζες μιλούσαν στα κινητά σε μια γλώσσα απίστευτα σπαστική , ζητιάνοι ανυπόφοροι στα φανάρια, ο Βασίλης τους έδινε κέρματα καθώς δεν αντέχει σαν  τους βλέπει  να τον παρακαλούν , τζιπ έβγαιναν από το Τρίτο Σώμα Στρατού να παραλάβουν στρατηγούς, τα μπαρ σχολούσαν,  οι τελευταίοι θαμώνες έφευγαν , μια αψίδα σχηματίζονταν εκεί στην Όλγας σ ένα δρόμο από δαμασκηνιές ανθισμένες θυμίζοντας  κήπο γιαπωνέζικο σαν αυτούς όπου οι Σαμουράι φρουρούν τους ναούς του απείρου φωτός με τους λωτούς και τις αγριομηλιές και τα κοπάδια των σεισοπυγίδων…

Ο  ουρανός γαλάζιος ανοιχτός πάνω απ το Ιπποκράτειο το Σαββάτο των ψυχών,  γριές κουβαλούσαν κόλλυβα στις εκκλησιές μέσα σε πιατέλες διασχίζοντας δρόμους νοτισμένους καθώς ο ήλιος έβγαινε μέσα απ την ομίχλη, μια γυναίκα σκόνταψε, κάποιος τη βοηθούσε να σηκωθεί, λεωφορεία προσπαθούσαν να στρίψουν μετακινώντας τον  όγκο τους, ακτίνες αντικατοπτρίζονταν στα φτερά των αεροπλάνων που σηκώνονταν απ το αεροδρόμιο…

Σ ένα μέρος πήγαμε, ένας παπάς εκεί πέρα μ ένα ραβδί σ ένα καροτσάκι καθηλωμένος από μια εγχείριση όπου τούχαν κόψει ένα δάχτυλο απ το πόδι κι ένα κομμάτι απ τη φτέρνα, κάτι λόγια  από κάπου βούιζαν  στ αυτιά μου ''...φύλαξον με από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας!'' ο Άρης είχε γίνει μούσκεμα όπως τάδινε όλα, ένα ρολόι  με βραχίονες ασημένιους στον τοίχο  χτυπούσε την ώρα…

Εγώ ταξίδευα αλλού, σκεφτόμουν ότι όλα θα μπορούσαν νάναι διαφορετικά εκεί που  είχαμε καθίσει ,  η Πόπη είχε έρθει κατευθείαν απ τη δουλειά της απ τη βάρδια τη νυχτερινή που ξεκίνησε στις δώδεκα το βράδυ,  τα χέρια της θε μου ήτανε τόσο χάλια όταν της τάπιασα  κι έλεγε πόσο μαλακά είναι τα δικά μου,  εγώ πάλι έβλεπα κάτι άλλα χέρια κι αναρωτιόμουν πως τα κάνει τόσο άσπρα, πως είναι δυνατόν το δέρμα της νάναι τόσο λευκό, κι εκεί όλα πήγαν κατά διόλου.

΄΄Δε γίνονται τέτοιες ερωτήσεις,  πρόσεξε τι θα ρωτήσεις ξανά,  είσαι πολύ αυθάδης κι επικίνδυνος!΄΄.  ‘’Προσέχτε τον Αποστόλη ρωτά όλη την ώρα πράγματα περίεργα!΄΄,  ναι όμως που  ξέρεις τι θ απαντήσει ο άλλος άμα δεν τον ρωτήσεις και που ξέρεις τι είναι διατεθειμένος να πει άμα δε δοκιμάσεις και πως να φερθείς σ όλες αυτές άμα δε ξεκαθαρίσεις το σκηνικό απ την αρχή , τόχω πάρει  πια απόφαση δε γίνεται διαφορετικά…

Δεν ήταν ανάγκη να γκρινιάζει τόσο πολύ, δεν την άντεχα άλλο, ΄΄Κάνε λίγη υπομονή μωρό μου!΄΄ ήθελα να της πω, ίσως πάλι δεν είναι θέμα φύλλου αλλά ανθρώπου, όμως  οι γυναίκες πρέπει να κάνουν οικογένεια υποτίθεται , το χρειάζονται περισσότερο, είναι στο αίμα και στα κύτταρα τους και στα γονίδια και στις φλέβες  τους, πρέπει   να κάνουν ένα παιδί τουλάχιστον  για να δικαιώσουν την ύπαρξη τους, πως θα γίνει αφού αυτή είναι η φύση τους, τις βλέπεις να λιώνουν κοιτάζοντας τα μωρά των άλλων που εσύ ούτε πήρες χαμπάρι ότι βρίσκονταν κοντά σου,  κι όταν κατακαθίσει η σκόνη όλη να τους μείνει κάποιος δίπλα γι αργότερα προτού απομείνουν ολομόναχες…

Μετά  όλα  είχαν γίνει αλλιώτικα εκεί που καθόμασταν, στις διαβάσεις   ο κόσμος έμοιαζε νάρχεται απειλητικός κατά πάνω μου , πρόσωπα βλοσυρά και συνοφρυωμένα,    σ ένα ίντερνετ καφέ σε μια γωνιά,  μπροστά σε μια οθόνη  κάτι τύποι ύποπτοι, τι να έκαναν άραγε εκεί πέρα, τι έβλεπαν,  μια παχουλή κάπου αλλού   παρακολουθούσε ένα σήριαλ,  τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι όλη μέρα,  πως περνούν το καιρό τους,  πως ζούνε,  ποιος είναι ο σκοπός τους,  γιατί υπάρχουν ;

 Ένα κοριτσάκι έσερνε τη τσάντα της  μαμάς του, μια ξανθιά έσπρωχνε ένα καροτσάκι μ ένα μωρό περνώντας  μέσα από ένα λάκκο της βροχής, στις καφετέριες  τύποι αργόσχολοι έλυναν σταυρόλεξα,   κάποια  καθρεφτίζονταν στο τζάμι του αστικού ,  φανάρια κόκκινα και πράσινα και κίτρινα,  οχήματα σταματούσαν κι άλλα έφευγαν μπροστά, σκύλοι που θύμιζαν κογιότ άγρια έτρεχαν στα πάρκα ανάμεσα σε κοπάδια από κοράκια,  περιστέρια κατέκλυζαν ένα μπαλκόνι όπου ένας γέρος τους  σκορπούσε τροφή,  ένας περίεργος  μ ένα  μάτι γυάλινο, ξαφνικά όλοι  μου φαίνονταν ότι είχαν ένα μάτι γυάλινο απειλητικό!

Στη στάση όπως άνοιξα την τσέπη ένα χαρτονόμισμα μούπεσε, ένας με μούσι μου τόδειξε κάτω στο δρόμο και το μάζεψα, ένας ψηλός έπεσε απάνω μου και με γκρέμισε  σα να μην έτρεχε τίποτα, σιγά μη μου ζητούσε και συγνώμη η Χρύσα μου έστελνε φωτογραφίες και μηνύματα  στο κινητό οδηγώντας κάπου στην Νεβάδα, στο Λας Βέγκας και στην Αριζόνα, αγναντεύοντας τον ποταμό Κολοράντο και τα βράχια και τους γκρεμούς εκεί πέρα , γλάροι πετούσαν σα δαιμονισμένοι  γύρω απ το κεφάλι μου,   ο κόσμος  ολόκληρος έμοιαζε να στροβιλίζεται, στις κρεμασμένες  εφημερίδες    νεκροί κι αίματα  στο Κίεβο,  πεζοδρόμια ξηλωμένα, ένα πλοίο  βυθίζονταν στον Ειρηνικό, ρεύματα υπόγεια αναπτύσσονταν στον Ατλαντικό, βαρομετρικά ψηλά και χαμηλά, οι πάγοι έλιωναν στους πόλους το βόρειο σέλας εξαφανίζονταν, ο κόσμος όλος έμοιαζε να στροβιλίζεται σε μια δίνη ατέρμονη ….



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...